blog




η σημασία μιας παράδοσης στον καιρό μας

E-mail Εκτύπωση PDF
Και πρώτα απ'όλα, τι θα πει παράδοση; Είν'τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά, ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ'άστρα εκτόξευσή μας; Πως είμαστε τοποθετημένοι απέναντί της, είναι Κυρία, παρθένα ή γριά; Και πως μας φανερώνεται εντός μας; Με μια εσωτερική διεργασία, από ανάγκη που πολλές φορές μας οδηγεί στο βάθος των πηγών μας, ή από διάθεση να'μαστε κάτι διαφορετικό, να ξεχωρίζουμε απ'τους άλλους; Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας, που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια, ή εκείνο το φως που μας αποκαλύπτει, το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;

Ιδιαίτερα τούτο τον χρόνο που την γιορτάζουμε κι επίσημα, μας ήρθε ο πειρασμός να θέσουμε το ερώτημα: Τι πάει να πει παράδοση;

Στις μέρες μας πολύ γιορτάζονται τα "παραδοσιακά" και προστατεύονται όχι μόνο απ'τις αρχές, αλλά κι από τους συλλόγους, κι από τα γυμναστήρια, κι από τα κόμματα και τις πολιτικές παρατάξεις. Θα'χετε ακούσει πως όλοι σκίζονται να μη χαθεί το πρόσωπό μας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, και δίχως να'χουμε δραχμή αποφασίζουμε τη διατήρηση κάθε σπιτιού και κάθε χώρου, μες στον οποίο κάποιος πρόγονος έζησε, σκέφτηκε ή τέλος πάντων έφτιαξε κάτι. Χώρια που υπάρχουν εκπομπές στην τηλεόραση, όπου καλοδιατηρημένες Κυρίες με οδοντιατρική άρθρωση και συνεχώς δακρύζοντα μάτια, προσπαθούν να μας πείσουν πως κάθε πρόγονος, όλοι οι πρόγονοι, αρκεί να μην είναι κάποιος ζωντανός, υπήρξαν όλοι τους υπέροχοι, γενναίοι και εθνικοί. Και δεν χωράνε αυτά αμφισβήτηση και κριτική. Αποτελούν παράδοση εθνική. Όμως έχουμε και μια διαφορετική παράδοση, πιο προοδευτική. Μες στην οποία ο συμπαθής μας Μουφλουζέλης κάνει περίπατο με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, σε ώρες απογευματινές. Ο πατήρ ημών Βαμβακάρης μελοποιεί σε ήχο πλάγιο τη "Γυναίκα της Ζάκυνθος" του Διονύσιου Σολωμού. Και η Μαντώ Μαυρογένους χορεύει βαρύ ζεϊμπέκικο με την Ρόζα Λούξενμπουργκ, την Πασιονάρια ή την Πηνελόπη Δέλτα, ενισχύοντας έτσι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών.

Και όλ'αυτά μας συντηρούν τα τελευταία δέκα χρόνια, σ'ένα εκτυφλωτικό πανόραμα με μολυσμένο αγέρα, μες στον οποίο κινούμεθα όλοι μας, ανώνυμοι κι επώνυμοι, για να συνθέσουμε τελικά μια καινούρια και συγχρονισμένη εθνική φυσιογνωμία, κατάλληλη για αφίσες και γι αναγνωστικά σχολείων κατωτάτης εκπαιδεύσεως. Έτσι, λέμε, θα μπούμε στην αιωνία Ευρώπη. Ενώ άλλοι φωνάζουν πως έτσι θα εξαφανιστούμε μες στην μεγάλη Ευρώπη. Σημασία έχει πως είτε χαθούμε, είτε χωθούμε, θα'μαστε μέσα στην Ευρώπη. Κι όσο για την φυσιογνωμία, ας αρκεστούμε στην απλή Μεσογειακή. Η ημιμαθής προσήλωση των νέων μας στα "παραδοσιακά" και η χρήση των στοιχείων τους ανεξέλγκτα, μαζί με τις "φιλότιμες προσπάθειες" των "ειδικών καλλιτεχνών του σήμερα" να συνυπάρξει ο Μάρκος Μπότσαρης με τον Γκεβάρα, περιέχουν, αν όχι κίνδυνο, τουλάχιστο κάτι σαν γελοιοποίηση και μια καχυποψία για την εύκολη παρουσία της παράδοσης στα πόδια μας. Συγχρόνως δε, αποτελεί κι αναστολή για κάθε σοβαρότερη προσπάθειά μας να βγούμε απ'τ'αδιέξοδο των καιρών, σαν σύνολο, σαν έθνος και σαν άτομα.

Γιατί, να πούμε την αλήθεια, η αφελής υπενθύμιση της εκ παραδόσεως αρετής μας και της παραδοσιακής γραφικής ιδιοτυπίας μας, αν δεν προκαλεί θυμηδία, τουλάχιστον ενισχύει τον τουρισμό, είναι εμπορεύσιμη, που λένε, και στοχεύει στο να ενισχύσει το εθνικό μας φρόνημα. Άλλο, αν με το εμπόριο του γραφικού εκπορνεύετεαι η εθνική μας ευαισθησία και με την συνεχή πλύση εγκεφάλου περί του εθνικού, διαβρώνεται η ψυχικότητά μας και η πνευματική αντοχή μας.

Αλλά τι γίνεται με την αυθαιρεσία των ασυμβίβαστων και επαναστατημένων νεολαίων, που ανακαλύπτουν απαίδευτες προεκτάσεις ηρώων και γεγονότων του καιρού μας μέσα στην τοπική παράδοση; Πως ν'ανατιδράσει κανείς στις αφελείς δια λόγου ερμηνείες των ποιητικών κειμένων, και στην ακόμη αφελέστερη μουσική τους κάλυψη; Στ'αλήθεια, είναι παιδεία σήμερα να ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ καθυστερημένα και λυπητερά τους προπολεμικούς και ανώνυμους ρεμπέτες, πλάι σε μεγαλοφάνταστα κι ακόμη αφελέστερα μελωδικά ντυσίματα των λόγων του Μακρυγιάννη ή του Σεφέρη ή του Καβάφη; Κι αυτό είναι παράδοση! Και στ'όνομά της φυσικά λειτουργεί μια καλοστημένη μηχανή που μας εξουθενώνει. Κι όμως όποιος σκέπτεται και όποιος έχει τουλάχιστον την πρόσφατη συνέχεια του τόπου μέσα του, είναι σε θέση ν'αντιληφθεί πως το μόνο που δεν μας χρειάζεται πια είναι το γραφικό, η παράσταση, οι αλλοτινές συνήθειες. Γιατί όλ'αυτά δεν μας ενώνουν με τους προγόνους μας, αν δεν τους έχουμε ήδη μέσα μας, τοποθετημένους ανεξίτηλα. Και γεννιέται πάλι ένα άλλο ερώτημα. Πόσο μας είναι η παρουσία τους χρήσιμη εντός μας; Και ιδιαίτερα σε τούτους τους καιρούς; Γιατί οι νεκροί, ως γνωστόν, μας συγκρατούν από το κακό, αλλά και μας κρατάνε δέσμιους στη Γη, δεν μας αφήνουν να πετάμε αν δεν τους αρνηθούμε. Χωρίς πάλι αυτό να σημαίνει πως έχουμε ανάγκη από μια χωρίς όρια παρουσία τους. Όταν μετά τον πόλεμο ο Πικιώνης με μαθητές του τοποθετούσε με περίσσια προσοχή το ένα πετραδάκι πλάι στο άλλο στου Λουμπαρδιάρη, ο Ελύτης είχε κιόλας ανακαλύψει, με την βοήθεια της Μαρίνας και της Ελένης του, το Αιγαίο, ο Εγγονόπουλος τα σπίτια των Ιωαννίνων κι ο Μόραλης με τον Νικολάου τις πόρτες και τα παραθύρια της Αίγινας και του Πόρου. Ο Σικελιανός έκανε παρέα με τον Σωτήρη τον Σπαθάρη στην Κηφισιά κι ο Καζαντζάκης έγραφε την "Ασκητικής" του απομονωμένος στην Αίγινα. Τότες κι εγώ, γνήσιο παιδί εκείνου του καιρού, πρωτοανεκάλυπτα χωρίς μεθύσια και ναρκωτικά, μονάχα με βαρύ γλυκό, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη και τον Δασκαλάκη. Πριν τριανταπέντε χρόνια...


Να μην ξεχνάμε επίσης πως η χώρα ήταν κατεστραμμένη απ'τον πόλεμο, την κατοχή και τους Γερμανούς και το επίσημο ελληνικό κράτος εκείνου του καιρού χτυπούσε κάθε τόσο ένα τεράστιο γκονγκ από το ραδιόφωνο για να μας θυμίζει, με βροντερή φωνή, πως είμαστε τριών χιλιάδων χρονών γέροι, λες κι ήταν φάρμακο ή συνταγή για ανοικοδόμηση. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής, των φωτισμένων, στον φανφαρονισμό και στον επίσημο και προγονόπληκτο σκοταδισμό. Το γραφικό υπήρξεν απαραίτητο. Με μόνη διαφορά, πως δεν επρόφθασε να γίνει ουσία και να ξεπεραστεί μέσ'από διεργασίες πνευματικές. Άρχισε ο τουρισμός, η καλοπέραση και το εμπόριο. Υποχρεωθήκαμε να φορέσουμε τις εθνικές στολές και να χορέψουμε τον Καλαματιανό για Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς. Να φωτογραφηθούμε με σπασμένες κολώνες και να μιλήσουμε αρχαία σε αγγλική μετάφραση. Έτσι σήμερα ζούμε την τόσο συγκεχυμένη σχέση μας με την παράδοση. Όλα τα θεωρούμε απαραίτητα, για να μπορέσουμε στο μέλλον να συμπληρώσουμε πιστοποιητικά καταγωγής. Κι ακούγεται παντού το κάπως φαρισαϊκό μας αίτημα. Η Ταυτότητα. Να μην χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Αλλά κανείς δεν επιχειρεί να διευκρινίσει ποια στοιχεία ακριβώς συνθέτουν την ταυτότητά μας, για να φροντίσουμε να τα μαζέψουμε και να την προφυλάξουμε επιμελώς μέσα σε πλαστική ή δερμάτινη θήκη. Και τέλος, μας είναι πράγματι απαραίτητη, με τα στοιχεία του παρελθόντος; Αρχίζω επίσης ν'αμφιβάλλω.

Κείνο που νιώθω σίγουρα μέσα μου είναι μια φυσική απέχθεια σ'ό,τι χρειάζεται παράσταση, σε ό,τι γραφικό. Δεν με ενδιαφέρουν οι συνήθειες το πατέρα μου και των λοιπών συγγενών, παρά μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μου και μ'εξυπηρετούν στο σήμερα. Κι αν αυτό που περιέχω είναι μια ένδειξη ελληνικής παράδοσης, τότε καλώς να υπάρξει. Γιατί δεν μ'αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.

Με δυο λόγια το θέμα μας είναι: Υπάρχει στον καιρό μας μια υπερβολική και αυθαίρετη χρήση της έννοιας παράδοση. Δημιουργούμε παραστάσεις και αποτυπώνουμε τις έγχρωμες φωτογραφίες στην μνήμη των προγόνων μας. Μπερδεύουμε τους Ήρωες και το περιεχόμενό τους και τους κάνουμε να ζουν δισδιάστατα όπως στον Καραγκιόζη ο Μέγας Αλέξανδρος με τον Βεζύρη. Και οι δυο μεγαλόπρεποι και συμπαθείς. Μας εκστασιάζει ο τσάμικος μέσα σε ντισκοτέκ. Είμαστε σε θέση λοιπόν να βρούμε την αληθινή ροή μαας μες στους καιρούς που έρχονται, για να δεχθούμε κάποτε μια οδυνηρή πραγματικότητα σαν την μόνη αλήθεια; Ποιά είναι τα ηθικά στοιχεία μέσα απ'την παράδοση για να τα συλλέξουμε και πως θα επιτευχθεί η απόρριψη του γραφικού;

Σας τα παραδίδω και συγχωρέστε μου που δεν υπήρξα πιο μεθοδικός στην τοποθέτηση του θέματος. Διαθέτω βλέπετε ποιητική ιδιοσυγκρασία που μου απαγορεύει την ομαλή δομή.

[κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι, κάπου μεταξύ 1980 και 1988 -πιθανώς το 1985- από την έκδοση-συλλογή των κριτικών κειμένων του με τίτλο Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος, 1988, έκτη έκδοση:2008]

*τα τονισμένα αποσπάσματα έχουν υποδειχθεί από εμένα.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


tiersen yann, τ'είχα πάντα...

E-mail Εκτύπωση PDF
Yann Tiersen
+ Your Hand In Mine, Fuzz 14/11/09
alt

Δεν γνωρίζω σε τι ωφελεί πλέον η γκρίνια για τις συνθήκες διεξαγωγής των συναυλιών (και δη των μεγάλων) ή τις παραλείψεις από πλευράς διοργάνωσης σε αυτές. Συνήθως γράφονται τα ίδια και τα ίδια, χωρίς να αλλάζει κάτι προς το καλύτερο, αλλά και χωρίς να φαίνεται ότι το κοινό θέλει πραγματικά να αλλάξει ήθη και συνήθειες, τουλάχιστον στο μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί. Και αν -στην περίπτωση- για την πλευρά της διοργανώτριας εταιρείας της συγκεκριμένης συναυλίας δεν μπορούμε να βρούμε κάτι μεμπτό–καθ’ότι είναι αλήθεια πως η Stereomatic μας έχει συνηθίσει σε προσεγμένες επιλογές, καθώς και άψογες διοργανώσεις- σίγουρα μπορούμε να επαναλάβουμε (για νιοστή φορά) τα ράμματα για τη γούνα του ...λύκου, «που ακόμα και αν εγέρασε και άλλαξε το μαλλί του» και άλλαξε και διεύθυνση, μήτε τις τιμές στο μπαρ άλλαξε μήτε τον ήχο του μήτε τίποτα –όπου λύκος, βλέπε Fuzz, το οποίο μπορεί άνετα να μετονομαστεί σε Buzz, κατα τι πιο εύγλωττο και περιγραφικό όνομα, που απηχεί ακριβώς την κατάσταση που επικρατεί εκεί μέσα κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης συναυλίας. Και έτσι, σας έδωσα ήδη μια πρώτη εικόνα θαρρώ... Να’ναι καλά τα μεγάλα ονόματα που κάνουν τα soldout και δεν αφήνουν περιθώρια στο κοινό να πει κουβέντα ούτε για το χώρο ούτε καν για τα 7 ευρώ που κοστίζει μια μπύρα σε πλαστικό ποτήρι, μαζί με ένα νεράκι...

Buzz όμως και από το κοινό, που όσο έπαιζαν οι θεσσαλονικείς YourHandInMine, αποκάλυπτε με τον πιο άκομψο τρόπο ότι το όνομα του Tiersen μάλλον προηγείται της μουσικής του ως αξία, στη συνείδηση του κόσμου. Αυτές οι καταδικαστικές εξισώσεις Έλληνας ίσον σαπόρτ και σαπόρτ ίσον χρόνος για ψυχανάλυση, γκομενικά, κουτσομπολιό και ακόμα μικρότερης σπουδαιότητας μπούρου μπούρου, στέρησαν από όλους μας τη μοναδική –για εκείνη τη βραδιά, όπως φάνηκε- ευκαιρία να απολαύσουμε, έστω για λίγο, τη λυρική και ονειρική ατμόσφαιρα που αποπνέουν και οι δουλειές του Tiersen, καθώς και άλλων κοντινών μινιμαλιστών, όπως αυτή προέκυπτε αβίαστα από την φιλότιμη (για τις συνθήκες) και άρτια (για την εκτέλεση) εμφάνιση των δύο συντοπιτών μας.

Γιατί ο ίδιος ο YannTiersen κάπως μας τα χάλασε σ’αυτό. Προερχόμενος σίγουρα από άλλο ανέκδοτο, ο Γάλλος μουσικός αποφάσισε με μια χρονοκαθυστέρηση δεκαετίας να εξερευνήσει το πρώιμο post-rock, χωρίς όμως και τα σχετικά διαπιστευτήρια, ταλαιπωρώντας εξαντλητικά μια αντίληψη φόρμας και ανάπτυξης που, στην τελική, ακόμα και πιο ελάσσονα γκρουπ όπως λ.χ. οι Jeniferever(που παίζουν αυτή την εβδομάδα στα μέρη μας) ή οι DoMakeSayThink, κατέχουν με επάρκεια, αλλά και με περισσότερη (ηχητική και σκηνική) συνέπεια. Αν και σε καμία περίπτωση δεν θα δήλωνα φαν της μουσικής ταυτότητας του συμπαθούς Γάλλου –όπως τουλάχιστον μας έχει αποκαλυφθεί από τη δισκογραφία του, δεν είναι αυτή η αιτία που με έκανε να σταθώ αμήχανα (εγώ και, φαντάζομαι, μεγάλο μέρος του κοινού) απέναντι σ’αυτό που επέλεξε να μας παρουσιάσει προχτές. Η αιτία ήταν ακριβώς αυτό καθαυτό που μας παρουσίασε: μια ξεφτισμένη εκδοχή των Mogwai, χωρίς όμως τις εξάρσεις και το μεγάλο εύρος δυναμικών, χωρίς τις εκρήξεις –πλην ίσως μίας και μοναδικής στιγμής- χωρίς διαχείριση της μουσικής –και της σκηνικής- ενέργειας έτσι ώστε να συνεπαίρνει το κοινό και όχι να επαναλαμβάνεται και να γίνεται προβλέψιμος, παράγοντας τελικά μια επίπεδη και μονότονη στο σύνολό της ροή ήχων, συγχορδιών και ρυθμών.

Η αλήθεια είναι πως αν αφαιρέσεις από τη μουσική του τον όποιο λυρισμό, την όποια ατμοσφαιρικότητα, τη συναισθηματική α λα μουσική δωματίου ενορχήστρωση, τα γλυκερά πιανιστικά αρπίσματα, τις γαλλοchansonικής υφής γραμμές στο ακορντεόν, τις ταξιδιάρικες μελωδίες τύπου Αμελί και τη ρετρό αίσθηση, δεν μένουν και πολλά να εκτιμήσεις και να απολαύσεις. Ειλικρινά –και δεδομένου ότι όλα τα παραπάνω στοιχεία όντως απουσίαζαν- δεν μπορώ να υπολογίσω κατά πόσο θα συνιστούσε πιθανότητα soldout η μουσική πρόταση της σαββατιάτικης εμφάνισής του, αν φυσικά και το κοινό ήταν κάπως πιο ενήμερο. Τολμώ να υποθέσω πως αν αυτή τύχαινε να ήταν και η πρώτη μουσική επαφή του με το ελληνικό κοινό, οι προδιαγραφές για τη συναυλία μια χαρά θα πληρούνταν και στο Αν –από θέμα προσέλευσης εννοώ. Αλλά το θέμα, φυσικά, δεν είναι ότι κάποιες θείτσες και ακροατές του Kosmos, έφευγαν απογοητευμένοι μετά από καμιά ώρα, όπου είχε φανεί ξεκάθαρα πως δεν θα άλλαζε το σκηνικό προς τέρψη των αυτιών τους. Όπως, επίσης, θέμα δεν είναι το αυτονόητο για έναν καλλιτέχνη, δηλαδή να έχει την ελευθερία να παρουσιάζει αυτό που εκείνος κατά περίσταση ορίζει ως προσωπική μουσική αναζήτηση. Αυτό που συγκρατώ ως βασική ένσταση είναι ότι για τα «ροκ» μονοπάτια όπου πλέον θέλει να παίζει μπάλα ο Tiersen, έχει ακόμα πολύ δρόμο και σε καμία περίπτωση το όνομα και η ηχητική ταυτότητα που έχει κατοχυρώσει μέχρι τώρα, δεν λειτουργούν ως εγγύηση γι αυτό το σκοπό.

Επιμερίζοντας άλλα θεματάκια της προχτεσινής συναυλίας, δεν γίνεται να μη σταθώ στον ήχο –ένσταση που διατυπώθηκε πιο ντιρέκτ και φωναχτά και κατιτίς πιο ...γαλλικά από κάποιους στο κοινό, που το δίκιο τους μια φορά, όμως, το είχανε. Δεν γνωρίζω αν η μπάντα –ως όφειλε- ήρθε μαζί με δικό της τεχνικό ήχου. Οι υποθέσεις που μπορώ όμως να κάνω για τον μάστορα πίσω από την κόνσολα είναι είτε ότι έχει δεσμό με τον μπασίστα (και ταυτόχρονα αντιπαθεί τον Tiersen) είτε ότι άκουγε πρώτη φορά στη ζωή του ηλεκτρικό μπάσο και εντυπωσιάστηκε από τις ηχοχρωματικές δυνατότητες του οργάνου, υποθέτοντας ότι το ίδιο στοιχείο θα εντυπωσιάσει και εμάς. Εννοείται πως αυτή δεν είναι και η μόνη ένσταση που μπορούμε να κάνουμε για τον προχτεσινό ήχο...

Στο πλαίσιο της γενικής γκρίνιας, θα ρίξω και ένα πλην στον κύριο MattElliott, ο οποίος ευθύνεται αποκλειστικά ο ίδιος για την ακύρωση του δικού του liveset (να τα λέμε αυτά) αφού όπως διαπιστώσαμε, προτίμησε να κάνει τον κομπάρσο στις ετεροχρονισμένες και αμφιλεγόμενες post-rock ανησυχίεςτου Tiersen (και να απαγγέλει μέσα από βιβλίο κάτι ακατάληπτα ξόρκια), παρά να μας χαρίσει μερικά λεπτά της μοναδικής μελαγχολίας των failing, drinking, howling τραγουδιών του.

Δεν έχω καταλήξει σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη χρησιμότητα των reviews σαν και τούτο, καθ’ότι απ’όσουςπαρευρέθηκαν το Σάββατο στο Fuzz, σίγουρα ο καθένας έχει σχηματίσει τη δική του εντύπωση, ενώ για όσους δεν ήταν εκεί, τι μπορείς να μεταφέρεις άραγε;... Ας συνοψίσω απλά και σύντομα πως όσοι δεν ήρθαν (ή μάταια περίμεναν απ’έξω για ένα εισιτήριο), δεν νομίζω σε καμία περίπτωση πως έχασαν κάτι σπουδαίο ή μοναδικό. Και όσοι ήρθαν, έχασαν τους Ulver...
(review γραμμένο για το mixtape.gr)

Σ'αυτήν εδώ την όμορφη φωτογραφία του Βαγγέλη Πατσιαλού,
ο Matt Elliott παίζει μια καραμούζα και φαίνεται να περνάει καλά:
alt

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: άκουσα


χειρονομίες

E-mail Εκτύπωση PDF

Λίγο-λίγο τα πράγματα αδειάζουν, όπως εκείνα τα μεγάλα κόκκαλα
που συναντούσαμε το καλοκαίρι στ’ ακρογιάλι ― κόκκαλα αλόγων
ή ζώων προϊστορικών· αδειάζουν απ’ τη μέσα ουσία, απ’ το μεδούλι·
μένει μονάχα ένα στέρεο λευκό, σαν έλλειψη χρώματος, με αόρατες τρύπες,
όπως το χρώμα εκείνο μέσα στα δωμάτια, το χειμώνα, όταν έξω
βρέχει ραγδαία. Τότε κρατάς το χερούλι της πόρτας ή το χερούλι
απ’ το φλιτζάνι του τσαγιού, κι ούτε που ξέρεις αν εσύ τα κρατάς ή σε κρατούνε
ή αν κρατιούνται κι εκείνα κι εσύ. Και, ξαφνικά, καθώς δοκιμάζεις
να πιεις το τσάι σου, βλέπεις στα δάχτυλά σου ανάμεσα το πορσελάνινο χερούλι
μόνο του· ―το φλιτζάνι λείπει· ―περιεργάζεσαι αυτό το χερούλι, τόσο άσπρο,
τόσο αβαρές, σχεδόν κοκκάλινο ―και το βρίσκεις ωραίο, σε σχήμα
μισού μηδενικού― γυρεύει τη συμπλήρωσή του, ενώ, αντίκρυ, στον τοίχο,
μέσ’ από μια βαθιά ρωγμή, βγαίνει ζεστός ο ατμός απ’ το τσάι που δεν ήπιες.

[Γιάννης Ρίτσος, Αναχωρήσεις, ΙΙΙ, από τη συλλογή Επιτομή]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


the art of this trio

E-mail Εκτύπωση PDF
Brad Mehldau Trio, Παλλάς 4/11/08

altΑπό που θα μπορούσε να ξεκινήσει, άραγε, η κριτική για μια συναυλία όπως αυτή του Brad Mehldau Trio;

Ίσως, καταμετρώντας τις παρουσίες των "celebrities" της σκηνής -αγαπημένο άλλωστε σπορ του σιναφιού στις jazz συναυλίες. Ίσως, πάλι, σχολιάζοντας την ηχητική αρτιότητα και τις συνθήκες της διοργάνωσης ή το καλλιτεχνικό μέγεθος του ονόματος και τη σημασία του, αλλά και το γεγονός πως επρόκειτο για την πρώτη άφιξή του στη χώρα μας. Ίσως, τέλος, να ξεκινήσει με σχόλια για την προπώληση ή την προσέλευση του κόσμου -άλλο πρόσφατο αγαπημένο σπορ πλέον.

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η κριτική θα μπορούσε να μην ξεκινήσει καν. Κι αυτό γιατί σε συναυλίες όπως αυτή της περασμένης Τρίτης, το θέμα δεν είναι η ίδια η συναυλία -πόσω μάλλον το playlist ή η (λιγότερο ή περισσότερο) λετπομερής καταγραφή των τεκταινομένων επί σκηνής. Θέλω να πω πως λίγη σημασία έχει το αν «τα'χωσε» ή όχι ο Jeff Ballard στα τύμπανα ή αν ο Melhdau έπαιξε ή όχι κάποιο χιτ των Radiohead, όπως συνηθίζει για χάρη των κοριτσιών...

Αυτό που έχει σημασία σε τέτοιες συναυλίες είναι ότι έρχεσαι αποκαλυπτικά αντιμέτωπος με το μεγάλο όραμα ενός μουσικού, που έχει αφιερώσει τον εαυτό του και την τέχνη του στη βαθιά μελέτη της παράδοσης και της αισθητικής του οργάνου, που σε κάθε νότα και κάθε συγχορδία που παίζει ακούς ταυτόχρονα την ιδιοφυία του Bill Evans, τη λόξα του Thelonious Monk και το λυρισμό του Keith Jarrett, όλα αρμονικά ταιριασμένα, ως φυσική συνέχεια της παράδοσης, και χωρίς να υποχωρεί ούτε στιγμή ή να θυσιάζεται επ'ουδενί το προσωπικό ύφος -τόσο στις συνθέσεις, όσο και στο στυλ παιξίματος ή τον αυτοσχεδιασμό. Ένα μουσικό όραμα που έχει διαγράψει την πορεία του με συνέπεια μέχρι τώρα, υπήρχε πριν και θα υπάρχει και δεν εξαντλείται σε μια συναυλία και ούτε έχει να αποδείξει κάτι σε μια δεδομένη στιγμή. Ένα όραμα με στέρεα βάση και εντυπωσιακά ξεκάθαρη θέση στο μουσικό γίγνεσθαι και το οποίο δεν στηρίζεται απλά στην ιδιοφυία του συνθέτη, τις δεξιότητες των μουσικών και τη φαντασία στον αυτοσχεδιασμό. Εν κατακλείδει, αναφέρομαι στην εμπειρία της συνάντησης με αυτό το μουσικό όραμα, όπου από τη στιγμή που γίνεσαι κοινωνός της, μόνο τυχερός μπορείς να νιώσεις.

Όποιος δεν εννόησε ότι αυτή η εμπειρία της οποίας γίναμε αυτήκοοι μάρτυρες προχτές στο Παλλάς υπαγορευόταν -σε κάθε στιγμή, σε κάθε μέτρο, ακόμα και σε κάθε αναπνοή- από την υπογραφή 'Brad Mehldau', είναι απλά out of point - όσες γνώσεις περί της jazz και αν καυχιέται για τον εαυτό του. Όποιος περίμενε κάτι έξω από το ηχητικό και αισθητικό σύμπαν που προτείνει χρόνια τώρα ο Mehldau -υπολογίζοντας και προσδοκώντας π.χ. στη δυναμική των παιχτών ή την παράδοση των τρίο ή το δυναμισμό των ευφάνταστων και δεξιοτεχνικών σόλο- απλά είχε έρθει σε λάθος συναυλία.

Ο Ballard που τρώει σίδερα πίσω από τα τύμπανα όταν τζαμάρει π.χ. με τον Chick Corea και τον Avishai Cohen, στο Mehldau Trio είναι ένας ταπεινός εργάτης του ρυθμού που σχεδόν ψυχαναγκαστικά απαγορεύει στο παίξιμό του τις ακραίες δυναμικές, τις εξάρσεις και τον εντυπωσιακό αυτοσχεδιασμό. Η αφετηρία του, ακόμα και στο drum solo, είναι η μουσική -για την ακρίβεια, η μουσική που ταιριάζει και υπαγορεύεται από το μουσικό όραμα του Mehldau, χωρίς αυτό φυσικά να μειώνει τον κάθε μουσικό ως αυτοτελή μονάδα. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή η ωριμότητα είναι που κατατάσσει τον συγκεκριμένο στους πιο λαμπρούς και decent drummers της σύγχρονης jazz, η ίδια ωριμότητα είναι που αναδεικνύει και το συνολικό ήχο του τρίο που οραματίζεται πίσω από το πιάνο του ο Mehldau.

Όσο για το καθαυτό συναυλιακό μέρος τι να πρωτοσχολιάσει κανείς;

Μήπως το εντυπωσιακό δέσιμο της ομάδας, το οποίο μπορεί μεν να είναι αυτονόητο και δεδομένο για ένα τρίο που είναι on the road συνέχεια εδώ και χρόνια, αλλά είναι στις λεπτομέρειες που κάνει τη διαφορά: στα λιτά και απέριττα (αλλά και grande) finale, στην ισορροπία ανάμεσα στα θέματα και τα σόλο, αναάμεσα στις φόρμες και τους αυτοσχεδιασμούς, ανάμεσα στο σόλο παίξιμο και τα groovy ομαδικά μέρη, στον ξεκάθαρο ρόλο κάθε μουσικής μονάδας ανά πάσα στιγμή, τις συνεχείς πάσες πάνω στον αυτοσχεδιασμό και το εκλεπτυσμένο interaction -πιο εντυπωσιακό τελικά από τη συνήθη και παρωχημένη φαντεζί δεξιοτεχνική προσέγγιση.

Μήπως να σταθεί στην απόλυτη ζεν ηρεμία του Mehldau -τόσο στο παίξιμο (πιο soft touch δεν γίνεται...), όσο και στις αργές και θεατρικές, πλην ειλικρινείς, υποκλίσεις ανάμεσα σε κάθε κομμάτι- η οποία σου επιβάλλει να αισθανθείς μύστης μιας τελετουργίας;

Μήπως στη συνέπεια και τη στιβαρότητα της rhythm section, δηλαδή αυτούς τους δύο έξοχους μουσικούς, τον "star" Jeff Ballard στα τύμπανα και τον «αθόρυβο» Larry Grenadier στο κοντραμπάσο -για τους οποίους το τελευταίο που τους απασχολεί στη σκηνή είναι το να δείξουν πόσο skilled είναι τα δάχτυλά τους;

Μήπως στον τόσο ιδιαίτερο ήχο του κάθε μουσικού, αλλά και τον τόσο ιδιαίτερο ήχο του τρίο που ξεπερνά (και ενοποιεί) το (ανομοιογενές) υλικό: από κλασικά ακούσματα μέχρι jazz standards και από αφαιρετικούς ambient πιανιστικούς αυτοσχεδιασμούς μέχρι pop και rock τραγούδια -not to mention τις πρωτότυπες συνθέσεις στις οποίες εντάσσουν μέχρι και atonal στοιχεία;

Μήπως στο γεγονός ότι όσο το τρίο ξεδιπλώνει την τέχνη του επί σκηνής αποκτούμε μια σαφή ερμηνεία των επιθέτων 'cool' και 'smooth' -χιλιόμετρα μακριά από τις trendy και lifestyleάδικες (κατα)χρήσεις τους; Κάπου εκεί, άλλωστε, γίνεται αντιληπτό (και πρέπει να γίνεται αντιληπτό) ότι το κάθε σύνολο, την κάθε συναυλία, το κάθε concept, οφείλεις να τα κρίνεις μέσα στα πλαίσια της ιδιαιτερότητας που το καθένα προτείνει. Ενδεχομένως να υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια σε μια jazz συναυλία να χαρακτηριστεί από αυτό για το οποίο σε άλλου είδους συναυλίες και πολύ πιο αβίαστα, η αργκό προβλέπει τη λέξη «μούφα». Σίγουρα όμως τα κριτήρια ακρόασης γι αυτές τις συναυλίες δεν μπορεί να είναι κοινά και σταθερά, απλά και μόνο επειδή στη σκηνή υπάρχει μια παραδοσιακή διάταξη οργάνων η οποία παραπέμπει αυτόματα σε κάποιο στυλ που πιθανώς μας έχει εντυπωθεί εμβληματικά στο νου. Κοινώς, είναι λάθος να αποτολμά κανείς μια σύγκριση του Mehldau Trio με το κλασικό μοντέλο του piano trio -όπως το όρισε ο Bill Evans- ή με το αρκετά κοντινό αισθητικά Keith Jarrett Trio -το οποίο έχει τη βάση του στη veteran class και των τριών μελών του- ή ακόμα και με σύγχρονα trio όπως οι Bad Plus, οι Medeski, Martin & Wood και οι Avishai Cohen Trio -που το καθένα προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση του ιδιώματος και αξιώνει το δικό του μερίδιο στο μεταμοντέρνο jazz status.

Η εμφάνιση του Brad Mehldau Trio δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια απλά καλή συναυλία. Ήταν μια πολύ δυνατή και συγκινητική εμπειρία και μια γενναιόδωρα απτή απόδειξη που μπορεί να φτάσει ένας καλλιτέχνης το όραμά του, διαγράφοντας με συνέπεια την πορεία που εκείνο επιτάσσει: από την καταγραφή των ερεθισμάτων στο μυαλό στη μετουσίωση σε έμπνευση -μέσω των ιδιαίτερων προσωπικών φίλτρων- από το μυαλό στα χέρια, από τα χέρια στο όργανο, από το όργανο στους άλλους μουσικούς και από όλους τους μουσικούς προς το κοινό. Και αυτό ούτε λίγο πράγμα είναι ούτε αυτονόητο φυσικά. Και ούτε συμβαίνει κάθε μέρα.

Δεν μπορεί άλλωστε να είναι τυχαίο να βλέπεις μετά το τέλος του τρίτου (!) encore -με ένα αέρινο και groovy 'Still Crazy After All These Years' του Paul Simon- τόσα και τόσο διαφορετικά πρόσωπα με έκδηλα ζωγραφισμένη τη συγκίνηση πάνω τους: από μουσικούς της τοπικής jazz σκηνής μέχρι θαμώνες της Αβραμιώτου, αλλά και την οικεία stoner-rock-φιγούρα του ασπρομάλλη μουσάτου πορτιέρη του Gagarin (πρώτη σειρά παρακαλώ)... Ποιο τρίτο encore δηλαδή, ήδη στο δεύτερο, με το 'Exit Music For A Film', η συγκίνηση είχε χτυπήσει peak. Για μένα προσωπικά, αυτή η κορύφωση είχε έρθει ήδη από το τέλος του κανονικού σετ: στη μαγική αποδόμηση του 'Unforgettable' και το ονειρικό φινάλε του, οπότε και οι δύο συνοδοιπόροι του Mehldau αφήνουν ευγενικά μόνο του τον leader να ξεδιπλώσει έναν απόκοσμο πιανιστικό αυτοσχεδιασμό και υπενθυμίζουν γλυκά και ταπεινά την παρουσία τους σε ένα σύντομο, πλην εξόχως συγκινητικό και ατμοσφαιρικό κλείσιμο.

Μια πραγματικά σπάνια βραδιά.

(review γραμμένο για το mixtape.gr)

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: άκουσα


Portishead @ Berlin

E-mail Εκτύπωση PDF
Portishead, Colmubiahalle Berlin, 3/4/08
alt
Ας ξεκινήσω με αυτά που δεν επιδέχονται κριτικής και σύγκρισης, κυρίως γιατί πρόκειται για πρωτόγνωρες καταστάσεις ίσως, οι οποίες σου παρουσιάζονται -είναι η αλήθεια- με το μέγεθος μιας αποκάλυψης. Έχοντας εξασφαλίσει με το ζόρι το εισιτήριό μου δύο μήνες πριν και διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασι ότι τα λεγόμενα και μαγικά χαρτάκια για τη συγκεκριμένη συναυλία εξαντλήθηκαν μέσα σε 6 ώρες (!), ήμουν καιρό πριν προετοιασμένος για τη συνήθη κόλαση που ακούει στο όνομα ‘sold out’. Έπρεπε, όμως, να ταξιδέψω μέχρι το Βερολίνο για να μάθω ότι ‘sold out συναυλία’ δεν σημαίνει αναγκαστικά ασφυξία και κόσμος στιβαγμένος ωσάν τις σαρδέλες, ούτε εξυπακούεται καθυστέρηση στην έναρξή της. Ούτε είναι άπιαστο όνειρο η τουαλέτα κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Για την ακρίβεια, πηγαίνεις, κάνεις τη δουλειά σου και επιστρέφεις και ακόμα παίζει το ίδιο κομμάτι. Και όταν υπάρχει κανονισμός «απαγορεύεται το κάπνισμα», όχι απλά τηρείται στο έπακρο, αλλά όλοι απλά περιμένουν ευλαβικά το κενό μεταξύ support και main act, για να βγουν στον προαύλιο χώρο (ναι, ναι, μέσα στο κρύο) να κάνουν το τσιγαράκι τους. Και κατά τη διάρκεια της συναυλίας, το (στα λόγια) προφανές και (μακρινό) αυτονόητο: όλοι είναι εκεί για να ακούσουν μουσική και όχι να μιλήσουν ή να αρχίσουν τα καμάκια. Μετά από το 5 δευτερολέπτων χειροκρότημα-αναγνώρισης-hit-ή-αγαπημένου-κομματιού, ακολουθεί κατάνυξη, σιωπή και βλέμματα στο stage –ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να λειτουργήσει η συγκεκριμένη συναυλία. Όσο για το venue( κάπου ανάμεσα στις εγκαταστάσεις των στούντιο της Columbia), η αλήθεια είναι ότι συναυλιακοί χώροι σαν το Columbiahalle λείπουν από τη χώρα μας -το υπουργείο της οποίας γκρεμίζει με άνεση τα στούντιο της δικής της Columbia (γιατί είναι «παλιά») και δεν συζητείται ποτέ θέμα αξιοποίησής τους. Τέλος γκρίνιας, αρχή κυρίως review.
 
Εν είδει support act, εμφανίζεται ένα νέο γκρουπ από το Liverpool, οι Kling Klang, τους οποίους έχουν αγκαζάρει οι Portishead για τις μισές συναυλίες της περιοδείας (το γκρουπ που ανοίγει τις άλλες μισές είναι οι A Hawk And A Hawkshaw). Κομματάκι φασαριόζοι, ανούσιοι και ξεπερασμένοι, αναλώνονται σε επίπεδες –δυστυχώς- αναπτύξεις post-rockικής αισθητικής, μετρήματα στα drums a la Tool, κάτι ψιλά από King Crimson (θα’θελαν) και σήμα κατατεθέν τα αναλογικά synthesizers των 60’s–τα οποία προβάλλουν μέσα από τον ήχο τους ως το πλέον νεωτεριστικό στοιχείο (φαντάσου...). Σκηνικό αποτέλεσμα σαφώς υποδέεστερο από αυτό που ίσως υπόσχεται ή –έστω- υπαινίσσεται το ντεμπούτο τους ‘The Esthetik Of Destruction’ του 2006. Φλατ φασαρία χωρίς γκάζια και τσαμπουκά. Διεκπεραίωση. Αλλά μάλλον είναι κάποιο μήνυμα αυτό και για τη συνέχεια της βραδιάς, για το main act, όπως θα διαπιστώσω δύο ώρες μετά...
 
Διάλειμμα για τσιγάρο στο προαύλιο, ανανέωση μπύρας και κατανάλωση πίτσας και πρέτσελ (και γλυκό παρακαλώ!). Και σιγά σιγά φτάνει η ώρα που θα φανερωθεί κατά πόσο αυτό που θα δω και θ’ακούσω, αυτό που θα βιώσω, είναι ο σκοπός του ταξιδιού μου στο Βερολίνο ή απλά μια όμορφη αφορμή για διακοπές σ’αυτή την υπέροχη πόλη. Χωρίς πολλή καθυστέρηση (για την ακρίβεια, χωρίς καθόλου καθυστέρηση), τα φώτα της πλατείας σβήνουν και οι Portishead με 6μελή σύνθεση ανεβαίνουν στη σκηνή χωρίς πολλά τελετουργικά: ο πολυοργανίστας και ιθύνων νους Geoff Barrow στα κρουστά, το drummachine, τις λούπες και τα decks (CD player δυστυχώς), ο Adrian Utley στην κιθάρα και το αναλογικό synthesizer και η Beth Gibbons που μετά από κάποιες αμήχανες κινήσεις, δείχνει να βρίσκει το δρόμο προς το μικρόφωνο –όχι ακριβώς ο ορισμός της άνετης παρουσίας στη σκηνή- μαζί με άλλους τρεις μουσικούς στα drums, στα κάθε λογής πλήκτρα (κάποια από τα οποία εκτελούν και χρέη μπάσου) και στη δεύτερη κιθάρα.
alt
*[οι φωτογραφίες από τη συναυλία είναι της Steffi Loos]

Αρχίζουν μέσα σε αποθέωση (δέκα χρόνια απουσίας είναι αυτά!) με το μυστηριώδες και γρήγορο ‘Silence', εναρκτήριο κομμάτι του νέου album ‘Third’, το οποίο μαζί με το επόμενο –επίσης νέο- ‘Hunter’, πιάνουν το κοινό εν μέρει απροετοίμαστο. Το χειροκρότημα έχει περισσότερο λατρευτική χροιά, παρά χαρακτήρα επιβράβευσης των νέων (;) αναζητήσεων της μπάντας. Μέχρι που οι πρώτες νότες του αγαπημένου 'Mysterons' ζεσταίνουν το Columbiahalle.

Ξεμπερδεύουν νωρίς με το super hit, ρίχνοντας τέταρτο στη σειρά ένα ‘Glory Box’ ίδιο και απαράλλαχτο με το ηχογράφημα του ‘Dummy’, κατευθείαν βγαλμένο από το στούντιο. Και κατευθείαν βγαλμένο από το τότε. 1994. Όλα στη θέση τους, οι λούπες, τα samples, τα εφέ, το σόλο της κιθάρας πανομοιότυπο, ούτε μια νότα απόκλιση (τι διάολο, δεν έχει βαρεθεί να παίζει το ίδιο ακριβώς τόσα χρόνια;). Η συναυλία μυρίζει επικίνδυνα κονσέρβα και η επικοινωνία των μουσικών με το κοινό απλά ...μηδενική. Όσο για την Gibbons, από έναν άλλο κόσμο: underground ντίβα, με all black casual ένδυση (t-shirtάκι και κολλητό τζινάκι), μια μπύρα στο χέρι (και κάπου κάπου ένα ποτήρι νερό) και ατέρμονες άσκοπες περιπλανήσεις στο stageμε κινησιολογία τύπου ‘γυρίζω από την κατάληψη και πάω στου Αλέξη για κανά μπάφο’. Εκτός από τις στιγμές που χρειάζεται να τραγουδήσει, οπότε και γέρνει πάνω στο μικρόφωνο και απλά... είναι εκεί, είναι η Beth Gibbons. Χωρίς εκπλήξεις ή εξάρσεις, χωρίς καν να σου δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται στην καλύτερη της φάση, είσαι απολαυστικά σίγουρος ότι ακούς τη φωνή του ‘Over’, του ‘Only You’, του ‘Mourning Air’ (παράπονο: αν -μαζί με τα δύο πρώτα- έπαιζαν κι αυτό το τρίτο, το πονεμένο, ίσως το review τούτο να είχε άλλο ύφος).
 
Η συνέχεια μας υπενθυμίζει ότι βρίσκονται on the road για την προώθηση του νέου album και ακολουθεί το ψευδό-electro και ανέμπνευστο ‘The Rip’, που αρχίζει νωχελικά σαν μπαλάντα για να συναντήσει στη διαδρομή τους Depeche Modeκαι την πρόσφατη μόδα της βορειοευρωπαϊκής electro pop. Ακριβώς όπως και στο δίσκο. Το κοινό επιβραβεύει και πάλι, αλλά δείχνει καθαρά ότι βρίσκεται εκεί για άλλους λόγους, που πιθανώς δεν έχουν καμία σχέση με την επερχόμενη κυκλοφορία. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο στο ‘Numb’ και στο ‘Over’ –με το δεύτερο να συγκινεί ιδιαίτερα και να σκοτεινιάζει περίεργα το χώρο. Πραγματική έκπληξη και μοναδική -ίσως- ειλικρινά κατανυκτική στιγμή του κανονικού σετ, η εκτέλεση του ‘Wandering Star’ με τον Utley στην κιθάρα, τον Barrow στο μπάσο και την Gibbons καθισμένη σε καρέκλα (οι τρεις original Portishead δηλαδή), μαζεμένοι στο κέντρο της σκηνής σαν παρέα, με το φωνητικό σόλο της Beth στο τέλος να σηκώνει τρίχες και να μας κάνει να αναρωτιόμαστε τι θα συνέβαινε αν -κάποτε- αντιμετώπιζαν τόσο ανοιχτά και με αντίστοιχη φαντασία όλες τις συνθέσεις τους στη ζωντανή εκδοχή τους -τουλάχιστον τώρα, μετά από την πάροδο μιας δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας –υποτίθεται πως- είχαν όλο το χρόνο να ωριμάσουν, να αναθεωρήσουν, να πειραματιστούν, να δοκιμάσουν, να τολμήσουν, να εξελίξουν, να βγουν τέλοσπάντων λιγάκι από τον κόσμο τους και το Bristol του 1997 και να διαπιστώσουν ότι στη μουσική (και ειδικά στην electronic based κατάσταση) έχουν αλλάξει πολλά και έχουν συμβεί ακόμα περισσότερα. Όλα αυτά μένουν στο μυαλό μου και τις αυθαίρετες (;) μεγάλες προσδοκίες μου. Δυστυχώς, οι εκπλήξεις σταματούν εδώ και συνεχίζεται και πάλι απρόσκοπτα η -σχεδόν- προκάτ εκτέλεση των studio cut συνθέσεων, με παίξιμο και ενέργεια που ακροβατεί ανάμεσα στη διεκπεραίωση και τον επαγγελματισμό. Από'δω και στο εξής, όλες οι νύξεις για αυτοσχεδιασμό ή ξέσπασμα ή "χάσιμο", απλά παραμένουν νύξεις και γινόμαστε μάρτυρες (γίνομαι για την ακρίβεια) ενός παλιομοδίτικου trip hop –του δικού τους trip hop, του τόσο ιδιόχειρου ομολογουμένως, αλλά που χρονολογείται μια δεκαετία πίσω- από το οποίο όμως απουσιάζει το ...trip. Και απουσιάζει και ο Andy Smith –συνεπώς λείπει, στα αυτιά μου, εν μέρει και το hop. Όλα είναι στη θέση τους και πάλι και όλα σωστά παιγμένα, αλλά νιώθω ότι παίρνω την ίδια αίσθηση που έχω όταν κάθομαι στο livingroomτου σπιτικού μου και ακούω τους δίσκους τους στη διαπασών.
alt
Το κανονικό (και καλά) σετ συμπληρώνεται με τα ‘Nylon Smile’, ‘Magic  Doors’ (παιγμένο κατά κάποια bpm ταχύτερο) και ‘Machine Gun’ (μήπως είναι playback;) από το καινούριο album, το ‘Cowboys’ (που η ομάδα ζεσταίνεται αισθητά και παίζει σαφώς πιο δυναμικά), το ‘Only You’ (κι αυτό playback; βρε, λες;) και το ‘Sour Times’ (στο οποίο πασχίζουν με κόπο να αναπαράγουν με τη χρήση οργάνων το περίφημο χαρακτηριστικό σαντουροειδές sample από το ‘Danube Incident’ του Lalo Schifrin, αυτό που υπάρχει στην album version, αντί να αποπειραθούν μια εκτέλεση κοντά στα remixes που είχαν κάνει και βρίσκει κανείς στη συλλογή από b-sides και άλλα σπάνια, ‘Toy Box’ –τουλάχιστον, θα ήταν ίσως πιο δίκαιο σκηνικά). Συνολική διάρκεια κανονικού σετ, γύρω στα 70 λεπτά. Αποχωρούν, με κάποια ψιλά γερμανικά που καταφέρνει να θυμηθεί η Beth -τύπου ‘danke schon’. «Κάποια πλάκα μας κάνουν» σκέφτομαι. Δέκα χρόνια περιμένουν οι ταλαίπωροι fans να δουν και ν’ακούσουν, να ξαναζήσουν, να νιώσουν ξανά, και αυτό ήταν όλο; Η σκέψη αυτή προφανώς με ενώνει με τους περίπου 3.000 που βρίσκονται στο Columbiahalle και αυτό γίνεται έκδηλο στο παρατεταμένο χειροκρότημα (με επιτακτικό χαρακτήρα απαίτησης αυτή τη φορά) που σχεδόν υποχρεώνει τους 6 μουσικούς να επιστρέψουν στη σκηνή και να μη μας αφήσουν τόσο νωρίς. Και ευτυχώς. Μας προσφέρουν ένα γενναιόδωρο encoreτριών κομματιών, παιγμένα με ψυχή (έστω και μαύρη...), τα οποία δονούν για τα καλά το χώρο και τις τρίχες (πάλι): το ‘Threads’, εντέκατο και τελευταίο κομμάτι του καινούριου –ίσως ό,τι πιο σκοτεινό έχουν γράψει, μαζί με το ‘Over’ και το ‘Seven Months’, κομμάτι με νεύρο και νεύρωση και την Beth να θαρρείς πως υποφέρει και διαλύεται (με την καλή έννοια, την ερμηνευτική...)- το χιτ ‘Roads’ που προκαλεί παραλήρημα και έκσταση (άρτιο κι αυτό, ίδιο και απαράλλαχτο όπως τότε, τότε που..., θυμάσαι στο Bristol το ’95 που τα πίναμε, αχ τι ωραίες εποχές...) και το μπιτάτο και εξίσου νευρωτικό ‘We Carry On’ πάλι από τον καινούριο (γιατί πρέπει να βγει και το μεροκάματο βρε αδερφέ). Αποθέωση, εγκάρδιο χειροκρότημα, εγκάρδια ανταπόδωση και από τους μουσικούς και η Beth να ρίχνει ένα σάλτο κάτω από το stage και να αλωνίζει το διάδρομο ασφαλείας που τη χωρίζει από το κοινό, να χαιρετάει μπασκετικά έναν-έναν τους τυχερούς fans της πρώτης σειράς, με τη μπύρα ανά χείρας, λυτρωμένη πια από μια διαδικασία που ίσως ποτέ (ούτε και τότε, πριν από δέκα και βάλε χρόνια) δεν καταλάβαμε αν πραγματικά χαίρεται. Επιστρέφοντας στη σκηνή, το beat έχει ήδη τελειώσει, η αρρωστημένη ψυχεδέλεια των πλήκτρων έχει σβήσει, οι μουσικοί έχουν σχεδόν αποχωρήσει και η Beth γυρίζει στο μικρόφωνο για ευχαριστίες και για κάτι που δυσκολεύεται μάλλον να προσδιορίσει εκείνη τη –δύσκολη- ώρα. Ένα χτύπημα-υπενθύμιση στην πλάτη από τον Barrow (ξύπνα, φτάσαμε) και ένα νεύμα με κατεύθυνση στα παρασκήνια, τη βοηθάει να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη σκηνή. Danke schon. Σούμα: οκτώ κομμάτια (από τα έντεκα) του νέου δίσκου, πέντε από το ‘Dummy’ και δυστυχώς μόλις τρία από το σκοτεινό και μυστηριακό (άτιτλο ή ομότιτλο) αριστούργημα του 1997.
 
Για να μην παρεξηγηθώ, να ξεκαθαρίσω κάτι: δεν ήταν μια κακή συναυλία. Ούτε καν μέτρια. Ήταν μια συναυλία κατ’αρχήν αρτιότατη από όλες τις απόψεις: ήχος που άγγιζε την τελειότητα (που θα έλεγε και γνωστός καθυστερημένος τηλεπαρουσιαστής ή τηλεκάτι παρακμιακού καναλιού), μουσικοί και παιξίματα για τα οποία ακριβώς έχει επινοηθεί και χρησιμοποιείται ο όρος ‘επαγγελματισμός’ (με την καλή ή την κακή έννοια) και μια τραγουδίστρια που ό,τι κι αν της συμβαίνει, όσο διεκπεραιωτικά κι αν την δει, όσο κομμάτια (sic) κι αν ανεβαίνει στο stage, είναι σίγουρα μια μεγάλη καλλιτέχνις και νιώθεις περισσότερο απ’ο,τιδήποτε άλλο ότι σπαράζει στη σκηνή (έστω και μηχανικά, έστω και αμήχανα) όπως σπαράζει όταν γράφει αυτούς τους κατάμαυρους στίχους. Αλλά και στα υπόλοιπα τεχνικά, ήταν μια παράσταση με αξιοπρεπή visuals (που βοηθούσαν και για καλύτερη οπτική με τα τεκταινόμενα επί σκηνής) και ιδιαίτερους και υποβλητικούς φωτισμούς (by the way, εντύπωση μου έκανε το ότι στο μεγαλύτερο μέρος του live, χρησιμοποιήθηκε φωτισμός κινηματογραφικού γυρίσματος, δηλαδή δυνατοί προβολείς χωρίς χρώμα που απλά φωτίζουν τα πάντα στη σκηνή –αν μη τι άλλο, πρωτόγνωρο). Από εκεί και πέρα όμως, διαπιστώνω ότι βρίσκομαι σε μια συναυλία κατά την οποία, όλο και πιο επίμονα, οι προσδοκίες μου αρνούνται πεισματικά να συναντηθούν με αυτό που ακούω και παρακολουθώ. Η τόσο στενή (μουσικά) και δυσκοίλια διαχείριση ενός τόσο σπουδαίου υλικού, από τόσο ικανούς και ξεχωριστούς performers(όπως σίγουρα είναι η Gibbons, αλλά και ο Utley) και μετά από τόσα χρόνια (στη διάρκεια των οποίων μέχρι και ο Squarepusher έδειξε σημάδια ανανέωσης, αλλά και γίναμε μάρτυρες ενός εντυπωσιακού outbreak όσο αφορά νέες κατευθύνσεις στην ηλεκτρονική μουσική), είναι τα στοιχεία που μου δημιουργούν την αίσθηση ότι αυτή η προκάτ αντιμετώπιση της μουσικής που παράγεται στη σκηνή δεν με ενοχλεί λιγότερο από το playback. Ίσως οι σκέψεις μου αυτές να βρίσκουν και μια μικρή εξήγηση στις πρόσφατες δηλώσεις των ίδιων των Portishead στο ΝΜΕ, σύμφωνα με τις οποίες δεν έχουν ξεκαθαρίσει ούτε οι ίδιοι αν και κατά πόσο απολαμβάνουν τη διαδικασία της περιοδείας και των συναυλιών.
alt
 
Γνωρίζω ότι ενδέχεται κάποιοι να με βρίσκουν υπερβολικό και αν δεχτώ ότι το review αυτό διαβάζεται από ανθρώπους που πιθανώς δεν θα απολαύσουν τους Portishead ζωντανά (στα πλαίσια αυτής της περιοδείας τουλάχιστον), ίσως όλα αυτά να ακούγονται ως ενοχλητικά ερειστικές λεπτομέρειες. Για κάποιους, αυτό που κάνουν on stage οι Portishead μπορεί να είναι αρκετό -μία, ας το πούμε, οργανικά παραγμένη και πιστή αναπαραγωγή των σίγουρα σπουδαίων και λατρεμένων albums (μιλώντας πάντα για τα δύο πρώτα, καθώς για το τελευταίο υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και ενστάσεις). Για συναισθηματικούς λόγους και μόνο. Δεκτό. Ειδικά μετά από τόσα χρόνια και ειδικά για ένα συγκρότημα –σχεδόν- μύθος της εποχής μας, εκείνης που προλάβαμε να γίνουμε αυτήκοοι μάρτυρες και να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωσή της όσο αφορά τις πρωτοποριακές και καινοτόμες αναζητήσεις στον τομέα των μετα-dance ηλεκτρονικών και της επιμειξίας των ειδών, των επιρροών και των μέσων. Άλλα, όπως γράφει και ο Λένος Χρηστίδης, στο νέο του υπέροχο βιβλίο ‘Μόνολογκ’, «το συναίσθημα είναι ένα παραπλανητικό πρίσμα της ζωής»...
 
(review γραμμένο για το mixtape.gr)
 
alt
set list

Silence
Hunter
Mysterons
Glory Box
The Rip
Numb
Over
Wandering Star
Nylon Smile
Machine Gun
Magic Doors
Cowboys
Only You
Sour Times
 
encore

Threads
Roads
We Carry On

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: άκουσα


Bjork & Jamie Lidell @ Amsterdam

E-mail Εκτύπωση PDF
Bjork
+Jamie Lidell
Cultuurpark Westergasfabriek,
Amsterdam 8/7/07
alt

Για κάποιον που δεν έχει παρακολουθήσει πολλές συναυλίες στο εξωτερικό –και δη αυτές που είθισται να αποκαλούνται «μεγάλες»- οι συγκρίσεις με τις ντόπιες διοργανώσεις καθίστανται συνειρμικά αναπόφευκτες -ειδικότερα μετά τα πρόσφατα ευτράπελα του Ejekt και το συνεχές φιάσκο των απανωτών ακυρώσεων. Οι συγκρίσεις αυτές –θέλεις, δεν θέλεις- ξεκινάνε από την είσοδό σου στο χώρο της συναυλίας (για να μην πούμε από την έκδοση του εισιτηρίου κιόλας...) και φυσικά είναι αρκετές για να σε κάνουν να αντιληφθείς την απόσταση που χωρίζει το συναυλιακό status των ευρωπαϊκών χωρών με το δικό μας. Κοινώς, έγινα μάρτυρας όλων των απτών λόγων που καθιστούν σχεδόν  αδύνατο να παρακολουθούμε κι εδώ συναυλίες τέτοιου μεγέθους, με την οργάνωση που τους πρέπει, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να διοργανώσουμε Ολυμπιακούς Αγώνες ή να περιμένουμε το αξιόπιστο φεστιβάλ που διοικεί ο κ.Λούκος να βγάλει το φίδι από την τρύπα.
 
Μπαίνοντας στο συναυλιακό χώρο του Cultuurpark, όλα φαίνονταν ...ασυνήθιστα –για μας τους άγριους- λογικά: η τιμή του εισιτηρίου (40 ευρώ για δύο acts), ο κατάλληλος και άνετος χώρος, η ευκολία πρόσβασης, οι ευγενικοί τσεκαδόροι και το άψογο surveillance (αρμοδιότητα των security guards, ψιλά γράμματα κι αυτό εδώ...), η επάρκεια σε μπαρ (μέτρησα τουλάχιστον 5) και η δυνατόητα πρόσβασης σε αυτά από οποιοδήποτε σημείο χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση (χαρακτηριστικά, για να βγεις κατά τη διάρκεια της συναυλίας από τις πρώτες σειρές όπου βρισκόμουν και να επιστρέψεις με ένα six-pack από μπύρες στην παρέα, χρειαζόσουν ακριβώς 3 λεπτά!), καθώς και ο επαρκής αριθμός χημικών τουαλετών και η λειτουργικότητά τους (αυτονόητο; ίσως...), το αναπαυτικό πλαστικό δάπεδο (που συν τοις άλλοις προστατεύει και το γρασίδι –άντε μην πω τίποτα πάλι για τη σκόνη που λουστήκαμε στο Ejekt…). Περιττό ίσως να αναφέρουμε –αν και επρόκειτο για σοκαριστική (sic) διαπίστωση...- ότι απουσίαζε το σύνηθες τσούρμο που περιμένει στωικά έξω από την πόρτα την ώρα και τη στγιμή για το εθιμοτυπικό «ντου από παντού». Προφανώς, όταν όλα τα παραπάνω είναι εξασφαλισμένα και τα πάντα εγγυώνται ότι κάθε ευρώ σου θα πιάσει τόπο, δεν συντρέχει λόγος για αγριότητες...
 
Μέσα στο χώρο και αναμένοντας να σκάσει μύτη στη σκηνή ο Lidell, καταρρίφθηκε αυτόματα και ο μύθος περί «μικρής ελληνικής αγοράς» (και κατ’επέκταση και κατάχρηση και εκείνος της «χαμηλής προπώλησης») που λειτουργεί ως μόνιμη δικαιολογία σε κάθε συναυλιακό φιάσκο ημεδαπών promoters. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, το κοινό στο πανέμορφο πάρκο του Westergasfabriek δεν ξεπερνούσε τις 8.000, γεγονός που δεν αντιστοιχούσε σε κάποια έκπτωση εκ μέρους της παραγωγής όσο αφορά την αρτιότητα της διοργάνωσης. Η ποιότητα του ήχου καθ’όλη τη διάρκεια του live (εννοώντας και το support...) πλησίαζε την τελειότητα -καθώς υπήρχε και surroundingσύστημα με ηχεία πίσω από το κοινό, ώστε ο ήχος να φτάνει το ίδιο σε κάθε σημείο.

 
Να πω τη μαύρη μου αλήθεια, περισσότερο καιγόμουν να δω τον Jamie Lidell, παρά την κυρία για την οποία θα «άνοιγε» με το 50λεπτο σετ του. Με τη συνήθη περιβολή nerd (καπαρτίνα, γυαλιά, μαλλί «έχασα την τσατσάρα»), αλλά και το εκκεντρικό t-shirt με τα καθρεφτάκια, ο ξερακιανός Άγγλος βγήκε φορτσάτος στη σκηνή (στην ώρα του παρακαλώ, ούτε λεπτό αργότερα!) χτυπώντας ένα μικρό γκονγκ και ξεκινώντας με karaoke πάνω στο downtempoκαι λίαν soulful ‘Game For Fools’ από το περίφημο ‘Multiply’. Ύστερα, κλείστηκε πίσω από το φρούριο με τα άπειρα gadgets, το Moog και τα εφέ του και ξεκίνησε το ξέφρενο one man show τσίρκο του. Τραγούδι και φωνές πάνω στις φωνές που ηχογραφούσε, beatboxing και λούπες που δημιουργούσε αυτοστιγμής, στα οποία το κορμί σου ήταν δύσκολο να αντισταθεί. Κι εκεί ήταν που έδειχνε να το διασκεδάζει όσο τίποτα και όχι τόσο στα θεατρικά karaoke πάνω στο υλικό του ‘Multiply’ που παρεμβάλλονταν –τα οποία όμως λειτουργούσαν ως συνδετικός κρίκος στους φρενήρεις dance αυτοσχεδιασμούς και έδιναν και την ευκαιρία στο κοινό να σιγοντάρει σε όποια κομμάτια γνώριζε. Έκλεισε το απολαυστικό του σετ με μια απογειωτική εκτέλεση του motownικού ‘Multiply’, το οποίο μπόλιασε με αρκετό αυτοσχεδιασμό, noise παρεκτροπές και χορωδιακά μέρη που έχτισε μόνος του σαμπλάροντας τις συνεχείς παραλλαγές πάνω στο groovy ρεφρέν ‘I’m so tired ofrepeatingmyself, beating myself up, wanna take a trip and multiply…’. Χτυπώντας και πάλι το γκονγκ αντί αποφώνησης εγκατέλειψε τη σκηνή, αφήνοντας διάχυτη την αίσθηση πως το συγκεκριμένο act θα μπορούσε -εκτός από support στη Bjork- να λειτουργήσει και ως warming up πριν από κάποια εμφάνιση του Prince ή των Beastie Boys και πως επίσης θα μπορούσε ο ίδιος ο Lidell να είναι μέλος της μπάντας όλων των παραπάνω ή να συνεισφέρει με το δικό του act ταυτόχρονα με αυτούς στη σκηνή.
 
Και ήγγικεν η ώρα Bjork. Δεν είμαι σε θέση να δηλώσω fanτης ιδιόρρυθμης Ισλανδής ούτε έχω παρακολουθήσει τόσο προσεκτικά την πορεία της -παρ’ότι μάλλον ανήκω στους ενημερωμένους σχετικά με τις κυκλοφορίες της- ενώ άρχισε να με κερδίζει όλο και περισσότερο με τις τολμηρές επιλογές της από το ‘Vespertine’ και ύστερα. Ίσως είναι καρα-κλισέ να γράψω πόσο δύσκολο είναι να μην αναγνωρίσει κανείς –είτε τη γουστάρει είτε όχι- την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η Bjorkστο popστερέωμα, όντας αντισυμβατική όσο αφορά τις καλλιτεχνικές της επιλογές ή –ακόμα καλύτερα- ακολουθώντας διαδρομές και κανάλια που μέχρι την εμφάνισή της ο κόσμος της pop είχε αποκλείσει. Ουσιαστικά δεν της έχει συγχωρεθεί το γεγονός ότι ως καλλιτέχνης έχει επιτύχει, εκφράζοντας στο έπακρο το δόγμα «κάνω ό,τι γουστάρω», κάτι που τεκμηριώνεται σε κάθε της βήμα και σε κάθε παράγοντα που διαμορφώνει το φαινόμενο Bjork: η παιδική εκδηλωτικότητα και η αλλόκοτη κινησιολογία επί σκηνής, η χρήση «περίεργων» και ασυνήθιστων οργάνων, η αναζήτηση δύστροπων ήχων και συνηχήσεων, οι στιχουργικές ακροβασίες μεταξύ ποίησης και κοριτσίστικης αφέλειας, το πάντα εκκεντρικό (sic) ενδυματολογικό και σκηνογραφικό concept, οι τεράστιες απαιτήσεις σε επίπεδο παραγωγής προκειμένου να υλοποιηθεί ένα show (φωτισμοί, μουσικοί, χορωδίες, ορχήστρες, ήχος, σκηνογραφία κλπ.), το πολύ ιδιαίτερο τραγουδιστικό ύφος που επιμένει να μην συγχρωτίζεται με τις mainstream μανιέρες, οι εκλεκτικές της συνεργασίες (πρώτιστα με παραγωγούς, αλλά και μουσικούς). Ήμουν λοιπόν σε θέση τώρα να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι –και αποφορτισμένος από τη θρησκευτική ευλάβεια ενός fan- πόσα στοιχεία αυτού του φαινομένου ανήκουν στη σφαίρα της pop μυθολογίας και αν όντως έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικά μεγάλο καλλιτέχνη.
alt
 
Κι αυτή Αγγλίδα στο ραντεβού της (ακριβώς 21.15 σύμφωνα με το πρόγραμμα η αφιλότιμη...), κάνει πανηγυρική -ίσως και πανηγυρτζίδικη- αρχή με το ‘Earth Intruders’, το πρώτο singleτου ‘Volta’, οπότε και το αεικίνητο Ισλανδικό κοντοπίθαρο πλάσμα εισέρχεται στη σκηνή χοροπηδώντας, δείχνοντας πως βρίσκεται σε μεγάλα κέφια. Μαζί της τρεις μουσικοί (ανάμεσά τους και ο drummer Chris Corsano, ο οποίος κατά το περσινό του πέρασμα από τη χώρα μας σε μια experimental σύμπραξη, έμαθε και αυτός τι σημαίνει Έλλην promoter, μιας και δεν πληρώθηκε ποτέ για τα έξοδά του –να τα λέμε αυτά...), ένας τεχνικός ήχου on stage και το 9μελές σύνολο πνευστών που είχε κουβαλήσει από την παγωμένη Ισλανδία –το οποίο εκτελούσε και χρέη χορωδίας. Οι τόνοι και οι εντάσεις πέφτουν απότομα για να ερμηνεύσει μια free -μα εντελώς free- εκτέλεση του ‘Cover Me’, προετοιμάζοντας την κατανυκτική ατμόσφαιρα του ‘Pagan Poetry’, όπου με μια απότομη κίνηση ξεδίπλωσε μαγικά το κρυφό γκατζετάκι-προέκταση του φορέματος: δύο δέσμες από κορδόνια που ξεκινούσαν από τα χέρια της και έφταναν μέχρι το κοινό, δημιούργησαν έναν επιβλητικό ιστό.

Το ‘Hunter’ που ακολουθεί προμηνύει ξεσήκωμο, ο οποίος θα φτάσει στο peak αργά και γλυκά πέντε κομμάτια μετά στο βαρύ και ασήκωτο ‘Army Of Me’. Ενδιάμεσα, πρόλαβε να σκορπίσει ρίγη συγκίνησης με το ‘All Is Full Of Love’ και το πολυαγαπημένο απ’το κοινό ‘Joga’, με το σύνολο της χορωδίας και των πνευστών να δίνει τον καλύτερό του εαυτό.

Άλλη μια σφήνα από το ‘Volta’, το ‘Innocence’, μας υπενθυμίζει ότι βρίσκεται σε περιοδεία για τον καινούριο της δίσκο και ύστερα ξανά δώσ’του πάλι ‘Post’ και ‘Homogenic’ (‘I Miss You’, ‘5 Years’, ‘Immature’). Το ‘Wanderlust’ απλώς προετοιμάζει το χαμό που θα επακολουθήσει: ένα ιδανικό ντελιριακό φινάλε του κανονικού σετ με ‘Hyperballad’ (σε βαρβάτο techno remix απογυμνωμένο από τα έγχορδα της στουντιακής ενορχήστρωσης και με τον Corsano στα drums να δίνει ρέστα) και ‘Pluto’, όπου τα LFO και τα laser είχαν στήσει το δικό τους party. Για το επιβεβλημένο encore, μας είχε επιφυλάξει την έκπληξη του ‘Oceania’ σε μια εξόχως Balkan “ala Bregovic” εκτέλεση (η οποία απ’ό,τι η ίδια μας πληροφόρησε παιζόταν για δεύτερη φορά ever) και ένα οργιαστικό industrial ξέσπασμα πάνω στο ‘Declare Independence’ (ίσως η κορυφαία και πλέον δυνατή στιγμή του πρόσφατου ‘Volta’), κραυγάζοντας και ουρλιάζοντας ‘make your own flag, raise your flag, raise your flag…’.
 
alt

Αν και μερικώς κουρασμένη –όπως γινόταν εμφανές όσο περνούσε η ώρα- δεν την εμπόδισε ούτε στιγμή να είναι απολαυστική και γενναιόδωρη στις ερμηνείες της (άλλο ένα δείγμα της professional τεχνικής και στάσης ενός μεγάλου καλλιτέχνη) και όπως πάντα υπερκινητική, προκαλώντας το κοινό με κάθε της κίνηση να την ακολουθήσει στο σκηνικό της party. Η σούμα δείχνει 6 tracksαπό το ‘Homogenic’ (που προφανώς πρόκειται για την εμβληματική της δουλειά), 5 από το ‘Volta’, 4 από το ‘Post’, μία υπενθύμιση του ‘Vespertine’ και δύο του ‘Medulla’ και ...κανένα (!!!) από το ‘Debut’. Οι techno και electro-industrial αναφορές που έχουν πλέον αρχίσει να υπερισχύουν της avant-garde τραγουδοποιίας της, είναι μια επιλογή που σίγουρα τη δικαιώνει -τουλάχιστον όσο αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις της- και ξεκαθαρίζουν για τα καλά ότι δεν πρόκειται να ακούσουμε (ακόμα και για τα ηλεκτρονικά μέρη) ένα playback της στουντιακής ενορχήστρωσης.
alt
 
Φεύγουμε από το χώρο με το σπάνιο αίσθημα ότι επιτέλους (και μετά από πόσο καιρό άραγε;...) παρακολουθήσαμε μια άρτια από όλες τις απόψεις συναυλία (καλλιτεχνικά, ηχητικά, διοργανωτικά) και δεν προέκυπτε από πουθενά περιθώριο για γκρίνια ή γενικότερες εκφάνσεις του μονίμως ανικανοποίητου. Πέρα από το ζήτημα της πείνας φυσικά που είχε χτυπήσει κόκκινο, το οποίο όμως λύθηκε κι αυτό με τη γενναιόδωρη πρόταση του φίλου μας Marc να μας μαγειρέψει αυγά και μπέικον στο σπίτι του, καταλήγοντας να τραγουδάμε όλοι ‘we are the egg intruders…’.

 
(review γραμμένο για το avopolis.gr)
 
alt
playlist

Earth Intruders                                               
Cover Me                                                       
Pagan Poetry                                                 
Hunter                                                            
All Is Full Of Love                                          
The Pleasure Is All Mine                                
Jóga                                                               
Hope                                                              
Army Of Me                                                   
Innocence                                                      
I Miss You                                                      
Five Years                                                      
Immature                                                       
Wanderlust                                                     
Hyperballad                                                    
Pluto                                                               
 
encore

Oceania                                                         
Declare Independence

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: άκουσα

Σελίδα 12 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA