blog




στου τουρισμού την ανοχή

E-mail Εκτύπωση PDF

ΝΑ ΞΕΒΡΟΜΙΣΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ. Έτσι, με όμικρον. Όμικρον, ωμέγα, το ίδιο είναι· το νόημα να βγαίνει. Όπως να'ναι. Ελλάδα είναι ό,τι ο καθένας νομίσει. Μπορεί να'ναι οι κάμποι, δυο δέντρα και τ'αψηλά βουνά*. Στο φέησμπουκ θα τη βρεις και ως "elladitsa mas". Απροσδιόριστη έννοια, αόριστη· χαμένη στο γενικά, στα υπόλοιπα του τίποτα, στα αζήτητα της ιστορικής αμάθειας, στις φωτογραφίες με τις παραλιάρες μας πάνω από αβάσταχτα γκρήκλις, στα άναρθρα φωναχτά κεφαλαία. Στην περίπτωση, ελλάδα είναι ένα τοπίο, χωρίς μαυριδερούς φτωχούς μέσα. Δεν πειράζει να'σαι εσύ φτωχός, φτάνει να μην υπάρχουν άλλοι γύρω σου που να ζέχνουν φτώχεια, να μην αισθάνεσαι το φόβο πως είσαι ένας μ'αυτούς, πως είναι η καταγωγή σου λαμπρή ελληνική, μα είναι η μοίρα σου σακατεμένη, μαύρη κι άραχνη πακιστανική. Και δεν πειράζει και να μην ξέρεις ελληνικά· ή να μην ξέρεις η γλώσσα αυτή τι μεταφέρει και πόσα κόκκαλα τσακίζει και από ποια κόκκαλα βγαλμένη ελλήνων τα ιερά είναι. Άλλωστε για όλα έφταιγε το σχολείο, οι ανθέλληνες, οι πολιτικοί, οι ξεπουλημένοι, η ρεπούση, ο τατσόπουλος, όλοι εκτός από σένα. Δεν χρειάζεται να'σαι έλληνας, δεν χρειάζεται να νιώσεις τίποτα βαθιά· το σώζεις με δύο ποστ και φωτογραφίες από παραλιάρες. Και το ρεφρέν "μπουρδέλο κράτος". Αγαπημένο, λαϊκό.

Να ξεβρωμίσει ο τόπος, η παραλία. Μια βρώμα με ορθογραφία, σε απόλυτη τάξη, συντεταγμένη σε ξαπλώστρες, καλαμάκια φρέντο και γόπες τσιγάρων, επένδυση πάνω στη βιασμένη ομορφιά της εντόπιας γεωγραφίας και τον εξευτελισμό κάθε δικαιώματος στο κοινό μας χώρο· τον δημόσιο. [δημόσιο. μια λέξη που αντί για κατάκτηση, αντί για δικαίωμα, αντί για ιερό, εκφέρεται σε όλους τους τόνους και τις κλίσεις, όχι ως επίθετο που χαρακτηρίζει την κοινή ιδιοκτησία μας, αλλά ως ουσιαστικό που περιγράφει αντικείμενο ιδιοκτησιακού φθόνου]. Ανάπτυξη. Φρέντο, τέσσερα γιούρος. Στην παραλία, όχι στο αεροπλάνο. Ξαπλώστρες παντού, ξαπλωμένος κανείς. Νιώθω παρείσακτος, σαν να μη με αφήνουν να σταθώ στην παραλία, αν δεν έχω μερικά ευρώ στην τσέπη του μαγιού. Σ'αυτήν την πολιτεία -ακόμα και την παράκτια- δεν υπάρχει πλέον πολίτης· υπάρχει μόνο πελάτης. Δεν υπάρχει καν πολιτεία· μόνο πελατεία. Τα παίρνω στο κρανίο. Όχι επειδή ας πούμε ξέρω ότι βάσει νόμου οι ξαπλώστρες οφείλουν να είναι μαζεμένες σε στοίβα όταν δεν ενοικιάζονται -και δεν το'χω να χαλάω τη μικρή βουτιά μου για να ζοχαδιαστώ με τον σούπερ αυθαίρετο αναπτυξιακό επιχειρηματία. Τα παίρνω γιατί ο δίπλα έλληνας δεν το γνωρίζει αυτό, δεν γνωρίζει τα δικαιώματά του. Δικαίωμα για τον έλληνα είναι αυτό που αποφασίζει κάθε στιγμή και ανά περίπτωση και που καταλήγει στο ρεφρέν, το αγαπημένο, το λαϊκό, το χιλιοτραγουδισμένο· μπουρδέλο κράτος, τι τα θες. Και στην παραλία, στην παραλιάρα της elladitsas mas, αυτός ο έλληνας θέλει να έχει για δικαίωμα την ξαπλώστρα, την πολυτέλεια, την άνεση· με όποιο κόστος, με κόστος το δικαίωμα του δίπλα. Αποτέλεσμα με όποιο κόστος. Όπως και οι λύσεις που ζητάει -αφού καεί το μπουρδέλο η βουλή, κρεμαστούν οι τριακόσιοι και πέσει καμιά φάπα στην Κανέλλη. Μεταξάς, Σκόμπι, Ιωαννίδης, εισαγόμενος Καραμανλής. Και χρυσαυγή, άμα λάχει. Και ρόπαλα. Η δημοκρατία ήταν πάντα γι'αυτόν μια λαμπερή πολυτέλεια, ένα μπόνους που του χάριζε την ψευδαίσθηση όχι της συμμετοχής στα πράγματα, όχι της κοινής πράξης, αλλά μιας ανώτερης εξουσιαστικής συνιδιοκτησίας· πως διοικεί, πως κανονίζει, πως του ανήκουν, πως του χρωστάνε, πως αυτός τους ανεβάζει. Οι κουβέντες, τα πολλά πολλά, η πολλή δημοκρατία, τα πολλά δικαιώματα, είναι για φλώρους. ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΦΕΡΑΝ ΟΣ ΕΔΟ. 

Οργανωμένη παραλία. Όπου οργάνωση σημαίνει αποδιοργάνωση, σημαίνει χτίσε όπου θέλεις, ό,τι θέλεις, άσε σκουπίδια, χέσε παντού τα υπόλοιπα του πολιτισμού σου. Σημαίνει κανείς υπεύθυνος, κανείς υπόλογος. Οργανωμένη παραλία σημαίνει όχι παραλία· σημαίνει δεν φροντίζω την παραλία και τη φύση, ούτε καν τον πελάτη της. Η φύση υπάρχει από μόνη της· είναι μπαγκράουντ, ταπετσαρία. Οργάνωση σημαίνει βγάζω κέρδος από κεφάλαιο που δεν μου ανήκει. Όλος ο άρρωστος παραλογισμός της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας γλαφυρά αντανακλάται σε λίγα μέτρα άμμου και θαλασσινού νερού. Κανένας πρόχειρος φρίντμαν εδώ στη γύρα για να μου εξηγήσει τι προοπτική έχει αυτή η απίθανη ασχήμια. Στο καράβι, δυο καφέδες και ένα τοστ, 10 ευρώ. Ελεύθερη αγορά, ευκαιρίες, ανάπτυξη. Όσο ανεβαίνουμε σε τιμή, κατεβαίνουμε σε ποιότητα. Δεν υπάρχει κάποιος μανδραβέλης ή μίχας κοντά μου να μου το εξηγήσει σε απλά ελληνικά. Να καταλάβω τουλάχιστον από πότε αυτό το άλλο ρεφρέν, το "ό,τι πληρώνεις παίρνεις" -άλλο παλιό αστικό σουξέ- έχει παρέλθει την ημερομηνία λήξης του. Και πως γίνεται ακόμα κι ο εσπρέσο ο καραβίσιος να είναι ό,τι πιο αηδιαστικό μπορείς να βάλεις στο στόμα σου. Και επίσης γιατί δεν είναι καφές. Κι αυτά, με φέραν ως εδώ.

Στο νησί, χρυσαυγίτες έμπορες της συφοράς μοσχοπουλάνε τεκμήρια της πιο χυδαίας αισθητικής τυπωμένα πάνω στο ο,τιδήποτε, τουριστικά τισέρτ ας πούμε, ληονάηντας και δισίζ πάρτα, ενώ όταν δεν έχουν πελάτη συζητάνε φτύνοντας μεταξύ τους στα χειρότερα ελληνικά, σε γκρήκλις τηλεοπτική προφορά, πότε θα ξεβρωμίσει κι ο δικός τους τόπος. Όταν μπαίνει ο πελάτης ο έλληνας, τον κοιτάνε σαν κλέφτη. Και στο επόμενο καρέ, λιώνουν από τις επικύψεις στον πελάτη τον ξένο, που όχι δεν κουβαλάει τον κατώτερο πολιτισμό του Πακιστάν, αλλά δεν κουβαλάει κανέναν πολιτισμό, ούτε τον πολιτισμό του τόπου του, δεν φέρνει τίποτα, δεν αφήνει τίποτα, δεν μοιράζεται ούτε σπιθαμή πνεύματος. Είναι ο τουριστικός πολιτισμός· φωνάζω, καταναλώνω, ιδιωτεύω, ό,τι μου γουστάρει, όπου μου γουστάρει. Είναι η καθαγιασμένη, η αναπτυξιακή, όχι η φτωχική μαυριδερή· είναι η τουριστική εκδοχή του ξένου, η πλέον αποκρουστική, η χυδαιότερη: κοιτώντας τον απευθείας στην τσέπη. Και τουρίστας είναι αυτός που δεν του αρκεί τίποτα. Ένας αδηφάγος ηδονοβλεψίας, με αποστολή να κλέψει για το φράγκικο άηπαντ του μερικά πίξελ από τις παραλιάρες και το μεγαλείο της elladitsas mas. Μόλις πάει στην παραλία, θέλει κι άλλη παραλία, θέλει δραστηριότητες, ποδήλατο, εκδρομή, τζετ σκι, ανάπτυξη. Δεν θέλει μπάνιο, βουτιές, ρηλάξ. Ούτε την ησυχία του. Θέλει τη φασαρία μας.

Βαρέθηκα πια να τα παίρνω κρανίο. Κουράστηκα κάθε καλοκαίρι να γκρινιάζω. Τρέχω προς τη θάλασσα, στο λίγο που έχω πρόσβαση, κάνω μια βουτιά που κρατάει δυο αιώνες και κολυμπάω στο απέραντο που έχω μόνο δικό μου, που δεν κολυμπάει κανένας ξαπλώστρας. Βγαίνω στην επιφάνεια καθαρός, ήσυχος. Αφήνω την άμμο να με λερώσει, να με βρωμίσει παντού ο τόπος. Κοιτάζω πάνω, τραβάω τη φωτογραφία. Αυτό είμαστε, σκέφτομαι. Μια ξεφτισμένη σημαία, ψωροπερηφάνια, που ανεμίζει νευρικά όπου φυσάει ο άνεμος, πάνω σε μια αυθαίρετη ημιτελή οικοδομή.


*Οι χτισμένοι κάμποι, τα καμμένα δέντρα και τα καταπατημένα βουνά.

3 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


χαμένοι στη μετάπραξη

E-mail Εκτύπωση PDF

[γραμμένο στο αεροπλάνο
που όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με συννεφιά]

Στο check-in. Προορισμός Κολωνία. Προβολή της ταινίας μου για τον Χρήστου εκεί. Έχετε βαλίτσες; Όχι, κυρία μου· εξάγω πολιτισμό. Καλά τώρα. Μπροστά μου οικογένεια με αλβανικά διαβατήρια, ψιλοχάι και άνετοι. Αυτό που κάποτε λέγαμε γι'ανέκδοτο και χασκογελούσαμε· αλβανοί τουρίστες. Στην πτήση, ελάχιστοι έλληνες τουρίστες. Πλέον αυτό είναι το νέο ανέκδοτο. Πως γυρνάει ζοφερά πάνω σου η πλάκα, ε; Φα'τα ανώτερε έλληνα. Δυο χάλκινα κι αυτά με κόπο, με ζόρι μεγάλο, και δεν ξέρεις καν τι είναι το τζούντο. Ούτε που πέφτει η Γεωργία. Και ποιοι μένουν εκεί. Βλέπεις, αυτή τη φορά δεν είχες λεφτά για μεταγραφές υπερανθρώπων που σηκώνουν σπίτια ολόκληρα. Στις αναγγελίες των καθυστερημένων επιβατών, όπου συνήθως έχω περίοπτη θέση στα επίσημα, ακούω γεωργιανά ονόματα που τελειώνουν σε -σβίλι κι ακούγεται σαν να ταξιδεύουν οι Ramones. Τζόι, Ντι Ντι, Tζόνι, Μάρκυ, όλοι Ramones. Τους απίθανα γελοίους και εκβιαστικούς συνειρμούς μου γύρω από τη λεκτική οικογένεια Ραμονσβίλι, διακόπτει μια ακόμα πιο αστεία αναγγελία ονομάτων που τελειώνει με το "Τραμπάκουλας". Στο σταυρό που σου κάνω. Σπέρνεις σουρεαλισμό ρε έλληνα. Εσύ πρέπει να γέννησες τον Μπρετόν και τον Νταλί. Οι σούρεαλ αναγγελίες κάνουν πάρτι. Τώρα αναζητείται επειγόντως ο επιβάτης Αχμέτ. Σα να λέμε ο Γιάννης. Γιάννη, τρέχα στην έξοδο Β23, θα χάσεις την πτήση.

Στο αεροπλάνο, παραγγέλνω ένα μπουκαλάκι νερό. Γιες, γουιθάουτ γκας. Υπό την επήρρεια των αναγγελιών ακόμα, συνεχίζω να παράγω συνειρμούς που σε χρόνο ντετέ γίνονται αβίαστα καταστροφολογικά σενάρια για εκρηκτικές χημικές ενώσεις νερού και γκας. Νερό με φωταέριο, μπουμ. Το αεροπλάνο κόβεται στα δύο. Επιβάτες σε ελεύθερη πτώση. It's three euros, μου λέει. Επανέρχομαι. ΤΡΙΑ ΕΥΡΩ. Ξαναφεύγω. Τι τρία ευρώ ρε; ΤΟ ΝΕΡΟ; Όταν εμείς ρε πίναμε τρεχούμενο νερό, εσείς τρώγατε βελανίδια. Δυο φέτες ψωμί με υποψία τυριού και λίγο μαρούλι να εξέχει, χαρακτηρίζεται στον κατάλογο "σάντουιτς". 3,50 γιούρος. Όταν εμείς ρε φτιάχναμε σάντουιτς, (ρε), εσείς τρώγατε βελανίδια. Είναι η πολιτική της εταιρείας μας κύριε. Ρε όταν εμείς ρε είχαμε εταιρείες, εσείς τρώγατε βελανίδια. Όταν εμείς πολιτική ρε βελανίδια, εσείς ρε εταιρεία πολιτική ρε είχαμε τρία ευρώ. ΡΕ. Ραμονσβίλι ρε, Τραμπάκουλας. ΤΖΟΥΝΤΟ ΡΕ. Ηρεμήστε κύριε, ηρεμήστε. Πόσα για να ηρεμήσω ρε; Τρία ευρώ. Ρε όταν εμείς ήμασταν ήρεμοι, εσείς τρώγατε βελανίδια. Όταν εμείς πουλούσαμε το κάθε τι, εσείς τρώγατε βελανίδια. Βελανίδια τρώμε ακόμα κύριε, αλλά μάθαμε και να τα πουλάμε. Αντίθετα με σας, κύριε, που δεν μάθατε ποτέ να τα πουλάτε καλά, γι'αυτό τώρα δεν μπορείτε να φάτε ούτε τα βελανίδια. Δεν τα έχετε καν, κύριε. Τώρα, κύριε, έχετε μόνο αυτή την απάντηση για το κάθε τι, την έχω σχεδόν μάθει απέξω εδώ και τόσα ταξίδια, κύριε, στα ελληνικά μάλιστα, κύριε. Τάπα. Ρούφεν.

Κάποιος κοντινός επιβάτης κλάνει ασύστολα, δυναμικά, βρωμερά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ο καθένας φαντάζεται πως είναι ο διπλανός του. Μια απίθανη συνομωσία υποψιών και βλεμμάτων, σα να παίζεις νύχτα στο Παλέρμο, αλλά χωρίς κανένα κλου. Κάποιοι κλείνουν επειδικτικά τη μύτη τους, πιθανώς για να μην γίνουν στόχος υποψίας, ξεκάρφωμα, χα, να τι θα έκανε ο πραγματικά ένοχος, εκτός αν ήταν αφόρητα κουλ και λαρτζ. Ως έλληνας. Όλοι ενοχλούνται, εγώ για κάποιο λόγο όχι και τόσο. Υλικό για συνειρμούς. Κλανιά με φωταέριο, μεθάνιο, μπουμ.

Κολωνία. Μυθικό μέρος του ονειρικού μου βίου. Εδώ έχουν ηχογραφηθεί οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα να βλέπω τον κόσμο μέσα από άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Τζάρετ. Εδώ, στην Κολωνία, λίγο πιο πέρα από τον Τζάρετ, θα τους μιλήσω για τον Χρήστου, θα δουν την ταινία μου, και φαντάζομαι πως αν μετά με ρωτήσουν κάτι ζόρικο ή δυσανασχετήσουν, θα τους απαντήσω πως όταν εμείς κάναμε αβανγκάρντ, αυτοί έτρωγαν βελανίδ έπαιζαν αβαγκάρντνερ. Γκρηκ κάλτσουρ ρε. Εξάγω κάλτσουρ.

Πράξη, λέει ο Χρήστου, είναι το λογικό, το αναμενόμενο, το συμβατικό. Μετάπραξη, λέει, είναι το πέρα, το μη αναμενόμενο, το μετά το αναμενόμενο. Μετάπραξη, μεταπράτες. Οι συνειρμοί είναι στα μαζέματα του πάρτι, λιώμα, διαλυμένοι, φεύγα. Σκέφτομαι φευγαλέα ότι είμαστε λαός μετάπραξης, πέρα από τη λογική, φάση του μη αναμενόμενου, είτε για καλό είτε για κακό· μεταπράτες. Για την πράξη πάντως ούτε λόγος. Όταν εμείς γεννούσαμε τον ορθό λόγο, οι άλλοι τρώγανε βελανίδια. Όταν τον δώσαμε για υιοθεσία, μας έδωσαν βελανίδια. Και τώρα τέλειωσαν και τα βελανίδια. Ε, και γι'αυτο γκρινιάζουμε και μουτζώνουμε. Χεστήκαμε για τον ορθό λόγο.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


ο πακιστανός

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο Πακιστανός. Σε όλες τις κλίσεις, σε όλες τις προσφωνήσεις, με όλες τις στίξεις. Με θαυμαστικά, με κεφαλαία, με εισαγωγικά. Χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς ιδιότητα. Ο Πακιστανός.

Με όλους τους επιθετικούς προσδιορισμούς πριν από το όνομα-εθνικότητα, τους πολύ επιθετικούς όμως, αυτούς που δεν αφήνουν περιθώριο, αυτούς που έχουν ήδη δικάσει, αυτούς που για να τους προφέρεις πρέπει πρώτα να'χεις γίνει κι εσύ ζώο.

Ας πούμε, γράφουν "ο βιαστής", αλλά για βιασμό δεν ξέρουμε ακόμα. Δεν πειράζει. Ο Πακιστανός.

Γράφουν πως είναι ήδη δολοφόνος, το ξέρουνε καλά πως αυτός είναι, αλλά δεν έχουν παραδεχτεί ποτέ τους τι κάνει τους δολοφόνους, τι είναι ένας δολοφόνος. Δεν έχουν μάθει. Δεν πειράζει. Ο Πακιστανός.

Λένε πως είναι δράκος, γιατί ένας δράκος χρειάζεται στο παραμύθι. Ειδικά τώρα. Και οι πραγματικοί δράκοι, μας μοιάζουν τρομακτικά. Και δεν λέει. Πάντα μπορεί να υπάρχει ένας διαθέσιμος. Πακιστανός.

Είναι ανθρωπόμορφο κτήνος, είναι πακιστανόμορφο κτήνος, είναι απλώς και μόνο η προέλευσή του, άντε και η ηλικία του, ακόμα κι όταν δεν είναι κτήνος. Είναι μόνο από το Πακιστάν, τίποτα άλλο δεν ξέρουμε, τίποτα άλλο δεν θέλουμε να ξέρουμε. Είναι κτήνος επειδή είναι. Ο Πακιστανός.

Ομολόγησε σε άπταιστα ελληνικά, δεν τον ακούσαμε ποτέ, δεν ξέρουμε ούτε τ'όνομά του, άλλος θα τον πει Αλί, άλλος Αχμέτ, δεν θα μάθουμε ποτέ, ξέρουμε όμως το DNA του, ξέρουμε ότι DNA και Πακιστάν μαζί, είναι αυτά που πρέπει να ξέρουμε, ξέρουμε επίσης πως υπήρξε η ταυτοποίηση, στα ρούχα στα μαλλιά, μέσα σε μία μέρα μόλις, σε λίγες ώρες, αν η αστυνομία θέλει, βρίσκει. Τον Πακιστανό.

Δεν είχε όνομα η δουλειά του, δεν είχε χαρτιά για τη δουλειά του, δεν είχε αφεντικό, δεν είχε όνομα τ'αφεντικό, δεν είχε μισθό, δεν είναι θέματα αυτά, πως μπορείς να μιλάς για μισθό εδώ εγινε έγκλημα, σωστά, έγκλημα που δεν υπήρξε δικηγόρος, δεν μπορεί να έχει δικηγόρο, είναι μόνο τέρας, έγκλημα που δεν υπήρξαν ονόματα, μόνο σκιές, μόνο μια σκιά. Ο Πακιστανός.

Ανοίγεις το μέγκα και δεν βλέπεις ονόματα, δεν βλέπεις πράξεις, δεν βλέπεις ιδέες, δεν βλέπεις οπτικές, δεν βλέπεις γωνίες, ούτε αγωνίες, δεν βλέπεις στοιχεία, δεν βλέπεις πρόσωπα να λένε κάτι. Βλέπεις μόνο γραφικά, βλέπεις μόνο πλάνα χωρίς είδηση, βλέπεις σκιές, βλέπεις φόβο, βλέπεις σαπίλα, βλέπεις ζωντανές συνδέσεις, βλέπεις ολογράμματα να τρώνε τις σάρκες τους. Βλέπεις σάλια και ρόπαλα, ξύλο σε ζωντανή σύνδεση, γελάκια σε ζωντανή σύνδεση, γελάκια σε σύνδεση με το ξύλο, αηδία σε ζωντανή σύνδεση. Τίτλοι σε βιασμένη γλώσσα που περνάνε πάνω από την αηδία και γράφουν μόνο μια λέξη. Ο Πακιστανός.

Μιλάνε για τη χώρα του, για τον πολιτισμό του, μιλάνε μιλάνε μιλάνε όσο εκείνος δεν μπορεί να μιλήσει, δεν επιτρέπεται να μιλήσει, αν γινόταν θα του κόβαμε και το στόμα για να μη μιλήσει. Όπως ο Δουρής. Ο Πακιστανός.

Δεν είναι ανώτερος, δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι ανώτερος, δεν είναι καν μαύρος, δεν κερδίζει πουθενά. Έχει το χρώμα της βρώμας, της δικής μας βρώμας. Ο Πακιστανός.

Είναι κακομοίρης, είναι κακομοίριος της μοίρας του, είναι τα εφτά κακά της μοίρας του, είναι τα φτου κακά των κακών μας, είναι φτωχός, είναι κηπουρός, είναι χωρίς χαρτιά. Ο Πακιστανός.

Δεν συμμετέχει σε ολυμπιάδες, δεν παίρνει διακρίσεις, δεν παίρνει ναρκωτικά, δεν ανήκει στη δύση. Ο Πακιστανός.

Θα μας βγάλει έξω απ'το ευρώ, θα μας αποτελειώσει, θα φάει τα παιδιά μας, θα βιάσει τις γυναίκες μας. Ο Πακιστανός.

Μόνο όταν σκοτώνει, βρίσκουμε κουβέντες γι'αυτόν. Ακόμα κι αν δεν σκοτώνει, αλλά μάλλον σκοτώνει. Αφού τον κυνηγάμε. Ο Πακιστανός.

Δεν ξέρουμε το όνομα, γιατί δεν έχει όνομα. Ποτέ δεν είχε όνομα, ποτέ δεν χρειάστηκε όνομα, μπορεί να τον λέγαν Αλί, μπορεί να ήταν ο Αχμέτ, ήταν ο δούλευε ρε μαλάκα, ήταν ο ποιος σου είπε για ένσημα ρε μαλακσιμένο, ήταν ο άδειασέ μας τη γωνιά τώρα που τελείωσαν οι ολυμπιακοί μας, ήταν ο χέστηκα αν δεν έχεις σπίτι να μείνεις, να τους πάρετε σπίτια σας, να πάτε αλλού, να πάτε στο διάολο, εδώ μένουμε μόνο έλληνες, εδώ μένουμε μόνο οι μαλάκες. Για σένα έχουμε μόνο τίτλους στις ειδήσεις και στα άθλια μπλογκ μας και στις φυλλάδες που τυπώνουμε με σκατά. Ο Πακιστανός.

Κι οι κατσαρίδες στους δρόμους μας κάνουν πάρτι. Οι δρόμοι μας ζέχνουν και η μπόχα βγαίνει πια από το σπίτι μας, δεν μπαίνει από το δρόμο. Σκουπίδια παντού και κατσαρίδες. Ο Πακιστανός.

Φέτος δεν έχει φωτιές, δεν μας καίνε τα σκάνδαλα, δεν μας ματώνει η πείνα μας. Φέτος δεν έχει προβλήματα, δεν έχει προδότες, έχει μόνο ευθύνη, μόνο μίσος, μόνο κόκκινες γραμμές, μόνο κτηνωδία, μόνο κτηνωδία. Ο Πακιστανός.

Τα δικά μας όρια τα είδαμε, τα αγνοήσαμε, τα γελάσαμε. Τώρα ξέρουμε ποιος θα πάρει τα κρίμματά μας, ξέρουμε ποιος θα πληρώσει. Ο Πακιστανός.

Ξέρουμε ποιος δεν είναι έλληνας. Ο Πακιστανός.

Σίδερα μασάει. Ο Πακιστανός.

Τώρα τρέμει σαν το ψάρι, στην πυρά του μπρος, αλλά μην το πείτε κανενός.

Και πως τη φοβάται ο φτωχός Πακιστανός.


Και όλα τα εξηγεί αυτό. Ο Πακιστανός.


1 σχόλιο μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


η χαμένη συνέντευξη

E-mail Εκτύπωση PDF

Με τη φωτογραφία μου φόρα παρτίδα, με τ'όνομά μου, με τη δουλειά μου, αλλά όχι ακριβώς με τη συγκατάθεσή μου, δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Μετρονόμος (τ.45) μια συνέντευξή μου σχετικά με την έρευνα που κάνω πάνω στο έργο του Γιάννη Χρήστου και την ταινία που σε λίγο καιρό θα προβληθεί και στην Ελλάδα. Ας-πούμε-μια-συνέντευξή-μου δηλαδή, γιατί ακριβώς αυτός υπήρξε ο λόγος που δεν είχα συναινέσει στη δημοσίευσή της. Ας πούμε συνοπτικά λοιπόν -γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις δύσκολα μπορείς να γράψεις κάτι και να εκληφθεί πειστικά και χωρίς μια κάποια αμφιβολία- πως αυτό που διάβασα δημοσιευμένο, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τα λεγόμενά μου, ούτε με τον τρόπο που εκφράζομαι, και πολύ περισσότερο με την ουσία όσων θέλω να μεταφέρω. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω τώρα -που όσο κανείς διαβάζει την έντυπη μορφή του, εγώ εκτίθεμαι- είναι να δημοσιεύσω εδώ το κείμενο που έπρεπε κανονικά να είχε τυπωθεί. Και περιμένω από τους υπεύθυνος του περιοδικού να κάνουν το ίδιο, με κάθε τρόπο. Αν και πιστεύω πως η ζημιά έχει γίνει. Σιγά το πράμα, ίσως πείτε. Θα διαφωνήσω. Αλλά δεν αξίζει να διαφωνήσουμε για τέτοια θέματα -ούτε να το συνεχίσουμε. Διαβάστε ελεύθερα παρακάτω και να έχετε όλοι έναν όμορφο Αύγουστο, όμορφες και δυνατές στιγμές και εικόνες, μαζεύοντας ισχυρό απόθεμα για το δύσκολο Σεπτέμβρη που έρχεται. Καλή μας αντάμωση, δικτυακά και δια ζώσης και αγωνιστικά στα χαρακώματα. Και στις αίθουσες προβολής. Και με περισσότερη αλήθεια και φως γύρω μας.

Ως μικρό δωράκι, δύο φωτογραφίες του Χρήστου που δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ ξανά. Στη μία κοιτάζει μακριά, πέρα μακριά. Εμείς πάλι όχι. Στη δεύτερη -ίσως η αγαπημένη μου- παιδί ανάμεσα στα παιδιά, παρακολουθεί κουκλοθέατρο. Πάμε λοιπόν.

Περισσότερα...

1 σχόλιο μέχρι τώρα

από την κατηγορία: δημοσιεύσεις


ΜΟΥΣ(Ε)Ι(Α)ΚΟ UNDERGROUND

E-mail Εκτύπωση PDF
Ένα «ου» κι ένα «α», λογικού φωνακλά...
(Παύλος Σιδηρόπουλος, «Αντεργκράουντ με στρας»)

 

Είναι πολύ δύσκολο να αποτιμήσεις ένα καλλιτεχνικό (ή κοινωνικό ή, φευ, πολιτικό) μέγεθος, όταν ακόμα κι η ιστορικότητά του έχει ξεχειλωθεί και επιβιώνει λάθρα και καταχρηστικά στο παρόν είτε ως χαλασμένο τηλέφωνο –στην καλύτερη- είτε ως ανταλλακτική αξία, πάντα στο πλαίσιο ενός άρρωστου μεταμοντερνισμού που ιεροποιεί και ιεραρχεί την κατανάλωση πάνω από κάθε άλλη διαδικασία πρόσληψης της τέχνης. Σε κάθε περίπτωση, όταν οι όροι και οι έννοιες παραμένουν απαράλλαχτοι μέσα στην κουβέντα επί της Ιστορίας, χωρίς να αλλοιώνεται η στίξη τους και η εκφορά τους, αυτό που βεβαιωμένα θα βιώσει την πανωλεθρία είναι η στερεότητα του νόηματος που μεταφέρεται στις λέξεις. Αν, μάλιστα, στην ήδη παρακινδυνευμένη διαδικασία προσθέσουμε και το γενικότερο εννοιολογικό συμφυρμό του νεοελληνικού κριτικού λόγου (ή σκέτο λόγου), η όλη κουβέντα ξεχαρβαλώνεται εντελώς. Στην περίπτωση του underground –συγκεκριμένα του εντόπιου μουσικού underground- και της απόπειρας για έναν αφηγηματικό προσδιορισμό του, με ή χωρίς αξιολογική αποτίμηση, η κουβέντα έχει ήδη ζοριστεί από την πολύ αρχή της. Και τούτο γιατί οι εννοιολογικές στερεότητες που αφορούν το κυρίως ground –το overground- και την κάθε κυριαρχική αφήγηση, παραμένουν ανάπηρες και γι’αυτό έρμαια αυθαίρετων ερμηνειών, αποσχισμένων από μια μεθοδολογικά αξιόπιστη δοκιμή συλλογικής αφήγησης. Ποια είναι, λοιπόν, η κυρίαρχη αφήγηση στα μουσικά πεπραγμένα της επικράτειας μέσα στον 20ο αιώνα ή, έστω, σε φάσεις του; Ποια είναι τα εναλλακτικά ρεύματα που ενδημούν ιστορικά παράλληλα και επάλληλα στις δεσπόζουσες συντεταγμένες; Πως τοποθετείται υπαρξιακά και αξιακά το underground σε σχέση τόσο με τις κυρίαρχες όσο και με τις εναλλακτικές ιστορικές τάσεις; Υπάρχει πραγματικό βάθος στη σύγκρουση των αφηγήσεων που διαμορφώνονται ιστορικά; Με λίγα λόγια, δικαιούμαστε να μιλάμε για πραγματικό καθάριο μουσικό underground, με όρους κινηματικούς, στα εντόπια ήθη; Ιδού οι απορίες.

Περισσότερα...

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: δημοσιεύσεις


Ποιος παίζει Μπετόβεν όταν ο κόσμος πεθαίνει της πείνας;

E-mail Εκτύπωση PDF
του Miguel Angel Estrella*

Όταν παίζουμε μουσική διηγούμαστε, μερικές φορές και ασυνείδητα ακόμη, κάποια πράγματα. Μπροστά σε ένα κοινό το οποίο, για παράδειγμα, δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του πιάνο ή κλαρινέτο, η πρώτη επαφή με τη μουσική είναι μια αποκάλυψη, ένα είδος θείας κοινωνίας μεταξύ της μουσικής και των ανθρώπων αυτών.

Εδώ και 20 χρόνια, κάπου στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο, ένας διοργανωτής συναυλιών μου είπε: "Δεν είναι απαραίτητο να δίνεσαι ολοκληρωτικά κάθε φορά που παίζεις, εκτός κι αν παίζεις σε μεγάλες πόλεις". Μου πρότεινε να παίζω 250 φορές το χρόνο κι εγώ του είπα ότι κάτι τέτοιο για μένα είναι τελείως αδύνατο. Κάθε συναυλία είναι για μένα μια τεράστια συναισθηματική –αλλά και σωματική- δοκιμασία. Μετά από κάθε συναυλία έχω ανάγκη από τρεις μέρες καθημερινής ζωής και εργασίας με το πιάνο μου. Μου απάντησε: "Μα όλα αυτά είναι πολύ απλά. Καταναλώνεσαι μόνο στις μεγαλουπόλεις. Στις υπόλοιπες βάζεις απλά τη μηχανή σε λειτουργία".

Καμιά φορά όταν παίζουμε βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση υπευαισθησίας που έρχονται στο μυαλό μας νέες ιδέες που γεννιώνται από την παρουσία του κοινού. Έτσι για μερικά έργα κατ’εξοχήν συγκινησιακά φορτισμένα, όπως για παράδειγμα το ρομαντικό ρεπερτόριο ή οι δραματικές σονάτες του Μπετόβεν, μόνο αφού τα παίξουμε μπροστά στο κοινό καμιά εικοσαριά φορές τουλάχιστον, αρχίζουμε να βρίσκουμε αυτή τη γαλήνια και συνάμα γεμάτη πάθος γραμμή μουσικής έκφρασης. Στις φυλακές ή μπροστά σε χωριάτες, πολύ συχνά τυχαίνει να παίζουμε το ίδιο κομμάτι πολλές φορές, κάτι που δεν γίνεται στις συναυλίες. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την εικόνα που αντιστοιχεί στη μουσική, μια στιγμή δημιουργίας, μια στιγμή έντονης μέθεξης. Στη φυλακή των Μπωμέτ, στη Μασσαλία, έπαιζα ένα κομμάτι του Γ.Σ.Μπαχ, και ένας κρατούμενος είπε ότι αισθάνθηκε ότι βρισκόταν αλλού, ότι ταξίδευε με τη μουσική αυτή και ότι βρέθηκε στην Ελβετία, μια χώρα που τον άφηνε εντελώς αδιάφορο. Πίσω του έβλεπε ένα κάστρο, που ούτε κι αυτό τον ενδιέφερε, και μπροστά του υπήρχε μια λίμνη. Αυτή η λίμνη αποκτούσε στα μάτια του μεγάλη σπουδαιότητα εξ αιτίας του χρώματος του νερού, ένα χρώμα που μέχρι τώρα δεν είχε ξαναδεί. Ένας άλλος μου είπε: "Κι εγώ βρισκόμουν αλλού, ήμουν καθισμένος στην όχθη του ποταμού όπου το νερό κυλούσε γαλήνια". Ένας άλλος απλά σχολίασε: "Βρέχει". Κι όμως δεν τους είχα καθόλου μιλήσει για τις δικές μου, τις προσωπικές εντυπώσεις, απλά έπαιξα το ίδιο κομμάτι τρεις φορές. Λίγο αργότερα ανέσυρα την παρτιτούρα μου, όπου είχα σημειώσει τις πρώτες μου εντυπώσεις όταν διάβαζα το συγκεκριμένο έργο. Είχα σημειώσει: Το νερό που κυλά γαλήνια.

Μια μέρα ένας κρατούμενος μου μίλησε για ένα, εμπορικό προφανώς, μουσικό κομμάτι. Τον ρώτησα για τί μίλαγε η μουσική αυτή. Και μου είπε: "Ονομάζεται Γράμμα στη μητέρα μου". Τον ρώτησα λοιπόν θες να παίξω ένα γράμμα στη μητέρα σου; -Και βέβαια. –Πως είναι η μητέρα σου; -Είναι πολύ καλή. Είναι μια γυναίκα γεμάτη αγάπη.

Του έπαιξα ένα νυκτερινό του Γκάμπριελ Φωρέ. Οι κρατούμενοι το άκουσαν σε απόλυτη σιγή και μου ζήτησαν να το επαναλάβω.

Οι καθηγητές των ωδείων δεν επιμένουν αρκετά πάνω σε αυτή την πτυχή της άμεσης επικοινωνίας της μουσικής. Τους απασχολούν κυρίως η τεχνική τελειότητα και οι ασκήσει με τον μετρονόμο και ξεχνούν το βασικό, που είναι η ανάσα των ήχων, η έξαρση, η ενέργεια που πρέπει καθένας να βρει μέσα στο κορμί του για να μπορέσει καλύτερα να μεταδώσει κάθε συναίσθημα. Η μουσική ξυπνά μέσα μας διάφορα πράγματα και η αποκάλυψη αυτή μπορεί να γίνει εμπειρία μαζική.

Πρόσφατα, στην Αντίμπ υπήρχαν πολλοί νέοι. Τους είπα: "Μπορώ, αν θέλετε, να σας δώσω μια τυπική συναυλία ή μια συναυλία με ό,τι μου ζητήσετε". Ούρλιαξαν: "Εμείς θέλουμε παραγγελίες". Μερικοί με ρώτησαν με μεγάλη άνεση: "Τι είναι για σένα η αγάπη, μουσικά;" Έπαιξα Σούμαν και Μπραμς. Και έπειτα: "Τι είναι για σένα η δόνηση, η ταραχή;" και έπαιξα την Ενάτη Σπουδή του Σοπέν. "Τι είναι ο θάνατος, η ηδονή;" Τι υπέροχος που ήταν αυτός ο κύκλος ανθρώπινων συναισθημάτων! Ούτε εγώ μα ούτε κι αυτοί θέλαμε πια να φύγουμε.

Πιστεύω ότι εμείς οι μουσικοί, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι είμαστε κατά κανόνα πολύ γενναιόδωροι. Έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη επαφή και έχουμε την ανάγκη να δίνουμε. Ο περίγυρός μας όμως μας δημιουργεί σιγά-σιγά (και ανάλογα με το προχώρημα στη δουλειά) σκληρούς εξαναγκασμούς κυρίως υλικούς. Και τότε μας είναι δύσκολο να συμφιλιώσουμε αυτή την ευαισθησία με τις φροντίδες της καριέρας μας. Έγινε πια σχεδόν μόδα να παίζουμε υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με τον όρο βέβαια να δοθεί στην εκδήλωση όσο γίνεται μεγαλύτερη δημοσιότητα. Ή να παίζουμε υπέρ των προσφύγων, υπό τον όρο όμως να το κάνουμε μπροστά σε όλες τις τηλεοράσεις του κόσμου.

Όταν πήγαμε στη Χιλή την εποχή της δικτατορίας του στρατηγού Πινοσέτ, στις φτωχογειτονιές του Σαντιάγκο ή στυν ύπαιθρο, αισθανθήκαμε ότι προσφέραμε κάτι. Δεν μιλούσαμε για τα δικαιώματα του ανθρώπου γιατί θα μας κυνηγούσαν. Μιλούσαμε όμως για το Μπετόβεν, για τη ζωή του, παίζοντας μερικά κομμάτια και για όλα του τα όνειρα που έκανε για τη Γαλλική Επανάσταση. Έπαιξα Σοπέν και διηγήθηκα την εξορία αυτού του Πολωνού συνθέτη, και όλα αυτά ήταν τόσο πολύ συνδεδεμένα με τη χιλιανή ζωή που το κοινό εκφραζόταν με φράσεις και κραυγές. Και όλοι έφευγαν από τη συναυλία λέγοντας: "Πρέπει να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία!"

Γνώρισα έναν Λατινοαμερικάνο χωρικό ο οποίος διηγιόταν το πώς καταλάβαινε ο ίδιος τη ζωή του Μπαχ. Ήταν ερωτευμένος με μια μουσική που δεν είχε ακούσει ποτέ. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο Μπαχ και νόμιζε ότι ήταν κάποιος σύγχρονός του από τη Βόρεια Αργεντινή. Ο άνθρωπος αυτός διηγόταν σε χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε ένα εργοστάσιο ζάχαρης την πορεία που έκανε για να ανακαλύψει τη μουσική του Μπαχ, μέχρι που έμαθε τελικά ότι ο Μπαχ δεν ζούσε πια στις μέρες μας και ότι ήταν ένας εξαίσιος μουσικός. Έκανε μια διάλεξη εντελώς διαφορετική από αυτή που κάναμε εμείς στο ωδείο. Για αυτόν ο Μπαχ ήταν αδλεφός, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά που αντιμετώπιζε με θάρρος τα προβλήματα του κόσμου, μα πάνω απ’όλα ήταν ένα άτομο στρατευμένο, με την οικογένειά του, με τα θρησκευτικά του πιστεύω, που προσπαθούσε να τα βιώνει όσο το δυνατόν πληρέστερα χωρίς να νοιάζεται αν αυτό άρσεσε στις εκκλησιαστικές αρχές, και μάλιστα σε μια εποχή που οι μουσικοί ήταν σκλάβοι. Μίλησε λοιπόν για τη σημασία που είχε η λαϊκή μουσική στον Μπαχ. Εγώ που είχα ξοδέψει τρία χρόνια από τη ζωή μου μελετώντας τον δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.

Διαφώνησα έντονα με τους Λατινοαμερικάνους διανοούμενους που υποστήριζαν: "Και τί ωφελεί να παίζεις Μπετόβεν όταν οι άνθρωποι πεινούν;" Και τους απαντούσα: "Μα όταν ακούν Μπετόβεν, η ζωή τους αλλάζει. Κι εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε". Κάποτε θα έρθει η μέρα όπου όλοι αυτοί θα γίνουν οι υποστηρικτές του πολιτισμού τους, όταν θα τον νοιώσουν σε όλη του την ομορφιά. Θα είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η καταναλωτική μουσική που εισβάλλει σε όλον τον πλανήτη.

[δημοσιευμένο στα Αφιερώματα της Le Monde Diplomatique, ελληνική έκδοση, τεύχος 4, Ιούνιος 1994]

Miguel Angel Estrella, διεθνώς αναγνωρισμένος πιανίστας, γεννήθηκε στην επαρχία Τουκουμάν στα βόρεια της Αργεντινής. Τα ανθρωπιστικά του αισθήματα των ώθησαν από πολύ νωρίς να παίζει μουσική και για τους πιο ταπεινούς. Το 1976 το στρατιωτικό καθεστώ τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Το 1977 στην Ουρουγουάη υπέστη την τύχη των «εξαφανισθέντων», και μόνο μετά από μια παγκόσμια εκστρατεία υποστήριξης κατάφερε να ξαναβρεί την ελευθερία του το 1980.

2 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


του πάνω κόσμου οι φυλακές

E-mail Εκτύπωση PDF

Πριν από τρία χρόνια, ήταν Μάρτης του '09, βρισκόμουν στη σκηνή του Γκαγκάριν με τους Night On Earth για να παρουσιάσουμε ζωντανά το νέο τότε δίσκο μας -μάλιστα με τη γενναιόδωρη συνδρομή του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Λίγο πριν το τέλος της συναυλίας και συνδυαστικά με το κομμάτι Prisons -ελεύθερη διασκευή πάνω στο Του κάτω κόσμου οι φυλακές του Θ.Π.- αποφασίζω να αναφερθώ στο θάνατο της κρατούμενης Κατερίνας Γκουλιώνη, μόλις μία μέρα πριν, κάτω από ύποπτα αδιευκρίνιστες συνθήκες. Επίσης, αναφέρθηκα τότε σε ένα άλλο περίεργο γεγονός της καθημερινότητας των φυλακών -από αυτά που ούτε τα ψιλά των ειδήσεων δεν καταδέχονται να φωτίσουν- οπότε και ο γνωστός Περίανδρος της χρυσαυγής -πιθανώς μαζί με συγκρατούμενους φίλους του- την ίδια εκείνη μέρα στις φυλακές Αλικαρνασσού, στρίμωξε στα ντους τον αναρχικό Γιάννη Δημητράκη και τον σάπισε στο ξύλο. Ως αντίδραση ακούστηκε ένα μόνο σύνθημα -από ένα άτομο μάλιστα- και ένα θερμό χειροκρότημα από την πλειονότητα του κοινού, το οποίο εξέλαβα όχι ως ανταμοιβή στην πολιτικάντικη ματαιοδοξία μου, αλλά ως μια βαθιά ανταπόκριση ανθρωπιάς. Ότι ακόμα κι όταν μιλάμε για κρατούμενους του ποινικού κώδικα, με ή χωρίς πολιτική ή άλλη ταύτιση, ακόμα κι αν ήρθαμε σε μια συναυλία να ακούσουμε γλυκόστιχα και ταξιδιάρικα σόλο, ακόμα κι αν αγνοούμε τις συνθήκες και τις λεπτομέρειες των γεγονότων, κάποια πράγματα μας είναι πολύ ξεκάθαρα και δεν μας κομπιάζουν. Και μας είναι πάντα ξεκάθαρα. Και αυτά είναι όσα απάνθρωπα μας στερεί η κρατική βία -όπως η γυναικεία ακεραιότητα και η σωματική αξιοπρέπεια- και το παραπαίδι της, η παρακρατική βία. Τρία χρόνια πριν, στο άκουσμα της δράσης μέλους της χρυσαυγής, η κουβέντα δεν σήκωνε συμψηφισμούς, ούτε "αλλά" για τα δήθεν θέματα του εγκληματικού κέντρου της Αθήνας. Ξέραμε όλοι πολύ καλά ποιος ήταν το εγκληματικό κέντρο.

Πριν από τέσσερα χρόνια, σε μια μεγάλη συναυλία αλληλλεγγύης στους Ζαπατίστας στο Θέατρο Πέτρας, με το ίδιο σχήμα είχαμε συμπράξει με τον Παπακωνσταντίνου. Τελευταίο κομμάτι του σετ το Αερικό, της λυρικότροπης ρομαντικής ανυπακοής του όσες κι αν χτίσουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει. Ένα άλλο αληταριό όμως εκείνη τη στιγμή, μέσα από τις πρώτες σειρές, εκσφενδονίζει με χάρη ένα άδειο μπουκάλι άμπσολουτ βότκας, το οποίο από σύμπτωση -κι από κακό σημάδι;- βρίσκει πάνω στην κιθάρα του Βασίλη, τριάντα εκατοστά περίπου κάτω από το σημείο που πιθανώς θα μας κόστιζε έναν κιθαρίστα και έναν φίλο. Κι όμως. Τίποτα το ξεκάθαρο εδώ. Στο φόρουμ των αφοσιωμένων ακροατών του Θ.Π. έγινε τότε ένα τρελό ντημπέητ like no other, όπου μέσες άκρες ακούστηκαν και κάτι σχόλια του τύπου "έτσι όπως παίζουν, καλά τους κάνουν" και κάτι άλλα που άμα ήμουν ο Lemmy θα είχα κατέβει κάτω να τους κόψω την καρωτίδα με τις χορδές του μπάσου. Αρκέστηκα μόνο σ'αυτό.

Στην πρόσφατη συναυλία του στην Τεχνόπολη, ο Θανάσης επέλεξε να δώσει βήμα σε μια αναγγελία συμπαράστασης στην υπόδικη κρατούμενη Όλγα Οικονομίδου η οποία βρίσκεται εδώ και ένα μήνα στην απομόνωση επειδή αρνήθηκε τον εξευτελιστικό κολπικό έλεγχο, αλλά και λόγω άλλων διοικητικών παραλείψεων (sic) αναφορικά με τις συνθήκες κράτησής της. Η παρέμβαση χαιρετίστηκε με εκτεταμένο χειροκρότημα και συνθήματα για όσους είναι στα κελιά. Στην πλασματόσφαιρα των σόσιαλ μίντια, όπου αρκεί η πρόσβαση στο ίντερνετ για να δικαιώσει τα λίγα λεπτά που σου υπόσχεται ο Γουόρχολ, η αντίδραση που μας έγινε γνωστή ήταν αυτή. Ή για την ακρίβεια, αυτή. Με λίγα λόγια, η αντίδραση μιας κοπελιάς, η οποία στο κάτω-κάτω σε μια συναυλία πήγε βρε αδερφέ, να ξεσκάσει από τα μνημόνια και τις βίες απ'όπου κι αν προέρχονται, λίγα τραγούδια έκανε κέφι μόνο, και είχε πληρώσει και εισιτήριο, είχε αγοράσει προϊόν, είχε αγοράσει υπηρεσίες, απαιτούσε σεβασμό, απαιτούσε σιωπή. Λίγα τραγούδια μόνο ζήτησε, λίγη ανδρομέδα, λίγη εναλλακτικότητα και συντροφικότητα δίπλα σε άλλα αγαπημένα εισιτήρια που είχαν εξαγοράσει υπηρεσίες και στάση καλλιτέχνη. Μα ο καλλιτέχνης μίλησε αλλιώς και αυτό δεν άρεσε. Ο καλλιτέχνης χώρεσε κάτι που δεν μπορούσε εκείνη να χωρέσει. Ο καλλιτέχνης επέκτεινε το όραμά του και τους τρόπους του πέρα από τη δισκογραφία και κάθε έννοια πληρωμένου προϊόντος και υπηρεσίας. Δεν ήρθαμε να ακούσουμε αυτά Θανάση. Εμείς ήρθαμε γι'αυτά που υπόσχεται το εισιτήριο, εμείς ήρθαμε γιατί είσαι ο καλύτερος όμηρος των προσδοκιών μας, είσαι ο υπάλληλός μας επί σκηνής. Γιατί είσαι θέαμα. Χάρτινο τσίρκο· που είναι η δική σου σκλαβιά.

Γιατί όμως ανέφερα και τις δικές μας περιπτώσεις στην αρχή; Την πρώτη, για να φανερωθεί ίσως ότι -όπως και στο άκουσμα ενός Αερικού ή ενός Σαμπάχ- ένα κομμάτι με τίτλο Prisons δεν είναι απίθανο ως περίπτωση να ακολουθείται από αναφορά στις πραγματικές prisons αυτού του κόσμου -αυτού και όχι του κάτω, οι οποίες εντούτοις μοιάζουν όσο τίποτα με τις βιβλικές περιγραφές του κάτω. Και πως σε μια συναυλία ήχων, αισθήσεων και εμπειριών, η συνείδηση εξακολουθεί να λειτουργεί με όλα της τα κανάλια ανοιχτά. Και πως ακόμα και η διαφωνία είναι θέση και όχι ενοχικά βιασμένη συνείδηση. Πως κανείς δεν βιάζει τον άλλον, λέγοντας λόγια που σκέφτεται και μοιράζεται με κόστος. Πως κανείς δεν σε καπελώνει, επειδή αποφάσισε να κάνει ένα βήμα παραπέρα από τις ελάχιστες προσδοκίες σου. Ακόμα κι αν ο ίδιος μπορεί να το κάνει αμήχανα, ακόμα κι αν δεν ταυτίζεται, ακόμα κι αν αυτό που κάνει, το κάνει μόνο και μόνο γιατί νιώθει πως κάτι πρέπει να ακουστεί. Και πως το άκουσμα αυτό δεν είναι βία, δεν είναι προδοσία, δεν είναι έξω από τη συνθήκη της ζωντανής εμπειρίας. Απευθύνεται από ζωντανό οργανισμό σε ζωντανούς οργανισμούς, μέσα σε έναν καργιόλη καιρό που θα μας προτιμούσε πεθαμένους και κάνει ό,τι μπορεί μάλλον γι'αυτό. Απαιτεί όσο τίποτα να σπάσει την νομιμοποιημένη εντός μας ομερτά και την ομηρία των επίπλαστων προσδοκιών.

Η επίκληση της φάσης με το μπουκάλι μας δείχνει ίσως μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή η χυδαία ομηρία. Βία λοιπόν είναι ο εγκλωβισμός, όχι η ελευθερία. Το να ακούσεις κάτι με το οποίο διαφωνείς και εξανίστασαι δεν είναι βία. Το να θες να πεις κάτι που νιώθεις, προς όλους, και να το πνίγεις επειδή κάποιος ενδέχεται να διαφωνεί -και μάλιστα στη βάση μιας ανταλλακτικής διαδικασίας, που έχει ως κοινό τόπο μερικά ελάχιστα ευρώ- αυτό οδηγεί σε κάτι πιο σκοτεινό κι από την ίδια τη βία. Τη σιωπή σε δύσκολους καιρούς. Τη μόνη φυλακή του πάνω κόσμου.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


ο protagon μου

E-mail Εκτύπωση PDF

Όποιος χρησιμοποιεί τη μηχανή αναζήτησης της γκουγκλ, θα έχει παρατηρήσει ότι καθώς ξεκινάς να γράψεις τη λέξη προς αναζήτηση, εμφανίζονται από κάτω κάποιες προτάσεις από τη μηχανή, ανάλογα με τα αρχικά γράμματα που έχεις πληκτρολογήσει. Η σειρά των επιλογών που δίνονται προκύπτει από ένα φίλτρο της μηχανής που διατρέχει το πλήθος εμφανίσεων των πιθανών λέξεων σε δημοσιεύσεις, σε συνδυασμό με τις προβολές τους από τους χρήστες· κοινώς, εμφανίζει τις πιο δημοφιλείς λέξεις. Από την αρχή το είχα βρει διασκεδαστικό, τόσο που στα χαζολοήματά μου, πληκτρολογούσα τυχαία γράμματα και συνδυασμούς, για να διαπιστώσω ποιες λέξεις είναι trendy την κάθε εποχή στα ίντερνετς. Εδώ και καμιά βδομάδα, σταμάτησα να το βρίσκω και τόσο διασκεδαστικό, όταν πληκτρολογώντας το γράμμα "χ", εμφανίστηκε ως πρώτη επιλογή το αποτέλεσμα "χρυσή αυγή". Εκεί όμως που ίδρωσα πραγματικά και άρχισα να παράγω συνειρμούς, ήταν όταν πληκτρολογώντας "χρ", εμφανίστηκαν κατά σειρά η "χρυσή ευκαιρία" και το "χρηματιστήριο", μετά όμως την πάντα πρώτη "χρυσή αυγή". Διαπίστωσα με ακόμα μεγαλύτερη αποστροφή ότι ακόμα και στο "χρη", η "χρηση αυγή" εμφανίζεται στα εφτά πρώτα αποτελέσματα. Πολυ φιλομάθεια έπεσε τελευταία στο ίντερνετς· περισσότερη φαίνεται κι από την ανάγκη για δουλειά, αν ας πούμε αυτή μπορεί να εκφραστεί στην αναζήτηση της "χρυσής ευκαιρίας".

Στο ίδιο πνεύμα πολιτικής ανορθογραφίας, τα κανάλια της τελεόρασης εδώ και λίγο καιρό αγκάλιασαν τη χρυσαυγή στη γυαλιστερή θεματολογία τους, δίνοντας κάθε βήμα στον μπρουτάλ φασιστικό λόγο· από εκτενείς παρουσιάσεις σε κυριλέδικες δημοσιογραφικές εκπομπές μέχρι λίγα μέτρα πασαρέλας στη μόδα του μεσημεριού ανάμεσα στα λιωμένα λιπ γκλος της ματαιοδοξίας, πάντα όμως στο πλαίσιο του τρυφερού αυτοπροσδιορισμού, μιας και είμεθα πολιτισμένοι άθρωποι πλέον και δεν μιλάμε με αναχρονιστικά στερεότυπα, right; Right. Άκρα right, για την ακρίβεια· άκρα του τάφου right. Κι έτσι, να'τος πετιέται από δεξιά, ο Μιχαλοβλάχος στο μπερντέ του Σταύρου Θοδωράκη, να'τος πετιέται από ακροδεξιά κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει αλλοδαπό με το καμάκι του ήλιου.

Κυνηγάτε μετανάστες; ρωτάει ο σοβαρός δημοσιογράφος πιάνοντας (στη νιοστή) το πηγούνι του. 'Οχι, ποτέ δεν έγινε αυτό, εξηγείται η αρχηγάρα, αφού έχει όλο το πεδίο να το κάνει. Σ'αυτό το σημείο κανονικά, ένας καλός δημοσιογράφος έχει φροντίσει να έχει μονταρισμένες -από άλλο γύρισμα βρε αδερφέ- δυο-τρεις πρόχειρες μαρτυρίες από σακατεμένους ταλαίπωρους του Αηπαντελεήμονα, που έχουν γυρίσει από το νοσοκομείο με ράμματα, εγχειρισμένα κεφάλια και άλλα τεκμήρια αναπηρικής σύνταξης. Μετά τις μαρτυρίες, ο καλός δημοσιογράφος, θα αναφέρει πως οι αναγνωρισμένοι ως θύτες γι'αυτές τις επιθέσεις είναι όλοι τους μέλη της χρυσαυγής και ίσως να το ταυτοποιήσει κιόλας με τα ονόματα των υποδίκων για τις ίδιες επιθέσεις. Αυτά τα κάνει ο καλός δημοσιογράφος. Ο δημοσιογράφος-σκέτο μπορεί να αρκεστεί, αν το θέλει, σε ένα τάπωμα του βλαχοφύρερ στο καπάκι, με κανά δυο φωτογραφίες από επιθέσεις, αλιευμένες από γνωστά μέσα και εφημερίδες. Και πάλι το νόημα βγαίνει.

Όχι όμως ο Σταύρος. Ο Σταύρος ακούει τους ανθρώπους, σκύβει στις ιστορίες τους, αφουγκράζεται τις αγωνίες τους. Άλλωστε, αυτογελοιοποιούνται οι φασίστες, όπως λένε όλοι. Όλοι; Ίσως μόνο εκείνοι που έτσι κι αλλιώς έχουν χαράξει ένα μέτρο στο τι είναι γελοίο και τι όχι, που μια αποστροφή για τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν ως (τελικές) καθαρές λύσεις την έχουν, που μια αισθητική απόσταση από τα σάλια της μπρουταλιτέ των κασιδιάρηδων μπορούν να την καυχηθούν. Οι υπόλοιποι σιγοβράζουν στο ζουμί της αντιμνημονιακής οργής και του χαοτικού εύρους των επιλογών έκφρασής της, όπου ο πιο ελλαδάρας κερδίζει πόντους κι ας πάει να κουρευτεί η δημοκρατία και οι πολιτισμένες οδοί της. Τις είδαμε κι αυτές. Και αν όπως λέει κι ο Σταύρος "σας λένε φασίστες και νεοναζί", εδώ είναι τα παλικάρια για να μας πουν ότι δεν είναι ούτε το'να ούτε τ'άλλο. Και τι πα να πει νεοναζί δηλαδή; Εδώ σε θέλω.

 

Νεοναζί σε χαριτωμένη συντόμευση θα πει εθνικοσοσιαλιστής, νασιοναλσοτσιαλίστεν. Το σωστό θα ήταν να λέμε νεονατσί και, εδώ που τα λέμε, παίζει να είμαστε οι μόνοι στο ντουνιά που το προφέρουμε λάθος και δεν μας εννοούν στα ξένα όταν μιλάμε. Επίσης, το σωστό θα ήταν όταν λέμε νεοναζί να εννοούμε κάποιον που έχει, πέρα από την προσήλωση στα εθνικά, και μια ενημέρωση περί του σοσιαλισμού. Για να δούμε όμως λίγο τις προγραμματικές θέσεις, έτσι όπως δεν μας τις μολόγησε ο άρειος αρχηγός μέσα στον απολογητικό αυτοπροσδιορισμό του, και να νιώσουμε εθνικοσοσιαλισμός τι πα να πει:

Φορολογική αμνηστία για δέκα χρόνια εφ'όσον δημιουργούνται τουλάχιστον δέκα σταθερές θέσεις εργασίας, μηδενισμός της φορολογίας σε εξαγωγικές παραγωγικές μονάδες, υπέρ της επενδυτικής ανάκαμψης κατάργηση όλων των ασφαλιστικών και λοιπών εισφορών, άμεση κατάργηση όλων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών φορέων,διάθεση οικοπέδων με leasing ένα ευρώ το χρόνο. Επίσης: να αποβληθεί τελείως το υπουργείο ανάπτυξης και η επένδυση να πραγματοποιείται κατ’ευθείαν μεταξύ των συνεταίρων που καταβάλλουν το κεφάλαιο, δηλ. του Έλληνα επενδυτή και του Ευρωπαϊκού ταμείου, το οποίο μπορεί να εκπροσωπηθεί από Ελληνική Τράπεζα, μ’ένα κόστος 1-2% για τις υπηρεσίες που θα παρέχει (έλεγχος επένδυσης κλπ.)

Εξόχως σοσιαλιστικά και εθνικά πρέπει να ακούγονται όλα αυτά, ειδικά αν τα συνδυάσουμε και με την εγγυητική διαβεβαίωση ότι τα συμφέροντα της πατρίδας διασφαλίζονται με την παραμονή στο ευρώ, η οποία είναι επιτακτική συνθήκη για τους υπερπατριώτες που ματώνουν για μια ανεξάρτητη εθνική οικονομία. Μη στραβώσει κι η μαμά Ντόιτσλαντ. Ούμπερ άλες. Το καλύτερο όμως στο έχω για το τέλος: ο Λαός είναι ο πραγματικός άρχοντας και ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα από τον Ηγέτη του.

Τσίμπησες και το δημοκρατικό σου λοιπόν και είσαι ήσυχος. Γιατί λοιπόν δεν παίζουν όλα αυτά στα κανάλια και δεν βρίσκεται μισός δημοσιογράφος να τα ψαχουλέψει και να μας τα πετάξει ατάκτως σε κάνα μικρό ρεπορτάζ, έτσι φορ ολντ democracy σέηκ; Γιατί αναλώνουν υπόπτως εμμονικά το χρόνο τους σε ένα λιβάνισμα του θυμικού προφίλ της οργάνωσης και της αστειακής λαϊκότητας των μελών της (ακόμα και μέσα από τις λάηφσταηλ προσεγγίσεις); Ίσως γιατί, όπως γράφει ο Βυτίος στο ΜΟΝΟ που κυκλοφορεί (τεύχος 9), όταν ο κυρίαρχος λόγος των δύο (μέχρι πρόσφατα) μεγάλων κομμάτων και των τηλεοπτικών πάνελ, αποχρωματίζει και απενεχοποιεί έννοιες όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή πρακτικές όπως οι "επιχειρήσεις σκούπα", αυτό που χτες έμοιαζε ακραίο, αύριο θα είναι "αυτονόητο". Ίσως γιατί, όπως γράφει ο Δημήτρης Κουσουρής στο Unfollow που κυκλοφορεί (τεύχος 6), είτε στις επόμενες εκλογές οι ναζί πάρουν 0,5 είτε 8%, το σίγουρο είναι πως η ελληνική αστική τάξη έχει προσθέσει μια ακόμα ζώνη εξαίρεσης, μια ζώνη νόμιμης ανομίας, στην οποία δυνάμεις του συστήματος θα μπορούν, "μέσα κι έξω από τη βουλή", με το καλό και με το στανιό, με νόμιμους και παράνομους τρόπους να υπερασπίζονται το καθεστώς των κυρίαρχων σχέσων ιδιοκτησίας.

Παίζουν λοιπόν συνέχεια τη χρυσαυγή για να κατοχυρωθεί πλέον αυτός ο λόγος όχι ως κάτι ακραίο, αλλά ως κάτι συζητήσιμο βρε αδερφέ, μια τάση ανάμεσα σε άλλες, δεν είναι άκρο, είναι σλόγκαν, είναι hip, είναι φάση, το εγέρθητι είναι πλακίτσα, είναι παρεξήγηση. Ο συνειρμικός συσχετισμός μιας ακραίας εγκληματικής συμμορίας με μια λαηφστάηλ μπρουταλιτέ, διάδοχο του τυχαίο δε νομίζω στις καθημερινές μας έξεις, απώτερα κατορθώνει κάτι απείρως χειρότερο στις συνήθειες του δημόσιου λόγου: τη νομιμοποίηση των φασιστικών ιδεών μέσα στα όρια της κοινωνικής ευαισθησίας. Έτσι, το τελευταίο κακό είναι το ότι εκφασίζεται το ίδιο το δικαίωμα στο λόγο -αυτό άλλωστε έχει εκφασιστεί προ πολλού όταν τα εκβιαστικά διλήμματα της άρχουσας τάξης δεν σέβονται ούτε τη βασική συνθήκη ενός εκβιασμού: ότι ο εκβιασμένος καλείται να επιλέξει. Το αληθινά εφιαλτικό ως κοινωνικό έθιμο που τείνει να διαμορφωθεί και να διαβρώσει τη συνείδηση δύο τουλάχιστων γενεών, είναι ότι εκδημοκρατίζεται (άρα εκλογικοποιείται -pun intended) το δικαίωμα στο φασισμό. Και αυτό το συνολικό κέρδος για τους απολυτάρχες είναι απείρως χρησιμότερο από το διαλεκτικό, αφού πέρα από το λόγο αφορά (κυρίως) και την πράξη. Γι'αυτό άλλωστε και στους τρόπους τους, φροντίζουν να μασκαρεύονται όσο μπορούν (με δυσκολία είναι η αλήθεια) με το δημοκρατικό προσωπείο, παίζοντας με τις νόρμες των αντιπάλων: την ανταλλαγή απόψεων.

Ή, ακόμα καλύτερα, αν αυτό είναι άκρο, τότε είναι όσο άκρο είναι και οι ανταρσύες και αυτοί οι αριστεροί που θέλουν -άκουσον άκουσον- να μας βγάλουν από το ευρώ και να μας βρουν όλα τα κακά των σοβιέτ (και άλλα τόσα). Τους ίδιους τους χρυσαυγίτες -ως fashion icons- θα τους φτύσει και θα τους πετάξει το σύστημα, αφού (μας) τους φορέσει κι άλλο λίγο, καθ'ότι είναι γνωστό πως τα νούμερα φέρνουν νούμερα. Ή θα καούν μόνοι τους από την υπερβολική έκθεση στο φως, όπως κάθε σωστό βαμπίρ που σέβεται το μύθο του. Η τηλεθέαση θα τους λιώσει. Ο αποκλεισμός και οι συνομωσίες μόνο θα τους σώσουν.

Αν λοιπόν μεθαύριο το μαύρο μπλοκ του σαμαρά νομοθετήσει τους πυροβολισμούς μεταναστών στα σύνορα ως λύση, το έδαφος θα έχει οργωθεί. Η ανάγνωση του προβλήματος έχει κατοχυρωθεί προ πολλού, η ατζέντα έχει διαγράψει όλες τις παρεκκλίσεις. Όσο για τις λύσεις του, το μεγάλο crash test στην κοινωνία θα έχει γίνει. Η χρυσαυγίνη διοχετεύτηκε στους μικροαστούς σε σωστές ελεγχόμενες δόσεις, αργά, μεθοδικά, μέσα από καιάδες, παντελεήμονες και θηρία τζήμερα. Κανένα αυγό του φιδιού δεν χρειάστηκε να επωαστεί. Με γελάκια και στοργικά τριψίματα στο πηγούνι από (όλους) τους θοδωράκηδες, τα κατακάθια της ιστορίας από τα έγκατα της μισανθρωπίας, γίνονται πρωταγωνιστές.

 

 

*Ζήτω, δεν υπάρχει άλλο βούτυρο!, του John Heartfield, εξώφυλλο του ΑΙΖ, 1935. Στον υπότιτλο, μια φράση του Hermann Goering: "Το σίδερο πάντα έκανε το έθνος δυνατό, ενώ το βούτυρο και το λαρδί έκαναν τον κόσμο χοντρό".

3 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο


εξεγέρθητι

E-mail Εκτύπωση PDF

για τη Χριστίνα

 

Ξεκινάς να γράψεις ένα ποστ προεκλογικά και στο μεταξύ σε προλαβαίνουν κάτι εκλογές, κάτι διαχειριστικά του ρετιρέ, κάτι κοινόχρηστα, κάτι κινηματικά, κι ενώ το τριγύρω σου Ιράν παίζει μπάλα με το κεφάλι σου και σε ζώνουν ακόμα οι ματωμένοι παπαγάλοι που στόμα έχουν και μιλιά πλέον δεν έχουν, που έχουν στόμα που δαγκάνει κι άντε όλο λέει πως δεν το ξανακάνει. Θες να μιλήσεις για τις εκλογές και όλοι γύρω μιλάνε για εκλογές, θες να μιλήσεις για κάτι κι όλοι γύρω σου μιλάνε για κάτι. Θες να μιλήσεις και τελικά σκύβεις το κεφάλι, νωχελικά αποστρέφεις το βλέμμα απ'τα πράγματα, γιατί το μόνο που θες τώρα είναι να βρεις μια χαραμάδα να μπει φως, να μπουν φίλοι και αγγίγματα, να ξαναμπούν ζεστά απογεύματα που είχες ξεχάσει, να έρθει ένας μικρός λίβας και να καθήσει πάνω από τα ψηφοδέλτια, να χαμογελάσει σε κάθε ευρωδίλημμα και να σου φέρει εικόνες από την Ομόνοια της δραχμής, των κεμπάπ, των λαχειοπωλών, των αιγυπτίων, των αργόσχολων, των παλιών ρώσικων τρόλεϊ, των κουλουρτζήδων, των επαρχιωτών που ήρθαν χαράματα κι ακόμα ψάχνουν, των αδειούχων ευέλπιδων που ψάχνουν ταξί να πάνε στην καλή τους, των τζαζ καμπαρέ στις στοές της Σταδίου, επτά καφενεία σε κάθε γωνία, τριάντα περίπτερα, μουσικά όργανα Ραμόνα στον υπόγειο του ΗΣΑΠ και στις τρεις χαράματα στην Αθηνάς, "γεια, πόσο πάει;", κι όχι πως θες να πας κι όμως ρωτάς ξαναρωτάς, γεια πόσο πάει, έτσι με κάποιον να μιλάς· την ώρα που είναι όλα κλειστά, σαν φως αστράφτει κι ας μην υπάρχει πια, εκείνη σου χαμογελά, εκείνη γίνεται αγκαλιά. Η παλιά σου Ομόνοια ήταν η αγκαλιά.

Βλέπω το φίλο μου τον Ρένο στις αντέννες του κόσμου, να ονομάζει "παλιά ελλάδα" το μέχρι εδώ, και να δυσανασχετεί. Και με ιεραποστολικό στόμφο να ζητάει από αυτή την παλιά ελλάδα να φύγει, να την ξεχάσουμε. Να ξεχάσουμε τους εμφύλιους κι όλα αυτά τα αιματηρά που μας χωρίζουν. Όμως, αυτή ακριβώς είναι η συνθήκη επιβίωσης της παλιάς ελλάδας, έτσι βρίσκει τη συνέχειά της στο χρόνο: να την ξεχάσουμε, μαζί με τα πάθη της, μαζί με τη σκοτεινιά που έφερε, μαζί με τις πληγές που άνοιξε, χαρακιές στο σώμα της ιστορίας· της ιστορίας μας. Και πως να κλείσουν οι πληγές, όσο υπάρχουν άταφοι νεκροί, ματαιωμένες ελπίδες, ματωμένοι αποχαιρετισμοί, χαρακιές μέσα σου και ακόμα πιο μέσα σου. Η παλιά ελλάδα ήταν πάντα παλιά, είχε εχθρό κάθε τι νέο, κάθε τι φωτεινό, πολεμούσε στα σκοτάδια για να νικήσουν τα σκοτάδια, και είναι ακόμα παλιά, για την ακρίβεια είναι μόνο παλιά, αφού ρήμαξε ακόμα και την ελλάδα της. Και επιβιώνει τώρα στις ύστατες απόπειρες αιματηρών συναλλαγών, παλεύοντας να ξαναγεμίσει τσέπες και να αδειάσει συνειδήσεις, να ονομάσει συνείδηση την τσέπη και νόμο την κάθε επιβουλή της, να βαφτίσει εθνικό το κάθε συμφέρον της -στην ίδια πρόταση, σε κοινό παζάρι, το εθνικό και το συμφέρον· αυτό που μας ενώνει κι αυτό που μας χωρίζει. Η παλιά ελλάδα ασθμαίνει, βρωμώντας θάνατο τα χνώτα της, ανάμεσα στις σπασμένες πέτρες και στα ολόδικά της ερείπια. Κι η Ομόνοιά σου έχει βρωμίσει ήδη θάνατο.

Κι εσύ λες πως δεν είναι ο θάνατος που βρωμάει, αλλά οι Πακιστανοί. Εσύ μετράς τους ξένους, μετράς τις ζωές, κάνεις υπολογισμούς, τακτοποιείς λογαριασμούς, συμψηφίζεις ζωές με δουλειές, προσθαφαιρείς ζωές και συμφέροντα, διαιρείς ζωές με επιδόματα, προσθέτεις μίσος και δικαιολογίες, αφαιρείς κι άλλο άνθρωπο από μέσα σου, από την Ομόνοιά σου. Ναι ρε, μυρίζουν οι Πακιστανοί. Και να σ'αρέσει που μυρίζουν, να τους νιώθεις σαν ένα μπαχαρικό από απόκοσμη κουζίνα. Ναι, μια κουζίνα είμαστε -περπατάς ανάμεσα στις γεύσεις του κόσμου και ακροβατείς στις χαρακιές του· κουζίνα που μαγειρεύονται εντός της όλα τα μπαχάρια, που βρίσκουν απάγγιο όλα τα χαρμάνια, τρυφερά τοποθετημένα στο ραφάκι, ειρηνικά και ήσυχα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να είναι εκεί από πάντα και για πάντα, σαν να μη λήγουν ποτέ, σαν να μη περισσεύει κανένα και κανένα να μη χρειάζεται, σήμερα λίγο κόλιανδρο, αύριο μια πρέζα δυόσμο, μια σκελίδα σκόρδο από το χωριό σου, λίγη κάρρι από το Δελχί. Ναι, ίσως είμαστε πολλοί, ίσως μαζευτήκαμε λίγοι παραπάνω, αλλά ξέρεις εσύ να πεις πόσοι χρειαζόμαστε; Πότε περισσέψαμε κάποιοι; Πότε επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να μετράμε; Εμείς ποτέ δεν διώχναμε, το ψωμί στο τραπέζι το κόβαμε στα δύο, στα τρία, στα χίλια δεκατρία, από το υπόλοιπο δίναμε ακόμα και του σκυλιού να φάει, είχαμε-δεν είχαμε, υπόλοιπο πάντα είχαμε, ζεστά απογεύματα που ο "άλλος" δεν ήταν ξένος, ζεστά απογεύματα που δεν ξέραμε ξένος τι πάει να πει. Τώρα, λες, πως του δίνεις ψωμί κι αυτός σου τρώει δουλειά. Και αφαιρείς κι άλλο άνθρωπο, κι άλλη Ομόνοια.

Και χασκογελάς με τους φίλους σου -σίγουρος για την ψήφο σου, τελειωμένος με το καθήκον- κλίνοντας σε όλες τις αστείες πτώσεις το "εγέρθητι". Και σε κάθε χαχάνικη παραλλαγή του, ένας Πακιστανός κάπου γεμίζει άλλη μια χαρακιά· η Ομόνοια χαρακώνεται κι άλλο, οι γειτονιές μας γεμίζουν χαρακιές, γίνονται χαρακώματα. Ναι ρε, εγέρθητι. Όλοι όρθιοι, σηκωθείτε, εγερθείτε, βγείτε στους δρόμους, βγείτε στις πλατείες, εγέρσου, εξεγέρσου, βγες ξανά στην Ομόνοια, πάρε τη ζωή που σου ανήκει, ζήσε τη ζωή που σου ανήκει, πάρε πίσω την Ομόνοια που αγάπησες και περπάτησες, ξαναπερπάτησε στην Ομόνοια, απόκτησε τη ζωή που χρεώθηκες, που τη χρεώθηκες για μια ζωή, ξόφλησε το δάνειο και ζήσε, κάνε ιδιοκτησία τη ζωή σου κι όχι τα σπίτια και τ'αυτοκίνητα και τους δείκτες, άσε τα μετρήματα και τα υπόλοιπα και τα κανονίσματα, ζήσε τη ζωή που περισσεύει, ζήτησε ακόμα κι αυτή που δεν σου ανήκει. Κρύφτηκες πίσω από την ψήφο και έπραξες καθήκον. Καθιστός και κρυμμένος. Ζωή δεν είναι αυτή που σου γράψανε, είναι αυτή που γράφεις, αυτή που θα ζητήσεις. Όρθιος. Στο δρόμο. Στην Ομόνοια. Σ'εκείνη που σου χαμογελά και γίνεται αγκαλιά την ώρα που είναι όλα κλειστά.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


μια βραδιά στο Sachsenhausen

E-mail Εκτύπωση PDF

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για συλλογική ευθύνη, μέσε Γερμανέ φίλε.

Το Oranienburg είναι ένας οικισμός, ας πούμε μικρό χωριό, στα βόρεια προάστια του Βερολίνου -κάπου 30 και κάτι χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Στα περίχωρα του Oranienburg, δίπλα στις όμορφες και απαράμιλλα ταξινομημένες ρουστίκ μονοκατοικίες, βρίσκεται το μουσείο και τόπος ιστορικής μνήμης γνωστός ως Sachsenhausen. Η πιο πρόσφατη μνήμη της Ιστορίας αντιστοιχεί το Sachsenhausen με το στρατόπεδο όπου ο Κόκκινος Στρατός της Σοβιετίας κράτησε φυλακισμένους (από το 1945 μέχρι το 1948) τους Βερολινέζους Ναζί και τις οικογένειές τους, καθώς και ύποπτους για άμεση ή ενδεχόμενη συνεργασία. Πριν από αυτή τη χρήση του, η μνήμη πηγαίνει πίσω στο 1936 οπότε και το γνήσιο τέκνο της παρακμής της Βαϊμάρης, Αδόλφος Χίτλερ -ήδη εκλεγμένος από το 1933, με ποσοστό 44% και το μισό κοινοβούλιο δικό του- δημιουργεί αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης προκειμένου να εγκλείσει τους παρείσακτους της κοινωνίας που πλέον πορεύεται με το όραμα της τελικής λύσης: αντιφρονούντες, πολιτικοί κρατούμενοι, φιλοσοβιετικοί, ομοφυλόφιλοι, νοητικά στερημένοι, Ρομά, μελαμψοί κλπ. Το Oranienburg παρακολουθεί και επαυξάνει. Η εργασιακή προσφορά των -κυρίως ομοεθνών- έγκλειστων είναι ευεργετική για την πληγωμένη γερμανική οικονομία των φιλήσυχων πολιτών έξω από τα συρματοπλέγματα: παραγωγή οικοδομικών υλικών, δοκιμές δερμάτινων παπουτσιών, ιατρικά πειράματα και γενετικές έρευνες. Φαίνεται επίσης πως οι εργασίες μέσα στο στρατόπεδο επεκτάθηκαν και σε άλλες οικονομίες: το Sachenhausen υπήρξε η μεγαλύτερη παραγωγική μονάδα πλαστογραφίας βρετανικού χρήματος στην Ευρώπη.

Όπως σε κάθε υπέροχα ανταγωνιστική οικονομία, το θαύμα της παραγωγικότητας συνοδεύεται από μικρές λεπτομέρειες. Σε αντίθεση με τους κάτοικους του Oranienburg, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα τις μάθουμε μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα: τα παπούτσια δοκιμάζονταν από τους έγκλειστους σε εξαντλητικές πεζοπορίες μεταξύ 20 και 40 χιλιομέτρων την ημέρα, τα ιατρικά πειράματα περιελάμβαναν δοκιμές χημικών πολέμου και φονικών ουσιών, στειρώσεις, ευνουχισμούς, ακρωτηριασμούς, εξευτελισμούς, ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα τιμωρούταν με εκτέλεση και φρικώδη βασανιστήρια ή ενισχυόταν με καταναγκαστική πορνεία. Arbeit macht frei. Η εργασία απελευθερώνει. Όχι όπως το έγραψε ο Μαρξ, αλλά όπως το εννόησαν τα τέρατα στα κολαστήριά τους.

Arbeit macht frei. Κρατούμενοι του στρατοπέδου
απελευθερώνονται εργασιακά μέσω της καταναγκαστικής εργασίας
στην καύση των βασανισμένων νεκρών συγκρατούμενών τους.

Υπολογίζεται ότι πάνω από διακόσιες χιλιάδες ψυχές πέρασαν την πύλη του Sachsenhausen μεταξύ 1936 και 1945. Με την έναρξη του πολέμου, η εθνολογική σύσταση του στρατοπέδου άρχισε να ποικίλλει: στρατιωτικοί όμηροι της σοβιετικής αρμάδας, Πολωνοί, Ολλανδοί, Εβραίοι, Έλληνες κ.α. Οι εγκαταστάσεις του υπήρξαν πρότυπο για τη δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης εντός και εκτός Γερμανίας, ενώ λειτούργησαν και ως εκπαιδευτήρια δεσμοφυλάκων και διοικητών που θα τοποθετούνταν μετέπειτα σε αυτά. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του -κυρίως πριν την έναρξη του πολέμου- το Sachenhausen στα μάτια των εντόπιων υπήρξε απλώς μια μονάδα βιομηχανικής παραγωγής, όπου εργάζονταν κρατούμενοι της Βαϊμάρης. Συχνά πυκνά αυτοί απασχολούνταν καταναγκαστικά και σε εργασίες εκτός του στρατοπέδου, πάντα προς όφελος της τοπικής κοινωνίας και κεφαλαίου, ενώ και ένα μέρος των στρατιωτικών εγκαταστάσεων ήταν προσβάσιμο στους ντόπιους για επίσκεψη.

Κρατούμενοι του Sachsenhausen, με τη χαρακτηριστική
κυανόλευκη ριγωτή στολή, σε δημόσια έργα στο Βερολίνο.

Γερμανοί κρατούμενοι, σημαδεμένοι για να ξεχωρίζουν
κατά την περιφορά τους στους δρόμους του Oranienburg.

Πριν λίγες ημέρες, η ανάμνηση του Sachsenhausen συμπλήρωνε μια τραγική επέτειο: στις 21 Απριλίου του 1945 και ενώ τα σοβιετικά στρατεύματα έφταναν στο Βερολίνο για να καταλάβουν όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ο Χίτλερ έδωσε εντολή να εκκενωθεί το Sachsenhausen και να οδηγηθούν οι κρατούμενοι σε μια παρέλαση θανάτου -όπως έμεινε γνωστή- προς τα βορειοδυτικά, προλαβαίνοντας στο νήμα τον Κόκκινο Στρατό: τριάντα χιλιάδες έγκλειστοι ξεκίνησαν πεζοί αυτή την πορεία, ενώ πίσω στο στρατόπεδο παρέμειναν οι πλέον καταπονημένοι και εξαντλημένοι από τα θηριώδη βασανιστήρια και τις στερήσεις -μόλις τρεις χιλιάδες ψυχές. Με την επικράτηση στα οχυρά του Oranienburg, έξι μέρες μετά την εκκένωση του στρατοπέδου, οι σοβιετικές αρμάδες καταλαμβάνουν το Sachsenhausen. Βρίσκουν καμένη γη και ζωντανούς νέκρους. Στους επόμενους μήνες, προσπαθούν να περιθάλψουν τους έγκλειστους -περίπου τριακόσιοι πεθαίνουν στα χέρια τους, ήδη νικημένοι από την ολική εξαθλίωση- και να τους επαναπατρίσουν υγιείς στις διάφορες γωνιές της Ευρώπης. Όσοι Γερμανοί κρατούμενοι έχουν κατορθώσει να δραπετεύσουν από τη θανατική παρέλαση, επιστρέφουν στο στρατόπεδο και καλούν τους κατοίκους του Oranienburg να επισκεπτούν τις εγκαστάσεις και να εξακριβώσουν τα εγκλήματα που συνέβαιναν με την ανοχή τους ή την άγνοία τους. Δεν βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση: η γερμανική κοινωνία αποδέχεται σιωπηρά την ενοχή της.

Στην παρέλαση θανάτου, ζωντανοί και νεκροί γίνονται ένα.
Όσοι δεν μπορούν να συνεχίσουν λόγω της εξάντλησης
εκτελούνται επιτόπου, ενώ αναφέρονται αφηγήσεις κρατουμένων
που εξαναγκάστηκαν να περάσουν πάνω από πτώματα ή
να κάνουν οι ίδιοι τις εκτελέσεις των συγκρατουμένων τους.

Μόλις οι όμηροι των Ναζί ελευθερωθούν πλήρως, το Sachsenhausen χρησιμοποιείται από τους Σοβιετικούς για να φιλοξενήσει τις οικογένειες των Ναζί και τη συνένοχη σιωπή του Oranienburg. Το Σοβιετικό Μουσείο στο βόρειο όριο του στρατοπέδου -φτιαγμένο από ενωτικά γερμανικά χέρια- επιδιώκει σήμερα σχεδόν να εξισώσει τις ανείπωτες ναζιστικές θηριωδίες με τις πολεμικές τακτικές του απελευθερωτικού στρατού. Σύγχρονη κατασκευή, μαύρη μέσα και έξω και υποβλητικά σκοτεινή, το μουσείο αυτό προσπαθεί να ντυθεί μια ατμόσφαιρα τρόμου. Όμως, το λαμπρό φόρεμα της γυναίκας του Ρώσου διοικητή -τεκμήριο της καλής ζωής που έκαναν οι Σοβιετικοί άρχοντες εις βάρος των αθώων Γερμανών, όπως αναφέρει ο υπομνηματισμός- δεν σου μένει για πολύ στο μυαλό. Η ανάσα βαραίνει με μιας, όταν περνάς μπροστά από το Station Z, όπου Ζ το τελευταίο γράμμα της αλφαβήτου με το οποίο συμβολίζεται χαρακτηριστικά από τους Ναζί ο χώρος των εκτελέσεων, των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων. Κάτω από τα ηχεία που βαγκνέριζαν στη διαπασών για να μην ακούγονται οι πυροβολισμοί, πάνω από δέκα χιλιάδες Σοβιετικοί όμηροι έπεσαν νεκροί από εκτέλεση εξ επαφής -πίσω στο λαιμό- μέσα σε διάστημα δέκα εβδομάδων. Κάνω γρήγορα τον υπολογισμό: περίπου 150 εκτελέσεις τη μέρα -μόνο οι Σοβιετικοί. Χώρια οι θάλαμοι αερίων, τα βασανιστήρια και τα ιατρικά πειράματα.

Ο νους έχει παγώσει, η μηχανή συνεχίζει να τραβάει εικόνες της κτηνωδίας. Να καταγράφει τεκμήρια του χαμηλότερου ορίου που ανέχτηκε ο άνθρωπος για την ύπαρξή του. Η ανάσα έχει βαρύνει κι άλλο, δυσκολεύει πλέον, και θέλεις όσο τίποτα να ρίξει τώρα μια μπόρα, να καθαρίσουν οι πέτρες και τα χώματα από την ενοχή όλου του κόσμου. Μια ενοχή που, ως μάρτυράς της πλέον, είναι και δική σου· ενοχή για το ανθρώπινο είδος, για την δίχως όρια αποκτήνωσή του, για την δίχως όρια απαξίωσή του, για το ότι υπήρξες άνθρωπος ανάμεσα στους άνθρωπους. Και οι άνθρωποι υπήρξαν και αυτό. Και αν δεν το δεις από κοντά ότι συνέβη, αν δεν αγγίξεις το ματωμένο χώμα και δεν ψηλαφίσεις τις αιώνιες πέτρες, αν δεν περπατήσεις δίπλα στις σκιές, αν δεν σιωπήσεις για να ακούσεις τις ανάσες των αριθμημένων μέσα στους κοιτώνες, είναι σχεδόν αδύνατο να το παραδεχτείς ότι άγγιξες ως άνθρωπος αυτό το όριο. Και να δεχτείς ότι το ξεπέρασες, και είχες την όψη του κτήνους· είτε απέναντί σου είτε χαραγμένη πάνω σου.

Ας μην ξαναμιλήσουμε, λοιπόν, για συλλογική ευθύνη
μέσε γερμανέ φίλε μου, γιατί σίγουρα θα σε αδικήσω.
Αλλά ας μη μιλήσουμε γενικά για συλλογικές ευθύνες,
όσο υπάρχει η πανανθρώπινη ευθύνη σ'αυτήν εδώ την κόλαση.

 

Ιστορικά και πληροφορίες για το Sachsenhausen, μπορείτε να βρείτε σε αυτό το λινκ, καθώς και στα λινκς της wikipedia (πατώντας εδώ και εδώ).

Ένα φωτογραφικό οδοιπορικό μου, μαζί με ιστορικές φωτογραφίες, μπορείτε να δείτε στη σελίδα μου στο flickr, πατώντας εδώ.

1 σχόλιο μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο

Σελίδα 7 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA