30 Ιαν 2012

ταξίδι στην άλλη θάλασσα

ζαχαρωτά
Εκτύπωση

Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός, μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει
Γιάννης Ρίτσος

Ακόμα δεν το έχω χωρέσει. Η λέξη «θάνατος» δίπλα στο όνομα του Θόδωρου Αγγελόπουλου δυσκολεύεται απελπιστικά να ταιριάξει. Διαβάζω συνέχεια τα πρωτοσέλιδα -την οριστική πληροφορία, την καταγραφή μιας τραγωδίας στην εδώ θάλασσα, την πραγματική- για να το πιστέψω. Δεν μπορώ να συγχρονιστώ, βρίσκομαι ακόμα στην άλλη θάλασσα, την πιο πραγματική –την πιο οικεία, την πιο φιλόξενη. Για την ακρίβεια, την πλέον φιλόξενη. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που νιώθω βασανιστικά ξεκάθαρα ότι έφυγε ένας κοντινός άνθρωπος.

Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που τους έχεις μεγάλη ανάγκη, που δημιουργείς δεσμούς μαζί τους, που χρειάζεσαι το άγγιγμά τους, που ανοίγουν πόρτες για να μπει ορμητικά το φως, που προχωράνε στην ομίχλη και φτιάχνουν μέσα της ξέφωτα για να βρίσκουν απάγκιο οι φόβοι και τα βλέμματα, οι δικοί σου φόβοι και τα δικά σου βλέμματα. Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που σου δημιουργούν ανάγκες, που σε παίρνουν από το χέρι να προχωρήσετε μαζί στην ομίχλη, απλόχεροι στα ξέφωτα και τσιγκούνηδες στην παραίτηση, που σε αγγίζουν χωρίς να το ζητάς, χωρίς να το χρειάζεσαι, που σε μεγαλώνουν, δεν σε μικραίνουν, που ανοίγουν το ακρινό παράθυρο που μπάζει το φεγγάρι.

Ναι, είχαμε ανάγκη την Άλλη Θάλασσα. Όσο ανάγκη έχουμε και το Θίασο. Είχαμε ανάγκη κάθε θάλασσα του Θόδωρου, κάθε πέρασμα στην άλλη όχθη απόψε, κάθε ανάσα των εικόνων του, κάθε άγγιγμα στην Ιστορία που μας ορίζει. Η άλλη θάλασσα της ποίησής του έγινε το κανάλι για να ταξιδεύουμε στην ουτοπία, τον πιο πραγματικό τόπο που πατήσαμε στη μικρή ζωή μας. Γι’αυτό, το βιαστικό ταξίδι του Θόδωρου για την άλλη θάλασσα του εδώ κόσμου, πριν ολοκληρώσει το ταξίδι στην άλλη θάλασσα της ουτοπίας, μεγαλώνει τη μελαγχολία, ορίζει τη θλίψη. Και η μελαγχολία του τέλους του αιώνα, που με αγωνία ομολογούσε στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, βάρυνε κι άλλο, από τη μελαγχολία των μεγάλων αποχαιρετισμών.

Καινούριους τόπους δεν θα βρούμε, δεν θα βρούμε άλλες θάλασσες, μας γνέφει ο αλεξανδρινός ποιητής. Οι πόλεις θα μας ακολουθούν, στους δρόμους θα γυρνάμε τους ίδιους. Κι εμείς, στους δρόμους και στις πόλεις θα γυρέυουμε πάντα τις άλλες θάλασσες, εκεί μάθαμε αδέξια και λαθραία να γυρεύουμε τις θάλασσες, στις πόλεις αυτές θα ζούμε ως πρόσφυγες –εμείς οι θαλασσινοί- στους δρόμους αυτούς θα σκοτώνονται οι ποιητές μας, στις πόλεις αυτές θα συνωστίζονται όνειρα και ματαιώσεις, εικόνες και αγγίγματα, προκλήσεις και περάσματα, όρια και ξεπεράσματα. Στους δρόμους αυτούς θα τριγυρνά χωρίς σκοπό μια άχρηστη ελλάδα που σπέρνει θάνατο, πάνω σε μηχανάκια ή τρίκυκλα, σε ώρα υπηρεσίας ή καθ’υπέρβαση καθήκοντος, άθελά της ή με δόλο, θα σπέρνει θάνατο, στους νέους, στους ποιητές, στους αγωνιστές, στην πλέον πολύτιμη ελλάδα, σε ό,τι αναπνέει και δεν μυρίζει θάνατο. Ο κινηματογράφος, ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο, έγνεφε ένας άλλος ποιητής.

Τώρα όμως οι δρόμοι σκοτεινιάζουν κι άλλο, η πόλη κλείνεται στο σπίτι της, κλείνεται στα σπίτια μας, ο καθένας έχει την πόλη του, καθένας και μια αναβολή, το ταξίδι στην άλλη θάλασσα απομακρύνεται, η ουτοπία ματώνει από τις ματαιώσεις μας, οι ποιητές σωπαίνουν, οι ειδικοί φρουροί δεν φρουρούν τους ποιητές μας, φρουρούν τη σιωπή τους, φρουρούν τους σκοτεινούς καιρούς. Η καθημερινή χυδαιότητα έγινε συνήθειά μας, οι ευαισθησίες μας δεν χωράνε στις αγορές του κόσμου, συνηθίσαμε την όψη του τέρατος, συνηθίσαμε την πόλη και τους δρόμους, η πραγματικότητα έγινε αγοραία κι αυτή, δεν την αναγνωρίζουμε, δεν έχει θάλασσα. Τώρα πια δεν έχει και καπετάνιο.

Στο Βλέμμα του Οδυσσέα, ο Έρλαντ Γιόζεφσον της ταρκοφσκικής Θυσίας, αφηγείται μία στροφή του Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Τη ζωή μου ζω σε κύκλους που όλο αυξαίνουν, που πάνω από τα πράγματα όλο αυξαίνουν, τον τελευταίο μπορεί να μην τον κλείσω, μα θα το προσπαθήσω. Κι ένας άλλος συντοπίτης του ποιητής, του χαμογελάει, από μια περασμένη εποχή, τον ακουμπάει συντροφικά στην πλάτη και μπορεί να του υποσχεθεί πως όλη η παρηγοριά του κόσμου βρίσκεται σε μια ερώτηση. Στους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε ακόμα;

Ναι Θόδωρε, ναι Μπέρτολτ, ναι σημαίες της θλίψης μας, θα τραγουδάμε ακόμα. Για τους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε, όπως μας το ζητήσατε. Η άλλη θάλασσα είναι αυτή η θάλασσα, αυτή που τώρα σε αποχαιρετά και σου υπόσχεται πως όλη η παρηγοριά του κόσμου είναι το ταξίδι σ’αυτήν εδώ τη θάλασσα, το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει, το ταξίδι σε έναν κόσμο που δεν άλλαξε όσο κι αν το ονειρευτήκαμε, την περιπέτεια ανάμεσα σ’ένα κάλεσμα κι ένα άλλο, ανάμεσα σ’ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο, το ταξίδι που μας έμαθες και που τώρα πια χωρίς καπετάνιο, μόνοι –ακόμα πιο μόνοι- θα κάνουμε. Μα θα το προσπαθήσουμε.


[γραμμένο για την εφημερίδα Πριν,
αρ.φύλλου 1071, 29.01.12]