04 Φεβ 2013

οι μελισσοκόμοι

ζαχαρωτά
Εκτύπωση
φωτογραφίες δείξτε μου αυτών που Κυριακή γεννήθηκαν
κι εκείνων που'χουν πέσει
από τη βάρκα λίγο πριν φτάσει στην ακτή
γιατί η ζωή τους πια δεν τους αρέσει

Θανάσης Παπακωνσταντίνου, San Michele

Tα'φερε έτσι η βόλτα των ημερών και από το αφιέρωμα στον Τεό είδα μόνο το Μελισσοκόμο. Κι είναι, αλήθεια, από τις πιο εσωτερικές και ταυτόχρονα ωμές ταινίες του. Θυμάμαι αμυδρά για τότε, στο μακρινό σοσιαλιστικό '86 -και ανακάλυψα και πιο μετά- τη χλεύη των ντόπιων ειδημόνων και τη φτηνή χολή που εισέπραττε ο δημιουργός της ταινίας -ο ακάματος μελισσοκόμος του κινηματογράφου και των εικόνων της Ιστορίας. Θυμάμαι ακόμα ότι πάντα με απωθούσε αυτό το εύκολο καφενολόι και το γυμνασιακό χιουμοράκι, ακόμα και πριν δω ταινίες του. Τώρα πλέον όμως τα εννόησα κιόλας αυτά, ξεκάθαρα. Δεν είναι ούτε το ότι ήταν αργός, ούτε ακατανόητος, ούτε μίζερος, γραφικός και προσκολλημένος. Είναι ότι εν μέσω μεταπολιτευτικού τραλαλά και ζεϊμπέκικης ζωής που μύριζε πασόκ και ακτινοβολούσε παροχές τσοβόλα και αλλαγή, δύσκολα άφηνε κανείς το τρένο της μεγάλης χαράς για να μετρήσει και να αφουγκραστεί τον αληθινό ρυθμό των πραγμάτων -το ρυθμό της Ιστορίας, που εδώ στον καταραμένο τόπο τα καταγράφει όλα σταματημένα, όλα βραδυκίνητα. Ακατανόητος και γραφικός υπήρξε ο Αγγελόπουλος για τους ακατανόητους και γραφικούς, τους βαθιά προσκολλημένους στην εικόνα μιας παλιάς ελλάδας που δεν υπήρξε ποτέ στ'αλήθεια, και δεν υπήρξε γιατί δεν μεγαλούργησε, δεν μεγάλωσε τον κόσμο και στον κόσμο· ακατανόητος για εκείνους που δεν αναρωτήθηκαν, που δεν ψηλάφισαν κενά της Ιστορίας, που δεν επέμειναν να κατανοήσουν (τον εαυτό τους και τους άλλους γύρω τους) ως βασική ιστορική συνθήκη ύπαρξης και συνέχειας (του εαυτού τους και των άλλων γύρω τους). Ενώ το χαζοχαρούμενο τρένο περνούσε σε κατάσταση μέθης και παράγοντας μεγάλο θόρυβο, εκείνος τολμούσε και κινηματογραφούσε μια ελλάδα ρημαγμένη, έναν τόπο αφημένο στο παρελθόν του, έρμαιο της φύσης και του άγριου τοπίου της· ανθρώπους μόνους, μοίρες αδιέξοδες, ματαιωμένες· τη νέα γενιά σε απόγνωση, με αδέξια όρεξη για ζωή, εγκλωβισμένη στις πατρωνικές αγκαλιές, που σιγοβράζει ζορισμένη στην ενστικτώδη αμφισβήτηση του "όχι έτσι", που περιπλανιέται μαζί με τις ματαιώσεις στο ρημαγμένο τόπο, στην έρημη γη. Ξένη κι αυτή παντού, όπως κι ο πρωταγωνιστής Σπύρος· ξένος στον τόπο του, αλλά και στην ουτοπία του -ξένος όπου γης, έκπτωτος από παντού, περαστικός. Πιο καλή η μοναξιά τραγουδάει πασοκικά και μεθυσμένα και το σινιαρισμένο ραμολί στην αρχή της ταινίας. Πιο μοναξιά οι καλοί.

Και σύμβολο της μοναξιάς και της προσφοράς, ένας μελισσοκόμος -αυτό το αθόρυβο επάγγελμα που καθήκον έχει να φέρνει ζωή, που φτιάχνει ζωή, που φροντίζει κοινωνίες ολόκληρες μέσα στο μέλι, κοινωνίες που παράγουν μέλι. Εργάτες γλυκείς· και πολλές βασίλισσες, όχι μόνο μία. Στο τέλος, ο μελισσοκόμος θα πάει από φυσικό θάνατο, δηλαδή το θάνατο από τη φύση, από τη φύση του, κι ας φαίνεται ως αυτοκτονία στην ταινία· θα γίνει βορά στην αγριότητα της φύσης, στις οργανωμένες κοινωνίες της, στις βασίλισσες και τους μανιασμένους εργάτες. Θα πάει τελικά από τη μοίρα του την ίδια, από το φορτίο της που εκείνος δεν μπορεί ούτε να σηκώσει -αρκετά και μάταια το σήκωσε- ούτε να κληροδοτήσει -αρκετά και μάταια το επιχείρησε· θα πάει προς τη μοίρα του. Dead end που λένε κι οι αγγλοσάξωνες που'χουν συνταιριάξει σε εφτά γράμματα το θάνατο και το αδιέξοδο. Μεγαλύτερο μυστήριο από το θάνατο είναι η πορεία προς το θάνατο.

Τα'φερε έτσι η βόλτα λοιπόν και αντί για ταινίες αυτές τις μέρες, είδα ζωή. Βρέθηκα μάρτυρας σε ζωή που ερχόταν και πάλευε· και πλέον ανασαίνει. Το πρώτο κλάμα της είναι το σπάραγμα μιας μοναδικής τελετουργίας, που για μήνες καλλιεργούσε ομορφιά στις εσώτερες κυψέλες της πλέον πολύπλοκης και τέλειας κοινωνίας: τον ανθρώπινο οργανισμό. Οι μέσα εργάτες ξέρουν, δουλεύουν άκοπα και ασταμάτητα για να τα μεταμορφώσουν όλα σε ζωή. Νύχτα μέρα, από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, από το κεφάλι μέχρι τα πατουσάκια, διατρέχουν τα νεογνά κύτταρα και ευλαβικά εναποθέτουν ανάσα και μέλι στις εσοχές των κυψελών, για να γίνει μια ζωή γλυκιά. Που ξεκινάει με αγώνα. Γιατί ένα μυστήριο είναι και η γέννα. Από που έρχεται το φως, από που βγαίνει, αυτό είναι που δεν έχουμε μάθει ακόμα, που δεν έχουμε βρει. Που πάει μετά το ξέρουμε· κάθεται στους ανθρώπους, βρίσκει περιοχές μέσα τους, βαθιά στους πνεύμονες, από κει ανασαίνουν οι άνθρωποι. Κάθεται βαθιά στις μνήμες τους και έτσι γνωρίζουμε για ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Φωτίζει τις κυψέλες, που γλυκά γλυκά κάποτε θα φτιάξουν ξανά ζωή, κι αυτή θα μεγαλώσει και θα φτιάξει άλλη ζωή. Με τις ίδιες κυψέλες, τους ίδιους εργάτες. Κι είναι ένα ακόμα μυστήριο πως με μια ζωή τόση δα, μερικά εκατοστά, η ζωή όλων αλλάζει. Στο διάλειμμα των μελισσοκόμων και των βλεμμάτων, η ίδια η ζωή αλλάζει. Πιο μεγάλο μυστήριο απ'όλα είναι η νέα ζωή.


Στον Δήμο και στη Ντίνα, και στη μικρή ζωή που κάθε μέρα μεγαλώνει και υπόσχεται μέλι.