19 Φεβ 2013

poetry in amita motion

ζαχαρωτά
Εκτύπωση

στο κάθε μπουρδάνο

Βιβλιοπώλης, άθρωπος δικός μου, μου εξηγεί ότι είναι εδώ και κάτι χρόνια -αλλά ειδικά τελευταία- που η ποίηση, ως λογοτεχνικό και εκδοτικό είδος, δεν τραβάει· δεν πουλάει, σε πιο αγοραία γλώσσα. Σχεδόν δεν την αναζητά κανείς, ούτε λείπει σε κανέναν. Φίλος που δουλεύει σε εκδόσεις, μου εξηγεί ότι πλέον μια έκδοση ποιημάτων καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το δημιουργό και ότι κανένας εκδοτικός οίκος δεν επενδύει σε ποιητικά κείμενα, παρά μόνο αν πρόκειται για ειδικές εκδόσεις γνωστών έργων -αλλά και πάλι. Οι στουρναρικές μεταρρυθμίσεις που έχουν κάνει τα μπλοκάκια κουρελόχαρτα, σχεδόν εξαφανίζουν τη δυνατότητα από συγγραφείς και ποιητές να αμείβονται επίσημα και νόμιμα για τα έργα τους. Το ΕΚΕΒΙ, ίσως ο μόνος φορέας -και δη κρατικός- που θα μπορούσε να στηρίξει το ποιητικό έργο πέρα από αγοραίες έννοιες ανταποδοτικότητας και συναλλαγής, κλείνει με απόφαση υπουργού υποκουλτούρας. Στα σχολικά προγράμματα, οι ποιητές του τόπου δεν έχουν θέση, παρά μόνο ατάκτως ξέμπαρκοι, έρμαια της ευαισθησίας φωτισμένων φιλολόγων, κι αυτό μόνο αν πρώτα έχει καλυφθεί η βασική ύλη -η οποία έτσι κι αλλιώς αγκομαχάει να βρει θέση στη μνήμη του βιασμένου μαθητικού μυαλού που ζει για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού. Ο κούφιος λόγος του σαμαρά, που τσιτάρει κάθε τόσο κανά δίστιχο δύστυχου ποιητή, έχει απομείνει για να υπενθυμίζει την ύπαρξη της περιούσιας κάστας των ελύτ. Ελύτη είπε μια φορά χωρίς καμιά αιτία.

Μέσα σ'αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα λοιπόν, γίνεται θέμα μια ποιητική συλλογή ενός δημοσιογραφούλη. Για την ακρίβεια, γίνεται θέμα η κριτική στην ποιητική συλλογή του δημοσιογραφούλη. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η κυρίαρχη αφήγηση πάντα παρουσίαζε αλλεργική αναφυλαξία στην κριτική· απ'όπου κι αν προερχόταν. Κι αν υπάρχει κάποιος ενδοιασμός σχετικά με το κατά πόσο οι λέξεις αυτού του καραφλού υπόθετου συνιστούν μέρος της κυριαρχικής αφήγησης, ξανατρυπώνω στη χαρούμενη ατμόσφαιρα της πρώτης παραγράφου και βάζω δίπλα τις δήθεν ψαγμένες -και παραιτημένες από κάθε νόημα και σημασία, τις ακατάσχετα φανφαρόνικες κι αμίλητες- λέξεις του δημοσιογραφούλη, έτσι όπως τις τύπωσε αβίαστα ο εκδοτικός οίκος ανοχής. Φαντάζομαι πως θα τις προμοτάρει κιόλας, το βιβλίο κουράδα θα βρει τη θέση του στις προθήκες και τα σταντ που αβαντάρονται (ξέρουν αυτοί -το αυτά διαβάζει ο κόσμος είναι λαστ γήαρ), κάποιοι θα νομίσουν πως αυτό είναι η ποίηση, κάποιοι δεν θα καταλαβαίνουν την τύφλα τους διαβάζοντας -γι'αυτό άλλωστε προορίζεται το συγκεκριμένο κούραδο- κάποιοι θα αγοράσουν μόνο και μόνο για το χάηπ, κάποιοι θα υπερασπιστούν στο όνομα της ελευθερίας του κώλου του λόγου, κάποιοι κάποιοι κάποιοι· στη γαμοχώρα θα βρεις απ'όλους τους κάποιους. Το σίγουρο είναι ότι αυτό το βιβλίο και όχι κάποια (άλλα), θα κάνει τις πωλήσεις του, θα επιστρέψει χρήμα και δόξα στο δημιουργό του, θα του προσδώσει κιλά πρεστίζ και ίσως (και ευθέως) αναβάθμιση θέσης στο προπαγανδοκάναλο, να κάνει ότι στριμώχνει τον ναζή και να γλείφεται με το τζίμερο. Και σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να βρεθείς στη Θράκη.

Και παρ'ότι ζορίζονται οι ζαχαρένιοι λαηφάντρες με την κριτική που κάνει ο Θωμάκος περισσότερο στο κουραδοποιόν του δημοσιογραφούλη παρά στην κουραδοποίησή του -ότι τάχα άτιμη, τάχα εμπαθής- αυτή η στόχευση δεν είναι ούτε παράταιρη ούτε άσκοπη. Όμοια με την ποίηση στην ασύγχρονη ελλάδα, η δημοσιογραφία ακολουθεί. Όπως μεθοδικά και βασανισμένα έχει εξοστρακιστεί η αληθινή ποίηση στα άχρηστα και αντιπαραγωγικά ενδιαφέροντα του πολύ ελεύθερου χρόνου ενός αργόσχολου ιδιόρρυθμου κουλτουριάρη, ομοίως ό,τι θυμίζει έγκυρη δημοσιογραφία -πραγματική, για την ακρίβεια του αυτονόητου- διαβάζεται ως εχθρικό (προς την ανάπτυξη), ανυπόστατο, λαϊκίστικο, κατευθυνόμενο και, κυρίως: προς απόλυση, αν όχι απλώς απλήρωτο για μέρες, μήνες, χρόνια. Ο δημοσιογραφούλης ποιητούλης είναι τόσο ποιητής όσο και δημοσιογράφος: είναι ένα μοντέλο, ένα χημείο των καιρών. Είναι μια καλοξυρισμένη φο μπιζού ενσάρκωση του όλα καλά (μελιγαλά), ένας νοικοκυραίος συντεταγμένος, από αυτούς που χωνεύουν το σύνταγμα ως jpeg εικόνα (κι αυτή σε κακή ανάλυση) και όχι ως κείμενο λέξεων, θέσεων, αξιών και κοινωνικών κατακτήσεων, που ακούει για αγώνες και φαντάζεται μόνο ολυμπιακούς ή ολυμπιακό. Ένας ξεκούραστος δρομέας των ίσων αποστάσεων που δεν εξάπτεται ποτέ, που δεν τρελαίνεται, που δεν σαστίζει, που δεν μιλάει τη γλώσσα την παλιά, που και σε πονεμένα εξάρχεια θα τον δεις, και στα παραλιακά κρεατοσφαγεία της άσβεστης κόκας, που και από καλό τουίτερ ξέρει, που και κουστούμι και σταράκι, και διανόηση και αλητεία εφηβεία, που μη βλέπετε που δημοσιογραφεί για τα ταπεινά και τα αθλιώδη, τις λέξεις τις ζουράρικες τις μίλαγε από μικρός· απερινόητος, παλίμψηστος, ενδοβαλτός. Μόνο που δεν ήξερε γιατί.

Ο Γιάννος

Στις εικόνες του κέντρου της πόλης που μάζεψα προχτές, ένας άστεγος σκούπιζε ευλαβικά το σπίτι του -τα δύο τετραγωνικά της εισόδου μιας πολυκατοικίας- ενώ παραμέριζε τα χαρτόκουτα που λειτουργούσαν ως κρεβάτι. Αυτό είναι ποίηση. Ο Γιάννος, ο τρελοκερκυραίος που μοιάζει με τέρας αλλά δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, κάθε μέρα συνταιριάζει πάνω του ό,τι πιο αταίριαστο προκειμένου να κυκλοφορήσει μέσα στη συνάφεια των πολλών και να ξεχωρίσει. Κάνει ό,τι μπορεί για να μην αφομοιωθεί, κι ας μην μπορεί να το εκφράζει τόσο συνειδητά και κουφιολογοτεχνικά όπως εγώ εδώ. Αυτός είναι ποιητής μαλάκα μου.

Ποιητής, λέει ο Πεσόα, είναι εκείνος που προχωράει πέρα από αυτό που μπορεί να κάνει. Και μη μου αρχίσεις, να χαρείς, ότι αυτά είναι φιλολογίες· ούτε και αντέχω ρητορείες για τον πραγματικό κόσμο και τους αριθμούς και τους διάφορους λογιστάκους. Λογιστής ήταν κι ο Πεσόα. Και ήξερε καλά τη φάρα των αληθινά άτιμων.