27 Μάι 2013

η φωτιά στο βάθος

ζαχαρωτά
Εκτύπωση
Στο τέλος να θυμηθείς να μου κλείσεις τρυφερά τα βλέφαρα
για να μπορέσω να ξαναδώ καμιά ικμάδα φωτός
Ν.

Υπάρχουν αναγνώσματα που βρίσκεις στη γραφή τους μια περίτεχνη σπουδή, ένα συναρπαστικό πάντρεμα των λέξεων και μια μουσική ροή των στίξεων -καθώς ίσως και άλλες αρετές στις διάφορες αναγνώσεις τους- αλλά που αν τα πιάσεις και τα στίψεις δεν θα βγάλουν ούτε μια σταγόνα αίμα. Σε αυτή την κατηγορία λοιπόν, σίγουρα δεν ανήκουν τα γραπτά της Niemands Rose. Όχι φυσικά επειδή τους λείπει η σπουδή και τα θελκτικά παντρέματα, αλλά επειδή κάθε σελίδα τους, κάθε σημείο στίξης, θαρρείς πως είναι βουτηγμένο στο αίμα· κι αν όχι στο κυριολεκτικό αίμα -πολύ μοβόρικο άλλωστε για μια Κυρία των επεξεργασμένων βλεμμάτων- νιώθεις σίγουρα να μυρίζουν ως τεκμήρια μιας αλήθειας ή, καλύτερα, πολλών αληθειών ταυτόχρονα -ακόμα και αντιφατικών μεταξύ τους- που πρώτο τους μέλημα προκειμένου να αναπνεύσουν στον κόσμο είναι να βιωθούν και να μετουσιωθούν εντελώς φυσικά, χωρίς καμία βιάση, σε σκέψη και ανάμνηση. Μια ανάμνηση που δεν έχει κανένα κοινό τόπο ούτε με νοσταλγία, ούτε με αναπόληση, ούτε καν με κάτι πεπερασμένο, κεκτημένο ή ξεχασμένο. Οι αναμνήσεις από την κοινή ζωή μας άλλωστε δεν είναι παρά υποσχέσεις για τον κοινό μας βίο, για τον καιρό που η ζωή θα έχει γίνει βίος και όλα τα ανταμώματα θα μνημονεύονται σαν κεφάλαια μιας ντοστογεφσκικής εποποιίας. Η ανάμνηση ως αποκλειστική υπόθεση του μέλλοντος. Και η Niemands δεν κάνει κάτι άλλο παρά αυτό ακριβώς. Να περιγράφει με κάθε συγκλονιστικά ακριβή λεπτομέρεια αυτό που ζήσαμε όλοι μαζί, όταν ακόμα μπορούσαμε να εννοήσουμε ένα κάποιο όλοι μαζί, όταν μπορούσαμε να το βιώσουμε έστω στις άκρες του, όταν ακόμα αυτό έδινε εικόνες και τροφή στη ζωή του καθενός, χαράζοντας γραμμές και συνθήκες που θα έδιναν σχήμα στη ζωή που ονειρευόμαστε να ζήσουμε. Σ'αυτή τη ζωή όμως, κι όχι σε κάποια άλλη, ματαιωμένη.

Έτσι, ξορκίζονται πρώτα οι ασχήμιες που περνάνε μπροστά από το βλέμμα, αναθεματίζεται κάθε στιγμή που μας απαγόρευσε να υπάρξουμε, εικονοποιείται με σχεδόν ευλαβική καρτερία κάθε σκοτάδι που υπομείναμε, προκειμένου να έχουμε κάθε αξίωση να δούμε κάποτε το φως που βγαίνει από το βάθος του ορίζοντα. Μοιάζει με ρομαντική φιλολογία όλο αυτό, αλλά δεν είναι -ή, τελοσπάντων, αν είναι, είναι όλη δική μου. Οι λέξεις των μικρών αφηγήσεων της Niemands -οι αφηγήσεις μικρού μήκους, όπως πιο εύγλωττα θέτει ο υπότιτλος του βιβλίου- είναι μακράν πιο συγκεκριμένες και σαφείς σε κάθε νόημά τους, φανερό και κρυφό. Ελλειπτικές όταν απαιτεί από τον αναγνώστη να διεκδικήσει ένα χώρο στο -κοινό- βίωμα, περιγραφικές όταν η εικόνα απλώς επιθυμεί να ανοιχτεί μπροστά στα βλέμματά μας, για να επιβεβαιώσουμε ότι πράγματι υπήρξαν στοιχεία της κοινής ζωής, ακόμα κι αν δεν το αποφανθεί ο αρχαιολόγος που θα ανακαλύπτει τα κουφάρια μας μετά από αιώνες ιστορίας και λέξεων. Υπάρχουν αφηγήσεις εδώ μέσα που κάνουν ακόμα και τις ματαιώσεις μας να ματώνουν, που ηχούν σκληρά στις κεραίες μας, που μας ξεβολεύουν από το βίωμα και τη θέρμη του, που ανακαλούν τη θέρμη όταν τη χρειαζόμαστε καταφύγιο και οδηγό, λόγια που η ηχώ τους δεν έγινε συνήθεια, που δεν επαίρονται ότι δίνουν εξηγήσεις πάντοτε και σε όλα, που δεν κυριεύονται από καμία ματαιότητα και ματαιοδοξία. Όλα στη θέση τους τοποθετημένα, τόσο ελαφρά κι επώδυνα. Άλλοτε ελαφρά, άλλοτε επώδυνα· πάντα εντός μας. Κι αν ξεχωρίζει κάτι στη γραφή της Niemands και στο πρώτο τούτο τυπωμένο παιδί της, είναι η καθαρότητα απέναντι σ'ό,τι μας περιβάλλει, κάτι που τελικά συνιστά μια πολύ γενναία στάση, η οποία μέχρι τώρα ασφυκτιούσε -και ασφυκτιά- στα πίξελ και στα σαμπσκράημπ. Οι λέξεις της γενιάς μας -της όποιας γενιάς μπορεί να αναζητήσει ένα πρόσωπο στο κοινό βίωμα και όνειρο- επιτέλους γράφονται, συντάσσονται οι ματαιώσεις δίπλα στα όνειρα, ξεκαθαρίζουμε τις προσδοκίες και τις δυνάμεις, θυμόμαστε ξανά τους λόγους να υπάρχουμε, τους λόγους να γράφουμε, να μοιραζόμαστε, να παίρνουμε τηλέφωνο για να πούμε τα τελευταία ανέκδοτα, να κανονίζουμε τις διακοπές μας δύο μήνες πριν, να σχεδιάζουμε παρέες, να μην αναβάλλουμε την ομορφιά, να μην κουβαλάμε τις χαρές ως ενοχές, να μην μασάμε από νόμους και βουλές, να αφηνόμαστε στην Κυριακή -στο ξένο σπίτι των δικών μας ανθρώπων- να αρπαζόμαστε μεταξύ μας για την υποσημείωση του βιώματος ανάμεσα σε ψευδώνυμα και περσόνες, αλλά να παραδινόμαστε άνευ ορίων και όρων στο μεγάλο του καλοκαίρι.

Όλα αυτά συνιστούν δικές μου προβολές και σκέψεις. Το βιβλίο λέγεται Τα φώτα στο βάθος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα, κοστίζει σχεδόν 10 ευρώ, διαβάζεται με μια πνοή, θάβεται στην παραλία για να το βρουν οι ράθυμοι ταξιδιώτες της άμμου, καθώς θα χώνουν τα πόδια τους μέσα για να βρουν κι άλλο καλοκαίρι και που όλο σκαλίζουν πιο βαθιά μέχρι να βρουν αυτά τα φώτα. Το βιβλίο επίσης ξηγιέται απείρως πιο πηγαία από τις δικές μου προβολές. Οκ, λίγο περήφανος και κομπασμένος που το εξώφυλλο πέρασε από τα χεράκια μου. Απείρως πιο περήφανος και κομπασμένος για τις σελίδες και τις λέξεις του. Και που η σύνταξή τους κόστισε μια φιλία. Μια φιλία παραπάνω.