19 Απρ 2008

Portishead @ Berlin

άκουσα
Εκτύπωση
Portishead, Colmubiahalle Berlin, 3/4/08
alt
Ας ξεκινήσω με αυτά που δεν επιδέχονται κριτικής και σύγκρισης, κυρίως γιατί πρόκειται για πρωτόγνωρες καταστάσεις ίσως, οι οποίες σου παρουσιάζονται -είναι η αλήθεια- με το μέγεθος μιας αποκάλυψης. Έχοντας εξασφαλίσει με το ζόρι το εισιτήριό μου δύο μήνες πριν και διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασι ότι τα λεγόμενα και μαγικά χαρτάκια για τη συγκεκριμένη συναυλία εξαντλήθηκαν μέσα σε 6 ώρες (!), ήμουν καιρό πριν προετοιασμένος για τη συνήθη κόλαση που ακούει στο όνομα ‘sold out’. Έπρεπε, όμως, να ταξιδέψω μέχρι το Βερολίνο για να μάθω ότι ‘sold out συναυλία’ δεν σημαίνει αναγκαστικά ασφυξία και κόσμος στιβαγμένος ωσάν τις σαρδέλες, ούτε εξυπακούεται καθυστέρηση στην έναρξή της. Ούτε είναι άπιαστο όνειρο η τουαλέτα κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Για την ακρίβεια, πηγαίνεις, κάνεις τη δουλειά σου και επιστρέφεις και ακόμα παίζει το ίδιο κομμάτι. Και όταν υπάρχει κανονισμός «απαγορεύεται το κάπνισμα», όχι απλά τηρείται στο έπακρο, αλλά όλοι απλά περιμένουν ευλαβικά το κενό μεταξύ support και main act, για να βγουν στον προαύλιο χώρο (ναι, ναι, μέσα στο κρύο) να κάνουν το τσιγαράκι τους. Και κατά τη διάρκεια της συναυλίας, το (στα λόγια) προφανές και (μακρινό) αυτονόητο: όλοι είναι εκεί για να ακούσουν μουσική και όχι να μιλήσουν ή να αρχίσουν τα καμάκια. Μετά από το 5 δευτερολέπτων χειροκρότημα-αναγνώρισης-hit-ή-αγαπημένου-κομματιού, ακολουθεί κατάνυξη, σιωπή και βλέμματα στο stage –ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να λειτουργήσει η συγκεκριμένη συναυλία. Όσο για το venue( κάπου ανάμεσα στις εγκαταστάσεις των στούντιο της Columbia), η αλήθεια είναι ότι συναυλιακοί χώροι σαν το Columbiahalle λείπουν από τη χώρα μας -το υπουργείο της οποίας γκρεμίζει με άνεση τα στούντιο της δικής της Columbia (γιατί είναι «παλιά») και δεν συζητείται ποτέ θέμα αξιοποίησής τους. Τέλος γκρίνιας, αρχή κυρίως review.
 
Εν είδει support act, εμφανίζεται ένα νέο γκρουπ από το Liverpool, οι Kling Klang, τους οποίους έχουν αγκαζάρει οι Portishead για τις μισές συναυλίες της περιοδείας (το γκρουπ που ανοίγει τις άλλες μισές είναι οι A Hawk And A Hawkshaw). Κομματάκι φασαριόζοι, ανούσιοι και ξεπερασμένοι, αναλώνονται σε επίπεδες –δυστυχώς- αναπτύξεις post-rockικής αισθητικής, μετρήματα στα drums a la Tool, κάτι ψιλά από King Crimson (θα’θελαν) και σήμα κατατεθέν τα αναλογικά synthesizers των 60’s–τα οποία προβάλλουν μέσα από τον ήχο τους ως το πλέον νεωτεριστικό στοιχείο (φαντάσου...). Σκηνικό αποτέλεσμα σαφώς υποδέεστερο από αυτό που ίσως υπόσχεται ή –έστω- υπαινίσσεται το ντεμπούτο τους ‘The Esthetik Of Destruction’ του 2006. Φλατ φασαρία χωρίς γκάζια και τσαμπουκά. Διεκπεραίωση. Αλλά μάλλον είναι κάποιο μήνυμα αυτό και για τη συνέχεια της βραδιάς, για το main act, όπως θα διαπιστώσω δύο ώρες μετά...
 
Διάλειμμα για τσιγάρο στο προαύλιο, ανανέωση μπύρας και κατανάλωση πίτσας και πρέτσελ (και γλυκό παρακαλώ!). Και σιγά σιγά φτάνει η ώρα που θα φανερωθεί κατά πόσο αυτό που θα δω και θ’ακούσω, αυτό που θα βιώσω, είναι ο σκοπός του ταξιδιού μου στο Βερολίνο ή απλά μια όμορφη αφορμή για διακοπές σ’αυτή την υπέροχη πόλη. Χωρίς πολλή καθυστέρηση (για την ακρίβεια, χωρίς καθόλου καθυστέρηση), τα φώτα της πλατείας σβήνουν και οι Portishead με 6μελή σύνθεση ανεβαίνουν στη σκηνή χωρίς πολλά τελετουργικά: ο πολυοργανίστας και ιθύνων νους Geoff Barrow στα κρουστά, το drummachine, τις λούπες και τα decks (CD player δυστυχώς), ο Adrian Utley στην κιθάρα και το αναλογικό synthesizer και η Beth Gibbons που μετά από κάποιες αμήχανες κινήσεις, δείχνει να βρίσκει το δρόμο προς το μικρόφωνο –όχι ακριβώς ο ορισμός της άνετης παρουσίας στη σκηνή- μαζί με άλλους τρεις μουσικούς στα drums, στα κάθε λογής πλήκτρα (κάποια από τα οποία εκτελούν και χρέη μπάσου) και στη δεύτερη κιθάρα.
alt
*[οι φωτογραφίες από τη συναυλία είναι της Steffi Loos]

Αρχίζουν μέσα σε αποθέωση (δέκα χρόνια απουσίας είναι αυτά!) με το μυστηριώδες και γρήγορο ‘Silence', εναρκτήριο κομμάτι του νέου album ‘Third’, το οποίο μαζί με το επόμενο –επίσης νέο- ‘Hunter’, πιάνουν το κοινό εν μέρει απροετοίμαστο. Το χειροκρότημα έχει περισσότερο λατρευτική χροιά, παρά χαρακτήρα επιβράβευσης των νέων (;) αναζητήσεων της μπάντας. Μέχρι που οι πρώτες νότες του αγαπημένου 'Mysterons' ζεσταίνουν το Columbiahalle.

Ξεμπερδεύουν νωρίς με το super hit, ρίχνοντας τέταρτο στη σειρά ένα ‘Glory Box’ ίδιο και απαράλλαχτο με το ηχογράφημα του ‘Dummy’, κατευθείαν βγαλμένο από το στούντιο. Και κατευθείαν βγαλμένο από το τότε. 1994. Όλα στη θέση τους, οι λούπες, τα samples, τα εφέ, το σόλο της κιθάρας πανομοιότυπο, ούτε μια νότα απόκλιση (τι διάολο, δεν έχει βαρεθεί να παίζει το ίδιο ακριβώς τόσα χρόνια;). Η συναυλία μυρίζει επικίνδυνα κονσέρβα και η επικοινωνία των μουσικών με το κοινό απλά ...μηδενική. Όσο για την Gibbons, από έναν άλλο κόσμο: underground ντίβα, με all black casual ένδυση (t-shirtάκι και κολλητό τζινάκι), μια μπύρα στο χέρι (και κάπου κάπου ένα ποτήρι νερό) και ατέρμονες άσκοπες περιπλανήσεις στο stageμε κινησιολογία τύπου ‘γυρίζω από την κατάληψη και πάω στου Αλέξη για κανά μπάφο’. Εκτός από τις στιγμές που χρειάζεται να τραγουδήσει, οπότε και γέρνει πάνω στο μικρόφωνο και απλά... είναι εκεί, είναι η Beth Gibbons. Χωρίς εκπλήξεις ή εξάρσεις, χωρίς καν να σου δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται στην καλύτερη της φάση, είσαι απολαυστικά σίγουρος ότι ακούς τη φωνή του ‘Over’, του ‘Only You’, του ‘Mourning Air’ (παράπονο: αν -μαζί με τα δύο πρώτα- έπαιζαν κι αυτό το τρίτο, το πονεμένο, ίσως το review τούτο να είχε άλλο ύφος).
 
Η συνέχεια μας υπενθυμίζει ότι βρίσκονται on the road για την προώθηση του νέου album και ακολουθεί το ψευδό-electro και ανέμπνευστο ‘The Rip’, που αρχίζει νωχελικά σαν μπαλάντα για να συναντήσει στη διαδρομή τους Depeche Modeκαι την πρόσφατη μόδα της βορειοευρωπαϊκής electro pop. Ακριβώς όπως και στο δίσκο. Το κοινό επιβραβεύει και πάλι, αλλά δείχνει καθαρά ότι βρίσκεται εκεί για άλλους λόγους, που πιθανώς δεν έχουν καμία σχέση με την επερχόμενη κυκλοφορία. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο στο ‘Numb’ και στο ‘Over’ –με το δεύτερο να συγκινεί ιδιαίτερα και να σκοτεινιάζει περίεργα το χώρο. Πραγματική έκπληξη και μοναδική -ίσως- ειλικρινά κατανυκτική στιγμή του κανονικού σετ, η εκτέλεση του ‘Wandering Star’ με τον Utley στην κιθάρα, τον Barrow στο μπάσο και την Gibbons καθισμένη σε καρέκλα (οι τρεις original Portishead δηλαδή), μαζεμένοι στο κέντρο της σκηνής σαν παρέα, με το φωνητικό σόλο της Beth στο τέλος να σηκώνει τρίχες και να μας κάνει να αναρωτιόμαστε τι θα συνέβαινε αν -κάποτε- αντιμετώπιζαν τόσο ανοιχτά και με αντίστοιχη φαντασία όλες τις συνθέσεις τους στη ζωντανή εκδοχή τους -τουλάχιστον τώρα, μετά από την πάροδο μιας δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας –υποτίθεται πως- είχαν όλο το χρόνο να ωριμάσουν, να αναθεωρήσουν, να πειραματιστούν, να δοκιμάσουν, να τολμήσουν, να εξελίξουν, να βγουν τέλοσπάντων λιγάκι από τον κόσμο τους και το Bristol του 1997 και να διαπιστώσουν ότι στη μουσική (και ειδικά στην electronic based κατάσταση) έχουν αλλάξει πολλά και έχουν συμβεί ακόμα περισσότερα. Όλα αυτά μένουν στο μυαλό μου και τις αυθαίρετες (;) μεγάλες προσδοκίες μου. Δυστυχώς, οι εκπλήξεις σταματούν εδώ και συνεχίζεται και πάλι απρόσκοπτα η -σχεδόν- προκάτ εκτέλεση των studio cut συνθέσεων, με παίξιμο και ενέργεια που ακροβατεί ανάμεσα στη διεκπεραίωση και τον επαγγελματισμό. Από'δω και στο εξής, όλες οι νύξεις για αυτοσχεδιασμό ή ξέσπασμα ή "χάσιμο", απλά παραμένουν νύξεις και γινόμαστε μάρτυρες (γίνομαι για την ακρίβεια) ενός παλιομοδίτικου trip hop –του δικού τους trip hop, του τόσο ιδιόχειρου ομολογουμένως, αλλά που χρονολογείται μια δεκαετία πίσω- από το οποίο όμως απουσιάζει το ...trip. Και απουσιάζει και ο Andy Smith –συνεπώς λείπει, στα αυτιά μου, εν μέρει και το hop. Όλα είναι στη θέση τους και πάλι και όλα σωστά παιγμένα, αλλά νιώθω ότι παίρνω την ίδια αίσθηση που έχω όταν κάθομαι στο livingroomτου σπιτικού μου και ακούω τους δίσκους τους στη διαπασών.
alt
Το κανονικό (και καλά) σετ συμπληρώνεται με τα ‘Nylon Smile’, ‘Magic  Doors’ (παιγμένο κατά κάποια bpm ταχύτερο) και ‘Machine Gun’ (μήπως είναι playback;) από το καινούριο album, το ‘Cowboys’ (που η ομάδα ζεσταίνεται αισθητά και παίζει σαφώς πιο δυναμικά), το ‘Only You’ (κι αυτό playback; βρε, λες;) και το ‘Sour Times’ (στο οποίο πασχίζουν με κόπο να αναπαράγουν με τη χρήση οργάνων το περίφημο χαρακτηριστικό σαντουροειδές sample από το ‘Danube Incident’ του Lalo Schifrin, αυτό που υπάρχει στην album version, αντί να αποπειραθούν μια εκτέλεση κοντά στα remixes που είχαν κάνει και βρίσκει κανείς στη συλλογή από b-sides και άλλα σπάνια, ‘Toy Box’ –τουλάχιστον, θα ήταν ίσως πιο δίκαιο σκηνικά). Συνολική διάρκεια κανονικού σετ, γύρω στα 70 λεπτά. Αποχωρούν, με κάποια ψιλά γερμανικά που καταφέρνει να θυμηθεί η Beth -τύπου ‘danke schon’. «Κάποια πλάκα μας κάνουν» σκέφτομαι. Δέκα χρόνια περιμένουν οι ταλαίπωροι fans να δουν και ν’ακούσουν, να ξαναζήσουν, να νιώσουν ξανά, και αυτό ήταν όλο; Η σκέψη αυτή προφανώς με ενώνει με τους περίπου 3.000 που βρίσκονται στο Columbiahalle και αυτό γίνεται έκδηλο στο παρατεταμένο χειροκρότημα (με επιτακτικό χαρακτήρα απαίτησης αυτή τη φορά) που σχεδόν υποχρεώνει τους 6 μουσικούς να επιστρέψουν στη σκηνή και να μη μας αφήσουν τόσο νωρίς. Και ευτυχώς. Μας προσφέρουν ένα γενναιόδωρο encoreτριών κομματιών, παιγμένα με ψυχή (έστω και μαύρη...), τα οποία δονούν για τα καλά το χώρο και τις τρίχες (πάλι): το ‘Threads’, εντέκατο και τελευταίο κομμάτι του καινούριου –ίσως ό,τι πιο σκοτεινό έχουν γράψει, μαζί με το ‘Over’ και το ‘Seven Months’, κομμάτι με νεύρο και νεύρωση και την Beth να θαρρείς πως υποφέρει και διαλύεται (με την καλή έννοια, την ερμηνευτική...)- το χιτ ‘Roads’ που προκαλεί παραλήρημα και έκσταση (άρτιο κι αυτό, ίδιο και απαράλλαχτο όπως τότε, τότε που..., θυμάσαι στο Bristol το ’95 που τα πίναμε, αχ τι ωραίες εποχές...) και το μπιτάτο και εξίσου νευρωτικό ‘We Carry On’ πάλι από τον καινούριο (γιατί πρέπει να βγει και το μεροκάματο βρε αδερφέ). Αποθέωση, εγκάρδιο χειροκρότημα, εγκάρδια ανταπόδωση και από τους μουσικούς και η Beth να ρίχνει ένα σάλτο κάτω από το stage και να αλωνίζει το διάδρομο ασφαλείας που τη χωρίζει από το κοινό, να χαιρετάει μπασκετικά έναν-έναν τους τυχερούς fans της πρώτης σειράς, με τη μπύρα ανά χείρας, λυτρωμένη πια από μια διαδικασία που ίσως ποτέ (ούτε και τότε, πριν από δέκα και βάλε χρόνια) δεν καταλάβαμε αν πραγματικά χαίρεται. Επιστρέφοντας στη σκηνή, το beat έχει ήδη τελειώσει, η αρρωστημένη ψυχεδέλεια των πλήκτρων έχει σβήσει, οι μουσικοί έχουν σχεδόν αποχωρήσει και η Beth γυρίζει στο μικρόφωνο για ευχαριστίες και για κάτι που δυσκολεύεται μάλλον να προσδιορίσει εκείνη τη –δύσκολη- ώρα. Ένα χτύπημα-υπενθύμιση στην πλάτη από τον Barrow (ξύπνα, φτάσαμε) και ένα νεύμα με κατεύθυνση στα παρασκήνια, τη βοηθάει να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη σκηνή. Danke schon. Σούμα: οκτώ κομμάτια (από τα έντεκα) του νέου δίσκου, πέντε από το ‘Dummy’ και δυστυχώς μόλις τρία από το σκοτεινό και μυστηριακό (άτιτλο ή ομότιτλο) αριστούργημα του 1997.
 
Για να μην παρεξηγηθώ, να ξεκαθαρίσω κάτι: δεν ήταν μια κακή συναυλία. Ούτε καν μέτρια. Ήταν μια συναυλία κατ’αρχήν αρτιότατη από όλες τις απόψεις: ήχος που άγγιζε την τελειότητα (που θα έλεγε και γνωστός καθυστερημένος τηλεπαρουσιαστής ή τηλεκάτι παρακμιακού καναλιού), μουσικοί και παιξίματα για τα οποία ακριβώς έχει επινοηθεί και χρησιμοποιείται ο όρος ‘επαγγελματισμός’ (με την καλή ή την κακή έννοια) και μια τραγουδίστρια που ό,τι κι αν της συμβαίνει, όσο διεκπεραιωτικά κι αν την δει, όσο κομμάτια (sic) κι αν ανεβαίνει στο stage, είναι σίγουρα μια μεγάλη καλλιτέχνις και νιώθεις περισσότερο απ’ο,τιδήποτε άλλο ότι σπαράζει στη σκηνή (έστω και μηχανικά, έστω και αμήχανα) όπως σπαράζει όταν γράφει αυτούς τους κατάμαυρους στίχους. Αλλά και στα υπόλοιπα τεχνικά, ήταν μια παράσταση με αξιοπρεπή visuals (που βοηθούσαν και για καλύτερη οπτική με τα τεκταινόμενα επί σκηνής) και ιδιαίτερους και υποβλητικούς φωτισμούς (by the way, εντύπωση μου έκανε το ότι στο μεγαλύτερο μέρος του live, χρησιμοποιήθηκε φωτισμός κινηματογραφικού γυρίσματος, δηλαδή δυνατοί προβολείς χωρίς χρώμα που απλά φωτίζουν τα πάντα στη σκηνή –αν μη τι άλλο, πρωτόγνωρο). Από εκεί και πέρα όμως, διαπιστώνω ότι βρίσκομαι σε μια συναυλία κατά την οποία, όλο και πιο επίμονα, οι προσδοκίες μου αρνούνται πεισματικά να συναντηθούν με αυτό που ακούω και παρακολουθώ. Η τόσο στενή (μουσικά) και δυσκοίλια διαχείριση ενός τόσο σπουδαίου υλικού, από τόσο ικανούς και ξεχωριστούς performers(όπως σίγουρα είναι η Gibbons, αλλά και ο Utley) και μετά από τόσα χρόνια (στη διάρκεια των οποίων μέχρι και ο Squarepusher έδειξε σημάδια ανανέωσης, αλλά και γίναμε μάρτυρες ενός εντυπωσιακού outbreak όσο αφορά νέες κατευθύνσεις στην ηλεκτρονική μουσική), είναι τα στοιχεία που μου δημιουργούν την αίσθηση ότι αυτή η προκάτ αντιμετώπιση της μουσικής που παράγεται στη σκηνή δεν με ενοχλεί λιγότερο από το playback. Ίσως οι σκέψεις μου αυτές να βρίσκουν και μια μικρή εξήγηση στις πρόσφατες δηλώσεις των ίδιων των Portishead στο ΝΜΕ, σύμφωνα με τις οποίες δεν έχουν ξεκαθαρίσει ούτε οι ίδιοι αν και κατά πόσο απολαμβάνουν τη διαδικασία της περιοδείας και των συναυλιών.
alt
 
Γνωρίζω ότι ενδέχεται κάποιοι να με βρίσκουν υπερβολικό και αν δεχτώ ότι το review αυτό διαβάζεται από ανθρώπους που πιθανώς δεν θα απολαύσουν τους Portishead ζωντανά (στα πλαίσια αυτής της περιοδείας τουλάχιστον), ίσως όλα αυτά να ακούγονται ως ενοχλητικά ερειστικές λεπτομέρειες. Για κάποιους, αυτό που κάνουν on stage οι Portishead μπορεί να είναι αρκετό -μία, ας το πούμε, οργανικά παραγμένη και πιστή αναπαραγωγή των σίγουρα σπουδαίων και λατρεμένων albums (μιλώντας πάντα για τα δύο πρώτα, καθώς για το τελευταίο υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και ενστάσεις). Για συναισθηματικούς λόγους και μόνο. Δεκτό. Ειδικά μετά από τόσα χρόνια και ειδικά για ένα συγκρότημα –σχεδόν- μύθος της εποχής μας, εκείνης που προλάβαμε να γίνουμε αυτήκοοι μάρτυρες και να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωσή της όσο αφορά τις πρωτοποριακές και καινοτόμες αναζητήσεις στον τομέα των μετα-dance ηλεκτρονικών και της επιμειξίας των ειδών, των επιρροών και των μέσων. Άλλα, όπως γράφει και ο Λένος Χρηστίδης, στο νέο του υπέροχο βιβλίο ‘Μόνολογκ’, «το συναίσθημα είναι ένα παραπλανητικό πρίσμα της ζωής»...
 
(review γραμμένο για το mixtape.gr)
 
alt
set list

Silence
Hunter
Mysterons
Glory Box
The Rip
Numb
Over
Wandering Star
Nylon Smile
Machine Gun
Magic Doors
Cowboys
Only You
Sour Times
 
encore

Threads
Roads
We Carry On