31 Οκτ 2011

μόνο τυφλό κηπουρό θα εμπιστευόμουν

Εκτύπωση

[του πορτατίφ]

άραγε αν φυτέψω τον εαυτό μου στο χώμα θα ερχόταν κάποιος να με ποτίζει; αλλά πριν φτάσουμε εκεί αλήθεια τι λουλούδι θα γινόμουν; νομίζω τσουκνίδα ή ένα ξερό φρύγανο που δε πρόκειται να ανθίσει ποτέ. κάποιο ανάξιο φυτό τέλος πάντων ακόμα και για αγριοκάτσικα. εγώ βέβαια θα προτιμούσα δίκταμο καλύτερα. να αιωρούμαι στο γκρεμνό, στο χείλος ενός φαραγγιού με την υπόσχεση να περιμένω το κορίτσι που θα έρθει να με μαζέψει με κίνδυνο της ζωής της.

γενικά πάντως η επαφή μου με τα φυτά έχει μια μικρή έλλειψη στη χλωροφύλλη. κι όμως, όλα ξεκίνησαν από ένα σχετικά ασήμαντο συμβάν που προκάλεσε ο δυνατός αέρας τού μεσονυχτίου: έσπασε το κλωνάρι απ' το κόκκινο γεράνι στη βεράντα. κι ας ήξερα οτι του έλειπε ασβέστιο δεν περίμενα να αντικρίσω πρωί-πρωί ένα τέτοιον σπλάτερ θάνατο. σα να έκανε κρακ η ράχη μου. κι από τότε, εμένα που δεν θήλασα ποτέ μου, με κατατρώει μια περίεργη σκέψη: φοβάμαι μήπως έρθει εκείνη η μέρα που θα ξυπνήσω και θα διαπιστώσω αιφνιδιαστικά οτι λείπουνε απ' το κεφάλι τα μάτια μου. και δεν εννοώ πως δεν θα ανοίγουνε τα βλέφαρά μου. εννοώ πως δεν θα έχω καθόλου βλέφαρα ούτε και του βόλους των ματιών. ραμμένη σάρκα μόνο.

κι ο αφαλός μου, λες κι ήτανε πληγή πριν, τώρα θα έχει κλείσει. θα τρέξω στη μάνα μου καμπουριαστός, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς αντί για μπαστούνι με κυκλική λαβή -ακόμα δεν θα μπορώ να συνειδητοποιήσω οτι το κλαδί ελιάς ανήκει στο σώμα μου- και θα της πω δείξε μου τον ομφάλιο λώρο που έχεις φυλάξει από τότε. θα σταθεί βουβή. τίποτα δεν θα θυμίζει το ανθρώπινο γένος μου. μόνο μια καχεκτική ανάμνηση. βρίσκομαι λέει μέσα στο λεωφορείο 040, κι απ' το παράθυρο βλέπω έναν τυφλό να περπατάει στο πεζοδρόμιο ώσπου ξαφνικά κουτουλάει σε έναν στύλο της δεή λίγο πιο κάτω από τη σχολή τυφλών στη καλλιθέα. μπροστά μου δυο έφηβοι με σάκα γελούν ειρωνικά. είχαν ωραία μεγάλα μάτια, γεμάτα επιθυμία να ανταμώσουνε τη μέλλοντα ζωή. σηκώνομαι κρατώντας το ψαλίδι ανοιγμένο. με δυο κινήσεις βγάζω τέσσερα μάτια. μόνο αυτή η ανάμνηση. κατά τα άλλα τίποτα δε θα θυμίζει το ανθρώπινο γένος μου. και τότε θα αρχίσω να υποψιάζομαι το γεγονός της μεταμόρφωσης.

φευγαλέα θα αναρωτηθώ πώς γίνεται να είσαι δέντρο, να είσαι ελιά, να ζεις και εφτακόσια χρόνια και να μη ξέρεις τι υπάρχει γύρω σου. να μη σε νοιάζει τι υπάρχει γύρω σου. κι εντάξει μπορεί τα βράδια να κινούνται οι ρίζες σου κάτω απ' τη γη σατανικά ψάχνοντας για παρέα, αλλά όλα παραμένουν στο υπόγειο σκοτάδι. ούτε και παρέα βρίσκεις κι ούτε βλέπεις ποτέ τη θάλασσα. με τι μάτια να καταλάβεις τι είναι αυτό που σε καίει τα μεσημέρια από ψηλά; με τι μάτια να αντικρίσεις τα παιδιά της επανάστασης που έχουν ξαποστάσει κάτω απ' τη σκιά σου. τι είναι σκιά ποτέ σου δεν θα μάθεις. τι είναι χρώμα και πώς μεταμορφώνεται ο θρήνος σε ηδονή όταν μπει μπροστά απ' το καθρέφτη. και τελικά τι είναι ο ίδιος σου ο καρπός. εγώ είμαι αυτός;

τίποτα. οτι αξίζει από την ελλάδα είναι κάτι αιωνόβιες αγριοελιές που έχουν κάτι παχιές μάζες για κορμούς, και νομίζεις οτι αγκαλιαζονται σφιχτά κάτι ζευγάρια χέρια. παράξενα χέρια, άλλοτε παιδικά σαν παλιών συμμαθητών, κι άλλοτε γερασμένα. πάντα ακρωτηριασμένα. ελαιώνες στην εθνική οδό, δρόμοι φεγγάρια αγριογούρουνα, άνεμοι και ατραποί, φίδια στοιχειά και σκοτεινιά, καλαμιές κι άφαντα πτώματα. πρέπει να είναι κοριτσιών που μάζευαν δίκταμο και γλίστρησαν απ΄ το γκρεμό εκεί ψηλά. σήκωσε το βλέμμα σου μπορείς να δεις. όποιος έχει μάτια ξέρει να βλέπει χωρίς μάτια. το μαγικό ραβδί ήταν από ξύλο ελιάς. να λυθεί το σκότος ψιθυρίζοντας μαζί το ξόρκι:

μόνο τυφλό κηπουρό θα εμπιστευόμουν.

μόνο τυφλό κηπουρό θα εμπιστευόμουν.


[δημοσιευμένο στο toportatif.blogspot.com]