06 Μάρ 2013

Οι σημειώσεις ενός σόλοικου #2 – Άλμα εις Ύψος

Εκτύπωση

[του FivosV]

«Το άλμα εις ύψος δεν είναι παρά ένα πολύ δύσκολο άλμα εις μήκος, μόλις λίγων εκατοστών.»

 Αφιερωμένο στον Η.Π.

Είναι ακόμα Σεπτέμβρης.

Αυτή τη βδομάδα φεύγω πολύ αργά απ’ τη δουλειά. Τόσο αργά που δεν βρίσκω νόημα να γυρίσω σπίτι. Τριγυρνάμε με τα παιδιά κάθε βράδυ προσπαθώντας να ξαναανακαλύψουμε την Αθήνα. Αν με ρωτήσεις, δεν θυμάμαι να σου πω σε ποια μέρη βγαίναμε δυο μήνες πριν. Το πάμε από την αρχή. Το καφετί χρώμα των κοριτσιών και οι γυμνασμένοι τους κώλοι είναι ακόμα νωποί στη μνήμη μας. Σα μπογιά. Βγαίνουμε έξω, να μας φυσήξει λίγο ο αέρας μπας και στεγνώσουμε. Να φύγει αυτό το μαλακισμένο καλοκαίρι από πάνω μας.

Βρίσκω τους άλλους σε ένα καινούριο μαγαζί στη Σολωμού, μια τρύπα κοντά στη Τζορτζ. Τσιπουράδικο. Ή ρακάδικο. Τέτοιου τύπου μαγαζί τελοσπάντων, που πουλάνε αυτή την αηδία. Απομονωμένο. Αρκετά μακριά απ’ τη βουή της πλατείας. Πιο κοντά στους χρήστες που στοιβάζονται Πατησίων και Στουρνάρη. Σχεδόν ακούω τις βελόνες να τρυπούν χέρια, πόδια και γεννητικά όργανα.

Καθώς πίνω τη πρώτη γουλιά απ’ τη μπύρα μου, παρατηρώ πιο κάτω έναν ξερακιανό, σκυφτό τύπο, να προχωράει βιαστικά, κάπως ανήσυχος. Από το κάθετο στενό εμφανίζεται μια αγέλη από γυμνόστηθα παιδιά. Φοράνε όλοι τις μπλούζες τους στο πρόσωπο σα μάσκες. Οι πιο πολλοί κρατάνε σίδερα ή μαδέρια. Ο ξερακιανός τύπος, ξέροντας ότι δεν μπορεί να ξεφύγει, κάθεται μες στη μέση του δρόμου. Ελπίζει ότι θα περάσει κάποιο αμάξι και κάπως θα τη γλιτώσει. Φυσικά δεν έχει καμία ελπίδα.

Ένα τεράστιο μαδέρι προσγειώνεται στη πλάτη του και τον ρίχνει κατευθείαν κάτω. Εκεί, αγκαλιά με την άσφαλτο, κουλουριασμένος, δέχεται καρτερικά το ξύλο που τρώει χωρίς να αμύνεται. Θα έλεγες ότι έχει πέσει για ύπνο. Προσπαθεί μόνο να προστατεύσει το κεφάλι με τα χέρια του. Μεγάλο λάθος. Θυμάμαι τα λόγια του Γ. εκείνο το βράδυ στη Σύρο που μου έλεγε: «όταν ξέρεις ότι δεν θέλουν να σε σκοτώσουν, τα χέρια στη κοιλιά, όχι στο κεφάλι. Εκτός αν θέλεις να χέζεις αίμα για μέρες».

Αυτό που ακολουθεί δεν είναι ξύλο. Πιο πολύ μοιάζει με χορογραφία. Όπως έχουμε σηκωθεί όλοι και κοιτάμε, νομίζω θα πεταχτεί ο Στάνλεϊ πίσω απ’ τον σκουπιδοτενεκέ και θα σκηνοθετήσει το Κουρδιστό Πορτοκάλι νο2.

Είναι πάνω του γύρω στα 6 με 7 άτομα.  Ο πιο ψηλός σηκώνει αργά το πόδι του όσο πιο πολύ μπορεί και μετά το κατεβάζει με ορμή πάνω στον ξαπλωμένο. Κρατάει το τέμπο.

Γκντουπ, κεφάλι. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ, πάλι στο κεφάλι. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ πλευρά. Εδώ σίγουρα κάτι έσπασε. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ, γεννητικά όργανα. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ, πόδια.

Οι υπόλοιποι τον βαρούν με ό,τι κρατάνε στα χέρια τους. Στη πλάτη κυρίως. Μαδέρια, σίδερα, μάρμαρα, όλα βρίσκουν τέλεια εφαρμογή σ’ αυτή τη πλάτη. Τον σαπίζουν στο ξύλο.

Ο μαγαζάτορας, λίγο φοβισμένος, μας ζητάει να κάτσουμε κάτω.

Νομίζω ότι έχω υπνωτιστεί. Έχω μαγευτεί. Οι μπουνιές και οι κλωτσιές διαδέχονται η μια την άλλη αρμονικά, σαν στίχοι από κάποιο ξεχασμένο αμανέ. Μέσα σε ένα μόλις λεπτό, όσο κρατάει να διαβάσεις ένα ποίημα, συμπτύχθηκε μπροστά μας όλη η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αυτού του τόπου.

Ταυτόχρονα θυμάμαι εκείνο το Σάββατο, πρωί Κυριακής, που είχαμε καταλήξει με τον Μ. στη Βρεσθένης για να πιούμε μια τελευταία μπύρα και να ακούσουμε λίγο Στράτο Διονυσίου πριν πάμε για ύπνο. Συζητούσαμε για το τι μορφή θα μπορούσε να έχει η τέχνη σε ένα μεταποκαλυπτικό (sic) περιβάλλον και λέγαμε ότι δεν θα μπορούσε να είναι ακόμα γλυπτά, λέξεις και installations. Να, του λέω, θα μπορούσε να είναι αυτό. Και του έδειξα τρία παιδιά έξω από το μαγαζί που είχαν πιάσει έναν τύπο και τον κοπανούσανε στο οδόστρωμα. Τον είχανε κάνει μπλε. Αίματα σε όλη τη μούρη. Μετά είχαμε βγει έξω. Εκείνη τη στιγμή έπαιζε το Mexican των Babe Ruth κι όπως λαμπύριζαν οι σταγόνες απ’ το αίμα πάνω στην άσφαλτο και στο βάθος έβγαινε ο ήλιος απ’ τη μεριά της Ηλιούπολης, ήταν το πιο όμορφο ξημέρωμα. Το είχαμε βγάλει και φωτογραφία.

Η αγέλη έχει σταματήσει πια να κοπανάει τον αβοήθητο τύπο. Ανεβαίνουν τη Σολωμού. Εμείς έχουμε μείνει ακόμα όρθιοι. Κοιτάμε μέχρι να βεβαιωθούμε ότι ο τύπος είναι ακόμα ζωντανός. Με τα χίλια ζόρια σηκώνεται και κατηφορίζει προς την Πατησίων. Περνάει από μπροστά μας ένας πιτσιρικάς με ένα μαδέρι στο χέρι. «Καθίστε παιδιά, δεν τρέχει τίποτα».

Δεν μπορεί κάτι τόσο περιεκτικό όσο μια σκηνή ωμής βίας να μην είναι τέχνη κύριε Watson. Δεν είναι κάτι που μου αρέσει, αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι εξηγεί τα πάντα γύρω μου. Τα εξηγεί σε ένα άλλο επίπεδο. Όπως η Γκουέρνικα εξηγεί τον Ισπανικό Εμφύλιο. Ή το Underground εξηγεί τον Γιουγκοσλαβικό. Όπως εκείνο το βράδυ που τρία παιδιά με πλάκωσαν στις μπουνιές για να μου πάρουν το κινητό, κατάλαβα τόσα πολλά.

Ένα απόγευμα του καλοκαιριού διάβαζα ξανά το Σιντάρτα του Έσσε. «Η αλήθεια που μπορεί να εκφραστεί με λόγια είναι πάντοτε μισή» γράφει κάπου. Συμφωνώ. Βαρέθηκα να διαβάζω λέξεις αγχωμένες από το βάρος της ερμηνείας. Έχω κουραστεί πια να διαβάζω κείμενα γαλήνια, ήρεμα. Σαν μακρινός συγγενής στη κηδεία. Συλλυπητήρια, καφεδάκι, σοκολατάκι και ένα ταξί να γυρίσουμε πίσω στα ΚΤΕΛ. Κείμενα λες και έχουν γραφτεί μόνο και μόνο για καλό κάρμα. Όπως χαϊδεύουν οι Κινέζοι τον Βούδα στη κοιλίτσα του για να τους φέρει τύχη. Οι συγγραφείς τους ίπτανται 100 μέτρα πάνω από το έδαφος και παρατηρούν την καταστροφή από κει ψηλά ξύνοντας το πηγούνι τους. Και δεν μιλώ μόνο για τους αρθρογράφους των καλών οικογενειών και των Βορείων Προαστίων, που βουτηγμένοι βαθιά μέσα στο ιδεολογικό τους Truman Show, δείχνουν με το δάχτυλο τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, ενώ δίπλα τους ανάβει το πούρο του ο γιος κάποιου τυχαίου λαμόγιου. Μιλώ και για σένα που πατάς στο έδαφος και ανασαίνεις πλάι σε όλες τις ανάσες. Για σένα που νοσταλγείς ακατάληπτα σαν τον τσόγλανο του Αγγελάκα. Νοσταλγείς τα χρόνια που η άμμος της Αμοργού ήταν πιο άσπρη ή τα κορίτσια πιο μπλαζέ ή ο ήλιος πιο λαμπερός. Αηδίες. Σταμάτησες να διακρίνεις την ομορφιά γύρω σου. Δεν θα εμφανιστεί ο Βακαλόπουλος από το πιο πάνω στενό να σε βάλει μέσα στη καπαρντίνα του και να σου πει ότι «το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν». Είναι αργά τώρα πια.

Έχω πάρει και δεύτερη μπύρα. Ο Χ. μετά από μια μικρή σιωπή λέει: «πάντως, αν ο τύπος ήταν έμπορος, δεν ξέρω αν διαφωνώ με αυτό που του έκαναν».

Μας έχουν μετατρέψει όλους σε δικαστές. Όλοι γύρω μου διακατέχονται από μια εφηβική αγωνία και αναρωτιούνται αν πρέπει ή όχι να καταδικάσουν τη βία. Βλέπω παντού ενοχικούς ανθρωπάκους να χτυπάνε αόρατα σφυράκια πάνω σε αόρατα έδρανα. Πώς να καταδικάσω κάτι τέτοιο; Κάτι τόσο ενστικτώδες; Αυτό που το 1600 κάτι ένα πανέξυπνο αρχίδι ονόματι Χομπς ονόμασε homo homini lupus; Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος κύριε Watson. Πως θα ανέπνεα χωρίς τη κοφτερή κατάνα που βλέπω στα όνειρά μου; Τι θα ήταν ο Αντώνης χωρίς το ξίφος του; Ο Τόρου Οκάντα χωρίς το ρόπαλο του μπέιζμπολ, ο Νίκο(ς) χωρίς το μαχαίρι του, ο Αλέξανδρος χωρίς το τσεκούρι του; Πως θα κοιμόμαστε; Πως θα εξαφανίζαμε τους εφιάλτες μας;

Διαβάζω παντού κάτι διανοητικά τζετ-σκι ταξίδια τύπου Κολόμβου. Βρίσκουν Αμερικάνους και τους βαφτίζουν Ινδιάνους. Η ζητούμενη ερμηνεία εξουσιάζει τα γεγονότα. Η ανάγκη για μια εξήγηση εδώ-και-τώρα τυφλώνει ακόμα και το πιο κοφτερό βλέμμα. Παίρνουν ένα σύστημα που αποτελείται από ανθρώπους και του προσδίδουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά (!), για να εφαρμόσουν μετά κάτι στρουκτουραλιστικές ψυχαναλυτικές θεωρίες του κώλου. «Ο Έλληνας έχει βραχεία μνήμη» ή «αν χτυπήσεις δύο Έλληνες με λίγο χυμό ροδάκινο στο μπλέντερ, φτιάχνεις δημοκρατία». Το μόνο που ξέχασες -γαμιόλη- είναι ότι ο στρουκτουραλισμός ήταν πολύ αποδοτικός όταν μελετούσες πρωτόγονες φυλές του Αμαζονίου. Ποια δύο άκρα; Τώρα έχουμε χιλιάδες άκρα. Ο Βασίλης, η Ντίνα, η Ιωάννα, ο Γιώργος, ένα άκρο ο καθένας. Μια φυλή του Αμαζονίου ο καθένας. Κι εσύ συνεχίζεις με τον «ορθό λόγο» σηκωμένο σα πέος, υπνωτισμένος μες στον ορθολογικό σου πριαπισμό να προσπαθείς να εξηγήσεις έναν κόσμο που είναι ανορθόδοξος. Και επίσης, πάρα πολύ όμορφος.

Η πραγματικότητα μου βαράει μπουνιές και δεν μ’ αφήνει να μεθύσω. Αφήνω τα παιδιά, παίρνω ένα ποτήρι ρακή και πάω μέσα. Είναι μέσα μια παρέα Ικαριώτες και παίζουν κάτι ξεχασμένα ρεμπέτικα, με ένα ξεκούρδιστο τετράχορδο και μια κιθάρα. Πίνω την αηδία και τους ακούω μπας και αδειάσει το κεφάλι μου. Αναρωτιέμαι αν είμαι ακόμα ικανός να διακρίνω την ομορφιά γύρω μου. Και ω του θαύματος, ναι. Στέκεται στο βάθος μια μελαχρινή κοπέλα με τις φίλες της. Με κοιτάει κατάματα σα να μου ζητάει να της τα πω όλα για τότε και που. Το βλέμμα της έχει κάτι διαπεραστικά ζεστό λες και καίνε μέσα της κάρβουνα. Θέλω να γίνω τόσος δα, να ξαπλώσω να ξεκουραστώ μέσα στα μάτια της. Μου χαμογελάει. Μετά γυρνάει και με μια απίστευτη φυσικότητα φιλάει στο στόμα τη φίλη της. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφες είναι οι λεσβίες. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφος είναι ο κόσμος πριν τον ερμηνεύσουμε. Πριν τον φορτώσουμε με τόσες λέξεις.

Έρχονται μέσα και οι υπόλοιποι. Λέμε μαλακίες, γελάμε, σχολιάζουμε, αγαπιόμαστε λίγο ακόμα. Είναι ώρα να φύγω.

Αντί επιλόγου

Ο ταξιτζής είναι ιδιαίτερα ομιλητικός. Σαν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής, μιλάει περί ανέμων και υδάτων κι εγώ σαν ακροατής που δεν μπορώ να αλλάξω σταθμό.

«Ζέστη σήμερα».

Αμήχανος, γυρίζω να δω αν είναι κάποιος στο πίσω κάθισμα. Όχι. Μιλάει σε μένα.

«Ναι», του λέω μέσα από τα δόντια μου.

«Καλά είναι. Όσο αργήσει ο χειμώνας τόσο καλύτερα. Δεν υπάρχουν λεφτά για πετρέλαιο».

Πονάνε τα χέρια μου. Κοιτάω τις παλάμες μου και συνειδητοποιώ ότι έχουν γίνει γροθιές. Εκείνη τη στιγμή πατάει απότομα φρένο. Ένα περιστέρι περνάει ξυστά απ’ το παμπρίζ.

«Κοίτα ρε το μαλακισμένο. Ακόμα και τα περιστέρια φρίκαραν σ’ αυτή τη χώρα και προσπαθούν να αυτοκτονήσουν».

Περιμένει να γελάσω. Έχω αρχίσει να ζαλίζομαι. Κοιτάω έξω κάπου μακριά και ανασαίνω βαριά. Περνάμε απ’ τη πλατεία Βάθη. Αρχίζει να βρίζει. Δεν καταλαβαίνω τι τον έχει ενοχλήσει. Κάποιοι μετανάστες μάλλον. Κλείνω τα μάτια μου και γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω.

Όπως είμαι με κλειστά τα μάτια, φαντάζομαι τον ταξιτζή να αποκλίνει από την πορεία προς το σπίτι μου. Μετά από κάποια ώρα σταματάει σε ένα έρημο στενό, αφήνει τη μηχανή αναμμένη, βγαίνει έξω παραπατώντας, βρίσκει μια γωνία λίγο πιο πέρα και ψοφάει σα το σκυλί. Βγαίνω αργά απ’ το αμάξι, κάνω τον κύκλο, κάθομαι στη θέση του οδηγού και πηγαίνω σπίτι μου.

Πρέπει να κοιμήθηκα το πολύ δύο λεπτά. Ανοίγω τα μάτια. Με έχει λούσει κρύος ιδρώτας. Κοιτάζω δίπλα μου και βλέπω κάτι τρομερό.

Ο καριόλης ζει ακόμα.


[δημοσιευμένο στο deepstuff.gr]