22 Μάι 2011

(Γερνάω, μπαμπά)

Εκτύπωση

[του Καρτέσιου]

Γερνάω, μπαμπά. Γέμισα άσπρες τρίχες που τόσο μου είχαν κακοφανεί όταν τις είδα σ’ εσένα. Φωνάζω για μαλακίες και αντιμετωπίζω με εκνευριστική αδιαφορία τα σοβαρά. Βαριέμαι ν’ απαντώ σε ερωτήσεις. Καθυστερώ να απαντήσω στο τηλέφωνο, ελπίζοντας να κλείσει πριν το προλάβω. Γλείφω συνέχεια καραμέλες γιατί το στόμα μου βρωμοκοπάει από τα χάπια για την υπέρταση και τη χοληστερίνη. Δεν τρώω πια αυτά που θέλω, αλλά αυτά που πρέπει.

Βογκάω, μπαμπά. Όπως έκανες κι εσύ όταν ξάπλωνες. Όπως έκανες όταν περπατούσες πιάνοντας τη μέση σου. Μου φαίνονται όλα σε μεγαλύτερη απόσταση. Τελικά δεν είναι η σοφία της ηλικίας, αλλά η άγνοια των εξελίξεων που φέρνει τα “λίγα λόγια”. Δεν τις προλαβαίνω. Δεν αντέχω ούτε τη ζέστη, ούτε το κρύο. Το μόνο που αντέχω είναι η θερμοκρασία δωματίου.

Δε βλέπω μπαμπά. Ούτε μακριά, ούτε κοντά. Έχω δυο ζευγάρια γυαλιά, όπως είχες εσύ και σε κορόιδευα. Δε βλέπω κανέναν να έρχεται. Βλέπω όλο και πιο συχνά να φεύγουν. Όποτε πληρώνομαι από τη δουλειά, τα μετράω όπως δεν τα μετρούσα παλιά. Κι όλο βγαίνουν πιο λειψά.

Σου μοιάζω, μπαμπά. Γίνομαι όλο και πιο ίδιος. Μέχρι και οι τρίχες στ’ αυτιά μου μοιάζουν με τις δικές σου. Φοβάμαι, μπαμπά. Φοβάμαι ότι θα πάρω το δικό σου βλέμμα. Εκείνο που δεν κοίταζε πουθενά κι εγώ κουνούσα το κεφάλι μου με αποδοκιμασία.

Αν ήμουν κόρη, θα μπορούσα να τραγουδώ δυνατά «Γερνάω μαμά». Όμως είμαι γιος και δεν ξέρω αν κάνει, αν δικαιούμαι να βουρκώνω, μπαμπά. Είμαι μεγάλος, βέβαια. Μπορώ να λέω ότι κάτι έχουν τα μάτια μου κι είναι έτσι υγρά. Όμως… όμως δε θέλω να κρύβομαι άλλο. Θέλω να τραγουδήσω «γερνάω, φοβάμαι, μπαμπά». Αλλά θα γελάσουν. Πρέπει ν’ αντέξω, ε; Και το κρύψιμο και την κούραση. Έτσι θα κάνω, μπαμπά. Όπως έκανες κι εσύ κι ο παππούς κι ο μπαμπάς του παππού. Θ’ αντέξω. Όμως εσύ με καταλαβαίνεις, έτσι μπαμπά;


[δημοσιευμένο στο kartesios.com]