blog



Ενώ το καλοκαίρι ερημώνει

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Θωμά Τσαλαπάτη]

«Είπες εδώ και χρόνια:
"κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός"»
(Γιώργος Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα)


Ισως για λίγους από εμάς, ίσως για πολλούς ακόμα, η χρονιά πάντα σταματά στο ζεστό χάσμα του Αυγούστου. Ίσως γιατί η αναμονή και ο ενθουσιασμός έμειναν να κατοικούν στα μαθητικά θρανία, οι επιθυμίες να καταγράφονται σε γαλάζια τετράδια ανορθόγραφα και το καλοκαίρι να είναι πάντα διακοπή. Αψηφώντας την όποια ημερολογιακή εγκυρότητα, η χρονιά αρχίζει πάντα τον Σεπτέμβρη και οι απολογισμοί απλώνονται στο πρώτο κατάστρωμα που θα σε μεταφέρει στο καλοκαίρι.

Έτυχε να χαζέψω πρόσφατα τη χρονιά που αφήνουμε σε μια αντίστροφη διαδρομή, διαβάζοντας άρθρα παλαιότερα  με την ημερομηνία τους όλο να μακραίνει στον ορίζοντα. Και μαζί γεγονότα που δεν μοιάζουν να μακραίνουν: το κλείσιμο της ΕΡΤ, τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τη Συρία. Την υπόθεση Σακκά, το κρατικό έγκλημα στις Σκουριές, τα νομιμοποιημένα βασανιστήρια στο Βελβεντό. Ανάμεσα σε βιβλία που διαβάστηκαν, φράσεις που γράφτηκαν και συζητήσεις που δεν έγιναν, με το δημόσιο λόγο να γίνεται όλο και πιο χάρτινος, την καταστολή να ματώνει, το ρατσισμό να φουντώνει, την κρίση όλο και να βαθαίνει, την αδικία όλο και να απλώνεται. Ο χρόνος μέσα στην κρίση περνά ιστορικά συμπυκνωμένος, με τις βεβαιότητες και τα δικαιώματα να σβήνονται με ένα διάταγμα και μια πρόχειρη υπογραφή, τα αυτονόητα να τρίζουν κάθε μέρα, το χρόνο να κάνει άλματα προς τα πίσω μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Φτάνοντας πίσω μέχρι και το ρήγμα του αυτονόητου στις περσινές εκλογές και ύστερα όλο και πιο πίσω μέχρι άλλους απολογισμούς σε άλλα καλοκαίρια.

Έτσι ανάμεσα στον απολογισμό των περασμένων απολογισμών, έτυχε να πετύχω ένα άρθρο από μια περασμένη χρονιά της κρίσης με τίτλο «Λόγος για κάποιο καλοκαίρι». Ενώ τα λεπτά περνούν με την πυκνότητα που επιβάλει η νέα χρονιά, ενώ προσπαθείς να υπολογίσεις πόσος πραγματικός χρόνος πέρασε από τότε, διαβάζεις:

«Μα τουλάχιστον έχουμε το καλοκαίρι… και όλη αυτή τη θάλασσα που δεν εξαντλείται (ο ποιητής ρωτά ακόμα: "τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει" και μόνη απόκριση η ηχώ μιας σιωπής πάνω από τον αφρισμένο ορίζοντα). Αυτή τη θάλασσα που όταν δεν διδάσκει την ομορφιά, διδάσκει τη ματαιότητα.

Όλη αυτή η ζέστη φέρνει τα πάντα πιο κοντά, κάθε τι πιο κοντά, σφίγγει τις ραφές, τραβά τα κορδόνια, πυκνώνει τα σύνορα. Και είναι το σώμα ολόκληρο, με το φως να το υπενθυμίζει στην κάθε στιγμή, η σάρκα να αγκαλιάζει πρώτη φορά τόσο σφιχτά τα κόκαλα, η ζωή να αγκαλιάζει την ανάσα».

Και πιο κάτω:

«Τουλάχιστον το καλοκαίρι… Η βιαιότητα του ήλιου, το έγκαυμα της ζωής. Ο ήλιος φωτογραφίζει τα πάντα χωρίς να εμφανίζει την εικόνα. Τη συντηρεί σε εκείνη τη δροσιά, μακριά από τον τόπο ή το χρόνο. Και την υπενθυμίζει τυχαία μέσα σε ώρες μακρινές, όταν τα λεπτά στάζουν τυχαία. Κάτω από τόσο φως, κάθε αίσθηση γίνεται αφή».

Είναι τώρα αυτές οι μακρινές ώρες που ο ήλιος υπενθυμίζει. Και αν καταφέρεις να πείσεις τον εαυτό σου να ξεχαστεί είναι πάντα το ίδιο καλοκαίρι. Και είσαι και πάλι ξεχασμένος σε μια άδεια παραλία, χαζεύοντας προς τα μέσα και προς τα έξω. Αν ξύσεις την επιφάνεια του ορίζοντα θα χυθούν μπροστά σου όλα τα ταξίδια που δεν έγιναν, ματαιωμένες αποχωρήσεις και αναβολές διαδρομών. Ρίχνουμε ακόμα στη θάλασσα μπουκάλια, τώρα πια άδεια, αφού η κρίση σβήνει τις γραφές κλέβει τα μηνύματα, μέχρι τουλάχιστον η απογοήτευση να γίνει διεκδίκηση και το δάκρυ γροθιά.

Ακόμα και τώρα που «όλα είναι σκληρά σαν τα κοχύλια», ακόμα και τώρα που μέχρι και τα χαμόγελα έχουν δόντια, ο χρόνος θα τρέξει με τον ίδιο ρυθμό, με το φως να γίνεται παυσίλυπη ανηφόρα. Σε κάποια σκιερή καβάτζα, στη φιλοξενία  ενός φιλικού σπιτιού, έστω και σε κάμαρες που κατοίκησε ζωή και τώρα ενοικιάζονται επιπλωμένες (Στις γωνίες τους θα συναντήσεις μια χούφτα αλάτι που στέγνωσε και απλώθηκε. Που σημαίνει πως κάποιος ονειρεύτηκε μεγάλα ταξίδια και ναυπήγησε φυγή).

Κάποιοι δεν κατάφεραν να επιστρέψουν από το εξωτερικό και κάποιοι θα παραμείνουμε στην πόλη. Γυρνώντας στους δρόμους που περπάτησε η χρονιά, τους δρόμους τώρα άδειους, τις μέρες που ακόμη και τα λεωφορεία φτάνουν στην ώρα τους. Και το άδειο παραμένει ευρύχωρο για σκέψεις και απολογισμούς. Μα ό,τι πέρασε φέτος πέρασε. Και κάθε στιγμή είναι επίσης ευρύχωρη για να αναλωθεί το παλαιό και να φυτρώσει το καινούργιο. Άλλωστε οι ποιητές μας έχουνε μιλήσει, για την υπομονή και τη φωτιά:

«…Όλα γυρεύουν να καούν.

Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ' το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή -

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν
τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά».

(Γ.Σ. «Θερινό ηλιοστάσι»,
από τα Τρία κρυφά ποιήματα)


[δημοσιευμένο στην εφημερίδα Η Εποχή, 28.07.13]

Εκπαιδευμένοι στο ασήμαντο

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Θανάση Σκαμνάκη]

Η εποχή είναι μεγάλη, αλλά οι άνθρωποί της εκπαιδεύτηκαν στο ασήμαντο και, συνεπώς, στα μεγάλα ερωτήματα που θέτει δεν μπορεί παρά να δίνουν, και δίνουν, ασήμαντες απαντήσεις. Με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει. Εν τω μεταξύ, όταν εμφανιστούν κάποιοι ιδιαίτεροι αρνούμαστε να τους αποδεχτούμε, μας διαταράσσουν την κανονικότητα, την τάξη, την ιεράρχηση των καθηκόντων, δεν μπαίνουν στο καλούπι μας κι αυτό μας αιφνιδιάζει, οπότε τους αποπέμπουμε. Έτσι μικραίνει κι η εποχή. Η οποία ωστόσο δεν παραιτείται, δεν είναι στη φύση της, επιμένει να δίνει ευκαιρίες και περιμένει. Αλλά εμείς συνεχίζουμε να εντρυφούμε στο ασήμαντο και να τριβόμαστε στις αγορές και τις αγορεύσεις· μεγάλες λέξεις και μικρός λόγος.

Γι'αυτό κι όταν μας πλησιάζουν τα γεγονότα, ακόμα κι όταν εκκωφαντικά θορυβούν, μεγάλα για το μέγεθός μας, τα προσπερνάμε σχεδόν, σχεδιάζοντας την επόμενη φορά που θα είναι πιο κατάλληλη. Και πάντα ...μια επόμενη φορά. Πολύ περισσότερο όταν συντελείται εκείνο του Καβάφη, ποια "μυστική βοή ... των πλησιαζόντων γεγονότων" να αισθανθούμε; Ποια να προσέξουμε; Από καιρό μη ευλαβείς, μπλεγμένοι στις μικρές συναλλαγές και τις φροντίδες. Πού να ακούσουμε μέσα στην τόση φασαρία που κάνουμε με τους εαυτούς μας;

Βέβαια, εκείνοι που θέλουν να καλπάσουν στον καιρό δεν κάνουν έτσι. Ασέλωτο κι άγριο τον καβαλάνε κι όπου τους βγάλει, συχνά, συχνότερα, σε θεαματική πτώση κι ίσως σε συντριβή. Όμως έτσι γεννιούνται οι μύθοι, οι ελπίδες και οι ανατροπές. Με τη μεζούρα των υπολογισμών και με την απουσία δεν χτίστηκαν όνειρα ποτέ και πολύ περισσότερο επαναστάσεις.

(Κι αν πάλι σας μιλώ με γρίφους και παραβολές, είναι γιατί τα γεγονότα επιμένουν να μας εκπλήσσουν, να μας ενθουσιάζουν και να μας απογοητεύουν, να μας πολιορκούν και να μας γυρεύουν απαντήσεις, κι οι τρόποι των παραμυθιών, με καλούς και με κακούς, αλλά χωρίς δράκους, είναι οι πιο πειστικοί. Κι ακούγονται πιο μαλακά, δεν προκαλούν το ασήμαντο που παίρνει ύφος σπουδαίου.)

Αίφνης, στην περιδίνηση του ραδιομεγάρου τόσες μέρες τώρα, πόσες παρουσίες και πόσες ουσιαστικές απουσίες! Πόση ενέργεια που σκορπίζεται στο σύμπαν, περιμένοντας την άλλη ευκαιρία! Και πόσοι άνθρωποι αμήχανοι, ηγέτες χωρίς σχέδιο και σχέδια χωρίς οργάνωση και ηγέτες, μια Αριστερά, σχεδόν στο όλον, που'χει αποκτήσει τη μαγική ικανότητα να εκτονώνει τους τυφώνες! Θα μπορούσαν όλα τα ελπιδοφόρα που συντελέστηκαν να έχουν πάρει άλλη τροπή, να είχαν πολλαπλασιάσει, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση, τις ελπίδες και να είχαν αυξήσει το μέγεθός μας πολύ περισσότερο. Όμως, άβουλοι και διστακτικοί, αμφιρρέποντες, δεν πιστεύουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, μας συγκρατεί η θητεία μας στις ασήμαντες διαφορές, κουλουριαζόμαστε πάλι γύρω από το σώμα μας και βρυχόμαστε με φωνή λεόντων.

Αλλά ποιος φοβάται και ποιος εμπιστεύεται -εν τέλει ποιος ακούει- εκείνους που διαθέτουν μόνο φωνή και όχι δόντια;


[δημοσιευμένο στην εφημερίδα Πριν, 30.06.13]

Μια ιστορία με κουκούλες

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Barefoot Flag]

Κυριακή, 26 Φεβρουαρίου 2012. Ο 17χρονος Trayvon Martin, ένας αφροαμερικάνος έφηβος παρακολουθεί από τον τηλεοπτικό δέκτη σπιτιού συγγενικού του προσώπου αγώνα, όπου πρωταγωνιστεί η «σπυριάρα». Το σπίτι βρίσκεται στο Sanford, μια μικρή πόλη στα προάστια της Florida. Το Sanford έχει 55.000 κατοίκους, το εν τρίτο αυτών είναι μαύροι. Η αφήγηση της ιστορίας μας θα είναι λειψή αν δεν σημειώσουμε ότι το εν λόγω μπλοκ πολυκατοικιών ήταν συνοικία μιγάδων που φρουρούνταν από ένοπλες εθελοντικές ομάδες με σκοπό την «πάταξη της εγκληματικότητας». Στο ημίχρονο του αγώνα ο Martin θα πήγαινε στο συνοικιακό περίπτερο να αγοράσει παγωμένο τσάι και καραμέλες Skittles.

Έβρεχε. Ο Martin φορούσε την κουκούλα του και μιλούσε με το κινητό του τηλέφωνο στην κοπέλα του. Επιστρέφοντας στο σπίτι δολοφονήθηκε. Όταν η αστυνομία ήρθε το φούτερ του ήταν ποτισμένο με αίμα και η κουκούλα παρέμενε στο κεφάλι του. Πυροβολήθηκε από τον George Zimmerman ένα «wanna-be» μπάτσο. Ο 28χρονος Zimmerman -με λευκό πατέρα και Λατίνα μητέρα- έχοντας μαζί του ένα αυτόματο πιστόλι Kel-Tec 9 χιλιοστών εκτελούσε χρέη πολιτοφύλακα.

Από την τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο Zimmerman με το αστυνομικό κέντρο ανέφερε ότι ακολουθούσε ένα παράξενο μαύρο τύπο, ο οποίος φορούσε κουκούλα και πιθανώς ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Ο ισπανόφωνος πολιτοφύλακας κάλεσε το 911 για να τον ακούν, ώστε να έχει άλλοθι την ώρα που κυνηγούσε τον Martin. Ωστόσο, στην καταγεγραμμένη τηλεφωνική επικοινωνία με τα «κεντρικά» της αστυνομίας ακούγεται ξεκάθαρα ο Zimmerman να ψιθυρίζει στον εαυτό του «…Αυτά τα κωλοτρυπίδια… Πάντα βρίσκουν τρόπο να ξεφύγουν…», ενώ σε μια νέα αποστροφή του λόγου του χαρακτηρίζει τους αφροαμερικάνους «γαμημένους νέγρους».

Η Mary Cutcher σε δηλώσεις της στην εκπομπή του Anderson Cooper στο CNN ανέφερε ότι εκείνο το βράδυ ήταν στην κουζίνα του σπιτιού της και έχοντας ανοιχτό το παράθυρο άκουσε ήχους κλαψουρίσματος να έρχονται από τον δρόμο, όχι όμως βροντώδη αναφιλητά, ήχοι που έμοιαζαν με κλαψουρίσματα ικεσίας, έπειτα ακολούθησε ο ξερός και απότομος κρότος ενός πυροβολισμού. Ο Zimmerman υπερασπίσθηκε τον εαυτό του υποστηρίζοντας πως ήταν σε άμυνα, καθώς σύμφωνα με τα λεγόμενα του ο Martin του επιτέθηκε με πέτρες τραυματίζοντας τον στο πρόσωπο. Ο Zimmerman ως «νόμιμος» πολιτοφύλακας έκανε χρήση του νόμου Stand Your Ground, ο οποίος αναφέρει ότι: «Ο πολίτης που δεν εμπλέκεται σε παράνομη δραστηριότητα και ο οποίος δέχεται επίθεση βρισκόμενος σε οποιοδήποτε σημείο όπου έχει δικαίωμα να βρίσκεται, δεν έχει την υποχρέωση να υποχωρήσει και έχει το δικαίωμα να παραμείνει στο έδαφος του/της και να αντιμετωπίσει τη βία με βία, συμπεριλαμβανόμενης της θανατηφόρου εάν βέβαια αυτός/αυτή δικαιολογημένα θεωρήσει ότι είναι αναγκαίο να το πράξει για να αποτρέψει τον θάνατο ή σοβαρή βλάβη στη σωματική ακεραιότητα στον ίδιο ή σε άλλο ή τον εξαναγκασμό σε διάπραξη κάποιου κακουργήματος.» Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι ο πυρήνας του συγκεκριμένου νομοθετήματος κρύβεται σε μια παλιά αγγλική νομική σκέψη, σύμφωνα με την οποία το Σπίτι Μου είναι το Κάστρο Μου. Συνέπεια όλων αυτών ήταν ο Ισπανόφωνος μακελάρης, ο οποίος είχε μητρώο για διάφορες επιθέσεις και βίαιη συμπεριφορά να μην συλληφθεί, καθώς στην αρχή αφέθηκε ελεύθερος εκμεταλλευόμενος την ποινική νομοθεσία της Florida.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι μια νομοθεσία που σου επιτρέπει να συμπεριφέρεσαι ως ο απόλυτος «νταής της γειτονιάς» σε συνδυασμό με τη γενικευμένη οπλοκατοχή μαθηματικά οδηγεί σε παρόμοια περιστατικά. Το συγκεκριμένο όμως έλαβε την δημοσιότητα που του άρμοζε στις ΗΠΑ. Διαδηλώσεις στο Sanford αλλά και σε άλλες πόλεις, συλλογή εκατομμυρίων υπογραφών που ζητούν την σύλληψη του αρχηγού του τοπικού τμήματος Neighbourhood Watch, George Zimmerman, προεκλογικές δηλώσεις από υποψηφίους Ρεπουμπλικάνους με αφορμή τη δήλωση του Barack Obama ότι «…Αν είχα γιο θα έμοιαζε με τον Trayvon…». Ακόμα, μια σειρά ενεργειών από παίκτες του NBA που στην πλειοψηφία τους ήταν αφροαμερικάνοι έδειξε ότι τουλάχιστον τα πολλά εκατομμύρια δολάρια δεν τους έκαναν να ξεχάσουν τα ανοιχτά γήπεδα, όπου οι περισσότεροι διαμόρφωσαν το στυλ παιχνιδιού τους, εν τέλει δεν ξέχασαν τα γκέτο στα οποία μεγάλωσαν.

Την αρχή έκανε ο Dwayne Wade που ανέβασε στην σελίδα του στο Facebook και στο λογαριασμό του στο Twitter μια φωτογραφία με κουκούλα στο κεφάλι και χαμηλωμένο βλέμμα, συνοδευόμενη από τις λέξεις «hoodies» (σ.σ. τα φούτερ με κουκούλα), «stereotype» και το όνομα «Trayvon Martin». Κατά τη διάρκεια της ημέρας η ομάδα των Miami Heat αποφάσισε να λάβει δράση, οργάνωσαν λοιπόν μια ομαδική φωτογράφιση φορώντας όλοι τους κουκούλες. Αυτό που σκάρωσαν ήταν απλό, ωστόσο το μήνυμα έφτασε στους παραλήπτες του. Η φωτογραφία έκανε τον γύρο του κόσμου μέσω του ιντερνέτ και των social media. Ο Lebron James ανεβάζοντας την εικόνα στο λογαριασμό του στο Twitter πρόσθεσε τα hashtags «We are Trayvon Martin», «Hoodies», «Stereotyped» και έκλεισε με το «We Want Justice». Από την φωτογραφία απουσίαζε ο Mike Miller ο μοναδικός λευκός παίκτης της τότε ομάδας των Heat, καθώς ήταν τραυματίας και δεν ακολούθησε την αποστολή στο Detroit. Στο συγκεκριμένο αγώνα οι δυο super star των Heat έγραψαν στα sneakers τους «RIP Trayvon Martin», για την ιστορία οι Heat επιβλήθηκαν των Pistons με 88-73. Επίσημα οι Heat με μια γλυκανάλατη ανακοίνωση τους υπογράμμισαν ότι «οι καρδιές μας χτυπούν για την οικογένεια και τους αγαπημένους ανθρώπους του Trayvon Martin, αλλά και όσους εμπλέκονται σε αυτή την τραγική ιστορία. Στηρίζουμε τους παίκτες και ελπίζουμε ότι η εικόνα τους και η εικόνα της ομάδας μπορεί να πάρει μέρος σε ένα εθνικό διάλογο που θα βοηθήσει την ανάρρωση της χώρας». Οι ανακοινώσεις αλληλεγγύης προς της οικογένεια του Trayvon και καταδίκης της ρατσιστικής βίας όμως δεν σταμάτησαν στην επίσημη ανακοίνωση των Heat, καθώς η Ένωση παικτών του NBA (NBPA) με γραπτή τοποθέτηση της απαιτούσε την σύλληψη του George Zimmerman, εγκαλώντας παράλληλα τον διοικητή της αστυνομικής διεύθυνσης του Sanford, Bill Lee για παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος και φυλετική προκατάληψη, εξαιτίας της μη σύλληψης του δολοφόνου. Επίσης, πέραν του αναμενομένου ήταν και οι NBAers που πόσταραν φωτογραφίες με κύριο γνώμονα την κουκούλα αφήνοντας σημειώσεις εναντίωσης στην ρατσιστική βία, παίκτες όπως ο Carmelo Antony, o Amare Studemaire, ο οποίος κατάγεται από την Florida και -ένας από τους καλύτερους point gurd που πάτησε ποτέ το πόδι του σε γήπεδο- ο Steve Nash συγκαταλέγονται στην λίστα.

Τελικά, η εισαγγελέας Angela Corey άσκησε δίωξη στον Zimmerman για ανθρωποκτονία, τη στιγμή που άπαντες είχαν χάσει τα ίχνη του και το Νέο Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων τον είχε επικηρύξει. Αυτά που ακολούθησαν δεν προκαλούν εντύπωση. Ο Zimmerman προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποδείξει ότι είναι αθώος παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως θύμα. Μάλιστα έδωσε στο φως της δημοσιότητας «πειραγμένες» εικόνες με ματωμένο το πρόσωπο του, ενώ διάφοροι ακροδεξιοί σκαλίζοντας το παρελθόν του Martin «αποκάλυπταν» τις αποβολές που είχε στο σχολείο και τη μια φορά που βρέθηκε πάνω του ένα σακουλάκι με ίχνη μαριχουάνας. Η ουσία είναι ότι το γεγονός αυτό λειτούργησε ως υπενθύμιση. Το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ δεν λύθηκε ποτέ και μάλιστα στα γκέτο των αμερικάνικων μητροπόλεων είναι ολοένα πιο έκδηλο. 


[δημοσιευμένο στο τεύχος 11 του περιοδικού Humba!]

ΜΕ ΕΝΑ ΠΟΔΙ

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Δομιανού]

σε ένα κεντρικό πάρκο της πόλης, στα χορτάρια, κάθεται μια οικογένεια τσιγγάνων, τρώνε και πίνουν και γελάνε δυνατά. τους κοιτάω και σκέφτομαι ότι αυτός είναι ένας πολιτισμός που εμείς χάσαμε. πάει. τελείωσε. φινίτο. γεια.

//

στην μέση του ίδιου δρόμου, ένα περιστέρι είχε χτυπηθεί, του έλειπε ένα πόδι, τα φτερά δεν λειτουργούσαν. το είδα από μακριά να κάνει προσπάθειες να φτάσει στην διάβαση. προχωρούσε δέκα εκατοστά ανά λεπτό. τα αυτοκίνητα στην αρχή κόβανε ταχύτητα κάνανε ελιγμούς, μέχρι που ένας οδηγός έκανε την μαγική κίνηση και απλά πέρασε από πάνω του/άρεσε σε όλους τους άλλους/κάνανε το ίδιο/ένα δύο αυτοκίνητα το πήρανε ξώφαλτσα. άναψε το φανάρι και πήγα και το πήρα, όχι γιατί είμαι ευαίσθητος/να πάει να γαμηθεί η παγκόσμια ειρήνη, το ακούμπησα στα χορτάρια των τσιγγάνων. του άξιζε ένα καλύτερο τέλος. μπορεί να το έτρωγε μια γάτα/ένας σκύλος/κάτι, δεν ξέρω τι στο διάολο. θα ήταν καλύτερο από το να πεθάνει μπρος στα βλέμματα ηλιθίων που προσομοίωναν πάνω στο περιστέρι, αυτό που κάνουν στη ζωή τους. περνάνε από πάνω μας. με ανοικτά τα ραδιόφωνα. στα αρχίδια τους. τρώμε σφαλιάρες και μας φωτογραφίζουν. μην χάσουν χρόνο. τα megapixel της βίας.

//

είναι κάτι απογεύματα που νοιώθω πως ό,τι κάνω είναι μάταιο. όλα είναι μάταια. παλεύω με τον εαυτό μου να του αποδείξω ότι δεν είναι. είναι μια meta κατάσταση. δεν παλεύεις για το αυτονόητο. παλεύεις για να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι αυτό που κάνεις για το αυτονόητο, δεν είναι μάταιο.

//

σχεδόν τρεις η ώρα τη νύχτα, στην μέση ενός μαγαζιού, ο Σ., ο Φ. και εγώ, μεθυσμένοι/πολύ μεθυσμένοι/στα ηχεία μπέλλου/εμείς μιλάμε για τον the boy, λέει ο Σ. πως του αρέσει αλλά έχει μείνει στο δύο χιλιάδες οκτώ, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά και να βγάζει ερωτικό δίσκο. τον κοιτάω, τους κοιτάω και τους δύο και σκέφτομαι πόσο τους αγαπώ, πως είναι από αυτούς που με άφησαν στα χορτάρια και πόσο πολιτική πράξη είναι να βγάζεις έναν ερωτικό δίσκο το δύο χιλιάδες δεκατρία. μάλλον η μεγαλύτερη. καμία ματαιότητα.

//

η μεγαλύτερη μου φαντασίωση είναι πως βγαίνω στην μιχαλακοπούλου, και στο βάθος του εξαφανισμένου ορίζοντα βλέπω τον ηλία να έρχεται χαμογελαστός με την κίτρινη μπουλντόζα του.

 

[δημοσιευμένο στο combustions.tumblr.com]

Οι σημειώσεις ενός σόλοικου #2 – Άλμα εις Ύψος

E-mail Εκτύπωση PDF

[του FivosV]

«Το άλμα εις ύψος δεν είναι παρά ένα πολύ δύσκολο άλμα εις μήκος, μόλις λίγων εκατοστών.»

 Αφιερωμένο στον Η.Π.

Είναι ακόμα Σεπτέμβρης.

Αυτή τη βδομάδα φεύγω πολύ αργά απ’ τη δουλειά. Τόσο αργά που δεν βρίσκω νόημα να γυρίσω σπίτι. Τριγυρνάμε με τα παιδιά κάθε βράδυ προσπαθώντας να ξαναανακαλύψουμε την Αθήνα. Αν με ρωτήσεις, δεν θυμάμαι να σου πω σε ποια μέρη βγαίναμε δυο μήνες πριν. Το πάμε από την αρχή. Το καφετί χρώμα των κοριτσιών και οι γυμνασμένοι τους κώλοι είναι ακόμα νωποί στη μνήμη μας. Σα μπογιά. Βγαίνουμε έξω, να μας φυσήξει λίγο ο αέρας μπας και στεγνώσουμε. Να φύγει αυτό το μαλακισμένο καλοκαίρι από πάνω μας.

Βρίσκω τους άλλους σε ένα καινούριο μαγαζί στη Σολωμού, μια τρύπα κοντά στη Τζορτζ. Τσιπουράδικο. Ή ρακάδικο. Τέτοιου τύπου μαγαζί τελοσπάντων, που πουλάνε αυτή την αηδία. Απομονωμένο. Αρκετά μακριά απ’ τη βουή της πλατείας. Πιο κοντά στους χρήστες που στοιβάζονται Πατησίων και Στουρνάρη. Σχεδόν ακούω τις βελόνες να τρυπούν χέρια, πόδια και γεννητικά όργανα.

Καθώς πίνω τη πρώτη γουλιά απ’ τη μπύρα μου, παρατηρώ πιο κάτω έναν ξερακιανό, σκυφτό τύπο, να προχωράει βιαστικά, κάπως ανήσυχος. Από το κάθετο στενό εμφανίζεται μια αγέλη από γυμνόστηθα παιδιά. Φοράνε όλοι τις μπλούζες τους στο πρόσωπο σα μάσκες. Οι πιο πολλοί κρατάνε σίδερα ή μαδέρια. Ο ξερακιανός τύπος, ξέροντας ότι δεν μπορεί να ξεφύγει, κάθεται μες στη μέση του δρόμου. Ελπίζει ότι θα περάσει κάποιο αμάξι και κάπως θα τη γλιτώσει. Φυσικά δεν έχει καμία ελπίδα.

Ένα τεράστιο μαδέρι προσγειώνεται στη πλάτη του και τον ρίχνει κατευθείαν κάτω. Εκεί, αγκαλιά με την άσφαλτο, κουλουριασμένος, δέχεται καρτερικά το ξύλο που τρώει χωρίς να αμύνεται. Θα έλεγες ότι έχει πέσει για ύπνο. Προσπαθεί μόνο να προστατεύσει το κεφάλι με τα χέρια του. Μεγάλο λάθος. Θυμάμαι τα λόγια του Γ. εκείνο το βράδυ στη Σύρο που μου έλεγε: «όταν ξέρεις ότι δεν θέλουν να σε σκοτώσουν, τα χέρια στη κοιλιά, όχι στο κεφάλι. Εκτός αν θέλεις να χέζεις αίμα για μέρες».

Αυτό που ακολουθεί δεν είναι ξύλο. Πιο πολύ μοιάζει με χορογραφία. Όπως έχουμε σηκωθεί όλοι και κοιτάμε, νομίζω θα πεταχτεί ο Στάνλεϊ πίσω απ’ τον σκουπιδοτενεκέ και θα σκηνοθετήσει το Κουρδιστό Πορτοκάλι νο2.

Είναι πάνω του γύρω στα 6 με 7 άτομα.  Ο πιο ψηλός σηκώνει αργά το πόδι του όσο πιο πολύ μπορεί και μετά το κατεβάζει με ορμή πάνω στον ξαπλωμένο. Κρατάει το τέμπο.

Γκντουπ, κεφάλι. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ, πάλι στο κεφάλι. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ πλευρά. Εδώ σίγουρα κάτι έσπασε. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ, γεννητικά όργανα. Σηκώνει το πόδι.

Γκντουπ, πόδια.

Οι υπόλοιποι τον βαρούν με ό,τι κρατάνε στα χέρια τους. Στη πλάτη κυρίως. Μαδέρια, σίδερα, μάρμαρα, όλα βρίσκουν τέλεια εφαρμογή σ’ αυτή τη πλάτη. Τον σαπίζουν στο ξύλο.

Ο μαγαζάτορας, λίγο φοβισμένος, μας ζητάει να κάτσουμε κάτω.

Νομίζω ότι έχω υπνωτιστεί. Έχω μαγευτεί. Οι μπουνιές και οι κλωτσιές διαδέχονται η μια την άλλη αρμονικά, σαν στίχοι από κάποιο ξεχασμένο αμανέ. Μέσα σε ένα μόλις λεπτό, όσο κρατάει να διαβάσεις ένα ποίημα, συμπτύχθηκε μπροστά μας όλη η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αυτού του τόπου.

Ταυτόχρονα θυμάμαι εκείνο το Σάββατο, πρωί Κυριακής, που είχαμε καταλήξει με τον Μ. στη Βρεσθένης για να πιούμε μια τελευταία μπύρα και να ακούσουμε λίγο Στράτο Διονυσίου πριν πάμε για ύπνο. Συζητούσαμε για το τι μορφή θα μπορούσε να έχει η τέχνη σε ένα μεταποκαλυπτικό (sic) περιβάλλον και λέγαμε ότι δεν θα μπορούσε να είναι ακόμα γλυπτά, λέξεις και installations. Να, του λέω, θα μπορούσε να είναι αυτό. Και του έδειξα τρία παιδιά έξω από το μαγαζί που είχαν πιάσει έναν τύπο και τον κοπανούσανε στο οδόστρωμα. Τον είχανε κάνει μπλε. Αίματα σε όλη τη μούρη. Μετά είχαμε βγει έξω. Εκείνη τη στιγμή έπαιζε το Mexican των Babe Ruth κι όπως λαμπύριζαν οι σταγόνες απ’ το αίμα πάνω στην άσφαλτο και στο βάθος έβγαινε ο ήλιος απ’ τη μεριά της Ηλιούπολης, ήταν το πιο όμορφο ξημέρωμα. Το είχαμε βγάλει και φωτογραφία.

Η αγέλη έχει σταματήσει πια να κοπανάει τον αβοήθητο τύπο. Ανεβαίνουν τη Σολωμού. Εμείς έχουμε μείνει ακόμα όρθιοι. Κοιτάμε μέχρι να βεβαιωθούμε ότι ο τύπος είναι ακόμα ζωντανός. Με τα χίλια ζόρια σηκώνεται και κατηφορίζει προς την Πατησίων. Περνάει από μπροστά μας ένας πιτσιρικάς με ένα μαδέρι στο χέρι. «Καθίστε παιδιά, δεν τρέχει τίποτα».

Δεν μπορεί κάτι τόσο περιεκτικό όσο μια σκηνή ωμής βίας να μην είναι τέχνη κύριε Watson. Δεν είναι κάτι που μου αρέσει, αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι εξηγεί τα πάντα γύρω μου. Τα εξηγεί σε ένα άλλο επίπεδο. Όπως η Γκουέρνικα εξηγεί τον Ισπανικό Εμφύλιο. Ή το Underground εξηγεί τον Γιουγκοσλαβικό. Όπως εκείνο το βράδυ που τρία παιδιά με πλάκωσαν στις μπουνιές για να μου πάρουν το κινητό, κατάλαβα τόσα πολλά.

Ένα απόγευμα του καλοκαιριού διάβαζα ξανά το Σιντάρτα του Έσσε. «Η αλήθεια που μπορεί να εκφραστεί με λόγια είναι πάντοτε μισή» γράφει κάπου. Συμφωνώ. Βαρέθηκα να διαβάζω λέξεις αγχωμένες από το βάρος της ερμηνείας. Έχω κουραστεί πια να διαβάζω κείμενα γαλήνια, ήρεμα. Σαν μακρινός συγγενής στη κηδεία. Συλλυπητήρια, καφεδάκι, σοκολατάκι και ένα ταξί να γυρίσουμε πίσω στα ΚΤΕΛ. Κείμενα λες και έχουν γραφτεί μόνο και μόνο για καλό κάρμα. Όπως χαϊδεύουν οι Κινέζοι τον Βούδα στη κοιλίτσα του για να τους φέρει τύχη. Οι συγγραφείς τους ίπτανται 100 μέτρα πάνω από το έδαφος και παρατηρούν την καταστροφή από κει ψηλά ξύνοντας το πηγούνι τους. Και δεν μιλώ μόνο για τους αρθρογράφους των καλών οικογενειών και των Βορείων Προαστίων, που βουτηγμένοι βαθιά μέσα στο ιδεολογικό τους Truman Show, δείχνουν με το δάχτυλο τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, ενώ δίπλα τους ανάβει το πούρο του ο γιος κάποιου τυχαίου λαμόγιου. Μιλώ και για σένα που πατάς στο έδαφος και ανασαίνεις πλάι σε όλες τις ανάσες. Για σένα που νοσταλγείς ακατάληπτα σαν τον τσόγλανο του Αγγελάκα. Νοσταλγείς τα χρόνια που η άμμος της Αμοργού ήταν πιο άσπρη ή τα κορίτσια πιο μπλαζέ ή ο ήλιος πιο λαμπερός. Αηδίες. Σταμάτησες να διακρίνεις την ομορφιά γύρω σου. Δεν θα εμφανιστεί ο Βακαλόπουλος από το πιο πάνω στενό να σε βάλει μέσα στη καπαρντίνα του και να σου πει ότι «το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν». Είναι αργά τώρα πια.

Έχω πάρει και δεύτερη μπύρα. Ο Χ. μετά από μια μικρή σιωπή λέει: «πάντως, αν ο τύπος ήταν έμπορος, δεν ξέρω αν διαφωνώ με αυτό που του έκαναν».

Μας έχουν μετατρέψει όλους σε δικαστές. Όλοι γύρω μου διακατέχονται από μια εφηβική αγωνία και αναρωτιούνται αν πρέπει ή όχι να καταδικάσουν τη βία. Βλέπω παντού ενοχικούς ανθρωπάκους να χτυπάνε αόρατα σφυράκια πάνω σε αόρατα έδρανα. Πώς να καταδικάσω κάτι τέτοιο; Κάτι τόσο ενστικτώδες; Αυτό που το 1600 κάτι ένα πανέξυπνο αρχίδι ονόματι Χομπς ονόμασε homo homini lupus; Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος κύριε Watson. Πως θα ανέπνεα χωρίς τη κοφτερή κατάνα που βλέπω στα όνειρά μου; Τι θα ήταν ο Αντώνης χωρίς το ξίφος του; Ο Τόρου Οκάντα χωρίς το ρόπαλο του μπέιζμπολ, ο Νίκο(ς) χωρίς το μαχαίρι του, ο Αλέξανδρος χωρίς το τσεκούρι του; Πως θα κοιμόμαστε; Πως θα εξαφανίζαμε τους εφιάλτες μας;

Διαβάζω παντού κάτι διανοητικά τζετ-σκι ταξίδια τύπου Κολόμβου. Βρίσκουν Αμερικάνους και τους βαφτίζουν Ινδιάνους. Η ζητούμενη ερμηνεία εξουσιάζει τα γεγονότα. Η ανάγκη για μια εξήγηση εδώ-και-τώρα τυφλώνει ακόμα και το πιο κοφτερό βλέμμα. Παίρνουν ένα σύστημα που αποτελείται από ανθρώπους και του προσδίδουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά (!), για να εφαρμόσουν μετά κάτι στρουκτουραλιστικές ψυχαναλυτικές θεωρίες του κώλου. «Ο Έλληνας έχει βραχεία μνήμη» ή «αν χτυπήσεις δύο Έλληνες με λίγο χυμό ροδάκινο στο μπλέντερ, φτιάχνεις δημοκρατία». Το μόνο που ξέχασες -γαμιόλη- είναι ότι ο στρουκτουραλισμός ήταν πολύ αποδοτικός όταν μελετούσες πρωτόγονες φυλές του Αμαζονίου. Ποια δύο άκρα; Τώρα έχουμε χιλιάδες άκρα. Ο Βασίλης, η Ντίνα, η Ιωάννα, ο Γιώργος, ένα άκρο ο καθένας. Μια φυλή του Αμαζονίου ο καθένας. Κι εσύ συνεχίζεις με τον «ορθό λόγο» σηκωμένο σα πέος, υπνωτισμένος μες στον ορθολογικό σου πριαπισμό να προσπαθείς να εξηγήσεις έναν κόσμο που είναι ανορθόδοξος. Και επίσης, πάρα πολύ όμορφος.

Η πραγματικότητα μου βαράει μπουνιές και δεν μ’ αφήνει να μεθύσω. Αφήνω τα παιδιά, παίρνω ένα ποτήρι ρακή και πάω μέσα. Είναι μέσα μια παρέα Ικαριώτες και παίζουν κάτι ξεχασμένα ρεμπέτικα, με ένα ξεκούρδιστο τετράχορδο και μια κιθάρα. Πίνω την αηδία και τους ακούω μπας και αδειάσει το κεφάλι μου. Αναρωτιέμαι αν είμαι ακόμα ικανός να διακρίνω την ομορφιά γύρω μου. Και ω του θαύματος, ναι. Στέκεται στο βάθος μια μελαχρινή κοπέλα με τις φίλες της. Με κοιτάει κατάματα σα να μου ζητάει να της τα πω όλα για τότε και που. Το βλέμμα της έχει κάτι διαπεραστικά ζεστό λες και καίνε μέσα της κάρβουνα. Θέλω να γίνω τόσος δα, να ξαπλώσω να ξεκουραστώ μέσα στα μάτια της. Μου χαμογελάει. Μετά γυρνάει και με μια απίστευτη φυσικότητα φιλάει στο στόμα τη φίλη της. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφες είναι οι λεσβίες. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφος είναι ο κόσμος πριν τον ερμηνεύσουμε. Πριν τον φορτώσουμε με τόσες λέξεις.

Έρχονται μέσα και οι υπόλοιποι. Λέμε μαλακίες, γελάμε, σχολιάζουμε, αγαπιόμαστε λίγο ακόμα. Είναι ώρα να φύγω.

Αντί επιλόγου

Ο ταξιτζής είναι ιδιαίτερα ομιλητικός. Σαν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής, μιλάει περί ανέμων και υδάτων κι εγώ σαν ακροατής που δεν μπορώ να αλλάξω σταθμό.

«Ζέστη σήμερα».

Αμήχανος, γυρίζω να δω αν είναι κάποιος στο πίσω κάθισμα. Όχι. Μιλάει σε μένα.

«Ναι», του λέω μέσα από τα δόντια μου.

«Καλά είναι. Όσο αργήσει ο χειμώνας τόσο καλύτερα. Δεν υπάρχουν λεφτά για πετρέλαιο».

Πονάνε τα χέρια μου. Κοιτάω τις παλάμες μου και συνειδητοποιώ ότι έχουν γίνει γροθιές. Εκείνη τη στιγμή πατάει απότομα φρένο. Ένα περιστέρι περνάει ξυστά απ’ το παμπρίζ.

«Κοίτα ρε το μαλακισμένο. Ακόμα και τα περιστέρια φρίκαραν σ’ αυτή τη χώρα και προσπαθούν να αυτοκτονήσουν».

Περιμένει να γελάσω. Έχω αρχίσει να ζαλίζομαι. Κοιτάω έξω κάπου μακριά και ανασαίνω βαριά. Περνάμε απ’ τη πλατεία Βάθη. Αρχίζει να βρίζει. Δεν καταλαβαίνω τι τον έχει ενοχλήσει. Κάποιοι μετανάστες μάλλον. Κλείνω τα μάτια μου και γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω.

Όπως είμαι με κλειστά τα μάτια, φαντάζομαι τον ταξιτζή να αποκλίνει από την πορεία προς το σπίτι μου. Μετά από κάποια ώρα σταματάει σε ένα έρημο στενό, αφήνει τη μηχανή αναμμένη, βγαίνει έξω παραπατώντας, βρίσκει μια γωνία λίγο πιο πέρα και ψοφάει σα το σκυλί. Βγαίνω αργά απ’ το αμάξι, κάνω τον κύκλο, κάθομαι στη θέση του οδηγού και πηγαίνω σπίτι μου.

Πρέπει να κοιμήθηκα το πολύ δύο λεπτά. Ανοίγω τα μάτια. Με έχει λούσει κρύος ιδρώτας. Κοιτάζω δίπλα μου και βλέπω κάτι τρομερό.

Ο καριόλης ζει ακόμα.


[δημοσιευμένο στο deepstuff.gr]

ΒΙΔΙΤΣΕΣ (Once a hooker always a hooker)

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Άρη Μαραγκόπουλου]

Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Εμφυλίου στην Ελλάδα υπήρξε, οπωσδήποτε, η συμπαγής ιδεολογική περιχαράκωση: η απώθηση κάθε σκέψης, στάσης, δράσης του αντιπάλου ως a priori ολέθριας για τον τόπο και η υπεράσπιση κάθε σκέψης, στάσης, δράσης αντίθετης σ' αυτήν, ως a priori σωτήριας για τον τόπο.

Το πώς λειτουργεί η παλαιοαριστερή τυφλή περιχαράκωση είναι γνωστό: το ΚΚΕ έκανε και κάνει πάντα ό,τι καλύτερο μπορεί προς σ' αυτή την κατεύθυνση. Το Κόμμα είχε και έχει πάντα δίκιο. Το ίδιο γνωστό είναι πώς λειτουργεί και η φασιστική περιχαράκωση των νεοναζί: η τυφλή βία είχε και έχει πάντα δίκιο.

Σήμερα όμως παρατηρείται μια νέου τύπου περιχαράκωση, που εκτρέφεται, συντηρείται, εκπορεύεται από διαφορετική πλευρά του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου: από φιλομνημονιακούς opinion makers, συγγραφείς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, διαδικτυακούς σχολιαστές κ.ά. και, δι' αυτών, εξαπλώνεται ως γάγγραινα σε αμαθή, αφελή, απολίτικο κόσμο: κυρίως σε όσους μέχρι την κρίση αδιαφορούσαν ηγεμονικά για τα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Η σε βαθμό τυφλότητας υπεράσπιση του μνημονίου από αυτή την "πνευματική" (και "πνευματώδη") ομάδα των, μέχρι πρότινος αδρανών έως αμέτοχων στα κοινά και τώρα όψιμα "ενεργών" διανοουμένων, αποκτά βαθμιαία τα χαρακτηριστικά ιδεολογικής περιχαράκωσης με όρους και τεχνικές εμφυλίου πολέμου: λυσσαλέα συκοφαντία, λεκτική βιαιότητα, εχθρική έως ανήθικη συμπεριφορά κατά του "αντιπάλου" και μαζί έκδηλο οπαδικό μίσος, καμία ανοχή προς τη σκέψη του άλλου και μαζί αδυναμία δημοκρατικού διαλόγου, μονολιθική εμμονή ως προς τον "κακό" Άλλο, δηλ. τον αντιμνημονιακό Άλλο της Αριστεράς – τον οποίο, αυτή η εμφυλιοπολεμική ομάδα των opinion makers, σταθερά καταδικάζει, σταθερά λοιδωρεί, σταθερά υβρίζει, σταθερά συκοφαντεί, ως τον αποκλειστικό, ως τον μόνο υπαίτιο όλων των δεινών της χώρας και περίπου ως το μόνο εμπόδιο στην όποια "σωτηρία" της.

Το πράγμα ορισμένως έχει καταντήσει γελοίο και γελοία είναι η εποχή μας χωρίς αντίρρηση: απέναντι σ' ένα απίστευτα ξενόδουλο-κατασταλτικό κράτος που κλέβει, καθυβρίζει, ντροπιάζει τον πολίτη, που τον οδηγεί στον αργό, βασανιστικό θάνατο με κάθε δυνατό τρόπο· απέναντι σ' έναν εκσυγχρονισμένο φασισμό άγριας αλαζονείας και εκτεταμένης προσβολής της κοινωνίας, απέναντι σε μία συνθήκη όπου οποιοσδήποτε μη ευνοημένος εκ του μνημονίου, δηλαδή το 90% τουλάχιστον του πληθυσμού, θεωρείται / κατηγοριοποιείται αυτομάτως ως δυνάμει "εχθρός του λαού", το να εμφανίζεται μια (ψευδο)ιντελιγκέντσια συγγραφίσκων-δημοσιογραφίσκων-παν/κών καθηγητίσκων κλπ. ως διαμεσολαβητής του εκφασισμού της δημόσιας ζωής, ναι, είναι απολύτως γελοίο αλλά είναι φυσικά και επικίνδυνο.

Για τον απλό λόγο ότι αυτοί οι διαμεσολαβητές αποτελούν τον ασφαλέστερο οδοστρωτήρα για τη διάνοιξη δρόμου προς τον εκφασισμό των απολίτικων, τώρα όμως αγανακτισμένων, συνειδήσεων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που όλοι αυτοί οι τύποι ομνύουν εσχάτως ότι ακόμα είναι αριστεροί (ή ήταν η κατακαημένη μανούλα τους, ή ο ήρωας παππούς τους) ή έστω ότι, ως "αμάρτημα νεανικό", υπήρξαν κάποτε "και αυτοί" αριστεροί, ή ακόμα, ότι ουδέποτε πραγματικά "τους συγκίνησε" η Αριστερά κλπ. Δεν είναι δηλαδή τυχαίο ότι εκφέρουν μονίμως έναν λόγο που έστω και εμμέσως παραπέμπει στην Αριστερά, ώστε να προκαλέσουν σύγχυση σ' έναν κόσμο που η κρίση τον αναγκάζει, έστω και διά της βίας, να σκέφτεται σοβαρά την αριστερή επιλογή. Παριστάνουν δηλ. ότι ασκούν κριτική από τα αριστερά, όπως π.χ. το κάνει, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, σύμπασα η "ιντελιγκέντσια" που συμπαρατάσσεται με τον λόγο της ΔΗΜΑΡ.

Υπάρχουν θεωρητικοί που χειρίζονται αυτά τα πολιτικά πράγματα πολύ καλύτερα από μένα (π.χ. ο Νικόλας Σεβαστάκης) και έχουν γράψει επανειλημμένα επ' αυτών. Κι εδώ, "σ' εμάς", άλλωστε, η Έφη Γιαννοπούλου και ο Θεόφιλος Τραμπούλης του Unfollow, η Niemands Rose, η Flora Mirabilis, ο Αριστοτέλης Σαΐνης, ο Νίκος Σκοπλάκης κ.ά. έχουν συχνά αναλύσει, με επιχειρήματα, σοβαρές όψεις του ζητήματος.

Όμως εμένα με καίει ένα, συναφές με αυτά, ζήτημα, ας πούμε, «μυθιστορηματικού» χαρακτήρα: πώς, δηλαδή, ένας μορφωμένος άνθρωπος καταφέρνει και εκγυμνάζει τη συμπεριφορά του ώστε βαθμιαία να αποκτά εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά απέναντι στον Άλλο; Πώς και γιατί ένας συγγραφέας, δημοσιογράφος, πανεπιστημιακός κλπ. γίνεται κατά περίπτωση ψεύτης, συκοφάντης, λοιδωρός, αλήτης, έως και φασίστας; Τι του χρειάζεται; Τι τον ωφελεί; Πώς το μπορεί;

Σκέφτομαι πολύ καιρό τώρα και καταλήγω: προφανώς δεν θα είναι τόσο δύσκολο. Μπορείς, ακόμα κι αν δεν έχεις όσα εκείνοι, να ταυτίζεσαι με την τάξη εκείνων που έχουν. Μπορείς, ακόμα κι αν δεν είσαι φασίστας, να φέρεσαι ανάλογα. Για ποιον ακριβώς λόγο: επειδή η όποια ανάγκη σου να υπάρξεις ως κατιτί, μια βιδίτσα της εξουσίας (που, βεβαίως, εσύ το θεωρείς σπουδαιότατο αλλά οι πολλοί ανάξιο σημασίας) είναι για σένα μεγαλύτερη από τη δικαιοσύνη των επιχειρημάτων, μεγαλύτερη από τη δημοκρατική ηθική του διαλόγου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Φυσικά, για όλα υπάρχει κάποιο τίμημα. Αυτή η υπαρκτή οντολογική ανάγκη σου, που εκπορεύεται ευθέως από την ταξική σου θέση και συνιστά τη θεμελιώδη στάση στη ζωή σου, για να ικανοποιηθεί οφείλει να θυσιάσει ένα (σημαντικό για τους πολλούς αλλά ανάξιο για σένα) πράγμα: την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό, τη συνέπεια με κάποιες αρχές. Και το θυσιάζει αυτό το αστείο πραγματάκι, ο θλιβερός διανοούμενος της πεντάρας, το θυσιάζει εύκολα, το πετάει στην αγοραία Αγορά, γίνεται ακόμα και τηλεοπτική γλάστρα ή αντηχείο της αρχαίας Ευρώπης του διαφωτισμού – που είναι περίπου το ίδιο, αφού και οι δύο στάσεις κατατείνουν, έστω και από διαφορετική διαδρομή, προς τον ίδιο πόθο: να πραγματωθεί το ταξικό κατιτί σου, η βιδίτσα που θέλεις να είσαι στην φτωχή επαρχιακή εξουσία της περιφερειακής ασήμαντης χώρας.

Από το σημείο αυτό έως το να διαθέσεις τον εαυτό σου κανονικά στην υπηρεσία της αυταρχικής θεσμικής εξουσίας το βήμα είναι πολύ μικρό. Η εξουσία χρειάζεται "κουλτουριάρικα" φερέφωνα όπως εσύ, κι εσύ πάλι χρειάζεσαι το χρίσμα, τη ζεστή "αγκαλιά" της εξουσίας.

Υπάρχουν τέτοιες ανάγκες, τέτοιοι δυστυχισμένοι "διανοούμενοι" άνθρωποι, τέτοιες αθλιότητες. Πάντα υπήρχαν. Τον καιρό του ογδόντα και του ενενήντα αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι λοιδωρούσαν ανενδοίαστα όποιον έβαζε ζητήματα ιστορικής μνήμης, θέματα πολιτικής συνείδησης, θέματα κοινωνικής ουτοπίας και οραμάτων στη δουλειά του: τον παρουσίαζαν ως εξωτικό προϊόν, ως ανόητο ρομαντικό, ως περιθωριακό του λόγου. Έριχναν στο αστείο, κατά κανόνα στο χύδην αστείο, κάθε σοβαρή, δηλαδή πολιτική προσέγγιση των πραγμάτων – και ευφραινόταν και διασκέδαζε και γελούσε ο κόσμος μαζί τους με τις δημόσιες τοποθετήσεις τους, με τα δημόσια γραπτά τους, με τον δημόσιο μεταμοντέρνο λόγο τους, επειδή με τους γελωτοποιούς σε εύκολους καιρούς γελάνε οι πάντες.

Τώρα, όμως, το χύδην χιούμορ, η αυθάδης παρατήρηση, το ευφυές σχολιάκι, ακόμα και η κατά κόρον αναγωγή στις ανθρωπιστικές αξίες της γερασμένης Ευρώπης, δεν πείθουν όπως παλιά. Γι' αυτό και τώρα ενεργοποιείται άλλο όπλο: το Ψέμα.

Συνηθίζεις να πιστεύεις στα καθ' υπαγόρευση ψέματα, όπως άλλοι συνηθίζουν στον κοινωνικό φόβο ότι θα χάσουν «τα κεκτημένα τους» αν δεν υπακούσουν, αν δεν συναινέσουν, αν δεν υποταγούν στη βαρβαρότητα. Όσο περισσότερα ψέματα της Εξουσίας μηρυκάζει, τόσο μεγαλύτερη ασφάλεια αισθάνεται το ανυπεράσπιστο / απαίδευτο υποκείμενο του κοινωνικού φόβου. Όμως, σκέφτομαι, το ίδιο ακριβώς πρέπει να συμβαίνει και με τον οργανικό διανοούμενο: όσο περισσότερα ψέματα τεχνηέντως διασπείρει, τόσο περισσότερο αισθάνεται απαραίτητη "βιδίτσα" του συστήματος, συστατικό του κομμάτι. Αυτό, στην πραγματικότητα, είναι μια ψευδαίσθηση, όμως, πριν αυτή προλάβει να διαλυθεί, νέα ψέματα έρχονται να ενισχύσουν τα πρώτα. Προσθέτοντας ψέματα πάνω στα ψέματα οικοδομείς βαθμιαία μια δυναμική ερζάτζ συνείδηση. Με αυτή την ελαστική συνείδηση, το μεν απαίδευτο υποκείμενο του κοινωνικού φόβου μπορεί θαυμάσια να γίνει από χαφιές έως χρυσαυγίτης φονιάς, ο δε εκπαιδευμένος διανοούμενος, ένας Γκέμπελς σε ατομική συσκευασία, – ανοίγοντας τον δρόμο για να γίνουν χαφιέδες και χρυσαυγίτες φονιάδες οι άλλοι.

Πόσο όμως αντέχει κανείς να ζει έτσι; Μέσα στο διαρκές, δόλιο ψέμα; Πόσο "ήσυχα" τελικά κοιμάται αυτή η ερζάτζ συνείδηση, αυτός ο μικρός Γκέμπελς; Πόσο "ασφαλής" μπορεί να νιώθει κανείς όταν η οντολογική / ταξική του ανάγκη οικοδομείται σε αρμούς κοινωνικού ψέματος; Ούτε ήσυχα νιώθει ούτε ασφαλής. Γι' αυτό και σιγά-σιγά μεταλλάσσεται σε παχύδερμο κτήνος: όταν η δολιότητα, η κακοβουλία, η συκοφαντία γίνονται συστατικά του βίου σου ως πολίτη, βρίσκεσαι ένα βήμα, μόλις ένα βήμα πριν την Τύφλωση.

Με ανάλαφρο ευφραδή σχολιασμό για τα πιο καθημερινά θέματα, ώστε να αμβλύνεται η κρισιμότητά τους, π.χ. για τους μετανάστες, για τις καταλήψεις, για τις απεργίες, για τη "βία των δύο άκρων", για το παραμικρό ζήτημα που μοιάζει να διασαλεύει τη μνημονιακή τάξη, σε επάλληλα στρώματα διασπείρεται προς κάθε κατεύθυνση, και προς πάντα αποδέκτη, ένα δόλιο Ψέμα. Συγκροτείται έτσι βαθμιαία ένας νέου τύπου δωσιλογισμός στον οποίο, άπαξ και αρχίσει να ενδίδει κάποιος, περιχαρακώνει αμετάκλητα τη συνείδησή του. Τίποτε δεν τον εμποδίζει πια. Καμία συνείδηση, καμία μόρφωση, καμία καλλιέργεια. Παχύδερμο με δημόσιο λόγο. Οι άλλοι, οι πολλοί, είναι εχθρός του. Παχύδερμο μηρυκαστικό. Βιδίτσα.

Ομολογουμένως, δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο στον κόσμο από τη συκοφαντία. Δεν μπορείς εύκολα να την πολεμήσεις κατά μέτωπο. Το ξέρουμε από πολύ παλιά αυτό. Ο Λουκιανός σ' ένα πολύ γνωστό του κείμενο (Περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή) εξηγεί ότι αιτία της συκοφαντίας είναι η άγνοια και ο φθόνος. Είναι αλήθεια. Αιτία της εμφυλιοπολεμικής συκοφαντίας των οργανικών διανοουμένων είναι η άγνοια, με την έννοια ότι ο λόγος τους βρίσκει εύκολα έδαφος στις ανίδεες πολιτικά συνειδήσεις που είναι εθισμένες στον κοινωνικό φόβο. Ναι, και ο φθόνος: της εξουσίας, που βιδίτσα της σκοτώνονται να γίνουν οι ίδιοι.

Αλλά και η συκοφαντία δεν είναι ανίκητη, έχει κι αυτή κάτι να τρέμει: μην διαρραγεί κάποια στιγμή, σαν χρηματιστηριακή φούσκα, το ψέμα του συστήματος και αποκαλυφθεί ο δωσιλογισμός που η νέα πολεμική τάξη υπαγορεύει στους διανοούμενους γκεμπελίσκους. Ναι η Ιστορία μάλλον περιμένει στη γωνία αυτούς τους πνευματώδεις συκοφάντες. Κι εκεί τα πράγματα θα είναι κομματάκι δύσκολα γι' αυτούς. "Once a hooker always a hooker", λένε οι αμερικάνοι, αλλά δεν συμφωνώ. (Επειδή υπάρχουν καταπληκτικές εξαιρέσεις στον κανόνα.) Συμφωνώ όμως απόλυτα στο: άπαξ πουλημένος, για πάντα πουλημένος.


[δημοσιευμένο στα facebook notes του Α.Μ.]

μια γραβάτα που δεν πνίγει

E-mail Εκτύπωση PDF

[του el Romandante]

Ο μεγάλος κρατά το πλακάτ που συνθηματολογεί "έξω οι νεοναζί". Αναρωτιέμαι πόσα θα ξέρει για τους ναζί, πόσα θα πρόλαβε να μάθει στο σχολείο ή για πόσα θα είχε χρόνο να του μιλήσει ο πατέρας του. Ο μικρός πάλι, κρατά ένα μπαλόνι στο χέρι, πόσο πιο συμβατό με την ηλικία του και με αυτό που είναι σε θέσει  να εγγράψει στη άγουρη συνειδητότητά του!

Η προσπάθεια να κατανοήσουν, φαντάζομαι, θα είναι τιτάνια. Ένας θάνατος: πρόωρος, ξαφνικός, βίαιος. Το μίσος: ρατσιστικό, εκδικητικό, στοχευμένο. Η διάκριση ενάντιά τους. Η διαφορετικότητά τους που βίαια γίνεται ένοχη. Το χρώμα τους. Η θρησκεία τους. Τα ελληνικά τους και το θράσος να είναι η δεύτερή τους γλώσσα. Η διαφορετική τους προφορά. Η ίδια τους η ταυτότητα. Το ποιοι είναι. Η ίδια τους η ύπαρξη. Είναι τόσα πολλά για μια τέτοια μικρή ηλικία που αναρωτιέμαι αν θα μπορέσουν να είναι σε θέση να επιτρέψουν ξανά στους εαυτούς τους τα όνειρα.

Και ο πατέρας τους, αυτός που ενδεχομένως να βλέπουν ελάχιστα μέσα στη μέρα, και που όταν επιτέλους βρίσκονται μαζί να χρειάζεται να υποκύπτουν στην ασυνείδητη υποχρέωση να γίνονται εκείνοι οι προστάτες του στο καθεστώς του τρόμου και της βίας, αυτός ο πατέρας τούς φόρεσε αυτή τη μέρα, του πένθους μα και της αλληλεγγύης, τα καλά τους, ο μεγάλος με το κοστουμάκι του και τη γραβάτα, το κοστούμι των τριών κομματιών, με το γιλέκο από μέσα, ο μικρός.

Σαν να πηγαίνουν σε γιορτή.
Λαμποκοπώντας αξιοπρέπεια.


[δημοσιευμένο στο stahtikaiburberry.blogspot.gr]

Δεν Είναι Φασισμός Αυτό

E-mail Εκτύπωση PDF

[του mao]

Είναι μια ποπ, φολκλόρ, φθηνή, και γι αυτό viral, εκδοχή του που κατασπαράσσει καθημερινά κάθε είδους πεδίο συζήτησης και συμβολισμών. Έρχεται, με τη φόρα του στερημένου από σύμβολα, αξίες, υπηρεσίες και αγαθά καταναλωτή, να ισοπεδώσει και να κατακυριεύσει όσα για χρόνια νομίζαμε πως είχαμε θεμελιώσει γερά πάνω στην Αστειευόμενη Δημοκρατία μας. Διότι περί ανέκδοτου πρόκειται, όταν το πολίτευμα μας διαθέτει και συντηρεί θεσμούς μόνο κατ' επίφαση και όχι με νόμους, τήρηση των συνταγματικών κανόνων και δικαιωμάτων και πολιτειακή συνείδηση, αλλά με ευκαιριακές, πελατειακές και αντιδημοκρατικές πρακτικές. Στην πραγματικότητα έχουμε θεμελιώσει μόνο τις τρύπες που αυτό το επικοινωνιακό σκοτεινό ποτάμι έρχεται να γεμίσει με ορμή. Άλλωστε μέσα στις τρύπες χάσκουν, με ανοιχτά τα στόματα και έτοιμοι να χορτάσουν, συνηθισμένοι σε σκουπίδια, όλοι οι προδωμένοι και στερημένοι καταναλωτές και πελάτες που σπαράζουν για τη δόση τους. 

Μη ξεχνάμε πως στις περιφερειακές καπιταλιστικές κοινωνίες σαν τη δική μας, η υπερκατανάλωση φορτίζεται με μεγαλύτερο πάθος και περίσσευμα επιθυμίας, καθώς οι καταναλωτές παλεύουν με φθόνο να αποδείξουν σε ευατούς και αλλήλους την καταλληλότητα και τη δυνατότητα τους να αποκτήσουν, να υπάρξουν ως ίσοι, αν όχι καλύτεροι, με τα κέντρα που ορίζουν τους κανόνες και το περιεχόμενο της κατανάλωσης. 

Μέσα σ' αυτό το ανταγωνιστικό τοπίο, οι συμβολισμοί φορτίζονται περισσότερο καθώς Το Θέαμα, η πηγή και ταυτόχρονα το προϊόν των αναφορών, συγκροτείται υποχρεωτικά τόσο από τις δανεικές εικόνες των Προμηθευτών (Δύση) όσο και μέσα από τις τοπικές πολιτισμικές αναφορές των Πελατών (Ανατολή). Αυτός ο σημειολογικός αχταρμάς, βούτυρο στο ψωμί κάθε  στοιχειωδώς ευφυούς λαμόγιου, πολικάντη, διαφημισταρά, έμπορα, καναλάρχη, εργολάβου έχτισε με γοργούς ρυθμούς μια ντόπια αγορά υπηρεσιών, αγαθών αλλά και συμβόλων/συμβολισμών, που [σχιζοειδή στη φύση τους και στις αναφορές τους (δύση-ανατολή)] ήρθε η ώρα να μας εκδικηθούν. Τα σύμβολα στερημένα από περιεχόμενο και πραγματική υπόσταση, γίνονται τα εργαλεία του ποπ-φολκλόρ φασισμού που έρχεται να συσταθεί και να θριαμβεύσει μέσα από υπεραπλουστευτικές εξηγήσεις και παράλογα, αν όχι παρανοϊκά, επιχειρήματα. Ο ποπ φασισμός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να καταδεικνύει την κενότητα περιεχομένου, να προσπαθεί νευρωσικά (σαν τα τικ του κασιδιάρη) να επαναπροσδιορίσει τα κακοποιημένα από όλους μας σύμβολα, αναζητώντας περιεχόμενο και αναφορές στις πιο σκοτεινές πλευρές της πολιτισμικής παράδοσης και ιστορίας μας. 

Απέναντι στο διεθνισμό της κατανάλωσης και την παγκοσμιοποίηση του νοήματος που μας "πρόδωσε" με την έλευση της κρίσης, ανασύρεται μια ελληνικότητα πρωτόγονη, θεοσεβούμενη, εθνικιστική και υστερική, μια ελληνικότητα που για να υπάρξει βρίζει, κλωτσά και κακοποιεί οτιδήποτε την πρόδωσε στερώντας της την ίση με τον υπόλοιπο ευημερή κόσμο υπόσταση. Ουρλιάζει για να διαφοροποιηθεί από την ανατολίτικη της (εξίσου σημαντικής ιστορικά) πλευρά της, αναδύοντας κάθε είδους ρατσισμό και απέχθεια απέναντι στη Νέμεση του κύματος μεταναστών που προσέκρουσε στο γεωπολιτικό λιμενοβραχίονα της Ευρώπης. Τσουβαλιάζει κάθε είδους Άλλο και Διαφορετικό ως εχθρούς της, μας αποσπά πανεύκολα και θριαμβευτικά το δικαίωμα του προσδιορισμού μας και οικειοποιείται με εντυπωσιακή επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα κάθε πεδίο κοινωνικής ή πολιτικής σύγκρουσης. Το ποπ είναι εύκολο, είναι άμεσο και ανήκει στον καθένα. Θα έπρεπε να το είχαμε μάθει τόσα χρόνια καταναλώνοντας κάθετι που μας σέρβιραν τα Μέσα και η Αγορά. 

Η τελευταία σύγκρουση στην (υπέροχη σημειολογικά) Ιερά Οδό αποτελεί ένα κομβικό στιγμιότυπο. Η αστική κοινωνία, η ελίτ της πολιτισμικής διαχείρισης και κατανάλωσης, ήρθε για πρώτη φορά σε ευθεία σύγκρουση με τον ποπ φασισμό. Μέχρι τώρα οι συγκρούσεις αφορούσαν σε μικροαστικές περιπέτειες φτωχοδιαβόλων και μεταναστών, σε γειτονιές και τόπους που οι εικόνες τους ανέκαθεν γέμιζαν σελίδες και πεντάλεπτα ρεπορτάζ μιας κάποιας στέρησης και υστέρησης (από την ευμερία, την κατανάλωση, την πρόοδο), τηρώντας τα προσχήματα της ισότητας στο Θέαμα αλλά και τις ισορροπίες στην νομή του. Τώρα όμως ένα θέατρο γίνεται η σκηνή της σύγκρουσης (τι σημειολογικό θαύμα και αυτό!) και οι αστοί νιώσαμε, αλλά κυρίως *είδαμε* στην κεντρική σκηνή του Θεάματος, την ανάσα του φασισμού στο σβέρκο μας (κάποιοι όπως ο @manolis, την ένιωσαν κυριολεκτικά…).

Δεν είναι όμως φασισμός. Δεν βρισκόμαστε στην Ευρώπη των εθνών-κρατών. Δεν βρισκόμαστε στις απαρχές του 20ου αιώνα. Δεν υπάρχουν τα ίδια γεωπολιτικά παιχνίδια (αυτό μάλλον ελέγχεται..). Δεν είμαστε οι ίδιες σε μέγεθος και ιδιότητες μάζες που ήταν απαραίτητες για την επικράτηση του. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε το ρολόϊ της ιστορίας πίσω και να διαγράψουμε το έκτρωμα του ναζισμού, της Τελικής Λύσης, το Ολοκαύτωμα. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε.  

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί δυνητικά να προκύψει ως φασισμός. Κάθε άλλο. Το μόνο που μπορεί να σταθεί πραγματικά ανάμεσα στην ποπ εκδοχή του και τον πολιτικό του εφιάλτη είναι η Πολιτική. Μια Πολιτική που οφείλουμε να ομολογήσουμε *όλοι* ότι δε ξέρουμε ποιά και πως είναι. Είναι η Πολιτική Που Δε Μάθαμε, το Δέντρο Που Πληγώναμε. Είναι υπόθεση όλων μας και κυρίως όλων όσων μέχρι τώρα επιλέγαμε να καταναλώνουμε και όχι να ορίζουμε τα σύμβολα και το περιεχόμενο που μας πρόσφεραν. Είναι η Πολιτική στα πιο απίθανα μέρη της ύπαρξης μας, στις ανθρώπινες σχέσεις, στις προσωπικές μας στιγμές, στον τρόπο που σκεπτόμαστε και πράττουμε στις πιο απλές καθημερινές μας λειτουργίες. Δεν υπάρχει αριστερά, δεξιά και κεντρώα μοναδική λύση ή συνταγή σε αυτές τις γωνιές. Δεν υπάρχει χρόνος να ωριμάσουν οι συνθήκες. Δεν υπάρχει χώρος για την αβάσταχτη ελαφρότητα του ποπ φασισμού.


[δημοσιευμένο στο maotv.posterous.com]

Επαναλήψεις

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Γιώργου Μίχου]

Δεν υπάρχει τίποτα που να κάνει η επιφάνεια της δημοσιότητας και να μην είναι μια εν πολλοίς εκχυδαϊσμένη επανάληψη κάποιας συμπεριφοράς των ποιητών της γενιάς του 30. Επίγονοι επιγόνων, όλο και πιο μακρινά αντίγραφα ζωής, μιας ζωής με την οποία ποτέ δεν αναμετρηθήκαμε σαν επίγονοι, αλλά σαν νομάδες πρώην φτωχοί στις πόλεις, με τελευταίους τους μικρούς ποιητές του 70. Οι γιοι των θυρωρών της ζωής της Γενιάς του 30, κυνηγημένοι από τους πατεράδες τους γιατί μπήκαν με βρώμικα πόδια στο χαλί της κουζίνας του αφεντικού. Με το μικρό τους σύμπλεγμα κατωτερότητας προσπάθησαν να φέρουν τη ζωή στα μέτρια μέτρα τους. Διάδοχοι της τελευταίας γεροντοκόρης που έμεινε στη στείρα φαμίλια, πλαστογράφησαν συμβόλαια για να πάρουν την ιδιοκτησία του σπιτιού να το γκρεμίσουν και με τον κομπλεξικό τους φίλο εργολάβο να δώσουν στα μάτια μας τη μετριότητα της ανάγκης των πρώην φτωχών, που είναι ευνουχισμένοι μπανιστηριτζήδες της ζωής των αστών. Οι πιο πλούσιοι από αυτούς, εκτελούν χρέη άρχουσας τάξεως. Το ιδιο ακαλλιέργητοι από επείγοντες χρόνους το ίδιο άθλιοι, σε φυγή μέσα τους από την Ιστορία, με ήθος νταβατζή που του τέλειωσαν οι πουτάνες και βγάζει στο κλαρί τα παιδιά του και τη μάνα του.

Πάμε, είπε ο Στράτης, αυτό δεν είναι τόπος.
Ας ελπίσουμε οτι θα τον κάνει τόπο η ερχόμενη καταστροφή.


[δημοσιευμένο στο giorgosmixos.blogspot.gr]

Η εξουσία της γνώσης

E-mail Εκτύπωση PDF

[του ΚΙΜΠΙ]

Να’ μαστε πάλι εδώ, Βέρα. Δηλαδή, να ’μαι, γιατί εσύ δεν ξέρω πού είσαι. Γενικώς είσαι αλλού, κι εγώ είμαι αλλού, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας μας. Εσύ γιατί στο σώμα σου γίνεται η αναπόφευκτη βιολογική επανάσταση της εφηβείας, εγώ γιατί ζω την ήττα και του σώματος και της επανάστασης.

Την προηγούμενη φορά σου μίλησα για τον πόλεμο των άλλων εναντίον μας. Απέκρυψα, όμως, επιμελώς τον άλλο πόλεμο που σε απασχολεί. Τον καθημερινό μας εμφύλιο, μέσα στο σπίτι. Τα εν οίκω μη εν δήμω, θα μου πεις.

Αιτία του πολέμου μας είναι- τι άλλο; - το σχολείο. Υποδυόμουν πάντα τον πατέρα που θα εμβολίαζε, τάχα, το παιδί του με γερές δόσεις αμφισβήτησης και θα ενθάρρυνε κάθε αντιεξουσιαστική του έξαρση. Στην πράξη είμαι ένας πατέρας όπως όλοι. Οι φράσεις που ακούς πιο συχνά απ’ το στόμα μου είναι «διάβασε», «μην κάθεσαι», «έχεις τελειώσει τα μαθήματα;», «τι βαθμός είναι αυτός;», κι όλες οι προστακτικές κι ερωτήσεις - σύμβολα της γονεϊκής μου εξουσίας. Μου ανταποδίδεις τα πυρά με εκρήξεις οργής, με τις δικές σου προστακτικές - «παράτα με!», «κόφ ’το»- και δηλώσεις αυτονομίας, «θα διαβάσω όποτε θέλω». Οι εκρήξεις εναλλάσσονται με αφοπλιστικές ερωτήσεις, «τι τα χρειάζομαι τα αρχαία, την ιστορία, τα μαθηματικά, αν γίνω κομμώτρια;». Κι εγώ πρέπει να καταπνίξω τα μεγαλεπήβολα όνειρα κάθε γονιού που φαντάζεται το παιδί του λαμπρό επιστήμονα, διάσημο συγγραφέα ή αστέρα της τέχνης, και να υπερασπίσω με πάθος το δικαίωμα της κομμώτριας, του υδραυλικού, του ντελιβερά στην Οδύσσεια, στην άλγεβρα, στη μουσική. Σε όσα συνθέτουν το σχολικό σύμπαν γνώσης.

Δεν είμαι διόλου πειστικός. Γιατί δεν έχω πειστεί κι εγώ ο ίδιος αν όλα αυτά συνθέτουν πράγματι μια στέρεη γνώση που μπορεί να ανταγωνιστεί ή να συμπληρώσει τα εκατομμύρια πληροφοριών που βομβαρδίζουν το μυαλό σου μέσα από τα ραδιοτηλεοπτικά κύματα ή το Διαδίκτυο.

Τότε προστρέχω στον Μπρεχτ. Στο δικό του «εγκώμιο στη γνώση». Σου απαγγέλλω: «Μάθαινε και τ’ απλούστερα/ Γι’ αυτούς που ο καιρός τους ήρθε/ ποτέ δεν είναι αργά/ Μάθαινε το α β γ, δεν σου φτάνει, μα εσύ να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί! Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις/ Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία!/… Ότι δεν ξέρεις ο ίδιος/ Καθόλου δεν το ξέρεις!/ Έλεγξε το λογαριασμό/ Εσύ θα τον πληρώσεις! / Ψάξε με τα δάκτυλα κάθε σημάδι! /Ρώτα, πώς βρέθηκε αυτό εδώ./ Εσύ πρέπει να πάρεις την εξουσία!»

Με κοιτάς απορημένη. Η αδιόρατη γοητεία που εκπέμπει η ποίηση παραμερίζει τον θυμό. Η απορία παραμένει. Τι σε νοιάζει εσένα η εξουσία; Όλοι αυτοί που νέμονται την εξουσία - του κράτους, της οικονομίας, της πληροφορίας, της ίδιας της γνώσης- τι ακριβώς κατάφεραν εκτός από το να μετατρέψουν τον κόσμο σε ένα ζοφερό, ανασφαλές, εμπόλεμο ενδιαίτημα της ανθρωπότητας; Σείουν στα μούτρα μας τα σχοινοτενή βιογραφικά τους, με βαρύγδουπους τίτλους σπουδών, ηχηρές ακαδημαϊκές καριέρες στα LSE, στα MIT και στα Harvard, πετυχημένες θητείες στα ευαγή ιδρύματα του καπιταλισμού, στις επιχειρήσεις που ρυθμίζουν τις ανάγκες μας, το τι θα δανειστούμε, τι χρωστάμε, τι θα πάρουμε, πόσο θα δουλέψουμε. Η γνώση τους, οι απόλυτες αλήθειες τους για τη «δημιουργική δύναμη της αγοράς και του ανταγωνισμού», που με θρησκευτικό φανατισμό εφαρμόζουν εδώ και δεκαετίες, μας έχουν εξοκείλει στην πιο επικίνδυνη ρότα από την εποχή του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Άρα;

Άρα, Βέρα μου, αυτοί οι άνθρωποι, μπορεί να ’ταν ξεφτέρια στον Όμηρο, να παίζαν στα δάχτυλα την άλγεβρα ή την κβαντική φυσική (θα μάθεις αργότερα γι’ αυτήν), πήραν γνώση με το τσουβάλι, αλλά δεν πήραν ίχνος από τη σοφία της. Πέρασαν και δεν κόλλησαν. Ο Οδυσσέας μέτρησε είκοσι χρόνια πολέμου με εχθρούς, με θεούς, με τη φύση, αλλά όλη του η έγνοια ήταν ο νόστος, ο ειρηνικός επίλογος ζωής στο νησί, στη φαμίλια του. Όλη η γνώση του κόσμου, από το πρώτο άναμμα της φωτιάς μέχρι την αποστολή του Discovery στον Άρη, από τον Όμηρο μέχρι τον Μουρακάμι, σε μια σοφία καταλήγει: πρέπει να τελειώνουμε με την προϊστορία του πολέμου και του ανταγωνισμού. Πρέπει εσύ, εγώ, εμείς να πάρουμε την εξουσία, για ν’ απαλλαγούμε μια για πάντα απ’ αυτήν. Κι είναι απίθανο να συμβεί χωρίς να ανακτήσουμε αυτή την αρχαία, εξοβελισμένη, ανθρώπινη σοφία.

Θα μου πεις: τι χρειάζονται οι κανόνες τονισμού, η αντιμεταθετική ιδιότητα ή οι Περσικοί Πόλεμοι γι’ αυτό; Δεν ξέρω αν χρειάζονται όλα. Αλλά, αρκετά απ’ αυτά είναι κομμάτια του τεράστιου πάζλ της αλήθειας που όσο περισσότερο μας αποκαλύπτεται, τόσο περισσότερο μας απελευθερώνει από τα δεσμά της άγνοιας, της πλάνης και της εθελοδουλίας.

Μάθε τα πάντα, αμφίβαλλε για όλα, Βέρα. Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Αυτήν ακριβώς που απεχθάνεσαι.

 

[δημοσιευμένο στο περιοδικό ΜΟΝΟ, 14.02.12 και στο kibi-blog.blogspot.com]

Σελίδα 2 από 5

περασμένα

Powered by mod LCA


δικά μας παιδιά
μπανανιώτης
δούλος
τορπίλα
στελής
φραντζής
κεσίσογλου
τσαλαπάτης
καλόρ

αρτόπουλος
λάρυγγας
ζουλ
βάαλ
κουλίδου
πλεημπό
μαρκ
βαγκ

διαβάζω

αεροζόλ
βίτα

βυτίο
δομιανός
ζακού
κίμπι

κκμοίρης
κόμπαλους
κουροσάβα
κουσίδης
κώστασνικ
λένιν
λοστμπόντις
μαραγκόπουλος
μαριονέτες
μόμεντ
μότορας
μπουρλέσκ

ξόδεμα
ολντμπόη
παιδί

πετεφρής
πορτατίφ
πουλής
ραδιοσοσιάλ
ρικούδης
ρομαντάντε
σάηλεντ

σαραντάκος
σκύλος
σοφιστής
σραόσα
στεφανίδης
τάλως
τέκιτσαν
φαιακία
χανδρινός
χασοδίκης


ρεμβάζω

γκρεπάλτ
καπράνος
κέρκυρα

κιλο
κινηματογράφοι
κούβα
μεγαλαϊκό
μίχος
μήνυμαλ
μιούταντ
μισιρλούδες
ντεμοντέ
ουλαλούμ
πόφπα
ραδιομπάμπλ
ρεντφλεκτέρ
σινέ7
τζαζαθήνα
χουανέγκρο

φώντας

σπάω πλάκα
άναλ
αντιστασέφ

βαψομαλλιάδες
ηλιθιότητα
καλυψώ
κουλούρι
κραμμπρουλέ
μαλάκας
σούπερκαλτ
στρουγκ
φίλοι
φώντας

παίζω μπάλα
αστέρας
βαρκελωνισμοί
σομπρέρο
χούμπα

 

βρίσκομαι
βρισκόμαστε

γειτονιές
βοτανικός
δρακόπουλου
ελαία
εξάρχεια
εργατολέσχη
ερνέστο
εξπόντιουμ
κερατέα
κουζίνα
λαμπηδόνα
μπάουμστρασε
νέα σμύρνη
πλουμί
πλους
πολύτεχνο
στρούγκα
ταξίδι
φιλαδέλφεια