blog



εγώ σε πιστεύω

E-mail Εκτύπωση PDF

[του πορτατίφ]

πάλι δεν έβγαλες στην έξοδο το φλας που έλεγες εκεί στη γέφυρα στο φάληρο να φύγεις να χαθείς σε μίαν έρημο, σε κάτι ευκίνητο, μεταβλητό κι ίσως ιπτάμενο, κάτι που θα σε ρουφήξει μέσα του και θα σε ξεράσει γυμνό bowie στο the man who fell to earth _

γυρνάς πάλι στο στέρεο μοντέρνο σπίτι και δεν υπάρχει λίγη κάπνα να σου θολώσει τα γυαλιά όπως μπαίνεις, ενώ στο μυαλό σου έχει βεντουζάρει μια εικόνα: μια κολλημένη παλάμη σ' ένα σκυμμένο κεφάλι, γιατί δεν είναι η φτώχεια μαλάκα μου, είναι η κατήφεια της πόλης που την κάνει απεγνωσμένη, η κακομοιριά της, η γονατίλα της _

γεμίζεις ένα ποτήρι με νερό, ξανά μια κολλημένη παλάμη σ' ένα σκυμμένο κεφάλι στον πάτο του ποτηριού που γράφει ικεα και ξαφνικά έρχονται εκείνα τα δευτερόλεπτα που το σώμα σου γίνεται ακριβώς εκείνο το βάρος που δεν μπορείς να σηκώσεις _

λίγα γραμμάρια νερού στο δεξί χέρι, κάτι τάλιρα που σε βαραίνουν στη τσέπη ε, χάνεται η φυσική, χάνεται εκείνη η αυτονόητη υπερδύναμη που μέχρι πριν λίγο δεν ήξερες καν οτι την ασκείς για να κρατιέσαι κάθε μέρα όρθιος _

τώρα τα χέρια σου αρχίζουν να πέφτουν, το κεφάλι σου αν δεν είχες λαιμό θα είχε χωθεί στο στομάχι, τα πόδια σου σχηματίζουν γωνία, χωρίς καμιά αντίσταση σωριάζεσαι στο πάτωμα όμως δεν λιποθυμάς γιατί δεν πρόκειται για κάτι κινηματογραφικό _

δεν υπάρχει τοίχος να κάνει την πτώση σου γοητευτική, σωριάζεσαι στο πάτωμα άτσαλα, χωρίς προφανή λόγο -καμιά αλήθεια δεν έχει προφανή λόγο- έχεις ανοιχτά τα μάτια μα δεν αναρωτιέσαι, σου φαίνεται απολύτως φυσικό, δεν έχεις τίποτα να περιμένεις από αυτό τον κόσμο _

βλέπεις τα ρυάκια του νερού να κυλάνε με ορμή και ν' απλώνονται στο πλακάκι λες και το προγραμμάτιζαν χρόνια να το σκάσουν, σκέφτεσαι τις αναβολές και τις αρνήσεις, πόσες δικαιολογίες για σκασμένα λάστιχα, για πεθαμένες γιαγιάδες, το είχα στο αθόρυβο, όχι δε μου λείπεις καθόλου και τέτοιες μικρότητες ανθρώπων μιας επαρχιακής πρωτεύουσας που μισεί την επαρχία και μυρίζει κλεισούρα, ναφθαλίνη, πλαστικές πράσινες κρεμάστρες, χαλασμένα βίντεο μέσα στις ντουλάπες _

βρίσκεσαι ακόμα κάτω, τα ρυάκια σταμάτησαν την πορεία της φυγής τους, ούτε κι αυτά κατάφεραν να αποδράσουν, ανασυντάσσεσαι, φτύνεις ένα κομμάτι γυαλί από το στόμα σου με λίγο αίμα πάνω, μπορεί και να ήταν δόντι, μπορεί και η αριστερή αμυγδαλή σου ή και γιατί όχι, μπορεί να είχες καταπιεί τον πρωινό ήλιο, όλα σου φαινόντουσαν πιθανά εκείνη την ώρα, ακόμα και να σταθείς στα πόδια σου _

σηκώθηκες στα γόνατα και μπουσουλώντας πήγες και κλείστηκες στη σκοτεινή ντουλάπα του δωματίου σου να ψάξεις με τις ώρες, είπες, σε ποια τσέπη είχες αφήσει κάτι σπίρτα από παλιά _

εγώ σε πιστεύω _

'Boy Lights Fire' / pyro-triptych

David Lynch

[δημοσιευμένο στο toportatif.blogspot.com]

φράχτης

E-mail Εκτύπωση PDF

[του kkmoiris]

Οι άνθρωποι είναι μπερδεμένοι. Βλέπουν έναν τοίχο απέναντι και δεν ξέρουν, δεν είναι σίγουροι, αν τον έφτιαξαν αυτοί οι ίδιοι ή σιγά-σιγά τον χτίσαν άλλοι, δουλεύοντας σιωπηλά τις νύχτες,  όσο αυτοί κοιμόντουσαν, αρρώσταιναν, δούλευαν, πίναν, ταξίδευαν, πέθαιναν, τρώγαν ή κάναν έρωτα. Σιωπηλά τις νύχτες. Για να μην ενοχλήσουν τους ανθρώπους που χτίζαν τον φράχτη.

Εκτός από μπερδεμένοι, είναι και φοβισμένοι. Βλέπουν έναν τοίχο απέναντι και δεν ξέρουν, δεν είναι σίγουροι, τι υπάρχει πέρα απ’ αυτόν. Αν δηλαδή τα δεινά τους θα τους συντροφεύουν στην από δω πλευρά ή τα χειρότερα κρύβονται από πίσω.

Στους απελπισμένους έχω πίστη. Σ’ εκείνους που οι υπερθετικοί του καλού και του κακού, τους είναι αδιάφοροι, ασήμαντοι, ανύπαρκτοι, κενοί νοήματος και ουσίας. Έχω πίστη σ’ εκείνους τους πεινασμένους που θα ψάξουν να βρουν λίγα ψιχουλάκια ελπίδας ακόμη κι αν χρειαστεί να γκρεμίσουν το φράχτη με τα νύχια τους, αφήνοντας κομμάτια από τη σάρκα τους, απ’ την ψυχή τους την ίδια πάνω του. Σαν strange fruits, που ‘λεγε και η Billie.


[δημοσιευμένο στο amancalledkkmoiris.wordpress.com]

Ο σκηνοθέτης των "από κάτω"

E-mail Εκτύπωση PDF

[της Αιμιλίας Καραλή]

Πόσα αλήθεια απ’ όσα μάθαμε από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο μπορούν να χωρέσουν σε ένα σημείωμα με αφορμή το θάνατό του; Μόνο ίσως η αλήθεια για το τι σήμαινε το έργο του για όλους εκείνους που δεν μπορούν ακόμη να πιστέψουν πώς η «πηγή του ποταμού στέρεψε», πώς το «λιβάδι» έπαψε πια να «δακρύζει».

Στο έργο του μπορεί κανείς να δει –αν θέλει, αν μπορεί, αν είναι έτοιμος και πρόθυμος– μια μεγάλη ποίηση. Δεν αναφέρομαι απλώς στην ιδιαίτερη ποιητική των εικόνων του, στον ελλειπτικό και επιγραμματικό λόγο του, στη μουσικότητα των σκηνών του. Αναφέρομαι κυρίως στο ότι στις ταινίες του αποτυπώνεται το πώς «ποιείται» η ιστορία και το πώς οι άνθρωποι «ποιούν» την ιστορία.

Ο Θόδωρος έζησε, όπως έλεγε και ο ίδιος, στους μεγάλους θυμούς της ιστορίας. Η κατοχή, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι δικτατορίες, η προσφυγιά (κυρίως η εσωτερική προσφυγιά), οι μεταναστεύσεις, τα επαναστατικά οράματα και οι ματαιώσεις τους, η αλαζονεία της εξουσίας και ο έρωτας αποτελούν το υλικό που μεταπλάθει στις ιστορίες που κάθε φορά αφηγείται. Όλα τα προηγούμενα όμως αξιοποιούνται μέσα από τις ζωές των απλών ανθρώπων, αυτών που βιώνουν τις ιστορικές ανατροπές, είτε προκαλώντας τες είτε βιώνοντας τις συνέπειές της.

Στο έργο του πρωταγωνιστούν «καταστάσεις» ανθρώπων: ούτε «τύποι», ούτε «χαρακτήρες». Το βίωμα, το ιστορικό βίωμα που διαμορφώνεται μέσα από την καθημερινή ζωή μεταπλάθεται σε εικόνα, συντίθεται σε μουσική, συμπυκνώνεται σε λόγο. Ο Αγγελόπουλος είναι ο σκηνοθέτης των «από κάτω». Και ο τρόπος που διαρθρώνει τα πλάνα του μνημειώνει τη ζωή τους σε εικόνες - σύμβολα της ανθρώπινης ιστορίας.

Γι’ αυτό και η καθημερινότητα αποτελούσε πάντοτε το υλικό του έργου του. Είχε τη δυνατότητα να ζει και να παρατηρεί τη ζωή, των άλλων και τη δική του, μέσα σε αυτήν και ταυτοχρόνως σε απόσταση από αυτήν. Η διαδρομή με το λεωφορείο, η παρακολούθηση της επικαιρότητας, οι συζητήσεις με τους γύρω του, η μελέτη των εφημερίδων αποτελούσαν αφορμές για να τροφοδοτηθεί ο καλλιτεχνικός του στοχασμός και να μεταπλαστεί σε πλάνο της ταινίας του.

Θυμάμαι τη διήγησή του για το υλικό στο οποίο στηρίχτηκε η περίφημη σκηνή του γάμου στην ταινία του Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991). Δύο ήταν οι πρωτογενείς του εμπειρίες. Η μια ήταν μια είδηση από τη Γαύδο στις αρχές του ’70. Είχε πεθάνει στο νησί κάποιος, αλλά δεν υπήρχε παπάς για να ψάλει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Οι καιρικές συνθήκες ήταν δύσκολες και δεν μπορούσε να πάει ο ιερέας από την Κρήτη απέναντι για να λειτουργήσει. Έτσι έστησαν το φέρετρο στο λιμάνι της Γαύδου και ο παπάς από την Κρήτη απέναντι έψαλε την ακολουθία «στέλνοντάς» τη στην προκυμαία του νησιού όπου βρισκόταν ο νεκρός. Η δεύτερη ήταν μια είδηση του 1990. Μετά το άνοιγμα των συνόρων Αζερμπαϊτζάν - Ιράν, άνθρωποι από τα παραμεθόρια χωριά έψαχναν να βρουν συγγενείς τους από τους οποίους είχαν χωριστεί βίαια όταν επισημοποιήθηκαν τα σύνορα μεταξύ των χωρών. Επειδή τα χρόνια είχαν περάσει, οι κάτοικοι είχαν κρεμάσει στο στήθος τους φωτογραφίες των συγγενών τους από την παιδική τους ηλικία για μπορέσουν να αναγνωριστούν μέσα από αυτές.

Αυτός ο παραλογισμός των τεχνητών φραγμών μεταξύ των ανθρώπων, των συνόρων που «τρελαίνουν» συναντήθηκε με μια είδηση που πέρασε στα ψιλά των ελληνικών εφημερίδων 20 χρόνια πριν. Ο Αγγελόπουλος αναδεικνύει το βάθος αυτών των καταστάσεων δημιουργώντας τη σκηνή στο Μετέωρο βήμα με τη νύφη από τη μια μεριά του ποταμού –φυσικού και πολιτικού συνόρου– και το γαμπρό από την άλλη. Χωρίς λόγια, μόνο τη σιωπή και το ποτάμι να ενώνει τα δυο στέφανα που έριξε ο παπάς μετά την τελετή. Για άλλη μια φορά η σιωπή και η εικόνα στον Αγγελόπουλο συνιστούν την πιο ηχηρή παραγωγή λόγου και ταυτοχρόνως την πιο έντονη πηγή συναισθημάτων.

Μα για να μεταπλαστεί το άμεσο βίωμα σε γενικευμένη εμπειρία χρειάζονταν και άλλες προϋποθέσεις. Ο Αγγελόπουλος δεν είχε μόνο ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό όραμα αλλά ταυτοχρόνως και ένα κοινωνικό - πολιτικό όραμα. Η μυθοπλασία του δεν αναδείκνυε μόνο τη στιγμή ή το γεγονός· ενέτασσε τα προηγούμενα σε μια πολιτική, δηλαδή ανθρώπινη ιστορική προοπτική. Δεν ήταν περιστασιακός θεατής ή σχολιαστής της ιστορίας, αλλά αναδείκνυε τις βαθύτερες δομές της και τους ορίζοντές της. Ποτέ οι ταινίες του δεν είχαν κάποιο συμβατικό τέλος αλλά υποδήλωναν πάντοτε μια αρχή. Γι’ αυτό και προκαλούσαν πάντοτε συζητήσεις, αμφιθυμικά συναισθήματα. Οι θεατές του έργου του άλλοτε γίνονταν «συνένοχοί» του και άλλοτε πολέμιοί του. Ποτέ όμως δεν έμεναν αδιάφοροι. Πάντοτε μας έδινε λόγο και επιλογές. Και τα προηγούμενα σχετίζονται πάντοτε με το νόημα που δίνει κάποιος και ειδικότερα ένας επαναστάτης στη ζωή του. Όπως εξάλλου έλεγε πάντοτε, η επανάσταση ήταν στοιχείο του έργου του.

Αυτή η διαδικασία διακρινόταν από μια βαθιά ποιητικότητα. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν μόνο ποιητής των εικόνων. Ήταν ποιητής με τη συμβατική χρήση του όρου. Οι αρχετυπικοί μύθοι των τραγωδιών –όχι μόνο των αρχαίων, αλλά και εκείνων που επαναλαμβάνονται ως τις μέρες μας– η δημοτική ποίηση, οι έλληνες και ξένοι ποιητές αποτέλεσαν το υπόβαθρο της δικής του ποιητικής ικανότητας. Εξάλλου αυτά τα εντοπίζουμε άμεσα και έμμεσα στα έργα του. Γνώστης της ποίησης όσο λίγοι, σφράγισε το λόγο των προσώπων του με την επιγραμματικότητα και το βάθος εκείνο που δεν διακρίνει μόνο τους ποιητές, αλλά και –κυρίως– το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα, το οποίο τους κυριεύει και γι’ αυτό το κυριεύουν. Υπάρχουν φορές που ακούγοντάς τον νομίζεις ότι αφουγκράζεσαι τον παλμό της γλώσσας να δονείται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να καταλήγει σε έκρηξη. Απελευθερώνει όλα τα συστατικά που τη συγκροτούν: Tη μνήμη, την ευαισθησία, την αγωνία, τον αγώνα, την αρμονία, τη σκληρότητα, τη μελαγχολία, το όνειρο. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε τους τίτλους των ταινιών του για να το συνειδητοποιήσουμε.

Κάθε έργο του Αγγελόπουλου ήταν μια πλήρης πολιτιστική επίθεση εναντίον όλων εκείνων που εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Ήταν πάντοτε μια πρόσκληση να αναστήσουμε ένα καινούριο συλλογικό όνειρο, να βρούμε τις λέξεις - κλειδιά που θα ξαναδώσουν το λόγο στην ιστορία και θα σταματήσουν την επέλαση της αγοράς και των απολογητών της. Το εγχείρημά του ήταν δύσκολο. Όμως όπως όλοι όσοι αγαπάνε τη ζωή, έτσι και ο Θόδωρος τρόμαζε από τις ευκολίες.

Αφομοιώνοντας τη μεγάλη κινηματογραφική παράδοση, διαμόρφωσε έναν από τους πιο ιδιαίτερους κινηματογραφικούς τρόπους. Στις ταινίες του γυρνούσαμε και συνεχώς θα γυρνάμε για να πλουτίζουμε το δικό μας τρόπο για να δούμε τον κόσμο, να τον κατανοήσουμε για να μπορέσουμε να τον αλλάξουμε. Προτού γυρίσει ένα πλάνο, προτού γράψει μια γραμμή, πάντοτε αναρωτιόταν για το νόημά τους: Tο τι καινούριο θα πρόσθετε σε ό,τι είχε ήδη κάνει, ποιους νέους δρόμους θα άνοιγε στην τέχνη του, πώς θα συναντηθεί με τους θεατές του.

Τώρα πια που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έφυγε, μένει να ξαναπερπατήσουμε τους δρόμους του, να ξαναμπούμε μέσα στα μεγάλα του πλάνα, τα τόσο ονειρικά αλλά και τόσο πραγματικά, να ξανασκεφτούμε τα όσα μας άφησε. Ας προσπαθήσουμε να βρούμε το τοπίο πίσω από την ομίχλη, ας επιμείνουμε για το ταξίδι στα Κύθηρα, ας βγάλουμε τη σκόνη από το χρόνο. Η άλλη θάλασσα μας περιμένει, το λιβάδι πρέπει να ξαναρχίσει να δακρύζει, το βήμα πρέπει να σταματήσει να είναι μετέωρο, το βλέμμα πρέπει να αγκαλιάσει περισσότερα και καλύτερα από όσα αντίκρισε εκείνο του Οδυσσέα.

Οι ιστορίες που μας αφηγήθηκε ο Αγγελόπουλος αποτελούν μέρος της δικής μας ιστορίας, της ανθρώπινης ιστορίας. Την έζησε, τη βίωσε, μας την παρέδωσε. Αξιοποίησε το παρελθόν, το ενσωμάτωσε στο παρόν για να το προβάλει στο μέλλον. Το τέλος του δεν είναι παρά μια καινούρια αρχή. Ας προσπαθήσουμε να φτάσουμε κι εμείς το «τρίτο φτερό», την ουτοπία, δηλαδή να φτάσουμε εκεί που δεν μπορούμε.


[δημοσιευμένο στην εφημερίδα Πριν]

Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ, βρε κόσμε, γυάλινε..!

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Στέλιου Ελληνιάδη]

Όταν ο Καζαντζίδης τραγούδησε αυτό το στίχο, η Ελλάδα είχε κιόλας πιαστεί στην παγίδα του ιλουστρασιόν κόσμου. Αλλά η Ευτυχία, υπερευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών παλμών, είχε πιάσει πολύ νωρίτερα το νόημα της νέας πραγματικότητας. Οι άνθρωποι άλλαζαν, οι καρδιές στένευαν, τα αισθήματα φτώχαιναν, οι δεσμοί χαλάρωναν, οι αξίες αποσύρονταν. Ο μεταπολεμικός κόσμος τής φαινόταν πολύ ψεύτικος.

Στην εποχή της σόου-μπίζνες, κανένας πια δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά τα τραγούδια που θα γράφονταν, ό,τι κι αν έλεγαν. Γιατί, τα παλιά τραγούδια έβγαιναν μέσα από τον ήχο του κασμά και το ρυθμό του δρεπανιού, το ταρακούνημα του καϊκιού και τις παρέες του καπηλειού, το ερωτικό πάθος και το πάθος για ελευθερία, στις φυτείες του Μισισιπί, τα μπουρδέλα της Νέας Ορλεάνης, τους τεκέδες του Πειραιά, τα καφέ αμάν της Σμύρνης, τις πλαγιές του Ψηλορείτη και τα λιμάνια των Κυκλάδων.

Τα τραγούδια ήταν η ανάσα κάθε κοινωνίας και ο μουσικός το πουλί που μετέφερε το μήνυμα από ράχη σε ράχη, από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη και από σπίτι σε σπίτι. 

Αλλά αυτός ο κόσμος, ο συναισθηματικά στέρεος, κλάταρε. Όχι μόνο γιατί λιντσαρίστηκε κατά συρροήν από τους πάτρωνές του - τι πόλεμοι, τι πείνες, τι εκτελέσεις, τι φυλακές και εξορίες!, αλλά και γιατί καπελώθηκε, χειραγωγήθηκε, εξαγοράστηκε. Αντί να απελευθερωθεί, να λυτρωθεί και να αναγεννηθεί, οδηγήθηκε στο δρόμο «της προόδου και του εκσυγχρονισμού». 

Τα χωριά εκκενώθηκαν, η φύση εγκαταλείφθηκε, τα αμπέλια ξηλώθηκαν, τα εργοστάσια έκλεισαν, οι μαούνες κόπηκαν, οι κοινότητες διαλύθηκαν. Πλαστικά, νέον και τσιπάκια περιτύλιξαν τις ψυχές, το κέρδος αντικατέστησε τον Θεό, οι τουρίστες τούς μουσαφίρηδες, η τσόντα το σεξ, η μόδα το καλό γούστο, η οικονομία την πολιτική. Η τηλεοπτική κουρελαρία κυριάρχησε στα σαλόνια. Τα τραγούδια έγιναν βιομηχανικό προϊόν, για να πουλιούνται στα σούπερ μάρκετ. Η εθνικιστική σαβούρα υπουργοποιήθηκε.

Αντί να αλλάξει ο κόσμος προς το ιδανικότερο, να γίνει πιο δίκαιος, πιο ανθρώπινος, έγινε ψεύτικος, γυάλινος. Αντί ο άνθρωπος να γίνει πιο ζεστός, πιο συναισθηματικός, πιο αλληλέγγυος, πιο αδερφικός, άδειασε ψυχικά και προσαρμόστηκε πολιτικά, με αντάλλαγμα μια ατομική άνεση δανεική και πρόσκαιρη. Ίσως δεν ήξερε, αλλά δεν πρόσεχε κιόλας.

Και τώρα; που οι δανειστές ζητάνε όχι μόνο την πισίνα και το εξοχικό πίσω, αλλά και το διαμέρισμα πίσω (πριν καν εξοφληθεί), το αυτοκίνητο πίσω και την οθόνη πλάσματος πίσω; Δηλαδή, αφού πρώτα μάς στέγνωσαν από αισθήματα και ιδανικά για να μας πουλήσουνε τη λαμπερή πραμάτεια τους, τώρα μας την παίρνουν πίσω και μας πετάνε στο δρόμο σαν κουφάρια, γυμνούς από τα στολίδια τους εξωτερικά, γυμνούς και από τις αξίες μας εσωτερικά.

Δεν πειράζει, λένε, υπομονή. Στην αρχή θα είναι δύσκολα, αλλά μετά, σιγά σιγά, θα αγοράζετε ξανά τα προϊόντα μας, αν δεν βγάλετε γλώσσα, αν δεν αυθαδιάσετε.

Και να είστε και ευχαριστημένοι με την τύχη σας. Γιατί, μπορεί να χρειαστεί να σας πάρουμε και τα παιδιά σας, όχι για σπουδές ή για δουλειά, αλλά για να τα ντύσουμε στρατιώτες, να πολεμήσουν για τη μεγάλη πατρίδα, την Ευρώπη. Αναλώσιμοι είστε. 

Κι εμείς; Χαμπάρι δεν πήραμε πώς φτάσαμε ως εδώ; Δεν βλέπαμε ότι χασκογελάμε πάνω σε κινούμενη άμμο; 

Λαός με Ibiza, πιστωτικές κάρτες και ψυχοφάρμακα. Πολιτικοί μιζαδόροι μεσολαβητές. Επιχειρηματίες με θαλασσοδάνεια. Καλλιτέχνες με δόξα, «μεροκάματα» και χορηγίες. Διανοούμενοι με θέσεις στα πανεπιστήμια, ευρωπαϊκά προγράμματα και εξοχικά στα νησιά. Γιατροί με πισίνες και κότερα. Δημοσιογράφοι βαποράκια εργολάβων, εμπόρων όπλων και χρηματιστών. Αγρότες με επιδοτήσεις, τζιπ και «Ρωσίδες». Έφηβοι στα μολ και τις μεγάλες πίστες. Αθλητές στην ντόπα και τα μετάλλια. Νήπια με κινητά. Δεσπότες σεΐχηδες και καλόγεροι επενδυτές. Δικηγόροι μαφιόζοι. Μαφιόζοι πρόεδροι ομάδων. Τραπεζίτες κλέφτες. Μπάτσοι, κορόιδα, δολοφόνοι. 

Κανένας δεν πρόσεξε ότι η ζωή γλιστρούσε κι έφευγε από τα χέρια μας; Ότι κάποιοι μας δούλευαν; Ότι εμείς ψηφίζαμε, αλλά άλλοι διόριζαν υπουργούς, εξαγόραζαν βουλευτές, φιλτράριζαν τα στελέχη στα κόμματα, προετοίμαζαν αρχηγούς και δελφίνους; Ότι η μεγάλη ληστεία και αιχμαλωσία έχει αρχίσει εδώ και χρόνια;

Τώρα, όμως, που σφίγγουν οι κώλοι, μένει να δούμε αν έχει αρκετή καβάτζα αυτή η κοινωνία από τον παλιό καλό εαυτό της, τον αγωνιστικό, τον αισθηματικό, τον γήινο, να αντιδράσει. Όχι για να διασώσει τις μετοχές φούσκες που φορτώθηκε και να νομιμοποιήσει το φωταγωγό που καταπάτησε, ούτε να παραμυθιαστεί από τα εναλλακτικά ανδρείκελα που προωθούν τα κανάλια των εργολάβων, αλλά για να σηκωθεί και να κάνει κομμάτια αυτόν τον κόσμο, που μέσα του βολεύτηκε, τον γυάλινο.


[δημοσιευμένο στο konteiner.gr]

Αποδιοπομπαίος τράγος

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Ολύμπιου Δαφέρμου]

Η γενιά του πολυτεχνείου δεν είχε σχέση με την πολιτική αλητεία

Η γενιά του Πολυτεχνείου έπαψε να υπάρχει, ως πολιτική συλλογικότητα δρώντων ατόμων, στις 18 Νοεμβρίου 1973. Από τον Ιανουάριο του 1972 έως το Νοέμβριο του 1973 μία μεγάλη και δυναμική μειονότητα των φοιτητών εκείνης της εποχής συγκρότησε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, κορύφωση του οποίου ήταν το Πολυτεχνείο. Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα αναδείχθηκε, όπως είναι γνωστό, ως ο κυριότερος αντίπαλος της δικτατορίας. Η γενιά λοιπόν θα κριθεί, πρωτίστως, από τις παρακαταθήκες που άφησε και από το αν οι παρακαταθήκες αυτές καθόρισαν ή όχι το μεταπολιτευτικό πολιτικό πεδίο και δευτερευόντως από τη μετέπειτα πορεία όσων πρωτοστάτησαν στο κίνημα. Ας τις δούμε:

1. Το φοιτητικό κίνημα αυτοοργανώθηκε δημοκρατικά κάτω από συνθήκες βίας και τρομοκρατίας. Εξέλεγε ανακλητούς αντιπροσώπους, τόσο στους πυρήνες των σχολών όσο και στις ανοικτές συνελεύσεις. Οι αντιπρόσωποι συγκροτούσαν συντονιστικά και όχι καθοδηγητικά όργανα. Δεν εξέλεγε, επομένως, αρχηγούς. Οπως και δεν είχε οπαδούς. Είχε μόνο συμμετέχοντες. Βαθιά, λοιπόν, και ουσιαστική δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία.

2. Αντιστάθηκε ενεργά και αποτελεσματικά απέναντι σε ένα βίαιο και αυθαίρετο καθεστώς για είκοσι μήνες. Δεν ήταν διάττων αστέρας. Οι πρωτοστατήσαντες φοιτητές δοκιμάστηκαν σκληρά. Φυλακίστηκαν, απειλήθηκαν, βασανίστηκαν και διώχτηκαν με όποιο νοσηρό τρόπο επινόησε το καθεστώς. Η γενιά λοιπόν αντιστάθηκε, με προσωπικό κόστος, για μια ελεύθερη, δημοκρατική και ανθρώπινη πολιτεία.

3. Η συμμετοχή σε ένα κίνημα, που μόνο κινδύνους εγκυμονούσε, απαιτούσε ανιδιοτέλεια. Δεν περίμενε κανείς οφέλη, εκτός από τη χαρά της συμμετοχής.

4. Κίνημα ειρηνικό - μη βίαιο - απέναντι στην ωμή παράνομη και δίχως όρια βία του άθλιου καθεστώτος. Κίνημα ειρηνικό και αποτελεσματικό. Κίνημα με αξιοπρέπεια και ήθος.

5. Αυτόνομο κίνημα, δίχως εξαρτήσεις, με βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο. Δεν αγωνίστηκε για τη λύση των δικών του προβλημάτων. Αγωνίστηκε για την απαλλαγή της χώρας από το τυραννικό καθεστώς.

Το κίνημα, επομένως, δεν είχε καμιά σχέση με πολιτική αλητεία και διαφθορά.

Ποιες από τις παραπάνω παρακαταθήκες καθόρισαν ή επηρέασαν τη μεταπολίτευση; Καμιά.

Αποκαταστάθηκε μια τυπική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που στην πορεία έγινε η δημοκρατία των αρχηγών, των ΜΜΕ και των κομματικών μηχανισμών, με τους ανθρώπους τούτης της χώρας θεατές!

Η αντίσταση, εκτός εξαιρέσεων, δεν χαρακτηρίζει την πολιτική και κοινωνική ζωή της μεταπολίτευσης. Αντίθετα, το βόλεμα, η συναλλαγή και η κατανάλωση διαμόρφωσαν τα κοινωνικά και πολιτικά μας πράγματα.

Η ανιδιοτέλεια και η αξιοπρέπεια απουσιάζουν από το πολιτικό σκηνικό.

Το ήθος κοστίζει ακριβά. Δεν επαινείται. Φοβίζει τις εξουσίες και οδηγεί τον κάτοχό του, πολλές φορές, στην απομόνωση.

Η αυτονομία και ο αυτοκαθορισμός δεν υπάρχουν παρά μόνο στις αναλύσεις των θεωρητικών.

Τα λογής λογής κινήματα σπανίως έχουν κοινωνικό περιεχόμενο.

Ποιος, λοιπόν, καθόρισε τη μεταπολιτευτική μας πορεία; Η γενιά του Πολυτεχνείου, όπως διατείνονται όλο και περισσότεροι; Προφανώς όχι.

Ισχυρίζονται ότι η γενιά πήρε την εξουσία και γι' αυτό είναι υπεύθυνη για την παρακμή της χώρας. Επιπόλαια ανάγνωση. Από τους 700 περίπου φοιτητές που πρωτοστάτησαν στο κίνημα ελάχιστοι ανέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Και ακόμα λιγότεροι εκτέθηκαν με τις πράξεις τους. Σχετική μελέτη του Παντείου Πανεπιστημίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η γενιά έκανε το καθήκον της και γύρισε στο σπίτι».

Η γενιά αυτή έζησε το όνειρο. Ενιωσε ότι δημιουργούσε ιστορικά γεγονότα. Βίωσε την ευτυχία του πολίτη - δημιουργού. Επομένως, της ήταν ιδιαιτέρα δύσκολο να προσαρμοστεί στο μεταπολιτευτικό πολιτικό παζάρι. Οι περισσότεροι από όσους το δοκίμασαν απογοητεύτηκαν και αποχώρησαν. Η γενιά λειτουργεί ως αποδιοπομπαίος τράγος για την τραγική κατάσταση της χώρας. Βολεύει. Και ιδιαίτερα όταν αυτή η γενιά μυθοποιήθηκε υπέρμετρα. Οχι από τους ίδιους, αλλά από εκείνους που ήθελαν να κρύψουν τα νέα πολιτικά ήθη που κόμιζε, τα οποία λειτουργούσαν ανατρεπτικά για τις παγιωμένες αντιλήψεις, δομές και νοοτροπίες του όλου πολιτικού συστήματος.

Η μυθοποίηση, η οποία λειτούργησε αποτρεπτικά για την σε βάθος κατανόηση και του ρόλου του Πολυτεχνείου, προκάλεσε τον φθόνο αρκετών με διακριτή θέση στην κοινωνία, τόσο από τις προηγούμενες όσο και από τις επόμενες γενιές. Η ατεκμηρίωτη και αγενής αυτή επίθεση στη γενιά, ακόμη και από λογοτεχνικές πένες, στοχεύει στην απενοχοποίηση των λογής λογής μικροεξουσιών που και οι ίδιες αποστρέφονται την καθημερινότητά τους.

Είναι βέβαιο ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι.

ΥΓ: Δεν θα πάψω ποτέ να είμαι περήφανος για τη συμμετοχή μου στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα.

 

*Ο Ολύμπιος Δαφέρμος είναι μηχανολόγος, διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας.

 

 [δημοσιευμένο στην εφημερίδα Τα Νέα]

Η Κορινθιακή δημοκρατία

E-mail Εκτύπωση PDF

[του duendes]

alt

Κάτι μέρες σαν κι αυτές τον Νοέμβρη του 1982 στην, υπό στρατιωτική δικτατορία από το 1964, Βραζιλία οι παίκτες της Κορίνθιανς έβγαιναν στον αγωνιστικό χώρο για ένα ακόμα παιχνίδι έχοντας γραμμένο στις φανέλες τους το σύνθημα «Ψηφίστε στις 15″, προτρέποντας τον φοβισμένο λαό να συμμετάσχει στις επερχόμενες εκλογές της χώρας. Δεν ήταν όμως η πρώτη, ούτε και η τελευταία φορά που η ομάδα ύψωνε το ανάστημα της ενάντια στη χούντα που εξουσίαζε για χρόνια την Βραζιλία.

Δυο χρόνια πριν, στις εκλογές του συλλόγου τον Απρίλιο του 1982, ο κόσμος της ομάδας είχε κληθεί να ψηφίσει μεταξύ της απερχόμενης διοίκησης και μιας νέας ομάδας ανθρώπων με επικεφαλής τον Βαλντεμάρ Πιρές και ηγετική φιγούρα στο χόρτο αλλά και έξω απ’ αυτό τον μεγάλο Σώκρατες. Το ‘Κίνημα της Κορινθιακής Δημοκρατίας’, όπως μετέπειτα ονομάστηκε από καλλιτέχνες και διανοούμενους που το στήριξαν βλέποντας σ’ αυτό την πιο σοβαρή μορφή αντίδρασης στη χώρα, ανέλαβε τελικά την ομάδα και στα τρία χρόνια που ‘έζησε’ κατάφερε να γράψει τη δικιά του ξεχωριστή σελίδα στην παγκόσμια ιστορία του ποδοσφαίρου. Με μια αδιανόητη φιλοσοφία που στηριζόταν στο μότο ‘Κέρδισε ή χάσε, αλλά πάντα δημοκρατικά’ και στο σκεπτικό ότι για όλες τις κινήσεις του συλλόγου – από τις μεταγραφές και τα διάφορα διοικητικά-αγωνιστικά θέματα μέχρι το τι ώρα θα γίνει οτιδήποτε – πρέπει να λαμβάνεται με την ίδια ακριβώς ‘βαρύτητα’ η άποψη όλων, από τον πρόεδρο μέχρι τον βοηθό προπονητή και τον τελευταίο παίκτη, η Κορίνθιανς εφάρμοσε την πρώτη και μοναδική στα χρονικά κανονική δημοκρατία στα πλαίσια μιας ομάδας.

Τα δυο κερδισμένα πρωταθλήματα της επαρχίας του Σάο Πάολο το 1982 και το 1983 και οι αρκετοί ύμνοι για το θεαματικό, επιθετικό ποδόσφαιρο που έπαιζε ήταν απλά οι ενδο-γηπεδικές επιτυχίες του απίστευτου πειράματος της παρέας του Σώκρατες. Το γεγονός ότι η ομάδα έβγαινε στον αγωνιστικό χώρο κρατώντας στα περισσότερα παιχνίδια διάφορα πανό με πολιτικά μηνύματα (όπως ένα που έγραφε ‘Θέλω να ψηφίσω για πρόεδρο’ ή ένα ακόμα πιο λιτό και περιεκτικό που περιλάμβανε μόνο μια λέξη, λέξη σχεδόν απαγορευμένη στη χώρα εκείνη την εποχή: ‘Democracia’) αγνοώντας επιδεικτικά τις απειλές της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της χώρας και η γενικότερη παραδοχή ότι όλο αυτό το αντικαθεστωτικό ‘πανηγύρι’ που λάμβανε χώρα σε κάθε παιχνίδι της ομάδας έβαλε κι αυτό ένα μικρό λιθαράκι στην πτώση της χούντας το 1985, ήταν με διαφορά τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του πιο ρομαντικού ποδοσφαιρικού κινήματος που εμφανίστηκε ποτέ.


[δημοσιευμένο στο sombrero.gr]

μόνο τυφλό κηπουρό θα εμπιστευόμουν

E-mail Εκτύπωση PDF

[του πορτατίφ]

άραγε αν φυτέψω τον εαυτό μου στο χώμα θα ερχόταν κάποιος να με ποτίζει; αλλά πριν φτάσουμε εκεί αλήθεια τι λουλούδι θα γινόμουν; νομίζω τσουκνίδα ή ένα ξερό φρύγανο που δε πρόκειται να ανθίσει ποτέ. κάποιο ανάξιο φυτό τέλος πάντων ακόμα και για αγριοκάτσικα. εγώ βέβαια θα προτιμούσα δίκταμο καλύτερα. να αιωρούμαι στο γκρεμνό, στο χείλος ενός φαραγγιού με την υπόσχεση να περιμένω το κορίτσι που θα έρθει να με μαζέψει με κίνδυνο της ζωής της.

γενικά πάντως η επαφή μου με τα φυτά έχει μια μικρή έλλειψη στη χλωροφύλλη. κι όμως, όλα ξεκίνησαν από ένα σχετικά ασήμαντο συμβάν που προκάλεσε ο δυνατός αέρας τού μεσονυχτίου: έσπασε το κλωνάρι απ' το κόκκινο γεράνι στη βεράντα. κι ας ήξερα οτι του έλειπε ασβέστιο δεν περίμενα να αντικρίσω πρωί-πρωί ένα τέτοιον σπλάτερ θάνατο. σα να έκανε κρακ η ράχη μου. κι από τότε, εμένα που δεν θήλασα ποτέ μου, με κατατρώει μια περίεργη σκέψη: φοβάμαι μήπως έρθει εκείνη η μέρα που θα ξυπνήσω και θα διαπιστώσω αιφνιδιαστικά οτι λείπουνε απ' το κεφάλι τα μάτια μου. και δεν εννοώ πως δεν θα ανοίγουνε τα βλέφαρά μου. εννοώ πως δεν θα έχω καθόλου βλέφαρα ούτε και του βόλους των ματιών. ραμμένη σάρκα μόνο.

κι ο αφαλός μου, λες κι ήτανε πληγή πριν, τώρα θα έχει κλείσει. θα τρέξω στη μάνα μου καμπουριαστός, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς αντί για μπαστούνι με κυκλική λαβή -ακόμα δεν θα μπορώ να συνειδητοποιήσω οτι το κλαδί ελιάς ανήκει στο σώμα μου- και θα της πω δείξε μου τον ομφάλιο λώρο που έχεις φυλάξει από τότε. θα σταθεί βουβή. τίποτα δεν θα θυμίζει το ανθρώπινο γένος μου. μόνο μια καχεκτική ανάμνηση. βρίσκομαι λέει μέσα στο λεωφορείο 040, κι απ' το παράθυρο βλέπω έναν τυφλό να περπατάει στο πεζοδρόμιο ώσπου ξαφνικά κουτουλάει σε έναν στύλο της δεή λίγο πιο κάτω από τη σχολή τυφλών στη καλλιθέα. μπροστά μου δυο έφηβοι με σάκα γελούν ειρωνικά. είχαν ωραία μεγάλα μάτια, γεμάτα επιθυμία να ανταμώσουνε τη μέλλοντα ζωή. σηκώνομαι κρατώντας το ψαλίδι ανοιγμένο. με δυο κινήσεις βγάζω τέσσερα μάτια. μόνο αυτή η ανάμνηση. κατά τα άλλα τίποτα δε θα θυμίζει το ανθρώπινο γένος μου. και τότε θα αρχίσω να υποψιάζομαι το γεγονός της μεταμόρφωσης.

φευγαλέα θα αναρωτηθώ πώς γίνεται να είσαι δέντρο, να είσαι ελιά, να ζεις και εφτακόσια χρόνια και να μη ξέρεις τι υπάρχει γύρω σου. να μη σε νοιάζει τι υπάρχει γύρω σου. κι εντάξει μπορεί τα βράδια να κινούνται οι ρίζες σου κάτω απ' τη γη σατανικά ψάχνοντας για παρέα, αλλά όλα παραμένουν στο υπόγειο σκοτάδι. ούτε και παρέα βρίσκεις κι ούτε βλέπεις ποτέ τη θάλασσα. με τι μάτια να καταλάβεις τι είναι αυτό που σε καίει τα μεσημέρια από ψηλά; με τι μάτια να αντικρίσεις τα παιδιά της επανάστασης που έχουν ξαποστάσει κάτω απ' τη σκιά σου. τι είναι σκιά ποτέ σου δεν θα μάθεις. τι είναι χρώμα και πώς μεταμορφώνεται ο θρήνος σε ηδονή όταν μπει μπροστά απ' το καθρέφτη. και τελικά τι είναι ο ίδιος σου ο καρπός. εγώ είμαι αυτός;

τίποτα. οτι αξίζει από την ελλάδα είναι κάτι αιωνόβιες αγριοελιές που έχουν κάτι παχιές μάζες για κορμούς, και νομίζεις οτι αγκαλιαζονται σφιχτά κάτι ζευγάρια χέρια. παράξενα χέρια, άλλοτε παιδικά σαν παλιών συμμαθητών, κι άλλοτε γερασμένα. πάντα ακρωτηριασμένα. ελαιώνες στην εθνική οδό, δρόμοι φεγγάρια αγριογούρουνα, άνεμοι και ατραποί, φίδια στοιχειά και σκοτεινιά, καλαμιές κι άφαντα πτώματα. πρέπει να είναι κοριτσιών που μάζευαν δίκταμο και γλίστρησαν απ΄ το γκρεμό εκεί ψηλά. σήκωσε το βλέμμα σου μπορείς να δεις. όποιος έχει μάτια ξέρει να βλέπει χωρίς μάτια. το μαγικό ραβδί ήταν από ξύλο ελιάς. να λυθεί το σκότος ψιθυρίζοντας μαζί το ξόρκι:

μόνο τυφλό κηπουρό θα εμπιστευόμουν.

μόνο τυφλό κηπουρό θα εμπιστευόμουν.


[δημοσιευμένο στο toportatif.blogspot.com]

Καθηγητές σε απόγνωση

E-mail Εκτύπωση PDF

[της Τασίας Λιόντου]

Πρώτη Σεπτέμβρη και ξεκινάω για το σχολείο που φέτος θα διδάξω, σε ένα εσπερινό γυμνάσιο κάπου στα δυτικά, με σκέψεις συνηθισμένες: πώς θα πλησιάσω αυτά τα παιδιά που το πρωί δουλεύουν και το βράδυ έρχονται σχολείο, πρέπει να τους κάνω να αγαπήσουν την ποίηση, δεν θα δώσω βαρύτητα στη γραμματική, μπλα-μπλα. Μπαίνω στο γραφείο των καθηγητών, σε ένα χώρο που βρόμαγε εγκατάλειψη, σε ένα σκουπιδότοπο καλυμμένο από δέκα -και βάλε- πόντους σκόνη. Πριν προλάβω να μιλήσω ακούω μία συνάδελφο να ρωτάει φρικαρισμένη γιατί ο χώρος είναι έτσι. Η απάντηση, από τον νεοδιορισθέντα διευθυντή, ήταν άμεση: δεν έχουμε καθαρίστρια και ο αρμόδιος αντιδήμαρχος έχει εξαφανιστεί. Άρχισαν τα όργανα σκέφτηκα, αλλά δεν πειράζει… καλή καρδιά.

Έλα, όμως, που ύστερα από λίγο άρχισε να νυχτώνει. Τι κάνουν οι κοινοί θνητοί όταν νυχτώνει; Πατάνε το διακόπτη του ρεύματος· αυτό έκανα και εγώ, χωρίς αποτέλεσμα. Οι διάδρομοι, οι σκάλες και οι τουαλέτες σε απόλυτο σκοτάδι. Η απάντηση ήρθε από τους ανθρώπους που ήταν και πέρσι στο σχολείο: φώτα μόνο στα γραφεία και σε κάποιες τάξεις, από τον προηγούμενο Φλεβάρη περιμένουν τον δήμο να αλλάξει τις λάμπες στους υπόλοιπους χώρους. Εντάξει, σκέφτηκα… καλή καρδιά. Θα πάω να δω τι λάμπες χρειάζονται στις τουαλέτες και θα τις αλλάξω, τουλάχιστον εκεί. Σιγά το δύσκολο. Ξεκλειδώνω, κοιτάζω ψηλά και τότε το είδα: η λάμπα βρισκόταν σε απόσταση 5 μέτρων από το έδαφος και, εννοείται, ότι σκάλα δεν υπάρχει.

Πριν προλάβω να σκεφτώ τι θα κάνω, μας καλεί ο διευθυντής σε συνεδρίαση. Ενημερώθηκε, μας είπε, από τον προϊστάμενο ότι τα βιβλία πριν από τα τέλη Οκτώβρη (υπολογίστε εσείς Νοέμβρη-Δεκέμβρη) δεν πρόκειται να έρθουν. Θα μας στείλουν, όμως, CD ROM. Πες το, βρε άνθρωπε, παραλίγο να τρομοκρατηθώ. Τι θα το κάνουμε το CD ROM; Θα το κόψουμε, με μηχάνημα που δεν έχουμε, σε CDs τα οποία δεν έχουμε, και θα τα δώσουμε στους μαθητές οι οποίοι θα έρχονται στο σχολείο με τα laptop, που επίσης δεν ξέρουμε αν έχουν. Υπάρχει, όμως, και μέριμνα για τους μαθητές που δεν διαθέτουν ατομικό laptop. Θα βγάζουμε, λέει, φωτοτυπίες στο φωτοτυπικό το οποίο δεν έχει τόνερ και σε Α4 που από πέρσι ακόμα τις πλήρωναν οι καθηγητές από την τσέπη τους.

Θα φύγω, ήταν η πρώτη μου σκέψη, θα πάρω απόσπαση για αλλού. Πού θα πας, ξανασκέφτηκα, έτσι είναι παντού, θα κάτσεις και θα παλέψεις. Πήρα και εγώ έναν κουβά, ένα σφουγγάρι, απορρυπαντικά και ξεκίνησα να καθαρίζω. Σιωπηλά άρχισαν να κάνουν όλοι το ίδιο. «Δεν τη θέλουμε την παρακμή σας», ψιθύρισε ένας συνάδελφος την ώρα που καθάριζε τα τζάμια. Δεν τη θέλουμε, λέω και εγώ, ούτε για εμάς ούτε για τα παιδιά μας.

*Η Τασία Λιόντου είναι καθηγήτρια Γυμνασίου.


[ανα-δημοσιευμένο στο kinisigelme.wordpress.com]

“με δάκρυα στα μάτια”

E-mail Εκτύπωση PDF

[του Βυτίου]

Το περασμένο ΣΚ μοιάζει να έδωσε την χαριστική βολή. Την Κυριακή πηγαίνοντας για μπάνιο, πρώτη φορά δεν ακούμε μουσική. Γελάμε με τον Βενιζέλο. Ύστερα σχεδόν παγώνουμε. Βγάζουμε τα κομπιουτεράκια, υπολογίζουμε τα τετραγωνικά, μιλάμε για ενοικιαστές, ζώνες και άλλα τέτοια. Ξορκίζουμε τα δίκαια μέτρα του πασόκ με βουτιές, σουβλάκια και μπύρες. Πιάνει και δεν πιάνει.

Τα βάζουμε όλα κάτω. Ο ένας εργαζόμενος ανά σπίτι με τον βασικό μισθό και όλους τους τακτικούς λογαριασμούς και όλες τις τακτικές έκτακτες εισφορές. Τα ξαναβάζουμε κάτω. Τις πορείες, τα χημικά, τις συγκεντρώσεις, τις ατέλειωτες συζητήσεις για την όποια οργάνωση, αντίδραση, εναλλακτική λύση.

Ύστερα, η μπύρα μου έχει – ξεκάθαρα πια – μια γεύση ήττας. Καμία λέξη πια, καμία αντίδραση, κανένα πλήθος, καμία λογική σκέψη, κανένα παραλήρημα δεν είναι ικανά να διαλύσουν αυτό το τοπίο. Οι συνθήκες μας κέρδισαν. Ήμαστε λίγοι, αδιάβαστοι, ανοργάνωτοι, χωρίς σκοπό και ιδέες.

Οι νικητές τώρα μας πετάνε στα μούτρα, γελαστοί και αεράτοι, ατάκες του στιλ: «Μεταναστεύστε ή καθίστε εδώ και πληρώστε. Πληρώστε μέχρι να μη σας μείνει τίποτα. Χρήμα ή αξιοπρέπεια».

Θα ζήσουμε στο εξής φτωχοί. Δεν έχει να κάνει με το γεμάτο ή άδειο πορτοφόλι. Έχει να κάνει με την παγωμάρα για την οποία μιλάει ο old boy. Έχουμε απομείνει ακίνητοι να παρακολουθούμε την πτώση μας. («Βλέπει τον κόσμο να βουλιάζει και βουλιάζει και αυτός μαζί του. Ναυαγός και ταυτόχρονα, θεατής του ναυαγίου, καθισμένος αναπαυτικά σ’ αυτή την κουνιστή πολυθρόνα του μυαλού του»). Θα βλέπουμε τους φίλους μας χαμένους μες τις μικρές αγγελίες, τους γονείς μας βυθισμένους στο άγχος, τα κορίτσια μας φοβισμένα. Θα μετράμε τις εισφορές και θα αφαιρούμε τις εκδρομές. Δεν στενοχωριέμαι ιδιαίτερα. Με ενοχλεί που δεν περπάτησα μερικά στενά ακόμη στο St Jermaine, λέγοντας την επόμενη φορά. Που δεν στάθηκα λίγο παραπάνω ν’ ακούσω τις τρομπέτες της Νέας Ορλεάνης αλλά πήγα να δω τον Μισισιπή. Τώρα σκέφτομαι ότι ίσως το λάθος μου να ήταν οριστικό. Ξαναλέω, το πρόβλημα δεν είναι τα λεφτά, το βιοτικό επίπεδο ή ακόμη και η φτώχεια. Είναι το ότι φτάνει στο ακρότατο όριο ένα ήδη υπάρχον φαινόμενο. Άνθρωποι αξιόλογοι, ωραίοι, όμορφοι, γεμάτοι γνώση και ταλέντα. Ήταν και πριν έξω απ’ όλα τα δημόσια τραπέζια, έξω απ’ όλα τα εντυπωσιακά πάρε δώσε. Ζούσαν όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τώρα, παλεύουν με νύχια και με δόντια για κάτι λιγότερο απ’ το ελάχιστο.

Είχαμε τα ποτά, τα βιβλία, τις μουσικές, τις βόλτες. Τώρα τα μετράμε ένα προς ένα, μη τυχόν και δεν τηρήσουμε τον συνταγματικό κανόνα περί ισοσκελισμένων πρϋπολογισμών. Έξω πέφταμε και έξω θα πέφτουμε. Όχι επειδή δεν ξέρουμε να κάνουμε κουμάντο, αλλά επειδή μας αρέσει να κερνάμε και να κάνουμε δώρα, πριν κοιτάξουμε το πορτοφόλι μας.

Στη συναυλία του Θ. Παπακωνσταντίνου τις προάλλες, παρατηρούσα παιδιά που ενθουσιάζονταν με το «στην Αμερική». Μου έκανε εντύπωση. Ύστερα εικοσάχρονα που γούσταραν το σόλο που έπαιζε το κλαρίνο. Σ’ ένα απ’ αυτά με έπιασε μια ανόητη λύπη. Έλεγα μέσα μου, όταν τελειώσουν όλα αυτά τι θα έχει μείνει; Ούτε αγριόχορτο, ούτε μικρά ξεσηκωτικά σολάκια, ούτε ένα κομμάτι του Δούσια. Μόνο ιδιωτικά νοσοκομεία και μια πόλη γεμάτη στολές και ασπίδες.

Δεν μιλάω για μια ήττα που ισούται με παράδοση ή μιζέρια. Μιλάω για μια πραγματικότητα η οποία δεν αντιστρέφεται με τίποτα. Μιλάω για προσθαφαιρέσεις που σκοτώνουν όλες τις στιγμές. Είναι ωραίο να ζητάς την εποχή της κρίσης να γίνουν όλοι δημιουργικοί. Για αρχή, έχουμε επιδοθεί στην, προσφιλή στους σημερινούς εισπράκτορες, δημιουργική λογιστική. Λίγη υπομονή, σε λίγο θα φτιάξουμε λογοτεχνία και κινηματογράφο και νέες καινοτόμες επιχειρήσεις.

«Μεταναστεύστε», επιμένουν, δεν έγινε και τίποτα. «Μην φοβάστε». Δεν φοβόμαστε. Είναι που μας αρέσει εδώ, είναι που δεν θέλουμε να αφήσουμε το τοπίο στους ανθρώπους που προτιμούν τα στάρμπακς απ’ τα καφενεία και τα μοντέρνα εστιατόρια απ’ τα σουβλατζίδικα.

Τώρα όμως επιμένω, η γεύση της ήττας έχει κάτσει για τα καλά στη μπύρα μας. «Κάνουμε το καθήκον μας, πολλές φορές με δάκρυα στα μάτια» λέει ο υπουργός δικαιοσύνης. Χωρίς καθόλου δάκρυα στα μάτια, παρατηρώ ότι στο παρατημένο περίπτερο στο Κουκάκι που είχε διαμορφώσει σε αυτοσχέδιο σπίτι ένας άστεγος, τώρα κοιμούνται δύο ή και τρεις κάποιες βραδιές. Κάνω ησυχία να μην τους ξυπνήσω όπως περνάω από μπροστά τους. Ακριβώς δίπλα είναι η action aid. Η ειρωνεία της συγκεκριμένης γειτνίασης δεν πλησιάζει την ειρωνεία της λέξης «ηθικό μέτρο» όπως ακούγεται απ’ το στόμα του υπουργού οικονομικών.

Θα κάνουμε χρόνια να συνέλθουμε ψυχικά. Ως τότε, παγωμένοι και φτωχοί, μα κυρίως με ένα πολύ ισχυρό έλλειμμα αξιοπρέπειας, θα προσπαθούμε να σταθούμε όρθιοι. Ως τότε, θα περνάμε νύχτες και μέρες ψάχνοντας σ’ όλα τα λεξικά. Ηθική και δικαιοσύνη. Τα συγκεκριμένα λήμματα απουσιάζουν.

υγ. και όπως ψάχνουμε ίσως βρούμε και λίγο αγριόχορτο να κρατήσουμε

[και αυτό το βίντεο-αναφορά]


[δημοσιευμένο στο tovytio.wordpress.com]

η διαδρομή

E-mail Εκτύπωση PDF

[του kkmoiris]

altΚαίει. Πολύ. Όσο όμως τα πόδια σου νιώθουν αυτό το κάψιμο κι όσο βρίσκεις ακόμη το δρόμο για τη θάλασσα, να περπατάς πάνω της ξυπόλητος. Ένα δισεκατομμύριο μικρά σατανάκια θα σε λογχίζουν κρυμμένα κάτω από την άμμο σα να σου λένε «βάλε κάτι ανάμεσά μας, αλλιώς δεν θα ΄χεις καλό τέλος» κι εσύ θα αδιαφορείς, τόσους και τόσους μάρτυρες έχει στη λίστα της η εκκλησία, ας κάνει χώρο και για έναν ανώνυμο χωρίς σαγιονάρες. Η ηδονή την ώρα που φτάνεις στο νερό είναι μεγαλύτερη κι από εκατό αμαρτίες μαζί. Γι αυτή την ανατριχίλα το κάνεις. Δέκα, είκοσι, τριάντα βήματα πόνου για μια ατέλειωτη στιγμή εφήμερης καύλας.

Και μετά ξανά πίσω, στην πετσέτα. Με πόδια βρεγμένα, με κεφάλι άδειο, με μάτια γεμάτα. Μπλε πίσω, μπλε πάνω, άσπρο μπρος, φως ολόγυρα, σαν σε ανάκριση. Λίγος Ιούλιος ακόμη και θα τα ομολογήσεις όλα. Όσα έκανες κι όσα δεν πρόλαβες, θα μιλήσεις, ίσως γράψεις κιόλας, ακόμη και για κείνα τα αρχαία ζεστά βράδια που -όπως λέει κι ο Hannon- the socialists taxed away from you.

Μη σκουπιστείς. Καλύτερα ν’αφήσεις μια μια τις σταγόνες να ξεψυχήσουν πάνω σου. Μέχρι να μπεις πάλι μέσα για να παραλάβεις τις επόμενες. Όλη τη μέρα θα παλεύεις να αδειάσεις τη θάλασσα, σταγόνα σταγόνα, από το κύμα στην απλωμένη πετσέτα και πάλι πίσω. Με μόνο διάλειμμα για ένα βρεγμένο τσιγάρο, με πόδια που καίνε αλλά με βήμα σταθερό, προς τα κει που ξέρεις πως όλες σου οι παλιές αγαπημένες αμαρτίες καθαρίζονται. Για να μπορέσεις -επιτέλους- να φορτωθείς τις άλλες που περιμένουν τόσα καλοκαίρια υπομονετικά τη σειρά τους.


[δημοσιευμένο στο amancalledkkmoiris.wordpress.com]

Σελίδα 3 από 5

περασμένα

Powered by mod LCA


δικά μας παιδιά
μπανανιώτης
δούλος
τορπίλα
στελής
φραντζής
κεσίσογλου
τσαλαπάτης
καλόρ

αρτόπουλος
λάρυγγας
ζουλ
βάαλ
κουλίδου
πλεημπό
μαρκ
βαγκ

διαβάζω

αεροζόλ
βίτα

βυτίο
δομιανός
ζακού
κίμπι

κκμοίρης
κόμπαλους
κουροσάβα
κουσίδης
κώστασνικ
λένιν
λοστμπόντις
μαραγκόπουλος
μαριονέτες
μόμεντ
μότορας
μπουρλέσκ

ξόδεμα
ολντμπόη
παιδί

πετεφρής
πορτατίφ
πουλής
ραδιοσοσιάλ
ρικούδης
ρομαντάντε
σάηλεντ

σαραντάκος
σκύλος
σοφιστής
σραόσα
στεφανίδης
τάλως
τέκιτσαν
φαιακία
χανδρινός
χασοδίκης


ρεμβάζω

γκρεπάλτ
καπράνος
κέρκυρα

κιλο
κινηματογράφοι
κούβα
μεγαλαϊκό
μίχος
μήνυμαλ
μιούταντ
μισιρλούδες
ντεμοντέ
ουλαλούμ
πόφπα
ραδιομπάμπλ
ρεντφλεκτέρ
σινέ7
τζαζαθήνα
χουανέγκρο

φώντας

σπάω πλάκα
άναλ
αντιστασέφ

βαψομαλλιάδες
ηλιθιότητα
καλυψώ
κουλούρι
κραμμπρουλέ
μαλάκας
σούπερκαλτ
στρουγκ
φίλοι
φώντας

παίζω μπάλα
αστέρας
βαρκελωνισμοί
σομπρέρο
χούμπα

 

βρίσκομαι
βρισκόμαστε

γειτονιές
βοτανικός
δρακόπουλου
ελαία
εξάρχεια
εργατολέσχη
ερνέστο
εξπόντιουμ
κερατέα
κουζίνα
λαμπηδόνα
μπάουμστρασε
νέα σμύρνη
πλουμί
πλους
πολύτεχνο
στρούγκα
ταξίδι
φιλαδέλφεια