02 Σεπ 2012

στου τουρισμού την ανοχή

Εκτύπωση

ΝΑ ΞΕΒΡΟΜΙΣΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ. Έτσι, με όμικρον. Όμικρον, ωμέγα, το ίδιο είναι· το νόημα να βγαίνει. Όπως να'ναι. Ελλάδα είναι ό,τι ο καθένας νομίσει. Μπορεί να'ναι οι κάμποι, δυο δέντρα και τ'αψηλά βουνά*. Στο φέησμπουκ θα τη βρεις και ως "elladitsa mas". Απροσδιόριστη έννοια, αόριστη· χαμένη στο γενικά, στα υπόλοιπα του τίποτα, στα αζήτητα της ιστορικής αμάθειας, στις φωτογραφίες με τις παραλιάρες μας πάνω από αβάσταχτα γκρήκλις, στα άναρθρα φωναχτά κεφαλαία. Στην περίπτωση, ελλάδα είναι ένα τοπίο, χωρίς μαυριδερούς φτωχούς μέσα. Δεν πειράζει να'σαι εσύ φτωχός, φτάνει να μην υπάρχουν άλλοι γύρω σου που να ζέχνουν φτώχεια, να μην αισθάνεσαι το φόβο πως είσαι ένας μ'αυτούς, πως είναι η καταγωγή σου λαμπρή ελληνική, μα είναι η μοίρα σου σακατεμένη, μαύρη κι άραχνη πακιστανική. Και δεν πειράζει και να μην ξέρεις ελληνικά· ή να μην ξέρεις η γλώσσα αυτή τι μεταφέρει και πόσα κόκκαλα τσακίζει και από ποια κόκκαλα βγαλμένη ελλήνων τα ιερά είναι. Άλλωστε για όλα έφταιγε το σχολείο, οι ανθέλληνες, οι πολιτικοί, οι ξεπουλημένοι, η ρεπούση, ο τατσόπουλος, όλοι εκτός από σένα. Δεν χρειάζεται να'σαι έλληνας, δεν χρειάζεται να νιώσεις τίποτα βαθιά· το σώζεις με δύο ποστ και φωτογραφίες από παραλιάρες. Και το ρεφρέν "μπουρδέλο κράτος". Αγαπημένο, λαϊκό.

Να ξεβρωμίσει ο τόπος, η παραλία. Μια βρώμα με ορθογραφία, σε απόλυτη τάξη, συντεταγμένη σε ξαπλώστρες, καλαμάκια φρέντο και γόπες τσιγάρων, επένδυση πάνω στη βιασμένη ομορφιά της εντόπιας γεωγραφίας και τον εξευτελισμό κάθε δικαιώματος στο κοινό μας χώρο· τον δημόσιο. [δημόσιο. μια λέξη που αντί για κατάκτηση, αντί για δικαίωμα, αντί για ιερό, εκφέρεται σε όλους τους τόνους και τις κλίσεις, όχι ως επίθετο που χαρακτηρίζει την κοινή ιδιοκτησία μας, αλλά ως ουσιαστικό που περιγράφει αντικείμενο ιδιοκτησιακού φθόνου]. Ανάπτυξη. Φρέντο, τέσσερα γιούρος. Στην παραλία, όχι στο αεροπλάνο. Ξαπλώστρες παντού, ξαπλωμένος κανείς. Νιώθω παρείσακτος, σαν να μη με αφήνουν να σταθώ στην παραλία, αν δεν έχω μερικά ευρώ στην τσέπη του μαγιού. Σ'αυτήν την πολιτεία -ακόμα και την παράκτια- δεν υπάρχει πλέον πολίτης· υπάρχει μόνο πελάτης. Δεν υπάρχει καν πολιτεία· μόνο πελατεία. Τα παίρνω στο κρανίο. Όχι επειδή ας πούμε ξέρω ότι βάσει νόμου οι ξαπλώστρες οφείλουν να είναι μαζεμένες σε στοίβα όταν δεν ενοικιάζονται -και δεν το'χω να χαλάω τη μικρή βουτιά μου για να ζοχαδιαστώ με τον σούπερ αυθαίρετο αναπτυξιακό επιχειρηματία. Τα παίρνω γιατί ο δίπλα έλληνας δεν το γνωρίζει αυτό, δεν γνωρίζει τα δικαιώματά του. Δικαίωμα για τον έλληνα είναι αυτό που αποφασίζει κάθε στιγμή και ανά περίπτωση και που καταλήγει στο ρεφρέν, το αγαπημένο, το λαϊκό, το χιλιοτραγουδισμένο· μπουρδέλο κράτος, τι τα θες. Και στην παραλία, στην παραλιάρα της elladitsas mas, αυτός ο έλληνας θέλει να έχει για δικαίωμα την ξαπλώστρα, την πολυτέλεια, την άνεση· με όποιο κόστος, με κόστος το δικαίωμα του δίπλα. Αποτέλεσμα με όποιο κόστος. Όπως και οι λύσεις που ζητάει -αφού καεί το μπουρδέλο η βουλή, κρεμαστούν οι τριακόσιοι και πέσει καμιά φάπα στην Κανέλλη. Μεταξάς, Σκόμπι, Ιωαννίδης, εισαγόμενος Καραμανλής. Και χρυσαυγή, άμα λάχει. Και ρόπαλα. Η δημοκρατία ήταν πάντα γι'αυτόν μια λαμπερή πολυτέλεια, ένα μπόνους που του χάριζε την ψευδαίσθηση όχι της συμμετοχής στα πράγματα, όχι της κοινής πράξης, αλλά μιας ανώτερης εξουσιαστικής συνιδιοκτησίας· πως διοικεί, πως κανονίζει, πως του ανήκουν, πως του χρωστάνε, πως αυτός τους ανεβάζει. Οι κουβέντες, τα πολλά πολλά, η πολλή δημοκρατία, τα πολλά δικαιώματα, είναι για φλώρους. ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΦΕΡΑΝ ΟΣ ΕΔΟ. 

Οργανωμένη παραλία. Όπου οργάνωση σημαίνει αποδιοργάνωση, σημαίνει χτίσε όπου θέλεις, ό,τι θέλεις, άσε σκουπίδια, χέσε παντού τα υπόλοιπα του πολιτισμού σου. Σημαίνει κανείς υπεύθυνος, κανείς υπόλογος. Οργανωμένη παραλία σημαίνει όχι παραλία· σημαίνει δεν φροντίζω την παραλία και τη φύση, ούτε καν τον πελάτη της. Η φύση υπάρχει από μόνη της· είναι μπαγκράουντ, ταπετσαρία. Οργάνωση σημαίνει βγάζω κέρδος από κεφάλαιο που δεν μου ανήκει. Όλος ο άρρωστος παραλογισμός της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας γλαφυρά αντανακλάται σε λίγα μέτρα άμμου και θαλασσινού νερού. Κανένας πρόχειρος φρίντμαν εδώ στη γύρα για να μου εξηγήσει τι προοπτική έχει αυτή η απίθανη ασχήμια. Στο καράβι, δυο καφέδες και ένα τοστ, 10 ευρώ. Ελεύθερη αγορά, ευκαιρίες, ανάπτυξη. Όσο ανεβαίνουμε σε τιμή, κατεβαίνουμε σε ποιότητα. Δεν υπάρχει κάποιος μανδραβέλης ή μίχας κοντά μου να μου το εξηγήσει σε απλά ελληνικά. Να καταλάβω τουλάχιστον από πότε αυτό το άλλο ρεφρέν, το "ό,τι πληρώνεις παίρνεις" -άλλο παλιό αστικό σουξέ- έχει παρέλθει την ημερομηνία λήξης του. Και πως γίνεται ακόμα κι ο εσπρέσο ο καραβίσιος να είναι ό,τι πιο αηδιαστικό μπορείς να βάλεις στο στόμα σου. Και επίσης γιατί δεν είναι καφές. Κι αυτά, με φέραν ως εδώ.

Στο νησί, χρυσαυγίτες έμπορες της συφοράς μοσχοπουλάνε τεκμήρια της πιο χυδαίας αισθητικής τυπωμένα πάνω στο ο,τιδήποτε, τουριστικά τισέρτ ας πούμε, ληονάηντας και δισίζ πάρτα, ενώ όταν δεν έχουν πελάτη συζητάνε φτύνοντας μεταξύ τους στα χειρότερα ελληνικά, σε γκρήκλις τηλεοπτική προφορά, πότε θα ξεβρωμίσει κι ο δικός τους τόπος. Όταν μπαίνει ο πελάτης ο έλληνας, τον κοιτάνε σαν κλέφτη. Και στο επόμενο καρέ, λιώνουν από τις επικύψεις στον πελάτη τον ξένο, που όχι δεν κουβαλάει τον κατώτερο πολιτισμό του Πακιστάν, αλλά δεν κουβαλάει κανέναν πολιτισμό, ούτε τον πολιτισμό του τόπου του, δεν φέρνει τίποτα, δεν αφήνει τίποτα, δεν μοιράζεται ούτε σπιθαμή πνεύματος. Είναι ο τουριστικός πολιτισμός· φωνάζω, καταναλώνω, ιδιωτεύω, ό,τι μου γουστάρει, όπου μου γουστάρει. Είναι η καθαγιασμένη, η αναπτυξιακή, όχι η φτωχική μαυριδερή· είναι η τουριστική εκδοχή του ξένου, η πλέον αποκρουστική, η χυδαιότερη: κοιτώντας τον απευθείας στην τσέπη. Και τουρίστας είναι αυτός που δεν του αρκεί τίποτα. Ένας αδηφάγος ηδονοβλεψίας, με αποστολή να κλέψει για το φράγκικο άηπαντ του μερικά πίξελ από τις παραλιάρες και το μεγαλείο της elladitsas mas. Μόλις πάει στην παραλία, θέλει κι άλλη παραλία, θέλει δραστηριότητες, ποδήλατο, εκδρομή, τζετ σκι, ανάπτυξη. Δεν θέλει μπάνιο, βουτιές, ρηλάξ. Ούτε την ησυχία του. Θέλει τη φασαρία μας.

Βαρέθηκα πια να τα παίρνω κρανίο. Κουράστηκα κάθε καλοκαίρι να γκρινιάζω. Τρέχω προς τη θάλασσα, στο λίγο που έχω πρόσβαση, κάνω μια βουτιά που κρατάει δυο αιώνες και κολυμπάω στο απέραντο που έχω μόνο δικό μου, που δεν κολυμπάει κανένας ξαπλώστρας. Βγαίνω στην επιφάνεια καθαρός, ήσυχος. Αφήνω την άμμο να με λερώσει, να με βρωμίσει παντού ο τόπος. Κοιτάζω πάνω, τραβάω τη φωτογραφία. Αυτό είμαστε, σκέφτομαι. Μια ξεφτισμένη σημαία, ψωροπερηφάνια, που ανεμίζει νευρικά όπου φυσάει ο άνεμος, πάνω σε μια αυθαίρετη ημιτελή οικοδομή.


*Οι χτισμένοι κάμποι, τα καμμένα δέντρα και τα καταπατημένα βουνά.