13 Δεκ 2012

από την κρίση με αγάπη

Εκτύπωση

«Από την κρίση στην επανάσταση»* ήταν ο τίτλος του βιβλίου, στου οποίου την παρουσίαση πήγαινα -στην ουσία μια σύγχρονη τοποθέτηση πάνω στην επαναστατική προοπτική του Αντόνιο Γκράμσι. Αλλά δεν θέλω να γράψω γι’αυτό, ούτε για το δεύτερο σκέλος, για το διάνυσμα της επανάστασης που στόμωσε από την πολλή κουβέντα στο ρουφ γκάρντεν του αστικού πολυκαταστήματος. Για το άλλο σκέλος θέλω να πω, το πρώτο –την κρίση, που την είδα όλη σε τρέηλερ στη διαδρομή. Σε τρεις σεκάνς.

Στον ηλεκτρικό. Μια βαριεστημένη ανδρική φωνή ανακοινώνει ότι λόγω αυτοκτονίας η συγκοινωνία διεξάγεται μεταξύ των σταθμών κηφισιά θησείο και φάληρο πειραιάς. Προλαβαίνω για δευτερόλεπτο να παγώσω. Με επαναφέρει ο πραγματισμός μιας φωναχτής τηλεφωνικής συνομιλίας κάποιου επιβάτη, την οποία δεν άγγιξε το αυτοκαταστροφικό σημειολογικό σύμπαν του αυτόχειρα. Μια φωνή ζεστή, ευθεία, δυναμική, απαιτητική, γυναικεία. «Έχετε εικόνα του κόστους;». Κόστος. Ο συνομιλητής καλείται να απαντήσει για την εικόνα του κόστους. Δεν μπορώ ν’ακούσω την απάντησή του, αν και πολύ θα ήθελα τώρα να έχω κι εγώ μια εικόνα του κόστους. Να το ζυγίσουμε στην τελική. Η ανακοίνωση επαναλαμβάνεται. Μας υπενθυμίζει το δικό μας κόστος. Τι μας κοστίζει μια χαμένη ζωή: μερικούς σταθμούς κλειστούς. Απεργία, αυτοκτονία, ταλαιπωρία. Τι θέλουν κι αυτοκτονούν, τι θέλουν κι απεργούν, τι θέλουν και λιμοκτονούν. Ε ρε χρυσή αυγή που μας χρειάζεται. Να φάμε μια σφαλιάρα από μέσα, να κουνηθεί ο εγκέφαλος, να ξεπαγώσουν τα βλέμματα. Επόμενος σταθμός, καινούριο μπάρκο, οι πελάτες οφείλουν να είναι ενήμεροι, ανακοίνωση ξανά. Η τηλεφωνική συναλλαγή προφανώς έχει αλλάξει στάδιο. «Καλό είναι να προχωρήσει η αγοραπωλησία». Σωστά, καλό είναι να προχωρήσει. Η ανταγωνιστικότητα στην πράξη φαίνεται. Μπαίνει ακορντεόν με τέχνη, παίζει πιτσιρικάς με χάρη και καθόλου ανταγωνιστικότητα. Του δίνω ό,τι έχω. Να αναβάλλω όσο γίνεται πιθανές ιδέες που θα του έρθουν στον ελεύθερο χρόνο του. Δεν θέλω ποτέ να σκεφτεί να πηδήξει στις γραμμές. Λαϊκισμός, ξέρω. Πήγαινε πες του το, γιατί εγώ δεν τα κατάφερα. «Πρέπει να μάθουμε ακριβώς την προσφορά». Και τα πρόσφορα. Πήγαινε και στον οδηγό να τον παρηγορήσεις που μπορεί να’χει πάρει δυο τρεις απολωλούς στο λαιμό του ο δόλιος. Όλη μέρα μόνος να πηγαίνει πορείες σε γραμμές και σε σκοτάδια, λίγα θέματα θα είχε, έχει κι αυτό τώρα. Ξέρω, λαϊκισμός. Έτσι είναι η κρίση μαλάκα μου, ξυπνάει το λαϊκισμό μέσα σου. Ψάχνεις προτάσεις για να συντάξεις τα στοιχειώδη. Και θες να μην έχει μέσα της κι αριθμούς, όπως έχουν οι πίνακες του δημοσίου συμφέροντος. Γι’αυτό σου λέω, μάθε το κόστος και προχωράμε.

Σύνταγμα. Γουαναμπή μεγαλομπενχούρ παράτα για τη χριστουγεννιάτικη φωτοβολία και κάτι ντίτζιταλ δέντρα στην πλατεία, φαραωνικές κατασκευές με λογότυπα και λογότυπες γκόμενες που κάνουν τις χαρούμενες, σε προσκαλούν σε κάποιο παιχνίδι. Την πλησιάζω νοερά, κάνω σενάριο, θες να βγούμε αύριο;, ε όχι και να βγούμε λιγδιάρη, ε τότε τι παιχνίδι και παπάρια μου λες κι εσύ, μάθατε το παιχνίδι μόνο αν έχει χορηγό. Ο χορηγός μάγκα, ο χορηγός. Η κινητή τηλεφωνία, τηλεκινητή χαρά, παιδιά άστεγοι μετανάστες πρεζάκια τζαζ μουσική δημοτική αστυνομία μουσαμάδες πλαστικό κατασκευές οι γκόμενες χορηγός, ο χορηγός παντού. Παντού.

Σύνταγμα πιο κάτω. Σκατόφατσα της λάσπης της νύχτας -εκείνης της νύχτας που φοβάμαι- ο οποίος έχει αναβαπτιστεί σε βουλευτή, περνάει από μπροστά μου. Αναγνωρίζω τα χαρακτηριστικά κάποιου υπόδικου από το μαύρο μπερντέ της χρυσαυγής. Ούτε τισέρτ ούτε λαϊκάντζα ντύσιμο. Λίγα μέτρα από το hungry but chic της βιτρίνας του φωκά, εκείνος κάργα chic, σινιέ παλτουδιά, hungry for blood. Ανακατεύομαι. Που όλα έχουν γίνει νόρμα. Που κι αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, το ανθρώπινο. Που κάπου κι αυτός έχει την παρεούλα του, το ραντεβού του, τη ζωούλα του, την προσφάτως ακριβή ζωούλα του. Κόστος, αγοραπωλησία -προχώρησε άραγε η συναλλαγή στο τρένο;- απεργία, αυτοκτονία. Αυτός φοράει φευγαλέα το hands free, οι λέξεις αυτές δεν περνάνε. Κει πάνω δε φτάνει τίποτα, από ανθρωπιά δεν φτάνει τίποτα. Δεν θα περά δεν θα περάσει ο πραγματισμός. Λαϊκίζεις, πρόσεξε. Τρίτη βράδι στα πέριξ της τρέντι πλατείας χριστουγέννων, εκεί που τα σκουπίδια δεν είναι αντικείμενο πολιτικής, είναι μόνο λαϊκισμός, εκείνος δεν είναι ούτε ζώο ούτε τραμπούκος ούτε μαύρο μέλλον ούτε αντιμετωπίζει το λαθρομεταναστευτικό ούτε πέφτει για την πατρίδα του. Είναι άλλος ένας. Τακτοποιημένος.

Στην παρουσίαση, κόσμος χαμός, αριστεροί και κουφάλογα αστοί συντάσσουν δοκίμια πάνω στη γκραμσιανή δυναμική, με φόντο το σύνταγμα πλεγμένο σε ωσαννά και φωτοβολικό ψέμα. Κάποιος στο πάνελ θυμάται τη λύσσα των κατηγόρων του Αντόνιο Γκράμσι που ούρλιαζαν στη δίκη του ότι πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσουν αυτό το μυαλό να παράγει σκέψη για τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Και πως χωρίς βιβλία, χωρίς ίντερνετ, χωρίς κομματικούς μηχανισμούς, χωρίς εκλογικούς τακτικισμούς, ο άνθρωπος αυτός όρισε μια επαναστατική διαλεκτική της οποίας η ηρωική γοητεία παρ'ότι δεν έχει φθαρεί -τόσες δεκαετίες και τόσα παγκόσμια στοιχήματα μετά- ακόμα δεν έχει βρει δικαίωση. Ούτε έρεισμα στους αριστερούς χειρονάκτες της. Κι ας της φωνάζει η κρίση: «μοτέρ, πάμε».


*πρόκειται για το τελευταίο πόνημα του καθηγητή Γιώργου Ρούση και αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διαλεκτικό δοκίμιο πάνω στον πόλεμο θέσεων που εισήγαγε ο Αντόνιο Γκράμσι, γραμμένο με συνέπεια και επιστημονική αρτιότητα, όπως μας συνηθίζει ο Γιώργος. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη και οι 190 σελίδες του κοστίζουν μόλις 11 ευρώ.