31 Ιαν 2013

το τελευταίο πάρτι των Βαλκανίων

Εκτύπωση
δεν υπάρχει πια μουσική κι αυτό το ξέρουν όλοι
μόνο που δεν το παραδέχονται γιατί θα τρελαθούν,
το ξέρουν και κάνουν σαν να υπήρχε ακόμα μουσική,
κουνιούνται επειδή θυμούνται ότι λικνιζόταν κάποτε ο κόσμος,
τότε που υπήρχε μουσική.
[...] τώρα προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους
ότι υπάρχει πάντα μουσική κι αυτό τους έχει τσακίσει
 τους έχει δημιουργήσει μία κατάθλιψη.
Χρήστος Βακαλόπουλος, Γραμμή του ορίζοντος, 1991

Το βίντεο είναι σίγουρα αρχές το πολύ μέσα ενενήντα. Καρφώνεται από το σάουντρακ. Τα υπόλοιπα που αναγνωρίζονται θα μπορούσαν να είναι και χρυσά έητις. Μάλλον τίποτα δεν άλλαξε από τη μια δεκαετία στην άλλη, το ενενήντα απλώς ήρθε χτύπησε την πόρτα, περάστε παρακαλώ είπε το ογδόντα, ελάτε να παρτάρετε, γι’αυτό ήρθαμε, εμείς φεύγουμε, μη σας κρατάμε, άντε γεια συνεχίζουμε με κέφι εμείς, αγόρασε το κλικ, βάλε τζερόνιμο, δυνάμωσέ το. Το σεμεδάκι στην τηλεόραση μη σου πω ότι είναι κι από το εβδομήντα, από τότε που υπήρχε τηλεόραση τελοσπάντων. Όλα στη θέση τους˙ η αδερφή μου χορεύει τέκνο.

Στο σαλόνι όλη η οικογένεια. Ανάμεσα σ’αυτούς που φαίνονται, φαντάσου κι έναν αόρατο με μια κάμερα τόσο μεγάλη, σήμερα θα νόμιζες ότι είναι από την τηλεόραση αυτός. Όσο περνάνε τα χρόνια, η τεχνολογία μικραίνει τις συσκευές, μικραίνουν οι ανάγκες. Όσο μεγαλώνεις, μικραίνουν τα μεγέθη, δεν μεγαλώνουν. Τα πάρτι τα μεγάλα γίνονταν όταν ήσουν μικρός. Επειδή ήσουν μικρός. Μεγαλώνεις, μικραίνουν και τα πάρτι. Στο τραπέζι, η θεία-φύλακας των πάρτι, σε κάθε πάρτι την είχες˙ θεματοφύλακας άγγελος. Εδώ σηκώνεται και ρίχνει μια στροφή στο αλέγκρο πνεύμα της νέας εποχής –τέκνο και η θεία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία πριν από τη λατρεία της. Στη βίωσή της ακόμα˙ στα όρια ακόμα του συλλογικού.

Κι όλα τα πάρτι τελειώνουν με τον ίδιο σκοπό. Μια άλλη αλεγκρία, παλιά και οικεία, οριεντάλ όσο κι ο καφές που άλλαξε με τη δεκαετία και δεν τον λέγαμε πια τούρκικο –είναι που με την καλοπέραση, ήρθε και η εθνική περηφάνια, κατάλαβες;- το τεθλιμμένο μπολερό μιας μακρινής δεκαετίας που επιβίωσε απ’τα ένοχα βλέμματα και όλες τις κυριακές των αγκαλιών. Πιασμένοι για εσπερινό τανγκό οι φαμιλιάρχες, εκείνος κι εκείνη, σε ένα τρυφερό διάλειμμα της οικογενειακής ευθύνης και των ματαιώσεων –μια εποχή που το διάλειμμα και την οικογενειακή ευθύνη δύσκολα τα ξεχώριζες, και για να’χεις ματαιώσεις έπρεπε ήδη να’χες πιστέψει σ’έναν άλλο κόσμο που δεν ήρθε και δεν ερχόταν, όσο και να χόρευες. Κι όλο το απόγευμα –απόγευμα γίνονταν τα πάρτι- ο Χιώτης μουρμούριζε αντί ελεγείας, μόλις περνούσε το τέκνο. Ποτέ στο δρόμο μου να μη βρεθείς για να σε δω. Δε θέλω πια να ξαναρθείς.

Τα ενενήντα τα ζήσαμε ως το απόλυτο ψέμα, το πιο γλυκό, σοκολάτα σχεδόν, το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής μας. Τις μέρες εκείνες -όλες τις μέρες- τα Βαλκάνια γνώριζαν μόνο αίμα και βόμβες με ονόματα παιδιών πάνω τους, απεμπλουτισμένο ουράνιο, ουρανούς μαύρους, αδέρφια που δεν ήταν πια αδέρφια, λαούς που δεν ήταν πια λαοί, χώρες που άλλαζαν ονόματα ανάλογα με την εταιρεία. Ο εμφύλιος ζόφος γέμιζε ριπές τη γειτονιά μας, αλλά εμείς κουφάλογα. Είχαμε την ευμάρεια στο σπίτι καλεσμένη, την καλοχορταίναμε μη μας φύγει. Μιλάμε για τόσο ιστορικούς παγκόσμιους μαλάκες.

Ο Ντράζεν Πέτροβιτς και ο Βλάντε Ντίβατς δεν έπαιξαν μπάσκετ. Κατέβηκαν για λίγο από την ψυχή τους και μας έδειξαν πως γίνεται ένα παιχνίδι να σε κάνει αδερφό. Πως γίνεται μια παρέα να κατακτάει τον κόσμο, πως γίνεται να σκίζεις τα τέρατα και να’ναι αυτό ένα πάρτι. Πάρτι κανονικό, όχι στο στενάχωρο σαλόνι με τα σεμεδάκια. Όλα αληθινά δηλαδή ήτανε, κι αυτό με τα σεμεδάκια, αλλά το άλλο σε ανέβαζε ψηλά. Συλλογικό φαντασιακό το’γραψε η Ιστορία, αλλά εμείς τουλάχιστον το θυμόμαστε για συλλογικό παρά για φαντασιακό. Φανταστικό συλλογικό.

Αν ήσουν Βαλκάνιος, αν ένιωθες συλλογική μνήμη τι πάει να πει, τι πάει να πει γείτονας φίλος κι αδελφός, ήσουν ψηλά μαζί με τον Ντράζεν. Αλλά δεν ήξερες, δεν ένιωθες, δεν ανέβαινες. Χόρταινες το δικό σου πάρτι˙ ούτε συλλογική, ούτε μνήμη. Έψαχνες δίκιο ανάμεσα σε σέρβους και κροάτες και βόσνιους, ανάμεσα στις βόμβες με τα ονόματα των παιδιών πάνω τους. Το έψαξαν κι αυτοί το δίκιο, και χώρισαν έτσι οι αδερφοί, φύγαν μακριά, έφυγε μακριά ο Ντράζεν, πιο μακριά από εκεί που μπορεί να φτάσει αδερφός, κι ο Βλάντε γύρισε να θάψει ενοχές στο Ζάγκρεμπ. Το μπάσκετ τελείωσε, το πάρτι τελείωσε, έμειναν οι βόμβες με τα ονόματα, οι εκ γενετής ανάπηροι, τα παιδιά που δεν ήταν παιδιά, που γεννήθηκαν μεγάλα, με πληγές και ιστορίες˙ παιδιά που δεν γεννήθηκαν. Η παρέα έγινε λόμπι και οι αγκαλιές προσωπική καταξίωση και συμβόλαια. Περισσότερο από εμφύλιος, υπήρξε πόλεμος.

Εμείς εδώ ξεγελούσαμε την κουφαμάρα μας με μικρά οικογενειακά πάρτι. Excuse me ακούγεται καθώς μπαίνει ο μικρός με το ποδήλατο στο πλάνο του οικογενειακού πάρτι, στο 0.57 του βίντεο. Excuse me ακούγεται η φωνή της Ιστορίας, μέσα στα πάρτι, τις ματαιώσεις και τα αίματα. Δεν ακούμε. Δεν ακούγαμε ποτέ. Δυναμώνουμε τη μουσική για να μη γίνει εμφύλιος, για να μην τον βλέπουμε, για να μη μας τσακίσουν οι φωνές απ’έξω. Ξέρουμε απ’αυτά. Μόνο πάρτι και εμφυλίους γνωρίσαμε.


[γραμμένο για το Luben, στο πλαίσιο του αφιερωματος True Vintage 90's]