27 Μάρ 2014

εκτός νανομέτρων

Εκτύπωση


Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, πάρα μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ’ένα κάποιο επίτευγμα, με χαμομήλια· άσ’τους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρωνυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: “Οχ, οχ! Αιμορραγώ σ’όλο το σώμα”. “Κάλπες, αφού πρόκειται για τον δείχτη του αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;”. Γι’ αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπά τους χωρίς να περάσουν μέσα από τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δεν γίνεται;

Έτσι ξεκινάει ο Χάκκας Το τρίτο νεφρό. Μετά γράφει για τους ανθρώπους που τρώγανε αποβραδίς μια χαρά έχοντας την καραβάνα στα γόνατα, χρόνια τρώγανε σε τούτη τη στάση χωρίς κανένα παράπονο, και το πρωί παίρνανε μεταγωγή για το φρενοκομείο, γιατί ξαφνικά νιώσαν να σπάει η πλάτη και να πετάγεται η καρδιά προς τα έξω. "Η πλάτη μου", όλο λέγαν, "η πλάτη μου", κι έπεφτε η καραβάνα απ'τα γόνατα αφήνοντας δυο κόμπους λάδι ανεξίτηλο λεκέ στο τσιμέντο. Μαύρισε η ψυχή κι έκανε τούτο το ρήγμα κι έφερε τούτη την πτώση, παρά την επίμονη θέληση των ανθρώπων να κρατήσουν την καραβάνα στα γόνατα.

Άλλες δυο σελίδες έχει, δεν είναι μεγάλο αυτό το γραφτό, δυο σελίδες ακόμα γεμάτες αίμα, γεμάτες κόλαση ποιητών. Αληθινών ποιητών, αληθινές κολάσεις. Ένα νεφρό ακόμα του έλειπε του δόλιου, ένα τρίτο νεφρό. Να'χει αίμα να γράφει κι άλλο, να'χει νεφρά να τα χάνει· πρόσφορα στη θυσία, καλός Κάφκα ήταν και του λόγου του. Τρίτο φτερό το έλεγε ο Θόδωρος. Το τρίτο φτερότο μακρύ πέταγμα του άγγελου στα δύσβατα της ουτοπίας -καλός Σεφέρης κι αυτός, με αίμα του Ρίλκε στις φλέβες του, με βλέμμα του Ρίτσου στις χειραψίες του, συγγενής του Πάουλ Τσέλαν, χωρίς μυωπία και αλλεργίες, με την καρδιά τοποθετημένη χειρουργικά μέσα στον εγκέφαλο, έτσι όπως μόνο οι μεγάλοι κάνουν. Μεγάλοι άνθρωποι, δύσκολες διαβάσεις. Όσο πιο μεγάλοι, τόσο πιο δύσκολες οι διαβάσεις τους, δύσκολα και τα φτερά, να και όλο το σώμα τους: φτερά που άνοιγαν μέσα σε στενά, μάτια να κοιτάνε πάνω σε ξέρες και να βλέπουν χρυσάφι και καρπούς, απρόσιτοι γενναιόδωροι ήλιοι οι κόγχες που συγκρατούν και φυλάνε το βλέμμα τους. Άνθρωποι που υπήρξαν για να υπάρχουμε εμείς. Έκπτωτοι, πρώτα παραιτήθηκαν από την καθημερινή υπόστασή τους, γιατί κάπως έπρεπε να βρεθεί ένας μαθηματικός τύπος, κάπως να μοιραστούν ανάμεσά μας και εντός μας. Σε μια ζωή δεν γίνεται. Ούτε σε δύο. Θέλεις άλλες ζωές, άλλους πλανήτες, άλλο στερέωμα, μπας και καταλάβεις τι μπορεί να σου χαρίσει ό,τι δεν ματαιώνει την ύπαρξη, αυτό τελοσπάντων που συντελεί στο μάταιό της -έτσι δεν λένε οι ψεύτες;. Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους -αυτό το τους δεν διευκρινίστηκε ποτέ· έτσι μιλούσαν οι συμβιβασμένοι ποιητές, με παραβολές, με κρυφούς χάρτες. Αυτοί τους χρησμούς, εμείς τις εξηγήσεις. Οι πιο ειλικρινείς τους έγιναν ασυρματιστές, οι πιο ειλικρινείς από εμάς ναυαγοσώστες. Οι πιο μεγάλοι -εξαιρείται πάλι ο Κάφκα- δεν έμπλεξαν με χρησμούς και οδηγίες. Μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώσαν και μετά μπογιάτισαν το χαρτί για να καταλαβαίνουμε τις λέξεις. Δεν μετρήθηκαν ποτέ με νανόμετρα αυτοί. Δεν μετριούνται με τα νανόμετρά μας.

Η Φρίντα Κάλο μπογιάτισε λέξεις και αισθήσεις και μετά φωτογραφήθηκε. Το τσιγάρο που στέκει στο στόμα είναι από αιώνες εκεί, το'χε κάνει τράκα από τον Καμύ. Το εξωτικό φυτό που εξέχει πίσω της -φύλλο ή κλωνάρι το λένε αυτό;- μοιάζει με σπαθί σαμουράι. Εκείνη φοράει ένα μεξικάνικο κιμονό -τα κιμονό έχουν πατρίδα αν δεν το ξέρεις- και μάλλον κοιτάζει προς τη μεριά του Καρούζου. Είναι σίγουρα σαμουράι, το βλέπεις στα χέρια της, πόσο αφοσιωμένα εναποτίθεται το ένα πάνω στο άλλο, προφανώς μετά από κάποια μάχη, πόσο γαληνεμένα στέκονται σα να μην έγινε ποτέ καμία μάχη, σα να μην υπήρξε ούτε αγκαλιά, πόσο στερεώνει το ένα το άλλο, πόσο ευλαβικά συγκρατούν το ένα το άλλο, σα να συγκρατούν τον κόσμο, σα γριά από το Δίστομο που έκλαψε ό,τι άγγιξαν τα χέρια της και τώρα δεν έχει τι ν'αγγίξει. Σαν τις γριές του Μεξικού που δεν ξέρουν ούτε τι είναι το Δίστομο, ούτε τα αγγίγματα, αλλά μόνο για τη σοδειά έχουν χέρια και για το θερισμό των καρπών. Αυτών που τρέφουν το χωριό και όλο τον κόσμο. Γριές που κάθονται σε κάποια αυλόπορτα και δεν περιμένουν τίποτα, γιατί έχουν δει τα πάντα. Και συγκρατούν τον κόσμο.

Σαμουράι είναι όλοι αυτοί, δοσμένοι στο θάνατο, καταδικασμένοι σε ζωή. Σε άλλους πλανήτες και στερώματα. Με λιγότερα νεφρά από εμάς, που δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε τα τόσα νεφρά. Τουλάχιστον, μπορούμε και μιλάμε με παρενθέσεις, προσπαθούμε να χωράμε λίγα λόγια μέσα σε σιωπές, να ψάχνουμε για καμιά σιωπή μέσα στα πολλά μας λόγια, να χάνουμε την αναλογία. Ποτέ τον προορισμό.



Και τι είναι τα νανόμετρα θα πεις. Βρες πενήντα πολύτιμα λεπτά από τη μέρα σου να στο εξηγήσουν δύο τραγικά όμορφοι άνθρωποι, δύο απόστολοι του λόγου, σαμουράι μιας άλλης γλώσσας, μιας άλλης εποχής, ενός άλλου αγγίγματος στα πράγματα και στον κόσμο. Άνθρωποι άλλης αγκαλιάς· με αγκαλιά στη γλώσσα. Με την πλάτη καθαρή, με την καραβάνα στα γόνατα.