21 Μάι 2014

Κωνσταντίνου και Ελένης

Εκτύπωση

για τον Φώντα

*

Τελευταία μιλάμε πολύ· με πλήκτρα, έστω. Μιλάμε μέσα από τα δάχτυλα. Συντονίζονται χορευτικά με ταχύτητα, όσο πιο ζεστό αυτό που θα πούμε τόσο πιο γρήγορα χορεύουν. Η βραδύτητα αφορά άλλες απολαύσεις, αλλά πια τον ξεχάσαμε κι αυτόν το ρυθμό. Ή τον θυμούνται κάποιοι από εμάς τις ώρες που θυμούνται. Που δεν έχουν τι άλλο να κάνουν πέρα από το να θυμούνται. Μιλάμε και επαναλαμβάνονται τα άβαταρ, οι εικονίτσες του εαυτού μας ή του άλλου εαυτού που δεν γίναμε· τα τόσα λίγα πίξελ που χωράνε τόση ματαιότητα. Καμιά φορά και αλήθεια, σε σμίκρυνση. Καμιά φορά λοιπόν που μιλάμε –και όντως μιλάμε- σκέφτομαι πως μπορεί από την άλλη να απαντάει κάποιο μποτ –ή ρομπότ. Πως μπορεί να μην υπάρχει ο απέναντι, να μην είναι πρόσωπο της έξω ζωής, να παράγονται μόνες τους οι απαντήσεις, με κάποιο generator ξερωγώ που ανιχνεύει τι σε ιντριγκάρει, τι σε εκνευρίζει, τι σε φτιάχνει, τι σε απωθεί. Κάτι σαν τον δικό σου διάλογο με τον Τάηλερ Ντέρντεν. Τον ξέρεις ρε συ αυτόν; Εννοώ κανονικά, όχι ηλεκτρονικά. Ποιο είναι το κανονικά πια. Στην έξω ζωή. Ποια είναι η έξω ζωή. Όλα κανονικά τα ξέρουμε κι όλα ηλεκτρονικά μπορεί να είναι. Όλα συμβαίνουν, μπροστά από τα μάτια μας περνάνε. Άλλα περνάνε, άλλα κάθονται για λίγο, άλλα θολώνουν λίγο το χιτώνα. Άλλα πιο διαπεραστικά, ξύνουν τις πηγές των δακρύων και επιτρέπουν λίγα υγρά αυλάκια να κυλήσουν και να χαράξουν το δέρμα κάτω από το χιτώνα. Κι ας μην του φαίνεται, χαράζεται αυτό· αυλακώνεται. Όλα αληθινά μπορούν να είναι. Άλλωστε η αλήθεια είναι στο ρυθμό και στις συναντήσεις. Να μην στερούνται έντασης οι λέξεις μας, να μην τους λείπει το νόημα.

Θα ανταμωθούμε οπωσδήποτε. Τρεις λέξεις υπόσχεση· μέλλοντας, ζωή που αξιωνόμαστε, όροι αναγκαίου όρκου. Οπωσδήποτε. Να μιλάμε ηλεκτρονικά για τις χαμένες ευκαιρίες -αυτό το μάθαμε· είναι στα κανονικά. Να υποσχόμαστε μόνο συναντήσεις, με τρόπο που να τις κάνουμε –αυτό ακόμα το μαθαίνουμε. Συναντήσεις όμως είναι όλα. Απόψε ασπούμε που’χεις κάποια γιορτή και κλεισμένος μέσα –μέσα κάπου, σπίτι, στον εαυτό σου, κάπου- δέχεσαι μόνο ευχές. Να περάσεις όμορφα απόψε ό,τι κι αν κάνεις. Οι φίλοι έχουν απαιτήσεις, όχι αστεία. Θέλουν να σε ξέρουν καλύτερο, τον καλύτερο, να λάμπει η πιο δεκτική εκδοχή σου, αυτή που απολαμβάνει το χώρο και αυθαδιάζει στον χρόνο. Σε θέλουν εκεί κι ας μην είναι αυτοί εκεί· μόνο εσύ ξέρεις το εκεί σου. Όλοι μπορούν να μετρήσουν τις αποστάσεις, αλλά μόνο εσύ ξέρεις τις ταχύτητες και τα χούγια των λαιστρυγόνων. Μόνο εσύ ξέρεις ποιες είναι οι λαιστρυγόνες στο δρόμο. Ο άλλος ασπούμε έβλεπε τους ανεμόμυλους για εχθρούς ή δέθηκε στο κατάρτι για να μην ακούσει το τραγούδι που θα τον κρατούσε μακριά από τους συντρόφους του.

Στην παράσταση που βρέθηκα των φίλων, δεν καταλάβαινα τι έλεγε ο Άμλετ. Κάπου γύριζα –αντί να συγυρίζω εκεί μέσα, εγώ μόνο γυρίζω- κάποια πληγή με είχε ρουφήξει. Τον άκουσα όμως να λέει «οι καιροί μας, λυγίζουν στα γόνατα». Βγάζω το κόμμα. Ή, καθώς μιλάω, το βάζω μία λέξη πιο πριν. Λυγίσαν τα γόνατά μας όσο υποσχόμασταν ανταμώσεις και περιμέναμε. Λυγίσαν καθώς μαθαίναμε φευγιά· άλλος για τα εξωτερικά, άλλος για τους ανεμόμυλους, άλλος να βρει την ψυχή του, άλλος δεμένος στο κατάρτι αφέθηκε στον θάνατο. Λυγίζουν και τα δικά μου γόνατα και αφήνω την παράσταση στη μέση. Αν έβλεπα να το κάνει άλλος αυτό, κάτι κακό θα έλεγα στάνταρ. 

Περπατάω στην πόλη με λυγισμένα τα γόνατα και πέφτω πάνω σε στιγμές των άλλων. Ένα παιδί γύρω στα είκοσι, με ένα αδιάφορο τισέρτ και μια καθημερινή φόρμα, περπατάει βιαστικά κρατώντας στο χέρι ένα τριαντάφυλλο με μια πράσινη κορδέλα και μια κάρτα. Για κάποια Ελένη του πιθανώς. Ένας στέκεται στη γωνία στο φανάρι, φοράει κράνος και κρατάει, σαν να επιδεικνύει, έναν πίνακα με χρυσή μπαρόκ μπορντούρα και ένα πορτρέτο μέσα της. Δεν ξέρω αν είναι κάποια Ελένη, δεν ξέρω καν γιατί αυτός κάθεται εκεί. Στο τρένο, εκείνος –που είναι πιο ψηλός από εκείνη- στηρίζεται στη χειρολαβή, το χέρι του τεντωμένο, εκείνη σκύβει και το φιλάει πεταχτά δύο φορές, και δεν λένε τίποτα μετά, ούτε σαλεύουν. Είναι το πιο φυσικό που μπορεί να τους συμβεί, δεν δίνουν παραπάνω σημασία, κανείς δε δίνει σημασία· όλα είναι φυσικά. Ο φίλος που με καλεί στο κινητό για τις ευχές, πάει καιρός που έχω να τον δω. Στο μεταξύ μεγαλώνει τη ζωή του, με ομορφιά, με μια ακόμα μικρή μέλισσα να μεγαλώνει στο σπίτι. Όταν παίζαμε μαζί στην μπάντα, είχαμε λόγους να ανταμώνουμε συχνά. Αυτό είναι οι μπάντες· λόγοι. Στην κουβέντα που πιάνουμε με τους στιγμιαίους φίλους στο στέκι με τα πολλά βιβλία, ένας θα πει για κάποιο νέο παιδί που έφυγε χτες από ανακοπή. Όχι εγώ. Εγώ νιώθω τους χιτώνες να μην μπορούν να κρατήσουν τίποτα, να ξύνεται το περίβλημα και να θολώνει. Μετά ακούω για κάποιον άλλον που έληξε με έναν κρότο· είχε και μια δύσκολη ζωή λένε. Πάλι δεν είναι εκείνος που ξέρω εγώ. Εγώ γυρίζω κάπου στο Κιβέρι –ή που διάολο είπαν ότι θα τον έβαζαν να κοιμηθεί σήμερα. Παλεύω να θυμηθώ τη γιορτή, ότι είναι κάποια γιορτή. Φέρνω τις ευχές στους χιτώνες, μπας και αλλάξει κόζια η στιγμή. Βγάζω το τηλέφωνο να απαντήσω σε καμιά ευχή. Να είσαι πάντα καλά. Τέσσερις λέξεις με νόημα· μόνο νόημα. Η υποτακτική, η ύπαρξη, οι όροι της αιωνιότητας, η ζωή που ζητάει ο φίλος για έναν άλλον. Ακόμα και στο τυπικό του, στις απρόσωπες επαφές μας, κάτι έτσι γίνεται προσωπικό. Κάτι ζητάει ο ένας από τον άλλον, κάτι του εύχεται, κάτι του υπόσχεται. Το καλύτερο δυνατό. Αυτά μας κάνουν ωραίους ανθρώπους. Αυτά προσπερνάμε και γινόμαστε χειρότεροι.

Περπατάω βιαστικά και μια κυρία μπροστά μου, μια μάλλον μεγάλη κυρία, στο στενό πεζοδρόμιο που δεν χωράει άλλους, που δεν μπορώ να προσπεράσω, περπατάει ενοχλητικά αργά, με αναγκάζει να φρενάρω. Να μη θες ποτέ να προσπεράσεις, να έχεις κατανόηση για την κυρία, να πηγαίνεις με τα βήματά της. Να μην ξαναπείς κουβέντα αν δεις κάποιον να φεύγει στη μέση της παράστασης. Αυτό που έχει να παλέψει ο καθένας μέσα του, καμιά φορά και έξω του, δεν έχεις ιδέα πόσες λαιστρυγόνες κουβαλάει. Να βρισκόμαστε μόνο, που είπε κι ο Αντρέας. Να βρισκόμαστε γιατί σκατά.

Γυρνώντας σπίτι, η φίλη μου είχε στείλει χαιρετισμό του Μπέκετ.

φαντάσου αν αυτό εδώ

κάποια μέρα αυτό εδώ

κάποιαν όμορφη μέρα

φαντάσου

αν κάποια μέρα

κάποιαν όμορφη μέρα αυτό εδώ

σταματούσε

φαντάσου






*σόρι που σου πήρα τη φωτογραφία χωρίς να σε ρωτήσω ρε φίλε. την είδα να είναι public και δεν κρατήθηκα. τόση αγάπη πρέπει να φαίνεται.