12 Ιούλ 2014

του χώματος και τ'ουρανού

Εκτύπωση
ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν
Ιφιγένεια εν Ταύροις, στ.166

 

Καθώς τριγυρίζω στον τόπο των μνημάτων, εδώ που μια ψυχή με ξαναφέρνει πάντα, αργώ πάντα το βήμα μου για να κοντοσταθώ όσο γίνεται -χωρίς να σταματήσω κανονικά- στα μνήματα των αγνώστων, στις φωτογραφίες τους και στις ηλικίες τους. Στέκομαι λίγο παραπάνω σαν δω μικρή ηλικία, κάνω τις πράξεις, φαντάζομαι μια ιστορία· ποια ιστορία έγραψε λίγα χρόνια στη φωτογραφία και μεγάλο πόνο σε όσους συνέχισαν και δεν έγιναν ακόμα φωτογραφίες. Ένας ήσυχος τόπος, μνήματα και πράξεις, ένας τόπος της αριθμητικής. Η μνήμη είναι αριθμητική· προσθέτεις αφαιρείς υπολογίζεις. Πόσα χρόνια μαζί, πόσα χρόνια καλά, πόσα χρόνια από τότε. Μετράω ασπούμε πόσα έζησα με τον παππού και είναι σχεδόν όσα δεν τον έζησα, όσα μεγάλωνα χωρίς αυτόν. Αφαιρώ απ'όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα, έτσι γίνονται οι πράξεις. Αφαιρείς έναν άνθρωπο από σένα, τα χρόνια του από τις δικές σου μνήμες· αφαιρείς για να βγάλεις ταμείο. Ξέρεις ότι ταμείο δεν είναι αυτό που έμεινε, αλλά αυτό που έχεις για να τη βγάζεις, τα ψιλά· με αυτούς ζεις μαζί, με αυτούς μιλάς κάθε μέρα. Πριν ξυπνήσεις ή καθώς αποκοιμιέσαι. Στη μέρα μέσα σε κερδίζουν άλλες πράξεις. 

Εκείνοι που φύγαν δεν μετράνε τώρα, δεν κάνουν αριθμητική· εμείς κάνουμε, εμείς που ζούμε. Έτσι ζούμε. Ανάμεσα σε χρόνια, μετρώντας, υπολογίζοντας, ξεχνώντας. Εγώ ασπούμε όλα τα μετρούσα με το '96, που τελείωσα το σχολείο, που πήγα σε κείνη τη συναυλία που όρισε την εφηβεία μου και κάποιο χαρακτήρα να'χω για μετά. Τώρα που μεγαλώνω -όσο μεγαλώνω- τα μετράω με το '08, πριν και μετά χωρίζονται όλα. Έξι χρόνια πριν· από τότε, Ιούλιοι μαχαιριές στα καλοκαίρια που νόμιζες πως κυλάνε ερήμην, πως περνάνε σαν κύμα. Από τότε δουλεύει η μνήμη, έμαθες τις αντοχές της, τις μαθαίνεις ακόμα· νιώθεις αφόρητα ευλογημένος που τις μαθαίνεις ακόμα, όσες πληγές κι αν στρίβουν. Μιλάω για κάποια που αγαπούσε πολύ τα πράγματα, όλα τα πράγματα, τα πάντα γύρω· αγωνιούσε μόνο, με πολλά λάθη. Μόνο λάθη ίσως. Όποιος αγαπάει, κάνει λάθη. Όποιος αγαπάει πολύ, κάνει τα περισσότερα. Από αυτά δεν μαθαίνει· άμαθος πορεύεται και ανεπίδεκτος, αφοσιωμένος πάντα σε ό,τι μοιάζει με δίκιο, σε ό,τι τον πνίγει, σε ό,τι τον αγάπησε και του'ριξε ένα σκοινί να πιαστεί, σε ό,τι αγάπησε και το'δεσε με σκοινί και άγκυρα, για να έχει βυθό μαζί του, να'χει και στεριά αντάμα. Συλλογή από λάθη, από συνεχόμενα λάθη, που έμαθε να αφήνει πίσω. Πίσω, αλλά όχι σε μας· σε μας άφησε μόνο δρόμους να θυμόμαστε, να επιστρέφουμε, να συναντάμε τις άκρες του, να πιάνουμε το σκοινί και να βρίσκουμε στεριά, να βουτάμε στο βυθό και να κλέβουμε μια μορφή του με φιλί, με χάδι που άφησε κάποτε στον ύπνο μας, στα μαλλιά μας, μικροί ίσως εμείς μεγαλωμένος εκείνος, έμπειρος στα χάδια, με νανουρίσματα που μας μεγάλωσαν. Ή δεν μας μεγάλωσαν, μας κράτησαν πάντα παιδιά, πάντα παιδιά για κείνους. Στο ένα τραπέζι οι μεγάλοι, στο άλλο τα παιδιά. Πόσα καλοκαίρια έτσι.

Λέω εκείνος και εννοώ εκείνη. Εκείνες, ίσως. Θηλυκές είναι πάντα οι μορφές, οι σκιές, οι μνήμες, οι θείες, οι αγάπες, οι στιγμές, οι ανάσες, οι φωτογραφίες, οι λέξεις. Αρσενικός μόνο ο θάνατος, αυτός που δεν πιστεύουμε. Γι'αυτό επιστρέφουμε και αφήνουμε λουλούδια, γι'αυτό επιστρέφουμε και το λέμε σπίτι, σπίτι του αγαπημένου μας -τελευταίο, αλλά σπίτι. Σπίτι είναι εκεί που μπορούμε να επιστρέψουμε· ή να φιλοξενήσουμε, να φιλήσουμε έναν άγνωστο και να τον κεράσουμε κάτι. Μιλάω για εκείνη λοιπόν που τώρα είναι ξαπλωμένη, μάλλον κοιμάται βαθιά. Στα πόδια της έχει παραπέσει ένα βιβλίο, δεν θυμάμαι ποιο, κάποιο παλιό που'χε βρει κάποτε σε παλαιοπωλείο -όλο κάτι τέτοια ξεσκόνιζε- της το έδωσε ο Γιάννης λίγο πιο πέρα, μην πας για ύπνο χωρίς το βιβλίο σου. Κοιμάται, κάτω από τα αεροπλάνα, στα εκατό μέτρα είναι ο αεροδιάδρομος, απογειώνονται εκεί, απογειώνονται ζωές, πολλή φασαρία, οι τουρμπίνες μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, εκείνη δεν ενοχλείται διόλου, τίποτα δεν μπορεί να αναταράξει αυτή τη γαλήνη της. Θαρρείς κιόλας πως επίτηδες πήγε και ξάπλωσε εκεί, δίπλα στη φυγή, να της τη δώσει καμιά μέρα και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο, να έχει αυτή τη δυνατότητα. Ποτέ δεν έφευγε βέβαια, ήταν πάντα εκεί. Και το εκεί ήταν το πιο σταθερό πράγμα του κόσμου. Αδύνατο όμως μου φαίνεται και να κοιμάται τόσο, δεν την θυμάμαι να την παίρνει τόσο εύκολα ο ύπνος, δεν αφηνόταν, δεν έφευγε· εκεί, ξάγρυπνη. Είχε τ'όνομα του ουρανού, αλλά το αεροπλάνο το'παιρνε μόνο για να ξαναγυρίσει εκεί. Εκεί ήταν ο προορισμός της. Εδώ δηλαδή. Και μιλάω σε παρελθόντα χρόνο, λες και έχει φύγει. Δεν έχει φύγει. Κοιμάται ασυνήθιστα βαθιά, με ένα βιβλίο στα πόδια. Δεν λέει να το τελειώσει. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μας κάνει πλάκα. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ της δεν τελείωνε τα βιβλία, τα άφηνε όλα στη μέση· όλα τ'αφήνει στη μέση. Εμάς πρώτα απ'όλα, εμάς με τα βιβλία της. Τον παρελθόντα χρόνο και τον παρόντα τόπο, τον πάντα παρόντα τόπο,πάντα παρόντες στον τόπο. Για κείνη και για κάθε αγαπημένο, μόνο μέλι από ξανθές μέλισσες και ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, όλα αυτά που αναπαύουν τους πεθαμένους, όπως παραγγέλνει ο Ευριπίδης. Ποια άλλη "αθανασία" και "τρυφή" να ευχηθεί κανείς στους νεκρούς εκτός από εκείνη που χαρίζει το γάλα και το μέλι, συνεχίζει κι αναρωτιέται ο Παπαγιώργης.

Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.




Μια μικρούλα, μια τόση δα μέλισσα εδώ που έχει τ'όνομά της -αυτό τ'ουρανού- είναι ξύπνια, πως το λένε, ξυπνητή. Εντελώς. Μεγαλώνει με ζωή και, κάθε μέρα, γίνεται πιο ζωή. Τη χαζεύω κι όταν κοιμάται, που και που σκάει χαμόγελα -έτσι, ασυνείδητα, αδέξια- και τότε καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος μπορεί και να είναι το πιο παρήγορο μέρος του σύμπαντος, ότι οι άνθρωποι στον ύπνο τους μπορούν να υποσχεθούν πράγματα. Ότι δεν είμαστε μόνο αριθμητική, αλλά ζωή στα χαμόγελα των παιδιών που κοιμούνται, στο φτερούγισμα των μελισσών που χωράνε τα αυτιά μας. Ότι δεν κάνουμε μόνο πράξεις υπολογισμών για να βρούμε πόσο ζήσαμε κοντά στους αγαπημένους ή πόσο κοντά τους ζήσαμε, ότι είμαστε μνήμη κι εμείς, χωρίς προσθαφαίρεση, μνήμη στο χώμα και στις ψυχές που το κρατάνε. Ότι κάπου πατάμε και είναι αυτό ευλογία. Ότι από το πηγάδι κι εμείς τραγουδάμε, στα βαθιά κολυμπάμε.