18 Οκτ 2014

με τα μάτια ανοιχτά

Εκτύπωση

Το όνομά του είναι Μπαχάα Μπαντρ. Ήταν δηλαδή. Πια δεν βρίσκεται στη ζωή, αλλά με κάποιο τρόπο, για κάποιο λόγο, το όνομα το προφέρουμε πάντα σε ενεστώτα, σε χρόνο του παρόντος -είναι αν μη τι άλλο μια υπενθύμιση, ένα μνημείο όλων αυτών που κάποιος υπήρξε και υπάρχει. Ήταν επίσης δεκατριών χρονών. Ήταν, δεν είναι. Το παρόν της ηλικίας σταματάει όταν σταματάει και η δυνατότητα του μέλλοντός της. Γίνεται μόνο παρελθόν. Η ηλικία είναι άλλωστε καταγραφή του χρόνου που παρήλθε. Είχε και ένα δίδυμο αδερφό. Είχε, δεν έχει. Κανείς από τους δύο δεν είναι αδερφός για τον άλλον. Ο αδερφός συντάσσεται μόνο σε χρόνο παρελθόντος. Τώρα, αυτός που γεννήθηκε μαζί του, που μοιράστηκε για δεκατρία χρόνια όλους τους χρόνους, ακόμα κι αν κανείς τους δεν έμαθε πως κλίνονται οι μέλλοντες, ακουμπάει τα μάτια στα μάτια του, τόσο που να μην τον βλέπει. Να μη μπορεί, γιατί δεν μπορεί. Τα μάτια του Μπαχάα είναι ανοιχτά, λες και θέλει να τα βλέπει όλα, σαν να μπορεί, ακόμα και τώρα που σταμάτησαν όλοι οι χρόνοι για κείνον, τώρα που έχασε αδερφό και κόσμο, τώρα που έχασε όλους τους χρόνους. Κι η γη της Παλαιστίνης, χώμα και νερό όπως κάθε γη, μαζί κι οι γιοι της Παλαιστίνης, χώμα και νερό όπως όλοι οι γιοι, τα ανοιχτά μάτια του θα κάνουν ξανά χώμα και ζωή, σαν να μην τελειώνει ποτέ το χώμα, σαν από αυτά να πρέπει να τρέξει το νερό, το νερό όλης της γης που επιβάλλει η ζωή, που επιβάλλει τη ζωή, να μένουν τα μάτια ανοιχτά, να προφέρεται η λέξη Παλαιστίνη πάντα σε χρόνο παρόντος, ποτέ σε παρελθόν, ποτέ σε μάτια κλειστά που δεν μπορούν. Η γη μεγαλώνει, η ζωή διαστέλλεται, το χώμα και το νερό δεν σταματάνε ποτέ και σαν από πείσμα όλα ξανά υπάρχουν· με όλο το πένθος και όλο το άνθος. Τα μάτια των παιδιών μπορούν να ακουμπάνε, μπορούν να μένουν ανοιχτά όταν οι αδερφοί δεν είναι πια αδερφοί, όταν τελειώνει ο κόσμος. Μάτια που έμαθαν να αποχαιρετούν, που έμαθαν και να βλέπουν πέρα από το τέλος του κόσμου.

Η μικρή Μαντλίν πρέπει τώρα να είναι εφτά. Όταν έκλεινε τριών είχε ζητήσει για δώρο να πάρει το τρένο. To ride a train. Δεν ξέρω πως διάολο μεταφράζεται αυτό έτσι που να χωράει όλες τις σημασίες του, όλες αυτές που τουλάχιστον για ένα παιδί είναι πάντα ανοιχτές και, κυρίως, πιθανές. Το δώρο της το προσφέρει ο πατέρας, που δεν ξέρω αν κινηματογράφησε όλη τη βόλτα της μικρής με το τρένο, αλλά φρόντισε να δούμε όλοι τα τελευταία σαρανταδύο δευτερόλεπτα της προσμονής αυτής της βόλτας. Το τρένο πλησιάζει και τα μάτια ανοίγουν καθώς αυτό πλησιάζει, καθώς γίνεται πιθανό αυτό που η Μαντλίν δεν ήξερε καν αν είναι απίθανο, που ήξερε μόνο από λέξεις, που φαντάστηκε μόνο από λέξεις -λέξεις που κάθε παιδί βρίσκει τρόπο να τις κάνει προσμονή. Τα μάτια μεγαλώνουν, γεμίζουν με τρένο, ανοίγουν κι άλλο για να το χωρέσουν -γιατί καλά είναι να προσμένεις, αλλά που να φανταστείς πόσο πιο μεγάλο από τα μάτια σου μπορεί να είναι κάτι· που να ξέρεις τι χωράει και τι όχι. Μέσα σε σαραντακάτι δευτερόλεπτα τα μάτια γεμίζουν, λάμπουν, μαγεύονται, απορούν, καθρεφτίζουν, παραδίνονται, αγχώνονται, ακούνε, ξεχειλίζουν, ανυπομονούν, φοβούνται και λίγο, προσμένουν ακατάπαυστα. Τα μάτια των παιδιών, ανοιχτά και ορθάνοιχτα από ζωή, από προσμονή, από λαχτάρα για ό,τι φαντάστηκαν ότι υπάρχει, πέρα από κάθε πραγματικότητα, μέσα σε κάθε πραγματικότητα, κόντρα σε κάθε πιθανότητα και ερήμην της, κόντρα σε κάθε χρόνο και ερήμην του, τα μάτια πάνω στον κόσμο, πάνω στη γη και μέσα από τη γη, βλέπουν. Βλέπουν τα πάντα και έτσι υπάρχουν τα πάντα. Βλέπουν ό,τι θέλουν και έτσι υπάρχουν αυτά που θέλουν· όλα αυτά που θέλουν. Δεν θέλουν να βλέπουν το θάνατο και γι'αυτό δεν υπάρχει ο θάνατος. Ακουμπάνε θεόκλειστα πάνω του και έτσι φοβάται εκείνος. Που δεν υπάρχει για κανέναν.