30 Ιούλ 2011

ψυχικά άνεργος εν μέσω θέρους

Εκτύπωση

altΣτο τρόλλεϋ της γραμμής 3, που εκτελεί τη διαδρομή Φιλαδέλφεια-Υψικάμινος, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει· σώματα-πτώματα της αθηναϊκής συνάφειας εκβιάζουν ακραία τη γλώσσα του σώματος, χωρίς να της αφήνουν ανάσα, χωρίς να μπορούν κι αυτά να αναπνεύσουν, κάνοντας τις σαρδέλες να νιώθουν ευτυχισμένες έτσι όπως άνετα παστώνονται στο ρετιρέ της κονσέρβας. Αυτές παστώθηκαν νωρίς. Παραληρώ, το ξέρω. Οι μύγες παχαίνουν, η ζέστη με χτυπάει μεσοκούτελα και μπαίνει ακόμα πιο μέσα, νιώθω να καίγομαι κάτω από το δέρμα -κάπου στην Πατησίων ή στον κάτω κόσμο, δεν μπορώ να δω καθαρά τη στάση από δω που είμαι στριμωγμένος- το τρόλλεϋ πλέει την Αχερουσία, στην οποία είμαι σίγουρος πως θα'χει λιγότερη υγρασία και πως ακόμα και τα καζάνια του διαόλου θα μοιάζουν με resort μπροστά στην ασφυκτική μπόχα που μου προσφέρουν γενναιόδωρα, εν είδει πόλης, 29 κατασκευαστές δημαρχίας. Μια πόλη που ζέχνει. Παραληρώ. Και παραλύω.

Το μάτι μου πέφτει πάνω σ'έναν πρεζήλικα. [πρεζήλικας: νυν ή post πρεζάκι, μεσήλικας στη ζωή και στην πρέζα]. Ανέστιος και πλάνητας που θα'λεγε και κανάς της οικογένειας των Παπαδιαμάντηδων. Σε κάποια φάση, ο πρεζήλιξ προσφέρει τη θέση του σε έναν εμφανώς πιο ηλικιωμένο. Εκείνος αρνείται, απαντώντας ότι σε λίγο κατεβαίνει και πως δεβαριέσε βραδερφέ. "Με συχωρείς" του απαντάει ο πρεζήλικας σε λούπα, με τακτικά προσεγμένα κενά ανάμεσα στις επαναλήψεις. "Νόμιζα πως είσαι μεγαλύτερος" εξηγείται, προκειμένου να μην προσβάλλει τον ηλικιωμένο. "Ίδια ηλικία είμαστε πάνω-κάτω" διορθώνει ο ασφαλώς πιο ηλικιωμένος. Ίδια ηλικία ήτανε. Ηλικία του βρωμερού καλοκαιριού του κέντρου της πόλης. Ηλικία της καθημερινής συνάφειας που αφήνει πάνω στα πρόσωπα ρυτίδες και ρωγμές, με ρυθμούς αδυσώπητα πιο γοργούς απ'όσο φαντάζεσαι. Ηλικία που ορίζει ένα τρόλλεϋ στην Πατησίων. Στο στίβαγμα όλοι ίδιοι είμαστε. Στην ταλαιπωρία το ίδιο. Είμαστε όλοι επιβάτες.

Περνάνε μερικές στάσεις και έρχεται η σειρά μου να κατέβω. Ο σιωπηλός -μετά τη σύντομη κουβέντα με τον ηλικιωμένο- πρεζήλιξ, προσπαθεί να ξανανοίξει μια κουβέντα, εξ ορισμού σύντομη, αφού αυτή τη φορά γίνεται με κάποιον που πρόκειται σε λίγα δευτερόλεπτα να κατέβει: εμένα. Η ερώτηση έρχεται για να διαλύσει τη διαδρομή μου σε δύο κομμάτια και να κάνει το βήμα της εξόδου μετέωρο μέχρι αηδίας: "Με τι γράφεται η συγγνώμη;" Δεν μπορώ να το μεταφέρω ακριβώς, αλλά εννοεί τα υ, η. Με "η" του απαντάω, νομίζοντας για κάποιο λόγο με ρωτάει μόνο για το τελευταίο γράμμα. "Και το άλλο;". "Α, όχι, λάθος. Είναι υ και η" ξαναπαντάει έξω μου ο νερντ φιλόλογος μέσα μου. "Α, έτσι πες. Υ και η". Επιβεβαιώνεται. Και με ευχαριστεί. Και μου ζητάει συγγνώμη για την ενόχληση. Κατεβαίνω. Ξέρω τι θα απασχολήσει τη σκέψη μου το επόμενο μισάωρο τουλάχιστον. Εκατό φορές να διαβάσω το Τζάνκι, ποτέ μου δεν θα πιάσω πως στροφάρει ο εγκέφαλος της πρέζας τις πρωινές ώρες. Ποτέ.

altΤην άλλη μέρα, το τρόλλεϋ με γυρίζει από την Υψικάμινο προς το σπίτι. Άστεγος και διαλυμένος γωνία, μπαίνει μέσα και προσπαθεί να επαιτήσει. Καταλαβαίνω ότι δεν το'χει, δεν είναι επαγγελματίας του δρόμου. "Εδώ και τρεις μέρες έχω βγει στο δρόμο και πουλάω χαρτομάντηλα" ομολογεί. Δύσκολο να συγκινήσει έτσι. Δύσκολο όμως και να κοροϊδεύει. Η όψη και τα ρούχα του δεν αφήνουν περιθώρια άλλωστε. Αφήνουν μόνο μια μυρωδιά που σίγουρα είναι προϊόν ανέχειας μακράν παραπάνω των τριών ημερών. "Αν μπορείτε να βοηθήσετε κι εσείς, είμαι ψυχικά άνεργος". Κολλάω. Τι στο διάολο είναι πάλι αυτό; Είμαι ακόμα πιο σίγουρος, δεν είναι επαγγελματίας. Είναι άλλος ένας της ηλικίας του βρωμερού καλοκαιριού τον οποίο η ζέστη έχει χτυπήσει σε πολύ αδύνατα σημεία, αλλά έχει μετουσιώσει την παραζάλη σε γνήσιο σουρεαλισμό, που όμως αφήνει πάνω στους επιβάτες μια σκληρή πίκρα: ψυχικά άνεργος. Πόσοι τέτοιοι είμαστε εδώ μέσα άραγε;

altΣτο καπηλειό που δίνω κι απόψε τις μουσικές συντεταγμένες, μια παρέα από τρεις τύπους κάθονται όρθιοι μπροστά στη μπάρα. Κι οι τρεις στην ηλικία του καλοκαιριού, όχι του βρωμερού, αλλά ενός πιο δροσερού -και κάνε μου τη χάρη, μην πάει ο νους σου τώρα σε ελαφρά αμφισεξουαλικά καλιαρντά της λαηφστάηλ λογοτεχνίας. Στην ηλικία μου κι οι τρεις, αν θες να συνεννοηθούμε πιο πεζά. Δεν τους ζηλεύω όμως γι'αυτό, αλλά για την κουβέντα τους που έχει ανάψει και δεν δαμάζεται ούτε μετά από πέντε ρακόμελα. Τους ζηλεύω γιατί ταυτίζομαι. Και γιατί χωρίς να έχω ιδέα για τι λένε (καλά, στάνταρ η θεματολογία θα περιλαμβάνει ουτοπία, φιλοσοφία και -στάααανταρ- γυναίκες), ξέρω καλά πολύ καλά πόσο το εννοούν. Είμαι σου λέω πιο βέβαιος κι από βέβαιος ότι ακόμα κι αν λένε τις μεγαλύτερες μαλακίες του κόσμου, τις εννοούν όσο δεν πάει και νιώθουν ακόμα περισσότερο απ'όσο πάει. Τους καίει και τους πονάει, κάνει μπαμ -όσο και τα πιατίνια του Ginger Baker στο Black Man's Cry του Fela Kuti με το οποίο τροφοδοτώ ύπουλα την παθιασμένη κουβέντα που ενίοτε μετατρέπεται σε μια τρυφερή αντρική καλοκαιρινή φωνακλάδικη αντιδικία -ραθυμίας και ραστώνης το ανάγνωσμα, μπύρας και ρακής το μείγμα. Εσύ τώρα επιμένεις να κρυφογελάς, εννοώντας ως ανόητες γκέι τις αναφορές μου. Αλλά αυτό σημαίνει πως δεν νιώθεις. Ή ότι δεν έχεις δει προσκυνήσει ταινίες του Τσιώλη.

altΤο παραλήρημα δεν έχει τέλος. Βλέπω βιβλία να ματώνουν, λες και έχουν περίοδο. Λες και γύρισαν τραυματίες από κάποιο πόλεμο. Κάποιος με πληροφορεί πως δεν γύρισαν από τον πόλεμο, αλλά αντίθετα, τώρα τα πάνε για εκτέλεση -πρόβατα επί σφαγή. Και έχουν ματώσει πριν ακόμα πάνε για σφαγή. Γιατί τα βιβλία ξέρουν. Εμείς δεν ξέρουμε.

Είπαμε πόσο ωραία είναι η πόλη χωρίς τα ταξί; Πόσο απλοποιείται η ζωή μας και απαλλάσσεται ομαλά κι ανώδυνα από τις πολυτέλειες της βαρετής συνάφειας. Είπαμε και πόσο όλο αυτό γαμάει τους μεροκαματιάρηδες ταρίφες που θέλουν να δουλέψουν και δεν μπορούν και τους έχει γονατίσει αυτό το γινάτι των ιδιοκτητών;

Μπήκε Αύγουστος όμως. Δεν είναι καιρός για απορίες, ούτε για διαμαρτυρίες. Είναι ο καιρός για να εξαντλήσεις, όσο σου μένει, την ηλικία του καλοκαιριού. Να ενηλικιωθείς για να υποδεχτείς ώριμος το φθινόπωρο και όλα τα βροχερά που έρχονται. Πήγαινε στη θάλασσα, νιώσε τη, χάσου, διαλύσου. Κατάλαβε επιτέλους τι ρόλο παίζει η θάλασσα στη ζωή σου. Και μην τις πεις, ένοχα, διακοπές. Πες μόνο πως ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Αυτόν που ξανά θα χάσεις το χειμώνα.

alt