blog



μάτζικ εξπρές

E-mail Εκτύπωση PDF
Αἰὼν παῖς ἐστι παίζωνπεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη
Ηράκλειτος


Φωκίωνος Νέγρη. Απόγευμα, καλοκαίρι ακόμα. Παιδιά παντού παίζουν, τρέχουν, κρύβονται, κυρίως φωνάζουν. Παίζουν. Γι'αυτό τα λένε παιδιά, ίδια είναι η ρίζα της λέξης. Στην ίδια ρίζα βρίσκει κανείς και σημασία του χορεύω -τα παλιά παλιά χρόνια αυτό, τότε που χόρευαν οι άνθρωποι. Παιδιά παντού γύρω μου καθώς κατηφορίζω τον πεζόδρομο, φωνάζουν τόσα και τόσο που η άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου σχεδόν ενοχλείται. Που είσαι, στο δρόμο; Ναι, στο δρόμο. Και τι'ναι αυτοί που φωνάζουν τόσο; Αυτοί που είναι στο δρόμο. Γι'αυτό είναι στο δρόμο. Για ποιο, τι; Δεν σ'ακούω. Γι'αυτό είμαι στο δρόμο.

Στη γωνία της Τενέδου πριν την πλατεία, ένα υπόγειο· όχι μόνο ανήλιαγο, αλλά μαύρο μέσα έξω. Ακόμα μυρίζει καμένο. Σιδερόφραχτα σφραγισμένο έξω από τα ανύπαρκτα πια πατζούρια. Μέχρι χτες ένα βιός -με το ζόρι βιός, αλλά βιός- όλο στάχτη, τώρα ούτε με το ζόρι δεν είναι βιός. Η γυναίκα που το ζούσε -μόνη της; ποιος ξέρει- πήγε μαζί με τις στάχτες. Πρεζάκι, είπε η γειτονιά. Της κάηκε μάλλον το φαγητό κι ούτε που πήρε πρέφα τίποτα. Πρέζα πήρε, όχι πρέφα. Και συνέχισε να καίει, έξω της, μέσα της. Κακή ζαριά. Γωνία Τενέδου ένα υπόγειο στα μαύρα· του πένθους, της φωτιάς, της πρέζας, της μοναξιάς, της γειτονιάς που βυθίζεται στο σκοτάδι. Σκοτάδι οι ζωές των διπλανών με τους διπλανούς. Σκοτάδι πολύ κάτω από τον τόσο ήλιο.

Τον Γούντι Άλεν όλο λέω ότι δεν τον πάω και ότι δεν είναι σινεμά αυτό που κάνει. Είναι κάτι άλλο, ευφυές πολλές φορές, καλοβαλμένο, δομημένο όπως του πρέπει, αλλά σινεμά δεν είναι. Όχι δηλαδή για τα δικά μου μάτια, που σινεμά λέει τις κινούμενες εικόνες, την ποίηση χωρίς λέξεις. Πολλές λέξεις πάντα ο μπαγάσας, πολύ λίγος χώρος για να σταθούν κάπου τα μάτια. Πως το καταφέρνει όμως, όσες ταινίες του έχω δει, σχεδόν πάντα κάτι θέλουν να μου πουν. Με το ζόρι μεν, θέλουν δε. Δεν ξέρω αν το λένε, ξέρω όμως ότι για λίγο με ξεβολεύουν. Γιατί αντί στο τέλος να λύσουν τη νοηματική συνθήκη που χτίζεται μεθοδικά με το σενάριο, μαζί και με όλες τις παρεκβάσεις των χαρακτήρων που το φωτίζουν, οι εκδοχές μπερδεύονται ακόμα περισσότερο· όλα μένουν χωρίς τέλος. Αλλά και χωρίς αρχή. Κι ας βλέπεις πριν τους τίτλους ένα κάποιο βιαστικό χάπι εντ. Σαν να μένουν μόνο οι ερωτήσεις, οι ερωτήσεις των εαυτών στους εαυτούς. Η πάλη της μαγείας με την απάτη, ο κόσμος που εξηγείται και ο κόσμος που δεν φαίνεται, οι προκαταλήψεις και οι ανάγκες, η πίστη και η συνέπεια ως αντιθετικά καύσιμα για τη ζωή, όλα υπό το σεληνόφως και όλα για εμάς στο πανί. Στη μέση πάντα οι άνθρωποι με τις ιστορίες τους, σε πεζόδρομους ή υπόγεια ή στο Βερολίνο του 1928, να αρνούνται κάθε σχέδιο, κάθε πρόβλεψη της τύχης τους, κάθε εξήγηση των πράξεων. Να εντυπωσιάζονται από την κάθε μεταμφίεση, να παραδίνονται σε κάθε ελπίδα του μη ορατού κόσμου και να αντιστοιχούν χαμόγελα σε εξισώσεις. Μεγάλα μάτια με πλατιά χαμόγελα. Να ορίζουν την τύχη τους, μόνο με τρόπο που αφήνουν απλόχερα σε κείνη να τους ξαναορίσει. Αυτή ήταν η τελευταία ταινία του αντιπαθητικού τύπου, που έκλεισε το βράδι μετά από τις εικόνες στη Φωκίωνος και κάτι άλλα ψιλά, κουβέντες με φίλους, τηλέφωνα, άλλες άκρες σε γραμμές, γραμμές με άλλες άκρες, ζωή με λίγα λόγια.

Μεγαλύτερο μυστήριο από τη ζωή που μπερδεύεται και τις ερωτήσεις που μένουν πίσω, δεν υπάρχει. Μεγαλύτερη μαγεία από την ανθρώπινη επαφή δεν φαίνεται να επινόησαν τα όντα αφ'ότου βγήκαν από τις σπηλιές. Επινόηση είναι και η μαγεία. Επινόηση κι ο χρόνος, λένε οι επιστήμονες. Ένα παιδί που παίζει ζάρια, ένα παιδί που βασιλεύει. Που χορεύει, που παίζει, που μεταμφιέζεται, που φωνάζει δυνατά. Που είναι στο δρόμο.


0 σχόλια μέχρι τώρα

στη χαμένη σου ζωή

E-mail Εκτύπωση PDF

Θησείο, Ασωμάτων. 4 και κάτι, ξημερώματα Κυριακής. Το πιάνεις για τέλος Σαββάτου. Μέσα στη νύχτα δεν αλλάζει η μέρα, δεν αντιλαμβάνεσαι τέτοιες αλλαγές. Άλλωστε επιστρέφεις από κάπου -και σπανίως επιστρέφεις από κάπου στην αρχή μιας μέρας. Είναι το πρώτο βράδι στην πόλη, μετά από καιρό που'χα χάσει εντελώς το ρυθμό της και τον ήχο της. Ένα βράδι που μοιράζεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο, κυρίως άγνωστο, που διασκεδάζει· που με κάποιο τρόπο τους διασκεδάζω εγώ -δύο σωστά τραγούδια στη σειρά αρκούν και οι άνθρωποι χορεύουν, υψώνονται. Φοράω την τσάντα στην πλάτη, τιγκαρισμένη με τη ζωή που μοιράστηκα -τους σωστούς ήχους χωρίς σειρά, στριμωγμένους σε θήκες μαζί με χύμα απαραίτητα εξαρτήματα. Ο πονοκέφαλος μου θυμίζει την πόλη, μου υπαγορεύει ξανά το ρυθμό της. Η πόλη είναι εκεί μπροστά στα μάτια σου, την περπατάς, αλλά αν δεν πονέσεις κάπου, αν δεν σε βρει σε κάποια κόντρα, δεν την παίρνεις πρέφα. Γι'αυτό στις διακοπές, στο έξω τελοσπάντων, νιώθεις πλήρης, εντελής. Δεν έχεις να θυμηθείς τίποτα, δεν υπάρχει κανένας συνδυασμός αποφάσεων, τίποτα που να πονάει αν δεν φέρνει την πόλη στις κεραίες σου.

Μπροστά μου στην Ερμού, στο τέλος του πεζοδρόμου, ένας χορός από μικρά φωτάκια που μαρτυράει την ώρα και τον τόπο. Είναι οι μικροί φακοί των συλλεκτών και των παλιατζήδων που με το χάραμα, μέσα στο γλυκό θερινό σκοτάδι, ψάχνουν τα πολύτιμα, μην και τα πάρει κανείς απλός άνθρωπος και πέσουν σε λάθος χέρια. Ή δεν πιάσουν τα λεφτά τους. Χαράματα και οι άνθρωποι υπολογίζουν αξίες. Ψώνια, τους λένε οι ρακοσυλλέκτες και οι μικροπωλητές του παζαριού. Ξημέρωμα Κυριακής γι'αυτούς. Κάτω, άλλοτε σε κουβέρτες άλλοτε χύμα στο πλακόστρωτο, αλλά πάντα προσεκτικά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο να φαίνονται, τα αντικείμενα προς πώληση. Όλα χρησιμοποιημένα, άλλα χαλασμένα άλλα με εξαρτήματα να λείπουν άλλα ξεθωριασμένα άλλα άχρηστα άλλα απροσδιόριστης μορφής και χρήσης. Αντικείμενα της ζωής του κόσμου που κάποτε αποτελούσαν το σπίτι· ένα παλιό κασετόφωνο, από αυτά που δεν βγαίνουν πια εδώ και σαράντα χρόνια, ένα τσίγκινο παιχνίδι, αναμαλλιασμένες κούκλες, φθαρμένα βιβλία σε πολυτονικό, κορνίζες που ανήκουν σε σίγουρα νεκρούς σήμερα, ντιβιντί από προσφορές με ταινίες που δεν βλέπονται, φθαρμένα πολύ αυτά αλλά ίσως ποτέ χρησιμοποιημένα, αρμόνια, κηροπήγια, ρούχα εκτός κάθε μόδας, έπη επιστημονικής φαντασίας για ανθρώπους που θα έφταναν στο φεγγάρι, λογής λογής τεκμήρια ελάχιστης ύπαρξης ζωής, που ακόμα έχουν αξία. Αυτοί που τα τοποθετούν το πιστεύουν, χαράματα βαθιά πάνε εκεί και αρχίζουν τη μέρα τους, για να κρατήσει πιο πολύ. Δίπλα στην κάθε κουβέρτα ή στα αντικείμενα ο άνθρωπος που τα πουλάει, που το πιστεύει. Η όψη του -η όψη της- δείχνει να μην πιστεύει τίποτα· κουβαλάει τη ζωή, τη μέρα, τα χαράματα, τον μόχθο, τα χέρια που επιμένουν, τα μάτια μέσα στα χρησιμοποιημένα και στα πεταμένα, τη συνεχή κίνηση, την απελπισία, την κάθε ελπίδα. Με τη μορφή μιας συσκευής που ίσως σήμερα πουληθεί.

Ζωές ολόκληρες απλωμένες με τη μορφή συσκευών, ζωές με λίγη ακόμα αξία, μέσα από τα υπάρχοντα που μαρτυρούν ότι αυτές υπήρξαν. Ζωές ανθρώπων με φακούς που χαράματα ψάχνουν για μεγάλες αξίες -αυτές που μόνοι τους αποφασίζουν, αυθαίρετα κι εκείνοι- να ρίχνουν μια μικρή δέσμη από φως στις ζωές των ανθρώπων που ακόμα πιστεύουν στη λίγη αξία, στην όποια αξία, σε ό,τι κουβαλάει ένα άχρηστο πεταμένο κασετόφωνο, άνθρωποι που έμαθαν πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Όπως το'λεγε ο Ρασούλης είναι, όλα όπως τα'λεγε ο Ρασούλης είναι. Τις προσευχές του σκέφτομαι πάντα τα χαράματα, σε όποια σκηνή πέφτω πάνω. Για ό,τι αρχίζει με την αρχή της μέρας και για τις αξίες των ανθρώπων έγραφε. Για ό,τι οριακό συναντιέται στα χαράματα, με φακούς, κουβέρτες, μικροσυσκευές, φθαρμένες πόλεις, χαμένους ρυθμούς, φωνές από μακριά, χέρια αγαπημένων, κορνίζες χωρίς ζωγραφιές, ρομποτάκια με ένα χέρι λιγότερο, σπασμένες μινιατούρες, χειρόγραφα, εργόχειρα, σεμεδάκια με προσδοκίες γάμου, συμφωνίες, υποθήκες, εξώσεις, υποσχέσεις μικροκυμάτων, ό,τι βρέθηκε κοντά στις χειρονομίες των ανθρώπων και θύμισε ζωή. Θύμισε τη ζωή. Χρόνο που πέρασε, χρόνο που δεν πέρναγε, χρόνο που θα έρθει με τη μορφή άλλων συσκευών. Χρόνο που ακόμα περιμένεις· που περιμένουμε.

Τέλος Σαββάτου, ξημέρωμα Κυριακής, αξίες και ώρες στο όριο. Ο ύπνος αλλάζει τη μεριά του ορίου, αν πηγαίνεις να κοιμηθείς ή τώρα σηκώθηκες. Κι είναι αυτός η μόνη αλλαγή ή έστω το σημάδι της. Μεριά αλλάζεις ακόμα και στον ύπνο μέσα, όταν είσαι μόνος σου. (μόνος σου καταλαβαίνεις τα πάντα, κυρίως τις αλλαγές). Αλλαγές ανεπαίσθητες στη ζωή που δεν αλλάζει. Διαλέγεις μεριά και ορίζουν οι μεριές το όριο. Και σε όρια να πέφτεις πάντα τα χαράματα, ζωή μαρτυράει. Ζωή που συναντιέται με τις τόσες ζωές που απλώνονται στην πόλη.

0 σχόλια μέχρι τώρα

όταν δεν μεγαλώσει

E-mail Εκτύπωση PDF

Το αγόρι μεγαλώνει. Παιδί της πόλης, τα καλοκαίρια στο νησί μάθαινε ό,τι δεν ήταν πόλη. Μάθαινε τα έντομα, όπως δεν τα είδε σε κανένα βιβλίο, κυρίως αυτά που δεν είχαν τα βιβλία, μικροσκοπικά, τρομακτικά. Όσο πιο μικροσκοπικά τόσο πιο τρομακτικά, αφού μόνο με κάτι πολύ πιο μικρό τρομάζει το παιδί -με τα μεγάλα μόνο εντυπωσιάζεται, παραδίνεται στο δέος τους. Το αγόρι μάθαινε ποδήλατο, ανηφόρες κατηφόρες και άπλα για να πέφτεις και να σκίζονται τα πόδια σου -η πόλη δεν έχει άπλες, άσε που δεν προλαβαίνεις να σκίσεις τα πόδια σου, έχει παντού κόσμο να σε προσέχει. Μάθαινε διαδρομές, τσιμπήματα, πληγές, τσακωμούς, κρυψώνες, πυγολαμπίδες, καψίματα, πολύ ήλιο, πράματα που φυτρώνουν παντού, τον ήχο του αέρα, μονοπάτια, γειτονιές, τρέξιμο για πολλή ώρα, πολύ ήλιο ακόμα, τριζόνια, φίλους -όχι σαν αυτούς που είχε στην πόλη, καλύτερους- ήλιο για πολλή μέρα, όλο ήλιο, απαγορευμένα σημεία, επικίνδυνα χαντάκια, κρυψώνες ξανά, μονοπάτια ξανά, περπατούσε ή έτρεχε, έκανε πετάλι ή κρυβόταν, και μάθαινε, μόνο μάθαινε· και ό,τι έμαθε τότε, το θυμάται ακόμα. Όλα τα θυμάται, εκτός από μερικά που τα ξαναβρήκε στην πόλη με άλλα χρώματα και όψη. Έτσι μπερδεύονται τα πράγματα, έτσι μπερδεύονται οι φωτογραφίες στο μυαλό και μπερδεμένα μεγαλώνουν τα αγόρια. Εκτός από αυτά που δεν μεγαλώνουν. Ή αυτά που ψάχνουν κρυψώνες στην πόλη, να μείνουν εκεί για πάντα και να μείνουν πάντα αγόρια, να μείνουν εκεί με τους κόσμους που μάθανε τα καλοκαίρια, τα έντομα, τις πληγές, τον πολύ ήλιο, τρία ή τέσσερα βιβλία για μαξιλάρι, μια πυγολαμπίδα για να φωτίζει το βράδι όσα χρειάζονται -λίγα χρειάζονταν πάντα τα αγόρια, λίγα άλλωστε έμεναν σκοτεινά για το βλέμμα τους· είναι γνωστό το γερό τους μάτι. Ή, ακόμα, αυτά που όσο κι αν μεγάλωσαν δεν ξεμπερδεύτηκαν ποτέ, αντίθετα όσο μεγάλωναν μπερδεύονταν κι άλλο. Όχι μόνο αδυνατούσαν να ταξινομήσουν τις φωτογραφίες ή να τις αντιστοιχίσουν σε όσα είχαν μάθει γι'αυτές (ή απ'αυτές), αλλά δεν μπορούσαν -κρατώντας μια φωτογραφία ασπούμε- να καταλάβουν αν είναι φωτογραφία ή κάτι άλλο, κάτι αδιανόητα ζωντανό που εκτυλισσόταν μπροστά τους -ή μόνο μπροστά τους, μόνο για εκείνα. Έτσι και το αγόρι της πόλης. Κάπως έτσι, δηλαδή. Ούτε μεγάλωνε, ούτε ξεμπερδευόταν, ούτε έβγαινε από την κρυψώνα, ούτε θα άλλαζε την πυγολαμπίδα του για κανένα εξελιγμένο πορτατίφ, ούτε θα σκεφτόταν ποτέ έστω μια στιγμή που δεν θα ήταν αγόρι, ούτε που θα τολμούσε να χωρέσει στην πιθανότητα να γινόταν κάτι άλλο από αγόρι. Όταν μεγαλώσω, έλεγε, και το'λεγε για δικαιολογία, για να κάνει πλάκα, για να ξεφύγει από κάποια προσδοκία ή απαίτηση, για να γελάσει με την ιδέα ότι μπορεί να γίνει κάτι σαν τους γονείς του, κάτι σαν τους άλλους γύρω του, κάτι που δεν είχε φανταστεί ούτε καν πως μπορεί να ήταν, πόσο μπορεί να μετρηθεί σε μέρες ή σε κάτι άλλο -σε μέτρα με το ποδήλατο ασπούμε, μία κοντινή μονάδα μέτρησης των μακρινών. Όταν μεγαλώσω, έλεγε, και ήξερε πως να μην ενδώσει ποτέ, πως να το λέει πάντα για δικαιολογία ή για πλάκα. Έδειχνε να ξέρει τους τρόπους, κρυψώνες ήθελε μόνο. Κάθε που γύριζε στην πόλη, έψαχνε τις κρυψώνες. Καινούριες πάντα, για να μην παλιώνει καμιά τους, για να μην μαθαίνει, να μην μαθαίνεται τίποτα μέσα στην πόλη, για να μην βρίσκεται από τον εχθρό. Εχθρό δεν είχε βέβαια, κανένα αγόρι δεν έχει εχθρούς. Εχθρός είναι μόνο ό,τι τον αφήνει να μεγαλώσει. Κι ο πιο γλυκός εχθρός του (αφού στη ζωή κανένας δεν έκανε χωρίς τον μικρό ή τον μεγάλο εχθρό του), εκείνος που όσο εκείνο μεγαλώνει -όσο μεγαλώνει τελοσπάντων- το κάνει να μπερδεύεται κι άλλο, να μπερδεύεται μόνο, να μπερδεύεται, να μπερδεύεται, να μην καταλαβαίνει, να μην μασάει από εχθρούς, να μην καταλαβαίνει από εχθρούς, να μην καταλαβαίνει, να μπερδεύεται, να μην καταλαβαίνει, να μην καταλαβαίνει, να μπερδεύεται. Μόνο να βλέπει, μόνο να παρατηρεί, τους άλλους γύρω του, τα πάντα γύρω του, να μπερδεύεται από τα πάντα γύρω του, από τους άλλους γύρω του, από όσους μεγαλώνουν, από όσους μπερδεύονται επίσης, από όσους δεν μεγαλώνουν, από όσους δεν μπερδεύονται, από όσους καταλαβαίνουν -κυρίως από αυτούς που καταλαβαίνουν. Μόνο να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει. Με τις ώρες. Έτσι θα μεγάλωνε, όσο μεγάλωνε. Που και που, ένα κορίτσι στο χέρι του θα μοιράζεται δάχτυλα και τρόπους να μπερδεύονται όλα. Που και που, το αγόρι μεγαλώνει για λίγο. Για λίγο μόνο. Ναι, ψέματα έλεγα στην αρχή ότι πράγματι μεγαλώνει. Για να εντυπωσιάσω. Όμως δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακό φαινόμενο από το πόσο δεν λέει να μεγαλώσει αυτό το αγόρι. Πόσο δεν λέει να ξεμπερδευτεί ή να μάθει να μην μπερδεύεται. Πόσο έχει παραδοθεί στον ενεστώτα, αυτόν που μάθαινε στο σχολείο (στην πόλη). Είμαι, είσαι, είναι, και μετά πληθυντικός, τα ίδια με πολλούς μαζί, με όλους. Κανείς δεν ξέρει τώρα πόσο εκείνο ζει για το όταν της δικαιολογίας. Απολαμβάνοντας κάθε πλάκα και κάθε υπεκφυγή, κάθε πεταλιά και κάθε πληγή, κάθε λέξη που φωτίζει η πυγολαμπίδα του. Κάθε που ο ήλιος καίει πολύ, που είναι πολύς και μόνο για εκείνον. Και για όσα χωράνε τα μάτια του. Και τα χέρια του.


0 σχόλια μέχρι τώρα

Ανδρομάχη

E-mail Εκτύπωση PDF
χαρά που φεύγει στα ψηλά
θυμός που πέφτει κάτω

Να νιώθεις εξαπατημένος χωρίς να έχεις συμφωνήσει τίποτα. Να είσαι μέρος της απάτης· εκείνης που σου επιστρέφει γλυκά πρόσφορα, έτοιμα να τα ξαναρίξεις με όλη τη φόρα στη φωτιά. Στη φωτιά. Μέσα εκεί μόνο σου μίλησα αληθινά, φωτεινά -η φωτιά βγαίνει από τη λέξη φως, και φως βγαίνει από τη φωτιά- εκεί σου είπα τα πάντα, όποιο κι αν ήταν τ'όνομά σου, όποια κι αν ήταν η μορφή σου. Φίλος, γυναίκα, δουλειά που πρέπει να κλείσει, χαζολόγημα με τον διπλανό για να περάσει η ώρα, πλάκα με το καθετί για να περνάνε όλα, για να περνάς όλος, όλα απ'τη φωτιά μιλώντας, όλα στη φωτιά. Να τα ρίξεις και πυρωμένα να σε ξαναβρούν, να σε καίνε, να ανασαίνεις φλεγόμενος, να απειλείσαι και να απειλείς, να ρίχνεσαι και να σε ρίχνουν, να μη βγαίνει κανένα μέτρημα υπέρ σου, κι αυτό γιατί μέσα στη φωτιά κανείς δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να μετρήσει, μόνο απέξω μετράνε, μόνο έξω σε μετράνε. Να απατάς και να σε απατούν, να κοροϊδεύεις με χίλιους τρόπους το θάνατο, να γελάς με κάθε σήψη, με κάθε τι που διαφημίζει την παρακμή του και ξεφτιλίζει κάθε ιερή σου λέξη. Να έχεις τα δάχτυλά σου μέσα σε μαλλιά για να αγγίζεις το πρόσωπο του άλλου, το μέρος που κρύβεται και δεν βλέπει ο ήλιος και έτσι δεν του αφήνει ρυτίδες (οι ρυτίδες είναι σημάδια της επαφής μας με τον ήλιο ή την πραγματικότητα, λένε), το μέρος του κεφαλιού που πάντα προστατεύει τις περιοχές που φτιάχνουν τις σκέψεις -τόποι είναι και οι σκέψεις, τόπο θέλουν και ζητούν. Να είσαι τόσο κοντά του, τόσο πυρακτωμένα να αγγίζεις το ο,τιδήποτε. Δεν το συνηθίζεις, γιατί με τη μία θα σε πουν ερωτευμένο, θα παρεξηγηθείς ίσως. Μόνο ερωτευμένος, λένε, μπορείς να το κάνεις, μόνο τότε δικαιολογείται· τότε, που δεν έχεις καμία άλλη δικαιολογία. Δηλαδή όλες. Και άντε να τους πεις ότι ο έρωτας είναι μια μικρή πολύ μικρή ελάχιστη εξήγηση· δεν είναι καν εξήγηση. Είναι βήμα για να γίνεις μεγαλύτερος, για να χωράς τον κόσμο, όλο τον κόσμο, τον κάθε κόσμο, τον κόσμο του καθενός, τον κόσμο της, αλλά και να βγαίνεις έξω από τον κόσμο, έξω από κάθε κόσμο. Είναι τρόπος να μεγαλώνεις, να περνάει ο χρόνος, αλλά να περνάει νικημένος, να περνάς εσύ επάνω του, να του βάζεις εσύ όνομα, να του υπαγορεύεις εσύ τι ήταν στιγμή και τι δεν ήταν, να του λες εσύ πότε πέρασε και πότε δεν περνάει. Να νιώθεις ξεγελασμένος, να ξεγίνεται το γέλασμα, κι αυτό μόνο γιατί όσο γελιόσουν εσύ μεγάλωνες, μόνο γιατί όσο μεγάλωνες γελιόσουν. Να το ξέρεις ότι μόνο έτσι μπορείς, όπως το'λεγε κι εκείνη η λαϊκή προσευχή που έψαλλε ο Μητροπάνος. Να μη ζητάς τίποτα λιγότερο από τις μέρες σου, από τον πανδαμάτορα χρόνο και τις αντανακλάσεις σου στα μάτια των άλλων, να μην περισσεύει τίποτα από από τις δικές σου προσευχές, να μην αφήνεις καμια σπονδή έρμαιο της αοριστίας των συναφειών εκτός σου, να έχεις όλα τα δάχτυλα στα μαλλιά του άλλου, της άλλης, του μικρού πιτσιρικιού που μόνο να γελάει ξέρει, του φίλου που θέλει κουράγιο, της φίλης που κάτι την έκανε να δακρύσει. 

Γελιέσαι και γελάς, και έχει αυτό πάντα μέσα του το γέλιο. Γελώ· ρήμα αρχαϊκό, που δεν είναι παράγωγο ούτε έχει άλλη ρίζα. Έχει ρίζα την πιο μεγάλη συνήθεια του ανθρώπου απ'όταν άγγιξε το σώμα του, απ'όταν άγγιξε το διπλανό σώμα, απ'όταν έμαθε ότι ζει ανάμεσα στα άλλα σώματα, μέσα στα σώμα του, μέσα στα σώματα των άλλων. Γελιέσαι, δηλαδή κάποιος άλλος σε γελάει, σε κάνει γέλιο. Γελάς και βγαίνεις γελασμένος. Γελάς και γελάνε τα πάντα. Γελάς και σου επιστρέφει αγάπη, γελάς και έρωτας υπάρχει. Γελάς και ένα γέλιο επιστρέφει. Έξω από αυτό, μόνο η συνάφεια της αοριστίας, οι ιαχές των σίγουρων και των σιγουρευμένων, οι απαντοχές των παντρεμένων, τα κεράκια που λιώνουν. Που λιώνουν. 

Η συγκίνηση της Μελίνας είναι κάτι απ'τη φωτιά, κάτι πολύ αληθινό. Κι είναι συγκίνηση διπλή, διπλά αληθινή, να ξέρεις πως είσαι μέσα σ'αυτό το τραγούδι, μέσα στο βίντεο -κι ας μη φαίνεσαι στο πλάνο. Είναι ένα περσινό καλοκαίρι που άφησε πληγές στον αυχένα και ένα ξημέρωμα του φετινού που εναποθέτει ευλαβικά βαθιά μπλε ρίγη στη σπονδυλική στήλη. Είναι μια υπόθεση του σώματος όλο αυτό, όπως κάθε φωτιά, κάθε απάτη, κάθε ομορφιά. Κι αν κάποιος σου είπε ότι αυτά είναι του μυαλού και πως άλλο το σώμα άλλο το μυαλό, πες μου που σκατά έχει το μυαλό του και ακόμα λειτουργεί. Λένε οι επιστήμονες πως αν αφαιρέσεις την καρδιά ή το μυαλό από το σώμα, ζωή παύει να υπάρχει. Λένε.


Κι οι άλλοι δίπλα λιώνουν.


0 σχόλια μέχρι τώρα

να κάθομαι και να κοιμάμαι

E-mail Εκτύπωση PDF

Σήμερα να λες· το πολύ αύριο· μεθαύριο σημαίνει μεταφυσική.

 

Βιβλιογραφίες, λέξεις αναφορές. Ποιήματα από άλλα ποιήματα, ήχοι από άλλους ήχους, δανεισμένες λέξεις, δανεισμένες ομολογίες. Δανεικά και χρήσιμα, κι ας μην επιστρέφονται. Σου μιλάω κρυμμένος, γιατί το πολύ φως τρομάζει τα πάντα. Το πολύ φως ρίχνει φως και όλα φαίνονται· στρέφουν τη μορφή τους προς τον ήλιο, περήφανα τραγουδιούνται και άδοξα εκπίπτουν. Έτσι χωράς στις λέξεις και τις κάνεις κουπιά, για να μη βγαίνεις σε θάλασσες χωρίς ταξίδι. Μάθαμε από παλιά να μιλάμε μέσα από τα λόγια όσων ακουμπήσαμε, όσων η μορφή τους μας άφησε να μοιραστούμε ομορφιά, γενναιοδωρία που κανείς ποτέ δεν θα μετανιώσει. Μάθαμε να τα λέμε όλα για δικά μας, να τα θέλουμε όλα δικά μας. Η πιο μεγάλη επιθυμία έχει μέσα της όλο τον κόσμο. Έχει μέσα της κι ένα δώσιμο· όλο το δώσιμο, σ'όλο τον κόσμο. Γιατί ζεις κι εσύ σ'αυτόν. Απλές συνθήκες, εξηγήσιμες. Χωρίς φως, χωρίς τρόμο. Ευριδίκη δεν υπάρχει, ούτε Ορφέας υπάρχει· καλά το λέει ο κυρ Νίκος. Η γλώσσα χαριεντίζεται με το θάνατο -πάντα σωστός ο κυρ Νίκος. Μικροί θάνατοι σε κάθε τέλος μιας λέξης, στο σίγμα το τελικό αγκαλιές μαζί με ενταφιασμούς και μικρές τελετές της προσμονής· στο τέλος μιας τηλεφωνικής κλήσης, που αφήνεται μετέωρο να υπόσχεται τα πάντα, να ξεπερνάει το θάνατο. Να τον νικάει μόνο εάν και εφ'όσον, μόνο με συνθήκες και ομολογημένους όρους· απλούς, εξηγήσιμους. Θα έρθεις; Θα έρθω. Θα κολυμπήσουμε μέχρι τον επόμενο βράχο; Θα κολυμπήσουμε. Να παραβγούμε στο τρέξιμο μέχρι να μας κοπεί η ανάσα; Να παραβγούμε. Να πιούμε μετά από το ίδιο ποτήρι; Να πιούμε. Να μπουκάρουμε στα κρυφά σε ένα καμαράκι προβολής, στο παλιό θερινό που το εγκατέλειψαν μαζί με την εγκατάλειψη της ανάγκης, να βρούμε μέσα στα χιλιόμετρα των μπομπίνων εκείνα τα εκατοστά με τα φιλιά και τα δωσίματα, με τις υποσχέσεις και τα βουτήγματα χωρίς λέξεις, τις βουτιές του ενός στον άλλον, να τα φέρουμε στο φως -λίγο φως, το απαραίτητο- για να δούμε τη μορφή τους, να δούμε κάθε καρέ. (τι 24 καράτια και μαλακίες, σου λέω για 24 καρέ σε ένα δευτερόλεπτο). Να δούμε όλες τις μικρές διαφορές τους, μικροί θάνατοι των φιλιών (κάθε φωτογραφία ένας μικρός θάνατος), μικρές υπομνήσεις της κάθε στιγμής τους, κάθε μικρή ελάχιστη κίνηση από καρέ σε καρέ, το χέρι εκείνου λίγο πιο κάτω, πιο κάτω της, στο επόμενο καρέ ακόμα λίγο πιο κάτω, ελάχιστα πολύ ελάχιστα πιο κάτω, το χέρι της στο λαιμό του, ξανά στο λαιμό του σαν ακίνητοι από πάντα, από πριν εγκαταλειφθεί η ανάγκη, από ανάγκη, από επιθυμία, από ανάγκη για επιθυμία μέχρι να αποκαλυφθεί όλος ο βυθός, κάθε βυθός, κάθε δώσιμο, γιατί ζεις κι εσύ σ'αυτόν.

Σιωπή, λέει ο τραγουδιστής (άκου τώρα περίεργα πράματα, ο τραγουδιστής να υπόσχεται σιωπή), σιωπή και μόνο η σιωπή μπορεί να φέρει τις λέξεις μέσα σου, να ηχήσει τις σκέψεις μου μέσα σου, τις σκοτεινότερες σκέψεις που στάζουν βαθιά, βαθιά σ'έναν άντρα που αφήνει παιδιά πίσω του, τα παιδιά πίσω του· τα παιδιά που δεν είναι πια. Ή, πάλι, παιδιά στη σιωπή· παιδιά που κιοτάνε να μιλήσουν, σαν δουν τον τρόμο μέσα στο φως που τους λούζει, μέσα στη σκοτεινιά του απέραντού τους. Εκεί στη γωνιά του, στον μικρό ωκεανό του ο τραγουδιστής, να ρωτάει τα αμίλητα παπούτσια του να του πουν που βρίσκεσαι. Μόνο αυτό να μάθει κι όλος ο κόσμος βρίσκεται. Με τα παράθυρα κλεισμένα ή κλειστά. Μικρή σημασία έχει, αρκεί να ζεις κι εσύ σ'αυτόν.     

Κι αρχίζω να βλέπω. Ό,τι έχει μείνει από μένα πρέπει να είναι ελεύθερο να επιβιώσει.  


0 σχόλια μέχρι τώρα

νέκυια, λ': αγκαλιές

E-mail Εκτύπωση PDF
Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,
αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ.
ρ' στ.326-327

 

χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι
λ', στ.156

Σε όλα πρώτα εννοείται μια αγκαλιά. Σε όλα, πίσω τους, μέσα τους, στη ρίζα τους και στην πηγή τους, υπάρχει μια αγκαλιά, χέρια που χωράνε άλλα χέρια, που χωράνε σώματα ολόκληρα. Σε κάθε τι που προχωράει, σε κάθε τι για να προχωρήσει, για να βρει τα βήματα στον κόσμο, σε κάθε κόσμο, πάντα εννοείται στην αρχή μια αγκαλιά, πάντα εννοείται μια αρχή, ένα πάντα. (Τα μικρά τα κρατάμε σε αγκαλιά για να περπατήσουν. Και έτοιμοι για αγκαλιά, άμα παραπατήσουν, μην πέσουν). Όλα θα προχωρήσουν και μόνο γιατί ο κόσμος ξέρει ακόμα από αγκαλιές. Όχι αυτιστικές φωτογραφίες -πολλοί μόνοι και μόνοι τους φωτογραφημένοι, μόνοι σε συστοιχία, μόνοι σαν δυστυχία- όχι χασκόγελα καλοπέρασης, όχι καλοκαίρια που συναντήθηκαν προορισμοί και μοιρασμένα δωμάτια τουριστικών φερέτρων, κάπου σε κάποιο πουθενά με κάτι πουθενά στο φόντο εν είδει κάπου. Όχι μονόλογοι και παραληρήματα εαυτών, μια καθημέρα που όλο και μπασταρδεύεται, όλο και δεν την γνωρίζουμε, δεν της αφήνουμε σημάδια, δεν μας αφήνει ούτε αυτή. Μεγαλώσαμε διαφημίζοντας κατακτήσεις και παράσημα, για να μας ξεφτιλίζει μια Ευρύκλεια, μια υπηρέτρια που μετά από χρόνια και έπη τρωικά, μετά από αιώνες, δεν έχασε για μια στιγμή τον βασιλιά της. Μας υπενθυμίζει τα πάντα ένας Άργος -πάντα εκεί, στο πόστο του, για να αφηγείται την κάθε αγκαλιά. Πως πέρα από τις υπηρέτριες, τους μνηστήρες, τις πιστές συζύγους, για όσα εννοούνται με μια αγκαλιά, σε όσα εννοούνται με μια αγκαλιά, δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Αυτός δεν αναγνωρίζει τον βασιλιά του, δεν έχει βασιλιά. Μόνο την αγκαλιά που έλειψε -αιώνες. Εκεί που είχε τα πάντα, εκεί που νικούσε η πίστη του, εκεί που ήταν βασιλιάς.

Αυτό το παιδί, αυτό το βλέμμα, ξεκάθαρο, ευθύ, διαπεραστικό μέχρι τα έγκατά σου, σα να είδε όλο το σκοτάδι, σα να είδε τα πάντα μέσα στο σκοτάδι, σα να ζητάει όλες τις αγκαλιές, σα να μην τις ζήτησε ποτέ. Βλέμμα αυστηρό στις δοκιμές μας, μάτι βλοσυρό στις αντοχές σου, χρόνια τώρα χαλυβδώνουμε τα αμυντικά συστήματα εντός μας. Με τον καιρό θέριεψαν κι αυτά και τώρα κάνουν επίθεση. Κλειστά αυτιά, κλειστά τα αυτιά μας σε κάθε διπλανό, κλειστά κι από μέσα, αρνούνται να συγχρονιστούν με τις σιωπές, δεν ακούν την κάθε αγκαλιά, δεν ακούν κανένα παιδί -εντός ή διπλανό τους. Μόνο καλοκαίρια εαυτών, μόνο καλοκαίρια με φρίκες μοιρασμένες, σε φωτογραφίες, σε ειδήσεις, σε απόψεις, σε συμπεράσματα, σε διατυπώσεις, μόνο ανταλλάγματα ενοχών, σαν ξεγέλασμα πληρωμής για την προκαταβολή στον βαρκάρη. Όχι λοιπόν. Ούτε η Αχερουσία μας περιμένει, ούτε ο βαρκάρης δεν θα καταδεχτεί τα κουφάρια μας. Αν δεν εννοήσαμε ό,τι μια αγκαλιά εννοεί, αν δεν ακούσαμε τη σιωπή της, αν δεν πήραμε στα χέρια μας άλλο σώμα, αν δεν χωρέσαμε μέσα τους τα πάντα. Κάθε παιδί είναι μια αγκαλιά. Μια πιθανότητά της. Μια δυνατότητά μας. Κάθε παιδί μας κοιτάζει και χωράμε μέσα του. Και έτσι χωράμε μέσα του. Κάθε αγκαλιά μας κοιτάζει, μας χωράει. Εμάς τους κουφούς.

Να μοιράζεσαι μόνο τέτοιες φωτογραφίες. Αληθινά τεκμήρια ενοχής, αποκρουστικά. Για κάθε αγκαλιά που δεν τολμήσαμε.


πρῶτα μὲν εἰρεσίῃ, μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖρος
λ' στ.640


 

0 σχόλια μέχρι τώρα

γενέθλια ζωή

E-mail Εκτύπωση PDF

 

prepare for a series of a comfortable miracles
from fasting to feasting
and life to you is a dashing bold adventure
so sing and rejoice

Είναι τα γενέθλιά του και τα παιδιά είχαν μάθει πάντα να του εύχονται. Τα παιδιά μόνο εύχονται, έτσι τα μαθαίνουν. Ό,τι τα μαθαίνεις, αυτά το ανταποδίδουν σε ευχές. Αν ασπούμε τα μάθεις να κλαίνε, κάθε φορά που κλαίνε εύχονται. Εύχονται να είχαν κάτι άλλο από αυτό που ήδη έχουν. Κανένα παιδί δεν κλαίει επειδή δεν έχει τίποτα. Κλαίει μόνο όταν θέλει κάτι ακόμα ή όταν χάνει κάτι. Τα παιδιά δεν έχουν μέτρο σύγκρισης, δεν ξέρουν πως είναι να έχεις τα πάντα, ούτε πως είναι να χάνεις τα πάντα. Μόνο εύχονται και ανταποδίδουν. Το ένα γελάει στον πατέρα, κάτι του ανταποδίδει. Ο πατέρας κοιμάται, ώρες ή μέρες πριν έχασε τα πάντα του, έχασε το βλέμμα τους. Ο μεγαλύτερος σταυρώνει τα χέρια και περνάει το βλέμμα του μέσα από το χώμα, βαθιά μέσα στον πατέρα. Να κερδίσει με την ευχή του μια ανταπόδοση -είναι που έχει μεγαλώσει λίγο και έχει μάθει να ζητάει πίσω. Ο μεσαίος -μεσαίος στη φωτογραφία και στην ηλικία, άλλωστε και η ηλικία μόνη της μια φωτογραφία είναι- στέκεται σαν να περιμένει κάτι, σαν να προσέχει μήπως οι φωνές ξυπνήσουν τον πατέρα, έτσι μπορεί να έχει μάθει. Τα παιδιά στις όμορφες οικογένειες έχουν τους μικρούς τους ρόλους, έχουν τις φρουρές τους στις γωνίες του σπιτιού: άλλος θα στρώσει το τραπέζι για όλους, άλλος θα φέρει τα ρούχα του πατέρα να πάει στη δουλειά, το κορίτσι ίσως να είναι αυτό που θα λέει στη μητέρα περίμενε. Περίμενε, έχει κι άλλο. Έχει κι άλλη ζωή μαμά. Ο πατέρας τώρα κοιμάται. Τα παιδιά ξέρουν από άλλες ζωές. Γιατί ξέρουν εντελώς από αυτές, τις εδώ. Μόνο τα παιδιά σε λένε μαμά.

Κάθε που γράφεις μαμά, κάτι σπάει στον καθένα, κάποιο νεύρο πετυχαίνεις. Δεν είναι τυχαία αβίαστη αυτή η συγκίνηση. Σε κάθε προφορά της, θυμάσαι ότι η συνέχεια της ζωής έχει όνομα, έχει ρόλο, έχει άκρα, έχει δύο πρόσωπα, έχει ένα μυστήριο, μια γέννα, μια μεταμόρφωση. Σε κάθε προφορά της, άρρητο και το άλλο το μυστήριο το μεγάλο, εκεί με όλες τις υπαρκτές συλλαβές του. Με όλες τις απίθανες ονομασίες του, όλα τα λογοτεχνικά υποκατάστατα, που αρνούνται την πιο οριστική ονομασία, αυτή που μόνο τα παιδιά καταλαβαίνουν. Έχει κι άλλη ζωή μαμά, αυτή εδώ τελείωσεΊσως όλη η ρίζα του ανθρώπινου προβλήματος (γράφει ο Μπάλντουιν) να είναι ότι θα θυσιάσουμε όλη την ομορφιά της ζωής μας, θα φυλακίσουμε τους εαυτούς μας σε τοτέμ, ταμπού, σταυρούς, αιματηρές θυσίες, καμπαναριά, τζαμιά, φυλές, στρατούς, σημαίες, έθνη, προκειμένου να αρνηθούμε το γεγονός του θανάτου, το μόνο γεγονός που έχουμε. Θα'πρεπε, λέει, κάποιος να χαίρεται με το γεγονός του θανάτου -rejoice in the fact of death. Στην πραγματικότητα, να αποφασίσει να κερδίσει το θάνατο κάποιου, αντιμετωπίζοντας με πάθος το αίνιγμα της ζωής. Τhe conundrum of life.

Στην πραγματικότητα, έχει πάντα κι άλλη ζωή. Αυτή που ζούμε κάθε μέρα. Τα παιδιά το ξέρουν. Τα παιδιά δεν έχουν αινίγματα. Σταυρώνουν τα χέρια, περιμένουν, χαμογελάνε. Ξέρουν τις μικρές τελετές τους, τις σκοπιές τους, τις γωνίες παντού. Έχει γενέθλια ο πατέρας. 

0 σχόλια μέχρι τώρα

του χώματος και τ'ουρανού

E-mail Εκτύπωση PDF
ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν
Ιφιγένεια εν Ταύροις, στ.166

 

Καθώς τριγυρίζω στον τόπο των μνημάτων, εδώ που μια ψυχή με ξαναφέρνει πάντα, αργώ πάντα το βήμα μου για να κοντοσταθώ όσο γίνεται -χωρίς να σταματήσω κανονικά- στα μνήματα των αγνώστων, στις φωτογραφίες τους και στις ηλικίες τους. Στέκομαι λίγο παραπάνω σαν δω μικρή ηλικία, κάνω τις πράξεις, φαντάζομαι μια ιστορία· ποια ιστορία έγραψε λίγα χρόνια στη φωτογραφία και μεγάλο πόνο σε όσους συνέχισαν και δεν έγιναν ακόμα φωτογραφίες. Ένας ήσυχος τόπος, μνήματα και πράξεις, ένας τόπος της αριθμητικής. Η μνήμη είναι αριθμητική· προσθέτεις αφαιρείς υπολογίζεις. Πόσα χρόνια μαζί, πόσα χρόνια καλά, πόσα χρόνια από τότε. Μετράω ασπούμε πόσα έζησα με τον παππού και είναι σχεδόν όσα δεν τον έζησα, όσα μεγάλωνα χωρίς αυτόν. Αφαιρώ απ'όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα, έτσι γίνονται οι πράξεις. Αφαιρείς έναν άνθρωπο από σένα, τα χρόνια του από τις δικές σου μνήμες· αφαιρείς για να βγάλεις ταμείο. Ξέρεις ότι ταμείο δεν είναι αυτό που έμεινε, αλλά αυτό που έχεις για να τη βγάζεις, τα ψιλά· με αυτούς ζεις μαζί, με αυτούς μιλάς κάθε μέρα. Πριν ξυπνήσεις ή καθώς αποκοιμιέσαι. Στη μέρα μέσα σε κερδίζουν άλλες πράξεις. 

Εκείνοι που φύγαν δεν μετράνε τώρα, δεν κάνουν αριθμητική· εμείς κάνουμε, εμείς που ζούμε. Έτσι ζούμε. Ανάμεσα σε χρόνια, μετρώντας, υπολογίζοντας, ξεχνώντας. Εγώ ασπούμε όλα τα μετρούσα με το '96, που τελείωσα το σχολείο, που πήγα σε κείνη τη συναυλία που όρισε την εφηβεία μου και κάποιο χαρακτήρα να'χω για μετά. Τώρα που μεγαλώνω -όσο μεγαλώνω- τα μετράω με το '08, πριν και μετά χωρίζονται όλα. Έξι χρόνια πριν· από τότε, Ιούλιοι μαχαιριές στα καλοκαίρια που νόμιζες πως κυλάνε ερήμην, πως περνάνε σαν κύμα. Από τότε δουλεύει η μνήμη, έμαθες τις αντοχές της, τις μαθαίνεις ακόμα· νιώθεις αφόρητα ευλογημένος που τις μαθαίνεις ακόμα, όσες πληγές κι αν στρίβουν. Μιλάω για κάποια που αγαπούσε πολύ τα πράγματα, όλα τα πράγματα, τα πάντα γύρω· αγωνιούσε μόνο, με πολλά λάθη. Μόνο λάθη ίσως. Όποιος αγαπάει, κάνει λάθη. Όποιος αγαπάει πολύ, κάνει τα περισσότερα. Από αυτά δεν μαθαίνει· άμαθος πορεύεται και ανεπίδεκτος, αφοσιωμένος πάντα σε ό,τι μοιάζει με δίκιο, σε ό,τι τον πνίγει, σε ό,τι τον αγάπησε και του'ριξε ένα σκοινί να πιαστεί, σε ό,τι αγάπησε και το'δεσε με σκοινί και άγκυρα, για να έχει βυθό μαζί του, να'χει και στεριά αντάμα. Συλλογή από λάθη, από συνεχόμενα λάθη, που έμαθε να αφήνει πίσω. Πίσω, αλλά όχι σε μας· σε μας άφησε μόνο δρόμους να θυμόμαστε, να επιστρέφουμε, να συναντάμε τις άκρες του, να πιάνουμε το σκοινί και να βρίσκουμε στεριά, να βουτάμε στο βυθό και να κλέβουμε μια μορφή του με φιλί, με χάδι που άφησε κάποτε στον ύπνο μας, στα μαλλιά μας, μικροί ίσως εμείς μεγαλωμένος εκείνος, έμπειρος στα χάδια, με νανουρίσματα που μας μεγάλωσαν. Ή δεν μας μεγάλωσαν, μας κράτησαν πάντα παιδιά, πάντα παιδιά για κείνους. Στο ένα τραπέζι οι μεγάλοι, στο άλλο τα παιδιά. Πόσα καλοκαίρια έτσι.

Λέω εκείνος και εννοώ εκείνη. Εκείνες, ίσως. Θηλυκές είναι πάντα οι μορφές, οι σκιές, οι μνήμες, οι θείες, οι αγάπες, οι στιγμές, οι ανάσες, οι φωτογραφίες, οι λέξεις. Αρσενικός μόνο ο θάνατος, αυτός που δεν πιστεύουμε. Γι'αυτό επιστρέφουμε και αφήνουμε λουλούδια, γι'αυτό επιστρέφουμε και το λέμε σπίτι, σπίτι του αγαπημένου μας -τελευταίο, αλλά σπίτι. Σπίτι είναι εκεί που μπορούμε να επιστρέψουμε· ή να φιλοξενήσουμε, να φιλήσουμε έναν άγνωστο και να τον κεράσουμε κάτι. Μιλάω για εκείνη λοιπόν που τώρα είναι ξαπλωμένη, μάλλον κοιμάται βαθιά. Στα πόδια της έχει παραπέσει ένα βιβλίο, δεν θυμάμαι ποιο, κάποιο παλιό που'χε βρει κάποτε σε παλαιοπωλείο -όλο κάτι τέτοια ξεσκόνιζε- της το έδωσε ο Γιάννης λίγο πιο πέρα, μην πας για ύπνο χωρίς το βιβλίο σου. Κοιμάται, κάτω από τα αεροπλάνα, στα εκατό μέτρα είναι ο αεροδιάδρομος, απογειώνονται εκεί, απογειώνονται ζωές, πολλή φασαρία, οι τουρμπίνες μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, εκείνη δεν ενοχλείται διόλου, τίποτα δεν μπορεί να αναταράξει αυτή τη γαλήνη της. Θαρρείς κιόλας πως επίτηδες πήγε και ξάπλωσε εκεί, δίπλα στη φυγή, να της τη δώσει καμιά μέρα και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο, να έχει αυτή τη δυνατότητα. Ποτέ δεν έφευγε βέβαια, ήταν πάντα εκεί. Και το εκεί ήταν το πιο σταθερό πράγμα του κόσμου. Αδύνατο όμως μου φαίνεται και να κοιμάται τόσο, δεν την θυμάμαι να την παίρνει τόσο εύκολα ο ύπνος, δεν αφηνόταν, δεν έφευγε· εκεί, ξάγρυπνη. Είχε τ'όνομα του ουρανού, αλλά το αεροπλάνο το'παιρνε μόνο για να ξαναγυρίσει εκεί. Εκεί ήταν ο προορισμός της. Εδώ δηλαδή. Και μιλάω σε παρελθόντα χρόνο, λες και έχει φύγει. Δεν έχει φύγει. Κοιμάται ασυνήθιστα βαθιά, με ένα βιβλίο στα πόδια. Δεν λέει να το τελειώσει. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μας κάνει πλάκα. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ της δεν τελείωνε τα βιβλία, τα άφηνε όλα στη μέση· όλα τ'αφήνει στη μέση. Εμάς πρώτα απ'όλα, εμάς με τα βιβλία της. Τον παρελθόντα χρόνο και τον παρόντα τόπο, τον πάντα παρόντα τόπο,πάντα παρόντες στον τόπο. Για κείνη και για κάθε αγαπημένο, μόνο μέλι από ξανθές μέλισσες και ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, όλα αυτά που αναπαύουν τους πεθαμένους, όπως παραγγέλνει ο Ευριπίδης. Ποια άλλη "αθανασία" και "τρυφή" να ευχηθεί κανείς στους νεκρούς εκτός από εκείνη που χαρίζει το γάλα και το μέλι, συνεχίζει κι αναρωτιέται ο Παπαγιώργης.

Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.




Μια μικρούλα, μια τόση δα μέλισσα εδώ που έχει τ'όνομά της -αυτό τ'ουρανού- είναι ξύπνια, πως το λένε, ξυπνητή. Εντελώς. Μεγαλώνει με ζωή και, κάθε μέρα, γίνεται πιο ζωή. Τη χαζεύω κι όταν κοιμάται, που και που σκάει χαμόγελα -έτσι, ασυνείδητα, αδέξια- και τότε καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος μπορεί και να είναι το πιο παρήγορο μέρος του σύμπαντος, ότι οι άνθρωποι στον ύπνο τους μπορούν να υποσχεθούν πράγματα. Ότι δεν είμαστε μόνο αριθμητική, αλλά ζωή στα χαμόγελα των παιδιών που κοιμούνται, στο φτερούγισμα των μελισσών που χωράνε τα αυτιά μας. Ότι δεν κάνουμε μόνο πράξεις υπολογισμών για να βρούμε πόσο ζήσαμε κοντά στους αγαπημένους ή πόσο κοντά τους ζήσαμε, ότι είμαστε μνήμη κι εμείς, χωρίς προσθαφαίρεση, μνήμη στο χώμα και στις ψυχές που το κρατάνε. Ότι κάπου πατάμε και είναι αυτό ευλογία. Ότι από το πηγάδι κι εμείς τραγουδάμε, στα βαθιά κολυμπάμε.

0 σχόλια μέχρι τώρα

φέτα αλειφτή με ντομάτα

E-mail Εκτύπωση PDF

Τα καλοκαίρια δεν είχαμε το νου μας στο φαϊ, δεν είχαμε το νου μας για τίποτα. Μικροί λέω, πολύ μικροί, μόνο το έξω ήταν η έγνοια μας, μόνο να είμαστε έξω. Ματαίως φωνάζανε με τις ώρες οι γιαγιάδες να μπούμε μέσα για φαγητό, τι φαγητό δηλαδή, κάτεργο ήταν το φαγητό τα καλοκαίρια, κάτεργο το κάθε μέσα. Αν όμως εμείς ξέραμε από έξω, αυτές ήξεραν από ζωή· πως συνεχίζει η ζωή, πως κερδίζονται τα γεύματα -τόσους πολέμους πέρασαν, τόσα παιδιά έβγαλαν. Είχαν βρει λοιπόν το κόλπο, το γεύμα που δεν χρειαζόταν πιάτο στο τραπέζι και πιρούνι, που το έξω δεν σε έχανε για πολύ και, το κυριότερο, ήταν η μεγαλύτερη γεύση του θέρους, κάτι που έμοιαζε ως το απόλυτο ισοδύναμο του παγωτού, αλλά σε αλμύρα. Μια παχιά φέτα ψωμί χωριάτικο -καμιά φορά ήταν και παξιμάδι μαλακό- βρεγμένη ελαφρώς με νερό και αρκετά με λάδι, τόνοι από αλάτι, μια δυο πρέζες ρίγανης και μια ολόκληρη ντομάτα αλειμμένη πάνω στο ψωμί -την έτριβαν τα χέρια πάνω στο λαδωμένο ψωμί και αυτή έλιωνε και έδινε το χρώμα της στο ψωμί που γινόταν κάτι σε ροζ, με όλους τους σπόρους πάνω του. Αλειφτή, μας την έλεγαν. Σε άλλες ιστορίες είχα ακούσει ότι η αλειφτή φέτα ήταν ακόμα και υποκατάστατο φαγητού, όχι μόνο τα καλοκαίρια. Για κάθε γαστριμαργική παραξενιά του παιδιού, υπήρχε ο ανίκητος πειρασμός, το λαδωτικό στανταράκι, λάδωμα κανονικό, δωροδοκία, ξεγέλασμα. Καμιά φορά με λίγο ασβέστιο παραπάνω, λίγο τυρί φέτα -για να ψηλώνεις, έλεγαν, μη μείνεις ζούμπος. Έτσι έχανε για λίγο το έξω, αλλά ακόμα κι αυτό μετά από χρόνια στα έξω το μέτρησες. Κάθε τι που νίκησε στη μνήμη, στα έξω μέτρησε. 

Πέρασαν καλοκαίρια και καλοκαίρια, πέρασαν φαγητά και ώρες, αμέτρητες φέτες ψωμί, ξέχασα γεύσεις, έχασα ανθρώπους, κέρδισα άλλους, παρατηρώντας τα δέντρα πως μεγαλώνουν στο πλάι του δρόμου, πόσο λίγο μεγαλώνουν, πόσο εκεί ήταν και είναι πάντα, πόσο πιο γρήγορα μεγάλωνα εγώ, οι γιαγιάδες, οι φίλοι, το έξω. Πέρασαν φθινόπωρα και χειμώνες να παρατηρώ, σαν θεατής ή κάποιες φορές σαν ερευνητής, πως το έξω γινόταν μέσα, για πότε το έξω έγινε μέσα, πόσα μέσα νίκησαν, πόσα έξω κρύφτηκαν πίσω από ανάγκες, ωρίμασαν και πήραν τη σοβαρότερη όψη, άλλα πήραν εκείνη την αγνώριστη, πόσα πατήθηκαν και έλιωσαν, χωρίς να αφήσουν γεύση πίσω τους, χωρίς να αφήσουν χρώμα, πόσα μέσα μπήκαν ακόμα πιο μέσα, πόσο μέσα έγινε το μέσα, πόσο πιο έξω έγινε το έξω, πόσο πιο έξω έμεινε το έξω. Έξω λες τώρα και εννοείς εξωτερικό. Κάπου να πας αφού βγάλεις εισιτήρια, αφού προγραμματίσεις ένα διάλειμμα, αφού πάρεις άδεια από τη ζωή, τη μέσα ζωή. Πηγαινοέρχονται αεροπλάνα από το μέσα στο έξω, απλή μετάβαση ή με επιστροφή σε ρωτάει η φόρμα της αεροπορικής εταιρείας και ψάχνεσαι να καταλάβεις -μαθημένος πια στα μέσα και όχι στα έξω- τι πάει να πει απλή μετάβαση, τι πάει να πει με επιστροφή. Θα μιλήσεις με μια τηλεφωνήτρια της εταιρείας μήπως και στο εξηγήσει. Θα επιστρέψετε; θα ρωτήσει με όλη την ευγένεια του κόσμου και την αφέλεια της απόστασης, που δεν σε κοιτάει στα μάτια, ούτε και ξέρει γιατί θα ταξιδέψεις, που θα ταξιδέψεις. Θα ταξιδέψω, της λες. Θα ταξιδέψω. Δεν έχει επιστροφή αυτό, δεν οφείλει να έχει επιστροφή. Ή μάλλον, έχει ήδη πολλές επιστροφές, όλες τις επιστροφές. Που να της μιλήσω για τον Οδυσσέα, για το νόστο και το άλγος του, για φέτες αλειφτές και διαλείμματα και έξω, θα με πάρει για τρελό. Να της πω απλή μετάβαση λέω, κι ας μην καταλαβαίνω. Θα μου το κάνει εκείνη απλό. Ένα εισιτήριο θα κλείσει κι εγώ θα αναλάβω τα υπόλοιπα· τα απλά και αυτά που δεν είναι απλά· τις επιστροφές και αυτά που δεν έχουν επιστροφές.

Καλοκαίρι είναι να μην κάθεσαι μέσα, να ξεγελιέσαι μόνο με μια φέτα αλειφτή, τίγκα στο αλάτι και στη ζωή, να βρίσκεις μόνο φωτογραφίες του έξω σε κάθε μικρή νίκη των μέσα. Καλοκαίρι είναι ό,τι ζητάει όλες τις επιστροφές, χωρίς να απαιτεί καμιά τους· ό,τι μπορεί να σε ταξιδέψει κάπου έξω, χωρίς χάρτη. Οι μόνοι χάρτες που πιστέψαμε είναι εκείνοι που σχεδιάζαμε επιστρέφοντας· συνήθως πάνω σε σώματα, εφήμεροι και τόσο παντοτινοί, γραφές πάνω σε σώματα, οι μόνες γραφές που έμειναν. Με τα σώματα μετρούσαμε πάντα τα καλοκαίρια, με τα σώματα μετράμε ακόμα· και με τα καλοκαίρια αναμετριούνται τα σώματα. Και ξαναμετριούνται· κι ας χάνουμε στο μέτρημα, πάντα χάναμε στο μέτρημα, πάντα κερδίζαμε σε καλοκαίρια (κερδίζαμε επειδή χάναμε σε μέτρημα, το'πιασες). Κι ακόμα, όταν φτιάχνω φέτα αλειφτή για να ξεγελάσω κάθε όρεξη, κάθε ανορεξία, για να θυμηθώ τα διαλείμματα του έξω, τις μεγάλες ώρες του καλοκαιριού, για να γελάσουν τα μέσα, για να έρθουν οι επιστροφές σε φωτογραφίες, για να αφήνουν όλα λίγο καλοκαίρι πίσω τους, για να βρίσκω στα φθινόπωρα τη χάρη που τους στέρησε η σκιά του Αυγούστου, για κάθε έξω που έλιωσε, για κάθε μέσα που μ'έλιωσε, όταν φτιάχνω μια φέτα αλειφτή λέω, βάζω πάντα φέτα πάνω. Για να ψηλώσω, να μη μείνω μέσα.

0 σχόλια μέχρι τώρα

believe

E-mail Εκτύπωση PDF
Συνέχισαν να μιλούν έτσι για ώρες. Πουθενά δεν κατέληγαν. Και που θα μπορούσαν άραγε
δυο άνθρωποι να καταλήξουν; Απλώς κάποια στιγμή έβγαλαν πάνω στο τραπέζι ένα χάρτη
και πάνω του άρχισαν να σημειώνουν μαζέματα κόσμου. Μετά, έβγαλαν ένα χάρτη και άρχισαν
να σημειώνουν που βρίσκει κανείς νέους, που γέρους, που θα μπορούσαν να πετάξουν σκουπίδι,
που φιλήθηκαν πρώτη φορά, που χώρισαν μια φορά από μια Μαρία, που στάθηκαν μετά,
όταν κάτι τους πλήγωσε. ΝΑΙ, όταν τους πλήγωσε. Γιατί όταν πληγωνόμαστε αισθανόμαστε κάτι πια.
Που στάθηκαν όταν χάρηκαν πολύ· αν και η χαρά φεύγει πιο γρήγορα απ'τη μνήμη,
γιατί τίποτα δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο ύψος με τη χαρά, όλα πέφτουν δίπλα της, μικρότερα,
και αυτή η πτώση, η σύγκριση, είναι αυτό που ονομάζουμε στο τέλος πόνο·
γι'αυτό έβγαλαν ένα χάρτη και σημείωσαν ακόμα ένα σημείο: που έκλαψαν. Για κάτι.
[Ε.Υ.]

Εκείνη θα του ζητήσει μόνο μια υπογραφή. Θα τη ζητήσει με τρόπο που να ξεχωρίσει η επιθυμία της, να γίνει απαίτηση. Υποσχέσεις ματαιότητας ή απλά μάταιες· τεκμήρια ζωής εφήμερης, με όρους παντοτινούς. Θα του προσφέρει τα δυο παπούτσια της, τα παπούτσια που φοράει. Εκείνος της έχει κάτι καλύτερο, λέει. Την εμπιστεύεται, λέει. Τι κόσμος είναι αυτός που ο ένας εμπιστεύεται τον άλλον; Ξένοι μεταξύ τους και εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον; Σε τι, στα παπούτσια που φοράει; Ήρθε τόσο δρόμο με αυτά τα παπούτσια, χοροπήδησε τόση ώρα στη συναυλία με αυτά τα παπούτσια, τόσος ιδρώτας χόρεψε σ'αυτά τα παπούτσια, τόσα βήματα έγιναν, τόσα πατήματα σε σταθμούς και στάσεις, πηγαίνοντας εκεί ή πηγαίνοντας αλλού, δεν θα τα φόρεσε πρώτη φορά, αλλά και πάλι. Γιατί εμπιστεύονται οι άνθρωποι; Τι κερδίζουν μ'αυτό;

Εκείνος θα γεμίσει το παπούτσι με κρασί και θα το πιει, μπροστά της, μπροστά σε χιλιάδες, σε δεκάδες χιλιάδες άτομα, θα την εμπιστευτεί με μάρτυρες δεκάδες χιλιάδες ζευγάρια ματιών. Θα πιει στην υγειά της και θα της επιστρέψει το παπούτσι. Αμέσως πριν της είχε τραγουδήσει just breathe -σ'αυτήν και στα χιλιάδες ζευγάρια ματιών (ναι, ματιών). I am a lucky man to count on both hands, the ones I love. Όρκοι ύπαρξης. Hold me 'till I die, meet you on the other side. Όρκοι αφοσίωσης· όροι αφοσιώσης. Στην αλήθεια του μύθου, οι όρκοι είναι οι όροι· οι συνθήκες της ομορφιάς του. Ρώτα κάθε Ραπουνζέλ και θα στο πει, ρώτα κάθε δεμένο σε κατάρτι που είδε στο ταξίδι του λαιστρυγόνες και σειρήνες, κάθε απελπισμένο που πάλεψε με κύκλωπες για να του αποκαλύψει ο μύθος αγάπη που τον περίμενε εκεί από πάντα· για πάντα. Πιο πριν ή πιο μετά εκείνος θα είχε τραγουδήσει I believe in miracles, I believe in a better world for me and you. Ένας εκατομμυριούχος, ένας φτασμένος, μια ντίβα της ματαιοδοξίας -θα τον πεις όπως θες ανάλογα με το εισόδημά του, θα τον πεις όμως όπως του αξίζει για την ποίηση, που σου δίνει όλη δικιά σου- τραγουδάει σε κείνη, σε σένα, στους δεκάδες χιλιάδες, για τη ζωή που εμείς κάνουμε. Κι αν όχι για τη ζωή του, τότε για κάθε στάση που τέμνονται οι ζωές μας. Όλο και κάπου θα τέμνονται. To be on an endless run. Να περιμένουμε σε στάσεις, σε κίνηση. Να πιστεύουμε κάπου· στην κίνηση. Στα θαύματα, στον καλύτερο κόσμο, σε ό,τι χρειαζόμαστε στους σάκους μας να βγάζουμε τη μέρα στο ταξίδι, να την παλεύουμε ανάμεσα στις ανυπόφορες ανταποκρίσεις, τις στάσεις και τους σταθμούς και τα πεζοδρόμια, στα νούμερα των φορτίων στις αποβάθρες που δεν έχουν τέλος, τα δρομολόγια που συνδέουν τέρματα -ένα δάκρυ με ένα χαμόγελο ασπούμε, τέρμα των ματιών το ένα, που ακολουθεί τις ράγες του για να βρει λακάκια γύρω από τα χείλη να τελειώσει τη βάρδια του, να ξαποστάσει και να φυλαχτεί. Στις διαδρομές των λεωφορείων με τα θολά τζάμια από τις ανάσες, στο ρυθμό των βημάτων του κόσμου, που χορεύουν τον ιδρώτα στα πέλματα και τα χαμόγελα στις σόλες και μαρτυρούν μόνο ζωή, μόνο κίνηση. Στα βήματα του κοριτσιού που ζήτησε κάτι να έχει, κάτι να κρατήσει στα παπούτσια που φοράει, που του ζήτησε και κάτι να κρατήσει εκείνος, μέχρι την άλλη φορά ίσως, μέχρι κάθε φορά. Σε κείνον που κρατάει όλη την ποίηση, σε όσους δεν σκαμπάζουν από ποίηση και τους φτάνει μόνο ο δρόμος, σε όσους έρχονται πάντα δεύτεροι, σε αυτούς που δεν τα καταφέρνουν και λυγάνε στα μισά, σε κείνους που δεν έχουν φωνή και η ανάσα τους είναι βάρος, σε κείνους που πηγαίνουν με στίχους του Ρίλκε στο σούπερ μάρκετ και περιμένουν από το ταμείο να τους επιστραφεί ζωή που ξέφυγε από τη λίστα, σε κείνους που χάνουν το χρόνο τους χωρίς να τον ξανακερδίζουν, σε κείνους που δεν σκαρώσανε τρόπους να τη γλιτώνουν, στα παιδιά με τα ακορντεόν που παίζουν για τη ζωή σου ανάμεσα σε δύο στάσεις, σε κίνηση, στους απεργούς πείνας που πεινάνε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να μην πεινάει κανείς, με κανένα τρόπο, στους κολασμένους που δεν επέστρεψαν, στους άγιους που δεν το έμαθαν ποτέ, σε όσους ζητάνε μόνο λίγο φως ακόμα, λίγο φως ακόμα ή λίγο ρεύμα, στους κάδους που ακόμα κρύβουν ζωή πεταμένη, στα αγόρια που κρατάνε σημαίες της μοναξιάς τους και πεθαίνουν στους δρόμους κρατώντας τις σημαίες των συντρόφων τους, στον αυχένα μας που κουράστηκε να μετράει θλίψεις με κινήσεις, στις θλίψεις μας που δεν κουράστηκαν να γεννάνε χαρές, σε ό,τι μας διαλύει και μας ξαναεπιστρέφει ακέραιους, στους καταβρεχτήρες, σε όλες τις θλιμμένες πριγκήπισσες, στις σειρήνες των ασθενοφόρων, στα άηχα όνειρα, σε όλους εκείνους που συναντήσαμε για λίγο μία φορά στη ζωή μας και μας τρύπησαν σαν ρόδο με αγκάθι, και ίσως να μην ξαναδούμε ποτέ, σ'αυτούς που μας γέμισαν λίγο τα μάτια με δάκρυα όταν είπαμε ένα αντίο ή μας άφησαν ένα μικρό κενό σαν κόμπο στο λαιμό μας. Σε όλα, σε όλους, σε μας, στις φωνές μας που κομπιάζουν, σε κάθε κόμπο του λαιμού μας.

Ακούω τα λόγια του και ξέρω τι λέει σε κείνη, στους χιλιάδες. Να μη σιχαινόμαστε τη ζωή, να μην κρατάμε το κεφάλι μακριά. Να μην αφήνουμε υπογραφές, να αφήνουμε μόνο αποτυπώματα. Να ακουμπάμε εκεί που ακουμπάει ο κόσμος, να πίνουμε κρασί εκεί που κάνει τα βήματά του· εκεί που πατάει, εκεί που στηρίζεται, εκεί που σηκώνεται στις μύτες για να δει ό,τι τον ξεπερνάει. Για να φιλήσει τον άλλον. Γιατί είναι μια ιστορία αγάπης όλο αυτό, όλα αυτά. Όχι αυτές που μετά τσακώνονται και εξηγούνται ή παρεξηγούνται και ανταλλάσσουν προσδοκίες και θλίψεις. Μια ιστορία αγάπης που βλέπουμε· που μπορούμε να λάβουμε. Μια ιστορία με αγάπη, πολλή αγάπη μέσα της, που έχει μια πίστη. Και ό,τι έχει πίστη, μπορεί να προσπερνάει τις λέξεις, τις εξηγήσεις, τα σημάδια, τα τεκμήρια, τους σταθμούς, τις στάσεις, τις αποστάσεις, τους κόμπους. Ό,τι έχει πίστη, υπάρχει. Κι ό,τι υπάρχει σε κάνει να πιστεύεις ξανά. Μέχρι το κάθε χαμόγελο. Μέχρι τον κάθε κόμπο. Αυτός με τους λίγους κόμπους, ίσως το πει θεό. Εμείς με τους πολλούς, το λέμε άνθρωπο που αγγίζει, άνθρωπο που ακουμπάς.

Η Κατ (πάντα η Κατ) το λέει με τις λέξεις του Ντύλαν, ακόμα πιο καρδιά, ακόμα πιο σε σένα, ακόμα πιο ακριβά. Τραγουδάει believe και δεν προφέρει πάντα το in you. Δεν χρειάζεται, το ίδιο είναι· εννοείται. Όλα στην πίστη εννοούνται. Όλα εκεί μέσα βρίσκονται. Even through the tears and the laughter / even though we be apart / even on the morning after. Μισά στα αγγλικά, μισά στη γλώσσα που μιλάμε, μισά ακαταλαβίστικα, μισά σε σβήσιμο, άλλα χαμένα στις χορδές, άλλα χαμένα στο δικό μας τραγούδισμα που πιάνει πάντα μόνο τις καταλήξεις· αφήνεται στα ενδιάμεσα και πιάνει τις καταλήξεις, αφού τίποτα δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο ύψος με αυτές, όλα μα όλα, και τα ενδιάμεσα και κάτι ψιλά σημαντικά, όλα πέφτουν στην κατάληξη, μικρότερα, όλα καταλήγουν σε ένα in you που δεν προφέρεται, σε ένα κοίταγμα, σε ένα βλέμμα που κρατάει ώρες και υπονοεί άλλες τόσες· και υπόσχεται άλλες τόσες. I know I will sustain.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 2 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA