blog



της ζωής μας το σαβάντζο

E-mail Εκτύπωση PDF

Όταν ήμουν μικρός, στο ρεφρέν αυτού του τραγουδιού αντί για στη ζωή μας δώσε αβάντζο, εγώ άκουγα στη ζωή μας το σαβάντζο. Μη τολμώντας να ρωτήσω άγνωστη λέξη τους μεγαλύτερους -ποτέ μου δεν ρωτούσα- έφτιαχνα τις δικές μου ερμηνείες. Ενίοτε και σενάρια. Μετά από καιρό, μετά από χρόνια, κάποια από αυτά συνάντησαν την εξήγηση, την πραγματικότητα. Άλλη πραγματικότητα. Αυτή που αποφάσιζα ότι ισχύει, την πιο πιστευτή. Πραγματικότητα είναι η πιο πιστευτή ιστορία. Έτσι πάει γενικά. Το σαβάντζο λοιπόν για να εξηγηθεί σε πρώτο χρόνο, έπρεπε πρώτα να συναντήσει πιθανές γνωστές λέξεις και εικόνες. Κοντινότερος ήταν ο Τσιτσάνης: και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε. Κάτι σαν στραπάτσο δηλαδή, αλλά με ένα σάβανο τυλιγμένο· νικημένο ολοκληρωτικά, ενταφιασμένο -το αντίθετο από του Τσιτσάνη. Μετά έμαθα και τη λέξη καναβάτσο και οριοθέτησα το στραπάτσο στο χώρο του. Και στην αιτία του: μια πάλη. Όταν απέκτησα και τη λέξη καβάντζα, μπλέχτηκε τελείως το πράμα. Μου το εξήγησε μετά από χρόνια ο Ρασούλης με γυναικεία φωνή -με γυναικεία φωνή εξηγούνται όλα. Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή.

Τελευταία σκέφτομαι συνέχεια αυτό που όλα με αναγκάζουν να σκεφτώ. Αυτό που όλοι σκέφτονται, αυτό που όλοι πρέπει να σκέφτονται. Πως τη βγάζεις, πως ζεις, που ζεις, κρίση, ποια κρίση, που το επόμενο βήμα, που χώρος να σταθείς, που να μιλήσεις, πως να μιλήσεις. Και καλά να τα βάλεις στη σειρά -είναι αυτό μια τέχνη- αλλά κάτσε να συναντήσουν στη διασταύρωση τα γιατί, και φεύγει τότε ο καρβουνιάρης από τις ράγες, ντεραπάρει σε δευτερόλεπτα και κυλάνε τα βαγόνια στο γκρεμό, σαν σε καρτούν που έβλεπες μικρός και έσκαγες στα γέλια. Με τα στραπάτσα πάντα έσκαγες στα γέλια. Το θέμα είναι τώρα να μπορείς να το κάνεις. Τώρα που σπάνε οι ραφές σε κάθε κίνηση, όταν τα γιατί σου καταφέρνουν κροσέ στη μάπα. Τώρα που σώζεις με τα ζόρια το δικό σου κόσμο και βλέπεις να χάνεται ο υπόλοιπος γύρω σου· από τα ζόρια. Ή το αντίθετο, όλος ο κόσμος να'ναι εδώ και μια ψυχή να λείπει.

Μία εικόνα για κάθε άγνωστη λέξη, μία απορία για κάθε εξήγηση. Έτσι ξεγελούσα τα πάντα γύρω μου· και μέσα μου. Κυρίως τις φορές που τα γύρω μου απαιτούσαν να μπουν μέσα μου. Μάζευα εγώ τις λέξεις μου, όπως τότε πιτσιρικάδες στην Στρατιά -μη ρωτάς, αυτό νόμιζα πάντα πως ήταν η Κέρκυρα- που σ'ένα καλαθάκι μαζεύαμε μικρά λουλούδια για να στολίσουμε τον επιτάφιο των Αγίων Θοδώρων -εκεί τελείωνε η Κέρκυρα, εκεί έφτανε το ποδήλατο. Θεό δεν πίστεψα ποτέ, από επιτάφιο δεν καταλάβαινα, αλλά όταν έβρισκες το πιο σπάνιο λουλούδι ή ανακάλυπτες κάποιο καινούριο μυστικό πέρασμα για την κάτω γειτονιά, ένα τσιμέντωμα πάνω από τον υπόνομο, μισό μέτρο πλάτος, κρυμμένο σε φυλλωσιές και βάτα, που έβγαζε σε ξέφωτο με γριές και γέλια, τότε ο επιτάφιος ήταν γιορτή, ήταν νίκη. Ήσουν ο πιο μάγκας. Η άνοιξη σηκώνει μαγκιές, από μόνη της δεν φτάνει.

Σκέφτομαι τώρα λοιπόν, στα πιο πραγματικά, στα πιο καθημερινά, σε ποιο ξέφωτο βγάζουν τα γιατί. Με τι σπάνια λουλούδια να ντύσεις τους επιτάφιους, με τι σάβανο να τυλίξεις τα στραπάτσα. Με τι γέλιο να τα κάνεις όλα αυτά καβάντζα. Κι ενώ ο κόσμος πια δεν το'χει σε τίποτα να ψάχνει μέσα στους κάδους. Γιατί δεν έχει τίποτα. Ούτε σάβανο για να θαφτεί όπως του πρέπει. Ούτε μισή ανάσα που να μη βρωμάει σκουπίδια.

Αλλά ένα γάντζο ρε συ πέταξέ μας. Ένα γάντζο.

0 σχόλια μέχρι τώρα

θάνατος στην Ατακάμα

E-mail Εκτύπωση PDF

Ξεκινάς να γράψεις κάτι χωρίς να ξέρεις γιατί. Κάποια εντολή θα έχει πέσει από τα κεντρικά, κάποια ανεξιχνίαστη οδηγία, σαν αυτές που σε βγάζουν στο δρόμο και ξεκινάς να πηγαίνεις. Και δεν σου παίρνει πολλή ώρα να μάθεις ότι προορισμός τελικά ήταν η αφετηρία· χάρτης η οδηγία. Στη διαδρομή μαζεύεις το υλικό. Ό,τι εμφανιστεί μπροστά σου, αυτό είναι ο δρόμος. Το να συνδέσεις τις εικόνες είναι μια τέχνη άπιαστη. Με ζόρι το κάνεις, έτσι για να βγάλεις μια άκρη· στα πρόχειρα, στα εντελώς εφήμερα. Η μόνη άκρη που κατάλαβες ήταν αυτή στο τέλος της κλωστής, που έδενε ένα άδειο κουτάκι από σπίρτα· είχε και στις δύο άκρες της από ένα κουτάκι. Το έφερνες κοντά στο αυτί σου, πιτσιρικάς ήσουν, και άκουγες τον άλλον που σου μιλούσε μέσα από το κουτάκι, μέσα από την κλωστή· από την άλλη άκρη. Πιτσιρικάς ήσουν, γι'αυτό άκουγες τον άλλον. Πιτσιρικάς πίστευες ότι οι άνθρωποι μπορούν να μιλάνε μέσα από κουτάκια σπίρτων και κλωστές. Κι έβγαζες άκρη.

Τελευταία βλέπω κόσμο στο δρόμο να μιλάει μόνος του. Δεν μιλάνε σε ακουστικό, δεν είναι κάποιος στην άκρη της γραμμής, κάποιος στην άκρη του κόσμου. Μιλάνε στην άλλη άκρη του μυαλού τους. Η άκρη του κόσμου είναι η άκρη του κόσμου τους, εχουν χωρίσει το μυαλό σε δύο άκρες -για τόσο μόνους σου μιλάω- και μιλάνε από τη μια άκρη στην άλλη, η μια άκρη στην άλλη. Άκρη δεν βγάζουν -δεν είναι πιτσιρικάδες άλλωστε- αλλά έτσι περνάνε οι μέρες, περνάει η ώρα, έτσι μιλάνε, έτσι ίσως να μην είναι μόνοι. Είναι πολλοί μαζί, σίγουρα είναι πολλοί μαζί. Δεν μαθαίνουν τι γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου, δεν βγάζουν άκρη, μόνοι τους δεν βγάζουν άκρη, γίνονται μόνο πολλοί σαν μιλάει η μια άκρη στην άλλη.

Και πως να βγάλουν. Διαβάζω ότι πενηνταεννιά -59, αν σου φαίνεται πιο ακριβές- παιδιά -άνθρωποι, αν σου φάινεται πιο ακριβές- σκοτώθηκαν στη Νιγηρία από την ισλαμιστική οργάνωση boko harum που κάτι σημαίνει στα αραβικά, ότι απαγορεύεται η δυτική εκπαίδευση, κάτι τέτοιο. Στη δική μου γλώσσα δεν σημαίνει τίποτα. Δεν έχω βρει τις λέξεις για εκείνον που σκοτώνει παιδιά στο σχολείο. Τις λέξεις τις έχω για να βγάζω καμιά άκρη. Εδώ δεν βγάζω άκρη. Αριθμοί πετάγονται μπροστά μου -δεν ξέρω τι μετράνε, αλήθεια- μετρήσεις και γεγονότα, πληροφορίες σε γλώσσες που κατέχω, αλλά δεν καταλαβαίνω. Εικοσιπέντε, 25, αγάλματα του Λένιν κατέβηκαν βιαίως στην Ουκρανία όλο αυτό τον καιρό των ταραχών, μαζί και ένα του άγνωστου στρατιώτη που πολέμησε τους ναζί. Λάθος: όχι που πολέμησε· που νίκησε τους ναζί. Που τους διέλυσε. Καιρός του να διαλυθεί κι αυτός. Διαλύονται οι άκρες, όσα συγκρατούσαν τον κόσμο, κόβονται οι ραφές, άκρη δεν βγαίνει. Στα σκοτάδια μέσα θα μάθουμε τις καινούριες γλώσσες, εκεί πάντα τις μάθαινε ο κόσμος, δένοντας με μια κλωστή την ανάγκη και την επιθυμία. Και η κλωστή μόνο πονούσε.

Απολιθώματα από σαράντα φάλαινες -40 φάλαινες, τι αριθμοί, τι μεγέθη- ανακαλύφθηκαν στην έρημο της Ατακάμα στη Χιλή, ολόκληροι οι σκελετοί, άθικτοι εδώ και εκατομμύρια χρόνια, τους ανακάλυψαν οι εργάτες που έχτιζαν την κλωστή του παναμερικανικού αυτοκινητοδρόμου. Ίσως, λέει, οι φάλαινες να ξόκειλαν εκεί πριν από δύο με επτά εκατομμύρια χρόνια και το έδαφος να ανυψώθηκε, μετατοπίζοντας την ακτή χιλιόμετρα μακριά. Μετατοπίστηκε η ακτή χιλιόμετρα μακριά. Και μετά μου λες ότι είναι βλακείες οι κλωστές και τα κουτάκια. Ενώ εσύ ξέρεις ασπούμε τι θα πει εκατομμύρια χρόνια. Ίσως πάλι να ήταν μια ρηχή λιμνοθάλασσα και να παγιδεύτηκαν εκεί από κάποια καταιγίδα ή κατολίσθηση. Οι ερευνητές πιστεύουν πως ο θάνατος προήλθε από την κατανάλωση τοξικών άλγεωνΤο σώμα των φαλαινών αναποδογύρισε, λέει, καθώς πέθαιναν -φαντάσου λίγο τη μετακίνηση αυτή. Εγώ κρατάω ότι οι φάλαινες πέθαναν στην έρημο. Και ότι ένα άλγος μπορεί να είναι τοξικό. Ίσως να ήταν το άλγος της επιστροφής τους, ίσως να είχαν γεννηθεί στην έρημο και εκεί να επέστρεφαν. Νόστος λέγεται στη γλώσσα των κλωστών. Νοσταλγία το βάφτισε κι ο Όμηρος, άλλη άκρη κι αυτός, κλωστή από τις λίγες.

Σαν πιτσιρικάς χαζεύω πάντα τον κόσμο στα αεροδρόμια, στις αποβάθρες, στα ταχυδρομεία, αυτά είναι τα μέρη που αγαπώ, κουτάκια μιας κλωστής. Εκεί που μαζεύονται οι κινήσεις και οι χειρονομίες, που κάτι ζητάνε, που κάπου πηγαίνουν. Προχτές στο ταχυδρομείο ασπούμε, πήγα να παραλάβω ένα πακέτο που ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου. Η άλλη άκρη έχει γράψει τη διεύθυνσή μου με το χέρι, κι ας μη με ξέρει. Κι όλο αυτό επειδή της ζήτησα κάτι, να μου στείλει κάτι. Κάθε λέξη που ξεκινάει με ένα χέρι, χειρόγραφο, χειροποίητο, εμπερικλείει μια αγάπη, περιγράφει μια χειρονομία -να κι άλλη λέξη που δεν χρειάζεται επίθετο όταν την προφέρεις. Έχει κι αυτοκόλλητο fragile πάνω του. Φροντίδα το λένε αυτό στη γλώσσα των ανθρώπων. Καλεί τους ανθρώπους να φροντίσουν κάτι, είναι μια οδηγία σε όσους το αγγίξουν. Θα μπορούσαν να γράφουν για κλωστές και κουτάκια, αλλά δεν είναι όλοι πιτσιρικάδες για να καταλαβαίνουν. Αρκεί ο ιερός φόβος του εύθραυστου. Και έτσι οι άνθρωποι μαθαίνουν να φροντίζουν κάτι άγνωστο, κάτι μυστικό, κάτι που μπορεί να μην τους αφορά.

Όμως εκείνη η παρέα των φίλων θα πάει στο μουντιάλ. Νύχτα μέρα σμιλεύει το παλιό λεωφορείο για το μεγάλο ταξίδι, από την Αργεντινή ως τη Βραζιλία είναι μια κλωστή με δυο κουτάκια. Πιτσιρικάδες φαίνονται, που δεν ξέρουν πολλά. Δεν το'χουν πει ακόμα σε κανέναν ότι πάνε -μόνο εμείς το ξέρουμε- δεν έχουν βγάλει καν εισιτήρια για τους αγώνες. Το σχέδιο δεν υπάρχει ακόμα, μόνο η επιθυμία και το λεωφορείο νύχτα μέρα. Ό,τι περπάτησε πάνω σε μια κλωστή δεν χώρεσε ποτέ σε θεωρίες. Ό,τι χώρεσε στις θεωρίες, δεν έχει περπατήσει. Οι φίλοι θα το κάνουν το ταξίδι, οι φίλοι είναι μόνοι τους ένα ταξίδι. Αναζητώντας την έρημο πατρίδα, λίγες μπύρες ακόμα παρέα, χειρονομίες δεμένες σε κλωστές, κουτάκια να φυλάνε τα άλγη ως ιερά, τη φροντίδα των αγνώστων, την άκρη στην άκρη του κόσμου. Και στο ταξίδι, μόνο φίλους κάνεις.

0 σχόλια μέχρι τώρα

για το λιβάδι που γιορτάζει

E-mail Εκτύπωση PDF
Για να'χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να τραγουδάμε
Τάσος Λειβαδίτης


Ταινιοθήκη, σκοτεινή αίθουσα. Δεν είναι ακόμα σκοτεινή, κόσμος μαζεύεται για την προβολή. Κόσμος γεμίζει φως την αίθουσα πριν της επιτρέψει το σκοτάδι. Σε ένα βλέμμα μου, δεν γίνεται αυτό που περιμένω ως το πιο φυσιολογικό εκείνη τη στιγμή. Να ανοίξει η πόρτα και ανάμεσα στους καλεσμένους, να μπει ο Θόδωρος. Για μια στιγμή -είμαι σίγουρος ότι έγινε- μου φαίνεται πραγματικά φυσιολογική, πολύ φυσιολογική η σκέψη αυτή· σχεδόν την είδα τη μορφή του ανάμεσα στα περάσματα, καθημερινή· αναγκαία. Και δεν είναι όνειρο, καταλαβαίνω ότι είμαι ξύπνιος. Ή σχεδόν. Αφού σου μιλώ για μαγεία.

Τις έχω δει τις ταινίες. Πολλές φορές και σε διάφορους καιρούς. Κι αν έχω μαγευτεί. Αυτή τη φορά έκλαιγα μόνο στα φιλιά. Στις γιορτές. Πάντα υπάρχει γιορτή στις ταινίες του Αγγελόπουλου, πάντα γιορτάζουν οι άνθρωποι. Στους χορούς έκλαιγα, στις πρωτοχρονιές, στα ανταμώματα. Χοροί συντροφικοί, ζευγάρια, φίλοι, όχι μοναχικά ζεμπέκικα. Μόνο ένα ποντιακό Τικ· ο Πόντος ρίζα και η Τασκένδη εξορία, δυο χώρες τα απλωμένα χέρια του Κατράκη, που ενώνουν τον ουρανό με τους νεκρούς συντρόφους· ή τους χωρίζουν. Και στον εμφύλιο έκλαιγα -όσο κι αν προσπερνούσα τις ματαιώσεις, όσο κι αν δεν την πίστευα την ήττα. Δεν περιγράφεται ο πόνος αυτού του τόπου, δεν μπορεί να μετρηθεί το αίμα του, δεν χωράει καν στις εικόνες. Αν κάτι έχεις πιστέψει στα σοβαρά στους ανθρώπους που ματαιώθηκαν, δεν γίνεται να μη σε γδέρνει κάτι κάτω από το πετσί σου. Αν τα πεζούλια του Άρη είναι ιεροί τόποι για σένα, δεν γίνεται να μη ματώνεις μέσα σου, να ματώνεις έστω με δάκρυα· έτσι αιμορραγούν τα μάτια, σε διάφανες κηλίδες, μοιρασμένες σε μικρές συνέχειες χωρίς ν'αφήνουν ίχνη. Μέχρι που -εκεί που δεν το περιμένεις- γίνονται λίμνες. Τα λιβάδια γίνονται λίμνες. Στα λόγια της Ελένης -πόσες φορές μια Ελένη- κάθε λέξη χίλιες φωτογραφίες. Δεν έχω σαπούνι, δεν έχω χαρτί να γράψω στα παιδιά μου. Αλλάζουν οι στολές, φύλακα. Ίδιες οι στολές.

Θυμήθηκα τον κυρ-Μπάμπη, αντάρτης στoυς μαύρους μεσσήνιους τόπους, ένας από τους πολλούς. Είναι πολλά χρόνια που'χει φύγει. Φέτος πάλι έσπασαν οι μαύροι το μνήμα του στο χωριό -θαρρώ πως ήταν η τρίτη φορά. Φοβούνται ακόμα και τους τάφους, κάτι θα ξέρουν. Μνήμα, μνήμη. Όπως το πτώμα του αντάρτη, που κείτεται αλώβητο κάτω από το χιόνι -στους Κυνηγούς. Το ξεθάβουν αυτοί που ξεπουλάνε το χιόνι τ'ουρανού -στα Κύθηρα. Καλά κάνει και μιλάει στα μνήματα ο Κατράκης σα να'ναι ζωντανοί κει κάτω. Κάτι θα ξέρει. Δεν είναι επίκαιρος ο Αγγελόπουλος· δεν εικονογραφεί, δεν περιγράφει τον καιρό. Μάχεται τον καιρό. Δεν τάσσεται υπέρ, δεν τάσσεται κατά, δεν αναγνωρίζει κόμμα. Αγκαλιάζει τους ανθρώπους πέρα από τον μηχανισμό· τους ανθρώπους ως μορφές της Ιστορίας και του δράματος, όχι ιστορικές μορφές στη θέση του δράματος των ανθρώπων.

Απέναντι, η Αριστερά. -Τι λέει η Αριστερά, Αλέξανδρε; -Για ποιο πράγμα, ερωταπαντάει ο Αλέξανδρος -στην ΑιωνιότηταΟ καιρός δεν μας ευνόησε, έχει ήδη απαντήσει ο συνδικαλιστής -στα Κύθηρα. Πίσω του ο μπερντές της ανάπηρης γιορτής στη θέση του, αλώβητος στον κατακλυσμό και τις συνθήκες. Δεν χαμπαριάζει, ποτέ δεν χαμπάριαζε από ευκαιρίες και καλέσματα. Πάντως, εμείς αποφασίσαμε να γίνει η γιορτή, συμβολικά προς χάριν αυτού του γέρου που βρίσκεται στη θάλασσα. Ο γέρος που πνίγεται σε μια παράλογη θάλασσα, που πνίγεται εντελώς κανονικά και καθόλου συμβολικά. Στη θάλασσα ή στη λίμνη -κάποτε λιβάδι, κάποτε ζωή. Δεν έχω πια κανέναν. Κανέναν να περιμένω τις νύχτες. Κι αμέσως μετά, το επόμενο πλάνο θολώνει· η Ιστορία θόλωσε, δεν πήγε για τα όσκαρ. Μόνο θάλασσες και λίμνες κι όποιος κατάλαβε. Και κατάλαβε όποιος ένιωσε. Και ένιωσε όποιος πρώτα σιώπησε.

Κι ενώ τα άλλα βλέμματα, κι ενώ οι άλλες σιωπές, σε έβλεπα μέσα στο σκοτάδι. Χάζευα την προσοχή σου και το σχήμα σου, που είχε πάρει το σχήμα του καθίσματος. Η μικρή τελετουργία της σκοτεινής αίθουσας δεν έχει μόνο πολλά βλέμματα· έχει και βλέμματα παντού. Έχει παντού σιωπές, ως οδηγία να μην ειπωθεί κάτι. Σιωπές με κατεύθυνση. Κι ας μην τολμούνται τα αγγίγματα. Οι άνθρωποι συναντιούνται με διάφορους τρόπους, ακόμα κι όταν δεν το ξέρουν. Το σινεμά είναι φτιαγμένο για να μας φέρνει κοντά, γι'αυτό παίζεται στο σκοτάδι -γι'αυτό χρειάζεται το σκοτάδι. Γι'αυτό και λάμπει μόνο μέσα στη σιωπή. Ο,τι περισσότερο, το είπαμε σιωπώντας. 

Μετά από τόσες θεάσεις, μπορώ αβίαστα να εστιάζω σε λεπτομέρειες. Αβίαστα και οι λεπτομέρειες εστιάζουν στις μέρες μου. Οι ταινίες κοιτάνε μέσα σου, το βλέμμα επιστρέφει. Κι εμείς σ'αυτές, δεν βλέπουμε πάντα τα ίδια, κι ας είναι με ακρίβεια περπατημένα τα χιλιόμετρα ενός φιλμ. Δεν παρατηρείς κάτι που δεν υπήρξε πρώτα παράσταση στις αγωνίες σου, που δεν είχε τα υλικά ενός σκηνικού έξω από την αίθουσα. Δεν μπορείς να δεις τίποτε το πραγματικό στο σινεμά, αν δεν έχεις ξεκαθαρίσει έξω τι είναι πραγματικό και τι όχι. Αλήθεια, τι είναι πραγματικό εκεί έξω και τι όχι; Πόσα λεπτά χρειάζεται ένα παιδί για να πνιγεί; Είναι ίδιος ο χρόνος για όλα τα παιδιά -και για τα προσφυγόπουλα ας πούμε; Τι είναι ένας πρόσφυγας σαν δεν υπάρχουν σύνορα; Μόνο οι σιωπές ανταμείβουν, όχι οι απαντήσεις. Όσοι απάντησαν, έχασαν. Έχασαν τη μουσική πίσω από τον ήχο της βροχής.

Αυτή τη φορά λοιπόν, έκλαιγα στη μουσική. Με έπαιρναν οι μουσικοί. Είστε υπό την προστασία ενός βιολιού, μιας κιθάρας, ενός κλαρίνου και ενός τέταρτου θορυβώδους οργάνου. Εκεί κρύφτηκα, εκεί κρυβόμουν πάντα. Είμαστε υπό την προστασία ενός βιολιού. Πόσο αχάριστος μπορεί να είσαι αν νομίζεις πως είσαι μόνος. Τραγουδάμε χωρίς ο αέρας να μας παίρνει τη φωνή.

Θα προλάβουμε. Κι ας μας λείπουν λέξεις. Έχουμε πάντα τη μουσική.

 


0 σχόλια μέχρι τώρα

γράμμα στον Joe

E-mail Εκτύπωση PDF

αγαπημένε Τζο Στράμερ

κατ'αρχήν ξέρω ότι είναι παρωχημένο κλισέ να απευθύνεσαι σε δεύτερο πρόσωπο σε κάποιον που δεν θα σ'ακούσει. Ξέρω ότι δεν τα πας καλά με τα κλισέ. Παίρνω το θάρρος να πιστεύω ότι με ακούς· πάντα με άκουγες. Μας άκουγες όλους. Με έχω βρει επανειλημμένα, μαζί με τους φίλους μου και τους συγγενείς μου, στους στίχους σου και στην ταραχή σου. Και σε κάτι outtakes που δεν βρήκαν τον δρόμο της δισκογραφίας. Κάπου εκεί πρέπει να τα είπαμε πρώτη φορά στα πεταχτά. Και νιώσαμε· ο ένας τον άλλον, αλλά κυρίως ο καθένας τον εαυτό του. Ξέρω επίσης ότι ίσως να μη γνωρίζεις τη γλώσσα στην οποία γράφω. Ξέρω όμως ότι ούτε καλή φωνή είχες ποτέ, κι όμως τραγούδησες το πιο Μεγάλο Τραγούδι. Ούτε καλή κιθάρα έπαιζες καλά καλά -λένε- αλλά γαμώτο, πως ξέρουν όλοι τα ακόρντα σου απέξω; 

Δεν έχω όμως καιρό για εισαγωγές. Θα στο πω όσο μπορώ πιο απλά και άμεσα: Λείπεις. Δεν έχω ιδέα που είσαι, δεν ξέρω που γυρνάς και γιατί μπορεί να το κάνεις αυτό, δεν ξέρω γιατί δεν θες να μας ακούς πια και που μπορεί να έχεις κρυφτεί και δεν σε βλέπουμε, αλλά λείπεις. Μου λένε μάλιστα -κάποιοι, δεν ξέρω ποιοι, προφανώς κάποιοι που δεν ανέβηκαν ποτέ στα σύννεφα να πιουν ουζάκι εκεί πάνω και να μουντζώνουν τους κατσιμπαλήδες- ότι σαν σήμερα που αποφάσισα να σου γράψω, εικοσιδύο του Δεκέμβρη, έριξες έναν δειλό αποχαιρετισμό και άφησες την καρδιά σου να σε πάει κάπου πέρα μακριά από μας, κάπου που δεν μας ακούς, κάπου που δεν ακούμε τα ακόρντα σου, ούτε και το Μεγάλο Τραγούδι. Αν ισχύει αυτό, είσαι δειλός. Ευτυχώς σε σώζει ο Βικ -που διάολο έχει κρυφτεί κι αυτός;- που μου ψιθύρισε μια μέρα στ'αυτί ότι το κουράγιο ενός δειλού είναι μεγαλύτερο απ'όλων των άλλωνΚλείνουν όμως έντεκα χρόνια -λένε αυτοί οι κάποιοι- από εκείνο το Δεκέμβρη. Πράγματι, σε θυμάμαι κι εγώ να λείπεις καιρό. Μόνο που όσο περνάνε τα χρόνια -σαν έτη φωτός, οι αποστάσεις μεταξύ μας μετριούνται με μονάδες χρόνου, χρόνια που μετράνε το φως, μετράμε πόσα χρόνια με φως- όσο περνάνε τα χρόνια λέω, όσο πυκνώνουν οι ματαιώσεις, κάθε μέρα κάθε ώρα, τόσο εκλείπουν οι ποιητές. Τελευταία κάποιος μου το εξήγησε και το κατάλαβα επιτέλους: όσο εκλείπουν οι ποιητές, τόσο πυκνώνουν οι ματαιώσεις μας. Και περνάνε τα χρόνια χωρίς φως. 

Αγαπημένε Σύντροφε Τζο, θέλω να μη με παρεξηγήσεις, αλλά σου γράφω γιατί -όπου κι αν βρίσκεσαι- θέλω να επιστρέψεις· κάπου όπου θα μπορείς να μας βλέπεις και να μας ακούς. Γιατί, να ξέρεις, εμείς ακόμα μιλάμε και υπάρχουμε με όποιο τρόπο μπορούμε, Τζο· αδέξια σχηματίζουμε κινήσεις, προσπαθώντας να μπαλώσουμε καμιά ματαίωση, να κλείσουμε καμιά τρύπα να μη μπάζει αέρα και νερό -κοντέψαμε να πλημμυρίσουμε απ'όταν άρχισαν να λουφάζουν οι καπετάνιοι μας. Οι φωνές μας ακούγονται στον αέρα, τις γράφουμε σε τοίχους, τις φωνάζουμε ο ένας στο αυτί του άλλου μπας και τρυπήσει κανά τύμπανο, μπας και ματώσουμε καμιά μέρα πραγματικά, μπας και τραγουδήσουμε έτσι όλοι μαζί το Μεγάλο Τραγούδι. Magnificent Seven ασπούμε, ring ring 7 a.m. Να επιστρέψεις να μας ακούς, όπως μας άκουγες πάντα· να μας βλέπεις, να βλέπεις τι μαλακίες κάνουμε εδώ κάτω κι εσύ να χαμογελάς, να μας ακουμπάς στοργικά στην πλάτη, να ξέρουμε ότι κάποιος μας προσέχει. Να καταγράφεις λεπτομερώς τις ζωές μας, όπως έκανες πάντα· να τους βρίσκεις ακόρντα, γιατί ξεκουρδίστηκαν πολύ όλα αυτά τα χρόνια, αγνώριστες έγιναν· παραφωνίες μόνο οι μέρες μας. 

Όταν ο Λουίτζι έχασε τη μητέρα του, της είπε πως δεν κλαίει που φεύγει, αλλά γι'άλλο κλαίω μαμά, γιατί εσύ δεν μπορείς πια να με σκέφτεσαι. Χάθηκε από το δικό μου κόσμο ένα στήριγμα, μια παρηγοριά. "Εάν εκείνη με σκέφτεται από μακριά, είμαι ζωντανός για κείνην". Κι αυτό με στήριζε, με παρηγορούσε. Εγώ τώρα δεν είμαι πια ζωντανός και δεν θα'μαι για σένα ζωντανός ποτέ πια. Κι ακριβώς γι'αυτό, μαμά, ακριβώς γι'αυτό, όσοι πιστεύουν πως είναι ζωντανοί, νομίζουν πως θρηνούν τους νεκρούς τους, κι απεναντίας, θρηνούν το δικό τους θάνατο, τη δική τους πραγματικότητα που δεν υπάρχει πια στη συνείδηση εκείνων που έφυγαν. Εσύ είσαι και θα είσαι για πάντα η μητέρα μου. Εγώ, ο γιος σου, ήμουν και δεν είμαι πια, δεν θα είμαι πια. Ξέρεις λοιπόν, σύντροφε Τζο, τι του απάντησε εκείνη; Κοίτα τα πράγματα και με τα μάτια εκείνων που δεν τα βλέπουν πια. Θα νιώσεις μια θλίψη, γιε μου, που θα τα κάνει να φαντάζουν πιο ιερά και πιο όμορφα.

Αγαπημένε σύντροφε Τζο, προσπαθήσαμε -κι εγώ και οι φίλοι που σου'λεγα- να δούμε τα πράγματα με τα μάτια σου. Δεν τα καταφέραμε· είμαστε ακόμα στη θλίψη. Ακόμα τίποτε δεν μοιάζει πιο ιερό και πιο όμορφο. Γι'αυτό σου λέω να γυρίσεις, να μας δείξεις το πως -πενήντα χρόνια είναι λίγα- να μας τραγουδήσεις άλλη μια φορά, να θυμηθούμε, να ξαναβρούμε, να μας βάλεις βαθμό επιτέλους, να μας πεις τι καταφέραμε, πόσες μαλακίες κάναμε, πόσες ακόμα μπορούμε, πόσες ματαιώσεις να χτίσουμε. Στα γράφω αυτά σύντροφε Τζο και κάποιοι ήδη γελάνε -οι κάποιοι που σου'λεγα πριν· τους φαίνεται αστείο το συναίσθημά μας, τους φαίνεται γελοίο το συναίσθημα, αυτό το άμεσο άγριο συναίσθημα, που δεν ντρέπεται ούτε τις λέξεις ούτε το να σκύβει πότε πότε το κεφάλι και να γεμίζει εκκωφαντικές σιωπές το δωμάτιο· ό,τι ένωσε τις κλωστές μας σε κρίσιμες στιγμές του χρόνου, που ο καργιώλης δοκίμαζε τις αντιστάσεις μας. Ξέρω πως είναι μελό να το ντύνεις με λέξεις· άλλωστε το συναίσθημα δεν χρειάζεται προστασία. Ποτέ δεν καταφέραμε να το προστατεύσουμε, ποτέ δεν μας προστάτευσε. Να σε πείσω όμως προσπαθώ Τζο, να σου εξηγήσω λίγο πως έχει εδώ κάτω που μας άφησες. 

Ξέρω ότι ούτε επιλόγους γουστάρεις· ποτέ δεν έγραψες έναν, σε ο,τιδήποτε. Όλα ανοιχτά, όλα στη μέση αφημένα, μόνο φωτιές ήξερες ν'ανάβεις. Ας σου πω τότε μόνο αυτό: μας έμαθες να είμαστε παράφωνοι και την ίδια στιγμή να λάμπουμε. Αυτό όμως δεν το καταφέραμε ποτέ. Γύρισε πίσω, τουλάχιστον να το κάνεις εσύ, να παίρνουμε μάτι. Να έχουμε στήριγμα και παρηγοριά. Ότι δεν υπάρχουμε τσάμπα. Να επιστρέψεις, να επιστρέφουμε κι εμείς. Έχουμε ήδη ανάψει τη φωτιά, μαζευόμαστε και σε περιμένουμε. Και μη διανοηθείς να κουρδίσεις την κιθάρα.

Αν δεν σου κάνει κόπο, προώθησε το γράμμα αυτό και στον Τζο Χιλ. Επιμένει να λέει ότι δεν έχει πεθάνει, αλλά δεν εμφανίζεται πουθενά.


πάντα συντροφικά,

Κωστής



0 σχόλια μέχρι τώρα

indarctos

E-mail Εκτύπωση PDF

Γέρνει στο πλάι της και πεθαίνει. Τραυματισμένο κι αυτό, παραδίνεται. Μαζί πεθαίνουμε. Κι όση συντροφικότητα δεν προλάβαμε να εκφράσουμε στις ζώσες μέρες μας, θα μας την ζητήσει ο θάνατος· αδυσώπητα και με το ζόρι. Έχει μια αξιοπρέπεια το κάθε τέλος, όσο ατιμασμένα κι αν ζητήθηκε· όσο εκβιαστικά κι αν παραγγέλθηκε. Ακόμα κι εκεί που σ'έχουν βρει τα ξεδιάντροπα σκάγια, παρ'όλη τη φύση σου. Έχουν ένα γαλήνεμα πάντα τα κλειστά μάτια, όσο αποτρόπαια κι αν έκλεισαν. Δεν έχω ιδέα για το τι σου ζητάει ο θάνατος. Μόνο το τι θα αποκριθώ ξέρω. Με τα κλειστά μάτια εκείνων που αποφάσισαν να πεθάνουν -τραυματισμένοι αγκάλιασαν τη μητέρα μοίρα και παραδόθηκαν- μπορούμε και βλέπουμε. Μόνο με τα κλειστά μάτια μπορούμε να δούμε πιο πέρα. Τα ασάλευτα χέρια τους -κοκαλωμένα ή σε στάση εναγκαλιασμού- θα μας δείχνουν το δρόμο για πάντα. Έναν πλέον, γιατί δεν ξέρουν άλλον. [πάντα οι πεισματάρηδες μιλούσαμε μεταξύ μας· οι αυτιστικοί. οι άλλοι χάθηκαν μέσα σε τηλεφωνήματα και δυνατότητες]. Κάλυκες θα βρεθούν κάπου στα ξέφωτα το πρωινό, σφαίρες παρεμβάλλονται πια στη φύση. Μια μάχη μαίνεται μέσα στο δάσος. Κι ενώ δάση μαίνονται μέσα στις μάχες σου. Τα αγκαλιάζεις και παραδίνεσαι. Μόνο να τα αγκαλιάζεις και να παραδίνεσαι. Μόνο αυτό σου έγραψε η φύση ως απόλυτη ικανότητα. Ως απόλυτη αξιοπρέπεια.

0 σχόλια μέχρι τώρα

να μην ξέρεις τι θέλεις να πεις, να μη θέλεις να πεις τι ξέρεις

E-mail Εκτύπωση PDF

Καταφεύγουμε σε αυτό που αποκαλούμε «ιδιωτική ζωή»,
γιατί δε διαθέτουμε τις απαραίτητες δυνάμεις
για ν’αντιμετωπίσουμε τον κόσμο.
Είναι μια ύστατη στιγμή αυτοπεριορισμού, μια υποχώρηση.
Διότι, εν τέλει, η ζωή είναι κατ’αρχήν
ένας διάλογος με τα πράγματα.
Franz Kafka

ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠ'ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΑΘΑΜΕ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣΤΑ. Με κεφαλαία γράμματα, σ'έναν χαμηλό κάτασπρο τοίχο μιας καλοκαιρινής αυλής λίγο πριν τη Μονεμβασιά, γραμμένο από σπρέι, φυλαχτό σε κάποιο ματαιωμένο χέρι. Πίσω του, φαντάσου να προηγούνται ευλαβικά ματαιωμένες χειρονομίες. Θυμήθηκα τον Βακαλόπουλο. Πάλι. Μέσα σε είκοσι χρόνια κατάφεραν να γυρίζουν πολύ άνετα από την άλλη μεριά, αυτό ήταν το πιο μεγάλο κατόρθωμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι ελεύθερες σχέσεις, ο σεβασμός της προσωπικότητας, η ισότητα των δύο φύλων, (...) να του γυρίζεις την πλάτη, να της γυρίζεις την πλάτη, το πρωί να έχετε μια δουλειά. Μέσα σε είκοσι χρόνια όλοι βρέθηκαν ξαφνικά να έχουν μια δουλειά, στις δέκα και μισή έπρεπε να βρίσκονται κάπου. Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να βρισκόμαστε κάπου. Αλλού ο καθένας.

Είναι καιρός τώρα που παλεύω να συντάξω ένα κείμενο που ξεκινάει με τη λέξη ιδιωτεύουμε. Και κάπου εκεί, στην πρώτη πρόταση, σ'αυτό το ρήμα του πρώτου πληθυντικού, σκαλώνω· στη σκληρή του ομολογία, στο γκρεμό των αναμνήσεων που φωτογραφίζει αντίκρυ του: μια ανισόπεδη γεωγραφία των χειρονομιών και των βλεμμάτων, της οποίας η πυξίδα ζαβώθηκε, πια δεν δείχνει ούτε νότο, ούτε την πηγή με το νερό. Θάφτηκε στην άμμο, μαζί με κάτι καλοκαίρια που μας γύρισαν την πλάτη για πάντα. Αυτά φέρνω στο νου και το σκαλώνω. Αλλά και πως άλλαξαν οι ζωές μας, πως ζαβώθηκαν από τον ήλιο, από τους ήλιους, πόσο μυρίζουν λιγότερο ζωή. Είμαστε οι επιλογές μας στο youtube, το γαμάτο βίντεο που σπάμε όλοι πλάκα, ο τάδε καθυστερημένος, το έτσι αστείο, το κόμεντ που μας ψύχρανε, που κόψαμε, που όποιος πιστεύει αυτά να φύγει απ'το προφίλ μου. Φτιάξαμε προφίλ, με τον καιρό. Χειριζόμαστε την εικόνα μας, με αγωνία, με κανόνες. Διαγράφουμε φίλους και στίγματα απ'το προφίλ μας· δεν ταιριάζουν στο προφίλ. Διαγραφές· τοίχοι μεταξύ μας· τείχη μέσα μας. Γιατί πιστεύουμε άλλα ο καθένας· γιατί δεν συγχρονίζονται οι μονόλογοί μας· ένας τοίχος ο καθένας. Κάπου στριμωγμένα και απεγνωσμένα, ανάμεσα στις διατάξεις των ψηφίων, συναντιούνται πλέον οι ανάσες μας. Στο facebook, το προσωποβιβλίο· ηλεκτρονική προσωποκράτηση.

Έχουμε όλοι πρόσωπο, τώρα πια έχεις και μούρη· κύριος του εαυτού σου, άνθρωπος σωστός με επιλογές, με γούστα, έχεις password και χώρο ιδιωτικό να παίζεις -ιδιωτεύουμε- να ελέγχεις, να δημοσιοποιείσαι -ιδιωτεύουμε σου λέω. Να μαθαίνεσαι. Και -όχι όπως παλιά- κανείς δεν τσεκάρει τη μούρη σου, δεν σε κοιτάνε στα δόντια αν τους κάνεις. Κάνεις· μια χαρά τους κάνεις. Δεν έχει face control, έχει μόνο facebook control. Και, όχι, δεν είναι ο έλεγχος αν έχεις facebook. Είναι ο έλεγχος του facebook αν σε έχει. Αν έχεις παρουσία, αν υπάρχεις, αν σπουδαία γράφεις επαναστάτους, αν οργίζεσαι. Τόσο όσο. Αν έχεις τοίχο, αν έχεις γίνει τοίχος.

Όσο για τις φωνές μας, έχουμε γίνει σαν επιθεώρηση· γέροι μάπετ σόου στον εξώστη. Οι παρασιτικές ασημαντότητες και τα γυαλιστερά καλοπληρωμένα τίποτα κάνουν παρέλαση και εμείς μεγαλώνουμε τον μάταιο τον ανέξοδο θόρυβο, μπας και πηδήξουμε κι άλλο χειμώνα, μπας και περάσουμε τη θλίψη -να την κρύψουμε και να την ξεγελάσουμε. Η θλίψη που κι αυτή μεγαλώνει, αυξάνει κι η παγκόσμια θλίψη· το παγκόσμιο κλάμα κάποιου Χάκκα -ιδιωτεύουμε, δεν τον διαβάσαμε, τον διάβασες ίσως μόνος, στα πεταχτά. Όλη μέρα στο χορό του κάθε σαλτιμπάγκου, του κάθε τερατόμορφου καμποτίνου που αφήνει πληρωμένα σάλια πάνω στα ιερά μας μνήματα, των πάσχων, των πρετεντέρηδων, των αδωνίσκων, μαθημένοι στις λέξεις τους εμείς από πίσω, να τρέχουμε στο κατόπι τους, όλα με σύνθημα απαντημένα, όλα οργισμένα, όλα 0 και 1, όλα ψηφία· όχι πια ψήφος, μόνο ψηφία. Και κάτω από περσόνες χατζηστεφάνου και πολύχρωμα άβαταρ, παλεύουμε να συνταχθούμε και να μετρηθούμε, νομίζοντας πως η φωνή μας γράφεται -με γράμματα ή με ψηφία. Δεν γράφεται όμως. Η φωνή ακούγεται· αντηχεί, στο δρόμο μόνο, ούτε καν στο σπίτι -εκεί σε ακούει μόνο όποιος τυχαίνει να ιδιωτεύει πλάι σου. Έξω από τις ιδιοκτησίες, μπορείς να ακούσεις τη φωνή σου.

Και η ιδιωτεία μας -η ιδιώτευσή μας, πες το όπως ακούγεται πιο σωστά- έχει κομπανία. Αντάμα οι αυτά μας έφεραν ως εδώ με τις εύκολες απαντήσεις σε κάθε δυσκολία, που δεν γνωρίζουν από μεταίχμια, δεν συγκινούνται από όρια. Κύριοι της παρακμής τους, δεν θέλουν ν'αλλάξουν τίποτα· θέλουν να δείχνουν αυτά που δεν αλλάζουν. Γεννημένοι με τεντωμένα δάχτυλα, που λυγίζουν μόνο για τη μάσα, που χαλαρώνουν μόνο για να ξύσουν την πάρτη, τα ενδότερα του ιερού εαυτούλη. Οι αυτά μας έφεραν ως εδώ δεν έχουν ιδέα ούτε ποια είναι αυτά ούτε ποιο το εδώ -καλά καλά δεν ξέρουν το μας τι πάει να πει· αρνήθηκαν, βλέπεις, κάθε εμείς. Και σκήνικο πίσω από τις σκιές τους, η ελλάδα του Μελισσοκόμου: απόκρημνες ελπίδες και βοσκοτόπια, μελίσσια και ηρωικά κοινόβια στη μέση του πουθενά, χώρα του πουθενά και πουθενά χώρος, βρωμιά πασόκ, σιχαμένες ανταλλαγές, οικοδομές στην έρημο, ένδοξες τσιμεντοκολώνες στην ύπαιθρο και μπετόν αδριάντες σε πλατείες, χέρσα πεδία, χέρσοι δρόμοι, κυνηγημένος έρωτας, κυνηγημένα όνειρα, ίχνη στο χώμα και στην καταραμένη λάσπη που κανείς δεν τα είδε, που ήρθε και τα μπάζωσε κάτω από χυδαίες μίζες.

Στο δρόμο μόνο μετανάστες βλέπω να χαμογελούν, να συντηρούν μέσα σε κάθε έρεβος αυτή τη μικρή τελετουργία των μυών των χειλιών που μεγαλώνει το χρόνο, που μικραίνει το κακό. Κι αυτοί δεν έχουν ούτε βάρκιζες να κλαίνε, ούτε πεζούλια να χωρίσουν. Από μια καμένη πατρίδα έχει ο καθένας τους και μία βάρκα σε κάποιο βυθό, ντυμένη με ρούχα αδερφών τους που γίναν κοράλλια. ΛΟΛ λέμε εμείς στην καθημερινή μας συνάφεια, στις ψηφιακές επαφές μας· λολ, το χαμόγελο έγινε τρία γράμματα, ψηφία. Το χαμόγελο πια γράφεται, σταμάτησαν να συσπώνται οι μύες στα πρόσωπά μας. Σταμάτησαν και τα πρόσωπά μας. Γελούσε άραγε ο homo sapiens; Γελούσε ο νεάντερταλ;

Στο μεταξύ -ρεφρέν μελαγχολίας του τέλους των επιθυμιών μας- ιδιωτεύουμε, ταξινομούμε τόμους στις ετοιματζίδικες ναζιστικές βιβλιοθήκες μας, καταβροχθίζουμε τηλεοπτικές σειρές -κατεβάζουμε με αδηφαγία όλες τις σεζόν σε μία ώρα- και ενδελεχούμε σε σενάρια ηρώων αλλοτινών εποχών, αδυνατώντας να αναγνωρίσουμε σημάδια ηρωικά στις μελλοντικές εποχές, αυτές που εμείς φτιάχνουμε, αυτές που εμείς ορίζουμε. Πια λέμε λάηβ, όχι συναυλία. Είχε μια παρέα μέσα του αυτό το συναυλία. Το λάηβ έχει κάτι το ευρωπαϊκό -να βρίσκεσαι κάπου στις δέκα και μισή, να μαθαίνουμε να ζούμε χωριστά, να πηγαίνουμε στα λάηβ χωριστά, να συναντιόμαστε εκεί· για λίγο. Μέχρι να παίξει το κομμάτι μας, να το ποστάρουμε κι οι δυο την άλλη μέρα· στους τοίχους μας. Κι οι τοίχοι μας, ν'ακούνε τους φασίστες μέσα μας-αφού δεν τους ακούμε εμείς· κι αφού έχουμε βαλθεί να τους σκοτώσουμε. Αντί να τους πάρουμε από το χέρι να πάμε μια βόλτα, να δούμε πως είναι από την άλλη μεριά, να δούμε τους ανθρώπους απ'όλες τις μεριές, να πιούμε καμιά ρακή με αποτρελαμένους παπάδες που ξέχασαν το δρόμο του θεού, που έγιναν θεοί των δρόμων, να αγαπήσουμε κανά ζητιάνο. Αλλά πραγματικά αυτή τη φορά.

Λέω δηλαδή πως ήταν πιο ωραία με τις παύσεις και τις αποστάσεις, όταν λείπαμε ο ένας από τον άλλον για λίγο. Όταν παίρναμε τηλέφωνα -παίζοντας με τις αποστάσεις. Τις παλιές τις μέρες περίμενα πως και πως να χτυπήσει το τηλέφωνο. Τώρα τρέμω μη χτυπήσει, ειδικά μετά τα μεσάνυχτα. Είναι που έχουν αρχίσει και αραιώνουν κάποιοι κοντινοί, και είναι μια αγωνία πια οι πολύ κοντινοί -είναι που σου'χουν ξυπνήσει τέτοια χαράματα. Είναι που δεν καθήσαμε ποτέ να μετρήσουμε πόσες ευχές μας πραγματοποιήθηκαν. Κάθε χρόνο λέμε, κάθε χριστούγεννα, γενέθλια, ποιες βγήκαν άραγε; Ποιες μπήκαν στο αρχείο, ποιες άλλες να κάνουμε; Τι να ευχηθούμε τώρα; Αποστερημένοι από την από κοινού θέαση, ξεχάσαμε και τον Παζολίνι. Ξεχάσαμε ποιος είναι ο πατέρας μας, που είχε πάντα εικόνες για τα μάτια μας. Ζούκερμπερ θέλαμε, όχι μπάνιο στο Ζούμπερη -μια ηλιοκαμένη Κυργιακή (ναι, αυτή με ένα γ παραπάνω). Το share από τότε που έγινε κουμπί, έχασε τη σημασία του. Κανένα μοίρασμα, μόνο "αν το'χεις δει αυτό το βίντεο", όχι δεν το'χω δει, δες το, το βλέπω ως τη μέση, επόμενο βίντεο, συλλογή από κλικ. Views· θεάσεις του εφήμερου. Θεάσεις, όχι ματιές ούτε βλέμματα που συναντιούνται. Όπως όταν ασπούμε ξεκινάει το Repeater των Fugazi -μαλάκα μου περίεργος δίσκος, αν δεν τον ακούσουμε ολόκληρο δεν θα καταλάβουμε, το ξέραμε αυτό, κάτσε λοιπόν να τον ακούσουμε. Σιωπές, αυτιά στα ηχεία. Δεν υπάρχει αντίστοιχο ουσιαστικό του βλέμματος για το αυτί. Το αυτί εστιάζει στις παραμορφωμένες κιθάρες, ιδρώνει, αναστατώνεται, τρεκλίζει. Δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη σαν το βλέμμα, υπάρχει όμως κάτι από κοινού εδώ, υπάρχει κάτι παραπάνω από τη θέαση. Δίσκοι -πλέον μαζεμένοι σε στοίβες, ταξινομημένες υποσημειώσεις του βιώματος, μέσα στο γκρεμό των αναμνήσεων που σου'λεγα πριν πολλή ώρα.

Τώρα πια το καλοκαίρι γελάει μαζί μας, το φθινόπωρο και οι χειμώνες χασκογελούν· πάντα χασκογελούν. Εμείς τοίχοι και ψηφία, εντρυφούμε στο θάνατο στην πόλη· μας μαγνητίζει ψυχαναγκαστικά η μυρωδιά του. Τριγυρίζουμε στα ίδια λημέρια, στα μαγαζιά του ζόφου, στα άτιμα μεροκάματα, σχεδόν ανήμποροι να ονοματίσουμε με θάρρος τις έξεις μας, σχεδόν τσιγκούνηδες με τις λέξεις μας. Δεν παραδεχόμαστε ούτε ήττες, ούτε νίκες. Δεν αναγνωρίζουμε τον ήλιο, δεν βλέπουμε πια στο καλοκαίρι την τελευταία δυνατότητα να υπάρξουμε, δεν περιμένουμε από το φθινόπωρο, παραδινόμαστε στους χειμώνες. Ξεσκάμε που και που, μετρώντας ενοχές και αναβολές, ζωή πνιγμένη στα υπόλοιπα, στις εκκρεμότητες και τις σχεδιασμένες ματαιώσεις, στα μεταίχμια και στα όρια, παλεύοντας για ραντεβού και γουναράδικα, για λίγη ακόμα αξιοπρέπεια, για λίγο ήλιο στη μοίρα.

Παιδί σκοτώνεται στο κέντρο της πόλης· δεν είχε εισιτήριο. Ξαναγράφω τις λέξεις και ψάχνω την κλωστή που τις ενώνει: σκοτώνεται -το σκο με ο όπως το σκότος, ο σκοπός, η σκοπιά· δεν είχε εισιτήριο. Στο κέντρο της πόλης -κέντρο όπως κέντρο διασκέδασης, κέντρο όπως κέντρο φιλοξενίας, πόληόπως πολυκοσμία. Παιδί σκοτώνεται στο κέντρο της πόλης· έβλεπε ολυμπιακό και δεν ήταν φασίστας. Παιδιά περιμένουν να σκοτωθούν, περιμένουν να πεθάνουν, περιμένουν να ζήσουν, περιμένουν χωρίς εισιτήριο, περιμένουν στο κέντρο της πόλης. Πως έγιναν έτσι οι ζωές μας; Για πότε μύρισαν θάνατο; Πόσο πήρε να γίνουν κολάσεις οι πόλεις· τα μέρη που μεγαλώσαμε, που αγαπήσαμε, που αγαπηθήκαμε. Μέρη που εμείς τα μεγαλώσαμε· που αυξήσαμε τη σκιά τους και χτίσαμε ξέφωτα στις μεσοτοιχίες τους -τι ξέραμε άραγε από αντοχές υλικών όταν τα χτίζαμε; Παιδιά σκοτώνονται, δεν μεγαλώνουν· και είναι όλα φυσικά. Το μόνο που δεν είναι πια φυσικό είναι οι διακοπές μας. Βρωμάει θάνατος κι εκεί, τον κουβαλάς στη θάλασσα. Για πότε όμως η ζωή σου άδειασε απο θάλασσα. Για πότε έγινε κάθε ώρα κάθε στιγμή. Χωρίς διακοπές· μόνο ενοχές. Να ιδιωτεύουμε, να περνάει η ώρα. Να κάνουμε επιλογές, να γινόμαστε καλύτεροι· τοίχοι.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να βρισκόμαστε κάπου αλλού πάντα.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να ζούμε χωριστά.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να πεθαίνουμε χωριστά.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ότι μάθαμε να μην ζούμε δεν μάθαμε να ζούμε.

Το χειρότερο απ'όλα είναι ό,τι δεν.



Εδώ εμείς και δεν. Όλα στο 36 κόκκινο ρε. 

Ξανά και ξανά. Θα ανατέλλω.

 

[...] Frustrating, frustrating,
always waiting for the bigger axe to fall
A patient game that I can't find my way to play
Never mind what's been selling
It's what you're buying and receiving undefile


0 σχόλια μέχρι τώρα

θεωρείο των δύο άκρων

E-mail Εκτύπωση PDF

να δακρύζεις στα ξαφνικά, έτσι λίγο, απροσδόκητα και καθημερινά, Κυργιακή απόγευμα, σαν ακούς την τρυφερή ροή των λέξεων του Τζιμ Τζάρμους, σαν σε χτυπάει στα μούτρα αυτή η μετρημένη ταπεινότητα, μετρημένη σε κάθε λέξη σε κάθε αναπνοή, και που γαμώτο είσαι μικρός για να φανταστείς πως δγιάολο μπορεί αυτός εδώ ο ωραίος αμερικάνος άνθρωπος να κρύψει πίσω της, τόσες μαγικές εικόνες, τόσα βραβεία, τόση λάμψη και διακρίσεις, τόσους όρκους σινεφίλ όλων των γλωσσών και των πλατών της γης, τόσα πλαστικά χιλιόμετρα των πιο συναρπαστικών ιστοριών, τόσα ταξίδια στον παράδεισο, μα και πέρα απ'τον παράδεισο, σε κάθε έκπτωτη ουτοπία. και δεν ξέρω αν είναι αμερικάνος, έτσι το'πα αυτό.

να σπάει κάτι μέσα σου, έτσι λίγο και στιγμιαία, σαν ρίγος ανυπόφορο και σαν ηλεκτροφόρο σύρμα που σε απωθεί βίαια από μια αλήθεια -που θα'θελες να, αλλά δεν- όταν στο μετρό, μια καθημερινή πρωί, ο παραληρηματικός επαίτης ανακοινώνει την πάθηση έητζ και όλοι αυθόρμητα κάνουν μισό βήμα πίσω, κάποιοι κάνουν ένα ολόκληρο, ίσως και ένα ολόκληρο μέτρο. και θες να συμπονέσεις τους άλλους, όχι εκείνον. αυτά πρέπει να λέγονται, λέει με μισό κλάμα ο ειλικρινής επαίτης. δεν ξέρω γιατί. μάλλον για να πληγώνουν· τους τυφλούς. τους χωρίς αισθήσεις.

κι αυτά, στο αδυσώπητο κοντράστ των μαχών που μαίνονται εντός σου, δεν είναι παρά τα διαβατήρια των αντιφάσεων που συνορεύουν στις άκρες των αναγκών και των επιθυμιών -και των ιδεολογιών σου, αν ασπούμε πρόλαβες να θεωρητικοποιήσεις πιο στέρεα ως συνθήκες τις πιο γοητευτικές από αυτές. η θεωρία των δύο άκρων υπαρκτή όσο ποτέ. άλλων άκρων, πραγματικών. τα δύο άκρα που συναντιούνται για να σου θυμίσουν πως μπορείς να σπάσεις απ'ο,τιδήποτε. είτε από ελπίδα γι'αυτά που θέλουν όσο μια φωτιά να ταξιδέψουν πέρα απ'τα σύνορα, είτε από απελπισία γι'αυτά που σε κρατάνε σαν βαρίδια πέρα απ'τον παράδεισο.



0 σχόλια μέχρι τώρα

νάνοι

E-mail Εκτύπωση PDF
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
Άρης Αλεξάνδρου


Φίλος απ'το σχολείο, που πλέον βλέπω σπάνια -κι αυτό τυχαία, στους δρόμους της γειτονιάς μας. Στο λεωφορείο, πιάνουμε τη γνωστή ταχεία κουβέντα, τι κάνεις τι κάνω, κοινοί φίλοι, μπύρες πότε, να τα πούμε, να'σαι καλά. Προσπαθώ να την παλέψω, λέει, και ρωτάει το ίδιο κι εμένα. Την παλεύω, του λέω, μια χαρά την παλεύω. Μέχρι να πεθάνω και να πούνε τότε όλοι ψέματα μας έλεγε η κουφάλα. Τελικά δεν την πάλευε. Γελάμε κι οι δύο. Να το γράψεις στον τάφο σου απάνω, μου λέει: Δεν την πάλεψε. Να γράψω καλύτερα ότι υπήρξα ψεύτης, σας έλεγα ότι την παλεύω, ενώ δεν. Με γέλια πάνω απ'τους τάφους μας περνάει η ζωή. Και οι τρεις στάσεις του λεωφορείου.

Στην πλατεία του χωριού, πάνω στο δέντρο βρίσκεται μια κορνίζα και μέσα της μια επιγραφή, μάλλον επιτύμβιου χαρακτήρα. Πέτρος Νάνος. Φύτεψε αυτόν τον πλάτανο στα 31 του. Ο πλάτανος είναι σήμερα 63. Περνάει η ζωή, μεγαλώνει· μεγαλώνουν τα κλαδιά, μεγαλώνουν και τα χρόνια. Κι όσο μεγαλώνουν, κλαδιά και χρόνια, σκεπάζουν όλο και περισσότερους, τους κάνουν σκιά, τους ποτίζουν δροσιά. Διαβάζω τις ημερομηνίες. Ο Πέτρος Νάνος πέθανε πριν κλείσει τα 34. Τόσο είμαι εγώ τώρα -τα'χω κλείσει δηλαδή, από μήνες. Δεν έχω φυτέψει ακόμα κανέναν πλάτανο, δεν έχω σπείρει ζωή. Αυτός εδώ ο άνθρωπος μνημονεύεται γιατί το 1950, μέσα στο χαλασμό και στην αποκρημνιά της οικοδομημένης ερήμωσης, φύτεψε ένα δέντρο. Δεν έχω ιδέα τι άλλο έκανε στη ζωή του, δεν νομίζω ότι μπορούμε να ξέρουμε κιόλας. Οι άνθρωποί του αποφάσισαν να τον θυμούνται για μια ευαίσθητη πράξη του· επειδή έκανε την πλατεία και τη ζωή τους λιγότερο απόκρημνη. Δεν ξέρω ποιος είναι ο Πέτρος Νάνος, ξέρω όμως ότι θα ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν. Όχι στη ζωή του, που δεν την ξέρω, αλλά στη θύμηση μιας προσφοράς, μιας τρυφερής χειρονομίας στο σύμπαν των ανθρώπων. Στο όνομα της ρίζας ενός πλατανιού, που θα ζήσει περισσότερο απ'όλους μας και θα προσφέρει στους ανθρώπους σκιά για πάντα, θα μεγαλώνει τον κόσμο -γενιές παιδιών θα παίζουν κάτω από τα κλαδιά του- θα μεγαλώνει τη σκιά του κόσμου και θα τον ποτίζει δροσιά, μέχρι το τέλος του κόσμου.

Πάνω στο δέντρο, αναγγελίες της ζωής του χωριού: το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου, μια κρητική βραδιά εδώ στα βόρεια σύνορα του τόπου, μια άλλη συναυλία. Συνάξεις· γιορτές ανθρώπων. Υπομνήσεις ότι υπήρξαν, ότι υπήρξε ζωή, ότι μεγάλωναν τα χρόνια. Ότι μέχρι να πεθάνεις, δεν έχεις παρά να την παλέψεις. Ότι ακόμα κι όταν πεθάνεις, ψεύτης δεν υπήρξες. Το φύτεμα μιας ρίζας ενός πλατάνου ήταν το μικρό όνειρο που έκανε το πάλεμα ομορφιά. Κι εκεί κάτω από τη δροσιά -του πλατάνου ή του ονείρου- ξέρεις πως θα'ρθει μια μέρα που η ζωή θ'αλλάξει. Εμείς δεν θα υπάρχουμε τότε, αλλά δεν πειράζει· αρκεί που θα μας σκεφτούν. Θα θυμηθούν πως ζήσαμε κάποτε.

 


0 σχόλια μέχρι τώρα

ν'αγαπάει και να δέρνει

E-mail Εκτύπωση PDF
στην κυρία Πόλυ Πάνου
αντί προσευχής·
να μείνει εδώ, μαζί μας

Κλάματα, πίσω από την πόρτα. Ήμασταν πέντε χρονών, ο ξαδέρφος μου έξι. Κλάμα παιδικό πεισματάρικο· που δεν μας πήραν στην κηδεία του Τσιτσάνη οι γονείς. Κλάμα κανονικό λέμε. Ανάθεμα κι αν ξέραμε τι είναι μια κηδεία, ανάθεμα κι αν ξέραμε θάνατος τι πάει να πει. Μόνο έναν παππού και μια μπισνόνα είχα χάσει, κι αυτό σε ηλικία ίσα που μιλούσα. Ξέραμε όμως τι ήταν ο Τσιτσάνης. Για την ακρίβεια, ξέραμε ότι Τσιτσάνης λέγονταν τα τραγούδια που έπαιζαν σπίτι τα μεσημέρια, τις Κυριακές των αγκαλιών και των αγαπημένων συναθροίσεων· κυρίως αυτών των χωρίς αφορμή. Πρόσωπα πολλά στο σπίτι. Αγαπημένα μάτια, χειρονομίες που ακόμα τις θυμάμαι. Που τις θυμάσαι. Τραγούδια που κρατούσαν ένα καλοκαίρι· ή ένα πάσχα, όλοι στον κήπο γύρω από το αρνί, όλες οι χειρονομίες να σχηματίζουν μια αγκαλιά, ο Τσιτσάνης από πάνω μας. Ξέραμε ότι ήταν κάτι μεγάλο ο Τσιτσάνης· πόσο μάλλον η κηδεία του. Ακουγόταν ακόμα πιο μεγάλο ένα τέτοιο γεγονός. Με κάποιο τρόπο, είναι η πρώτη κηδεία στην οποία κλάψαμε.

Κάπου μιάμιση δεκαετία αργότερα, στο φόρτε των σημιτικών εκλογών, τις μέρες που ο ζόφος είχε ντυθεί εκσυγχρονιστική ευμάρεια και όλοι χασκογελούσαν με τα αποκριάτικο πάρτι της σοφοκλέους, κάπου ανάμεσα στο θόρυβο της ολυμπιακής προσμονής που κάλυπτε τα πάντα, αναχώρησε ο Άκης Πάνου. Πέρασε στα ψιλά τότε, στα αθόρυβα. Δεν βρέθηκε αρκετός χώρος στις σελίδες για να μνημονεύσει το φευγιό του και την προσφορά του στις ζωές μας. Τουλάχιστον όχι όσος είχε αφιερωθεί για το φονικό του. Το'χε πει κι ο εισαγγελέας τότε, αρνούμενος να του βρει ελαφρυντικό· δεν είναι δα τόσο μεγάλη η πολιτιστική προσφορά του ώστε να δικαιούται ποινικής ελάφρυνσης. Καλά είπε, δεν ήταν δα κι ο Νταλάρας. Κι ας έχει στοιχειώσει τους πιο εκτροχιασμένους φθόγγους του λαϊκού πολιτισμού που για λίγο μας έκανε όλους μεγαλύτερους· για λίγο λάμπρυνε τις ζωές μας, τα βράδια μας και τις Κυριακές μας.

Μέσα στον αμερικάνικο θόρυβο και πριν ακόμα καθήσει η σκόνη των δίδυμων πύργων, έφυγε ήσυχα και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Θυμάμαι στην τηλεόραση παράθυρα, το ένα να δείχνει εμπορευμένη κλάψα και θύματα με τις ιστορίες τους, το άλλο ουρές μυστών για το προσκύνημα στη φωνή που μετουσίωσε την κλάψα σε λυγμό και καταφύγιο. Ο,τι κι αν λέγαμε για τον Καζαντζίδη, ό,τι απαξίωση κι αν έζησε στα χρόνια της πασοκικής ξεφτίλας, δεν γινόταν να προσπεράσεις αυτό που συνέβαινε σαν σε έβρισκαν στο μέτωπο οι νότες του. Μια φωνή ακέραια, αλύγιστη, περήφανη, φως σε σκοτεινό κάτεργο. Οι πρετεντέρηδες ζωγράφιζαν λογοτεχνικά τη δική τους κλάψα, η μέρα που άλλαξε ο κόσμος και μεγαλόστομες μπούρδες. Για τον άνθρωπο του μεροκάματου, τον άνθρωπο που περιμένει σε ουρές -είτε εφορίες είτε νεκροταφεία- ο κόσμος κλονίστηκε σαν έχασε τη φωνή του. Αυτή που του'γνεφε πως όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Κι αυτό ήταν το σπίτι του, όχι οι δείκτες του νάσντακ που έπαθαν κολούμπρα.

Κι ενώ οι ζωές μας μεγάλωναν, λιγόστευαν σε καλοκαίρια και κέρδιζαν σε σκοτάδια, οι αναχωρήσεις πύκνωναν. Ο Πάνος Γεραμάνης. Η βαριά φωνή που ακουγόταν σαν χάδι, αίμα από βινύλιο, ήθος κουρδισμένο σε 45 στροφές· άλλης εποχής, άλλου ονείρου. Λαϊκοί βάρδοι. Άκουγες τις εκπομπές του και καταλάβαινες τι πάει να πει αγάπη. Τι πάει να πει αρχοντιά πραγματική και περηφάνια. Ήθη που ξεχάστηκαν, καθώς οι δείκτες νάσντακ πολιορκούσαν το όνειρο.

Προχτές αναχώρησε -αθόρυβα κι αυτή- η μεγάλη Άννα Χρυσάφη. Ψάχνοντας στα τραγούδια της, έτσι για να σιγοντάρω το ταξίδι της στις ηλεκτρονικές συναθροίσεις μας, βρήκα ένα υπέροχο σκωπτικό για τους ντιντήδες. Να μου λείπουν οι ντιντήδες κι οι μοντέρνοι, θέλω άντρα ν'αγαπάει και να δέρνει. Ποιητική αδεία, τη ρώτησα αν μέσα στους ντιντήδες και τους μοντέρνους θα ξαναστεριώσει άραγε ένας λαϊκός πολιτισμός σαν εκείνον που έλαμψε στο μικρόφωνό της. Που ν'αγαπάει και να δέρνει.

Όταν φεύγουν μεγάλοι άνθρωποι του λαϊκού τραγουδιού, νιώθω να κόβεται κάτι. Σα να λείπει κάποιος από την οικογένεια, σα να χάνεις κάτι από τη συνέχειά σου, από το φως που προηγείται της ύπαρξής σου και φώτιζε πάντα το δρόμο σου. Νιώθεις να σβήνουν τα φώτα του πιο στέρεου και γενναιόδωρου πολιτισμού που έστω και στις άκρες του, πρόλαβες να γίνεις κοινωνός του· ό,τι πιο αυθεντικό, περήφανο και καθάρια λαμπρό γνώρισες στον κόσμο των μεγάλων αποστάσεων και των σκιερών μύθων. Όταν φεύγουν οι φωνές των γούστων μας και των καημών μας, τότε νιώθω θάνατος τι πάει να πει. Απουσία είναι να μην έχεις φωνή να πει τον πόνο σου. Να τον ακούσεις κι εσύ και να τον μάθεις. Μένεις τότε μόνος σου, να τον ανακαλύψεις εσύ. Και καθόλου περήφανα, μέσα στα σκοτάδια, να τα βγάλεις πέρα. Μέσα στο χαμό των μοντέρνων· που δεν αγαπάνε. Μόνο δέρνουν.


1 σχόλιο μέχρι τώρα

οι τελευταίες διακοπές

E-mail Εκτύπωση PDF
Asked him which was the way back home
He said take a right at the light
keep goin' straight until night
and then, boy, you're on your own

Bruce Springsteen, Blinded by the light

Είναι εδώ και δύο χρονιές τουλάχιστον που τ'ακούς συνέχεια στα στόματα. Καλά είναι τώρα, έχουμε ακόμα χρήματα να κάνουμε διακοπές, να πάμε κάπου να λιάσουμε το κορμί μας, από Σεπτέμβρη να δεις τι έχει να γίνει. Με προφορά προφητείας και πίκρας μαζί· οι τελευταίες διακοπές πριν τον όλεθρο. Πριν εξαφανιστούν οι διακοπές· και τα κορμιά μας. Πριν ο όλεθρος εισχωρήσει σε κάθε ιερό και άβατο, πριν αλώσει ακόμα και τα όνειρά μας. Και όλο έρχεται η μέρα του ολέθρου· και όλο δεν την βλέπεις. Δυο καλοκαίρια πέρασαν και οι διακοπές δεν τέλειωσαν, δεν βγήκαν από τα σχέδιά σου· δεν ήπιες λιγότερο, δεν ματαιώθηκες περισσότερο. Κάθε Σεπτέμβρης έρχεται πιο ματωμένος, όλο και περισσότερα νοήματα γλιστράνε από τα χέρια σου και απομακρύνεσαι από τη ζωή που πιτσιρικάς είχες γράψει ότι θα έχεις, αποχαιρετάς αλεξάνδρειες και αλέξανδρους -καθημερινούς όσο κι οι αλεξάνδρες, μεγάλους όπως οι αλεξάνδρειες. Κάθε αρχή καλοκαιριού σε βρίσκει να απολογείσαι, να παλεύεις να κουμαντάρεις και να χωρέσεις· από έρωτες μέχρι τα οικονομικά σου, λογαριασμούς ανεξόφλητους, δανεικές εκκρεμότητες. Το τέλος του καλοκαιριού αφήνει αναγκαστικά ένα πιο γλυκό πρόσημο στο ταμείο και έχεις για λίγο ακόμα την αλμύρα στ'αυτιά σου -ναι, στ'αυτιά· με αυτά δεν ακούμε άλλωστε;

Κι αν έρχεται όμως ο κάθε Σεπτέμβρης με το αίμα του, κι αν το καλοκαίρι έγινε φόρτος και βραχνάς, επειδή το βλέπεις πλέον σαν παραπλανητική παρένθεση πριν το παρατεταμένο σκοτάδι του χειμώνα, ακόμα κι αν έχασες κάθε επαφή με τις ομορφιές και τα καλέσματα και δεν βρίσκεις τις θαλασσινές σπηλιές τους, αυτό το μπάσταρδο θέρος είναι ακόμα εκεί με όλο το φως του. Και σιγά σιγά -μετά τις μεγάλες σφαλιάρες και τα πισωγυρίσματα σε ανέξοδες πλατείες- αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως υπάρχει κι άλλο μονοπάτι για να φτάσουμε στη Χώρα. Ούτε λεωφορεία, ούτε εισιτήρια, ούτε προετοιμασίες, ούτε κατανάλωση και κερατιάτικα έξοδα. Όλοι μαζί θα φτιάξουμε τη στιγμή, όλοι θα είμαστε εκεί και θα φέρνουμε τα πρόσφορα σε συνεννόηση, μαζί θα βάλουμε τη φέτα με τη ρίγανη τυλιγμένη ευλαβικά στο αλουμινόχαρτο, θα φέρουμε ψάθες και σκηνές, θα ανάψουμε τη φωτιά -πολλές φωτιές, αν το θες- θα φροντίσουμε το φίλο ως εαυτό και τον εαυτό ως φίλο, θα φέρουμε περηφάνια και θέματα για κουβέντες να τσακωνόμαστε μέχρι το πρωί, που θα γελάσουμε με την καρδιά μας, που θα ξεγελάσουμε την καρδιά μας, θα αφήσουμε το τσίπουρο να κάψει ό,τι μπορεί ακόμα, μετά να γείρουμε λίγο πίσω το κεφάλι, ίσα για να κοιτάξουμε ότι ο ουρανός στέκει ακόμα από πάνω μας, πως το στερέωμα είναι ακόμα σπίτι μας, κάποιοι ίσως φιληθούν, κάποιοι θα χαμογελάσουν στο θλιμμένο πάλσαρ για να δώσουν κουράγιο στους ναυαγούς, κάποιος θα βγάλει μια ακατανόητη κραυγή και αυτό θα είναι το σύνθημα να βουτήξουμε όλοι τρέχοντας προς τη θάλασσα, να καθαρίσουμε από τα φιλιά και τις παρεξηγήσεις, να ξεπλύνει η αλμύρα τα σκάρτα του χειμώνα, να ξεπλύνει την ημέρα για να ετοιμαστούμε να υποδεχτούμε το φως της μέρας που έρχεται, που πάλι κάποιος θα βάλει τη φέτα, άλλος θα φέρει ντομάτες που θα'χει φυτέψει σε κήπο την άνοιξη, άλλος θα τσοντάρει ψιλά για να πάρουμε κανά συμπράγκαλο απολύτως απαραίτητο, όλοι μαζί καμιά βενζίνη, όλοι μαζί γενικά. Η μόνη συνθήκη: να είμαστε όλοι εκεί. Να ενωθούν οι προσωπικές μυθολογίες μας, να φτιάξουν επιτέλους -ή ξανά- μία που να διαβάζεται απ'όλους μας. 

Κοίτα όμως τώρα. Τα ποτήρια είναι φτιαγμένα από γυαλί. Αν το σκεφτείς δηλαδή, τα καθημερινά σκεύη είναι τρομακτικά εύθραυστα. Αρκεί μια πτώση, ένα λάθος, μια αφαίρεση του νου, μια μπλεγμένη κίνηση, μια ανεξιχνίαστη σκέψη, και διαλύονται σε κομμάτια. Ακόμα κι όταν τσουγκρίζεις με τους φίλους σ'ένα αντάμωμα, δεν βάζεις όλη τη δύναμη γιατί ξέρεις ότι μπορεί να σπάσει το γυαλί. Στις στιγμές δεν βάζεις όλη τη δύναμη, γιατί εκεί σπάνε οι φίλοι. Οι στιγμές από μόνες τους ξέρουν· και οι φίλοι ξέρουν, και η δύναμη υπάρχει. Τα τσουγκρίσματα επισφραγίζουν, τα τσουγκρίσματα συμβολίζουν· φωτογραφίζουν τη στιγμή, την επιβεβαιώνουν. Και υπενθυμίζουν πάντα το ενδεχόμενο πως κάθε στιγμή μπορεί να σπάσει, κάθε φίλος μπορεί να γίνει κομμάτια, κάθε τι μπορεί να φύγει. Και πως κάθε τι έχει όση δύναμη χρειάζεται, γιατί όλα αυτά άθροισμα είναι· και ενίοτε πολλαπλασιασμός. Τα ποτήρια που φέρνεις στις διακοπές στη θάλασσα είναι συνήθως απο πλαστικό. Είναι μίας χρήσης, για να ταιριάζουν με τις στιγμές. Το συμπαντικά μοναδικό που συντελείται σε κάθε μας επαφή, κάθε μας λέξη, κάθε αντάμωμα γύρω από τον κύκλο, είναι μικρό, ελαφρύ και ευτελές όσο το πλαστικό. Δεν είναι όμως εύθραστο.

Ήθελα μόνο να σου πω ότι ο άνθρωπος δεν έχει μάθει ακόμα -δεν έχουμε μάθει ακόμα- ότι μπορεί να λείπεις από κάπου για καλό, να χάνεις τη γιορτή για μια άλλη γιορτή κι όχι για παλέματα. Κι αυτό να είναι τόσο μεγάλο και αρκετό. Να συνεννοείσαι με τη σκέψη και μόνο, να ξέρει ο άλλος που είσαι και μόνο. Κι αυτό να σε κάνει φίλο και να σε ξαναφέρνει στον κύκλο. Η σκέψη μας -η σκέψη του ενός για τον άλλον, η σκέψη του ενός για τη χαρά του άλλου- είναι ό,τι μας έμεινε πραγματικά. Κάθε καλοκαίρι σκεφτόμαστε τους φίλους και είναι αυτό αρκετό. Κάθε καλοκαίρι θα βάλουμε μαζί τη φέτα με τη ρίγανη για να ματαιώσουμε το αίμα του Σεπτέμβρη. Κάθε καλοκαίρι θα φορτώνουμε αλμύρα, γιατί αλλιώς δεν γίνεται. Κάθε καλοκαίρι κάποιοι θα φιληθούν και κάποιοι θα φυλάνε τσίλιες μη φύγει ο ουρανός από πάνω και χάσουμε το πάλσαρ. Και όλοι μαζί θα τρέχουμε στη θάλασσα -τη θάλασσα όπου- για να κάψουμε σκάρτα.

Το καλοκαίρι έρχεται· κι ας μην το πιστεύεις. Είναι οι τελευταίες διακοπές πριν από τις επόμενες.



Mama always told me not to look
into the sights of the sun
Oh but mama that's where the fun is

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 4 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA