blog



η φωτιά στο βάθος

E-mail Εκτύπωση PDF
Στο τέλος να θυμηθείς να μου κλείσεις τρυφερά τα βλέφαρα
για να μπορέσω να ξαναδώ καμιά ικμάδα φωτός
Ν.

Υπάρχουν αναγνώσματα που βρίσκεις στη γραφή τους μια περίτεχνη σπουδή, ένα συναρπαστικό πάντρεμα των λέξεων και μια μουσική ροή των στίξεων -καθώς ίσως και άλλες αρετές στις διάφορες αναγνώσεις τους- αλλά που αν τα πιάσεις και τα στίψεις δεν θα βγάλουν ούτε μια σταγόνα αίμα. Σε αυτή την κατηγορία λοιπόν, σίγουρα δεν ανήκουν τα γραπτά της Niemands Rose. Όχι φυσικά επειδή τους λείπει η σπουδή και τα θελκτικά παντρέματα, αλλά επειδή κάθε σελίδα τους, κάθε σημείο στίξης, θαρρείς πως είναι βουτηγμένο στο αίμα· κι αν όχι στο κυριολεκτικό αίμα -πολύ μοβόρικο άλλωστε για μια Κυρία των επεξεργασμένων βλεμμάτων- νιώθεις σίγουρα να μυρίζουν ως τεκμήρια μιας αλήθειας ή, καλύτερα, πολλών αληθειών ταυτόχρονα -ακόμα και αντιφατικών μεταξύ τους- που πρώτο τους μέλημα προκειμένου να αναπνεύσουν στον κόσμο είναι να βιωθούν και να μετουσιωθούν εντελώς φυσικά, χωρίς καμία βιάση, σε σκέψη και ανάμνηση. Μια ανάμνηση που δεν έχει κανένα κοινό τόπο ούτε με νοσταλγία, ούτε με αναπόληση, ούτε καν με κάτι πεπερασμένο, κεκτημένο ή ξεχασμένο. Οι αναμνήσεις από την κοινή ζωή μας άλλωστε δεν είναι παρά υποσχέσεις για τον κοινό μας βίο, για τον καιρό που η ζωή θα έχει γίνει βίος και όλα τα ανταμώματα θα μνημονεύονται σαν κεφάλαια μιας ντοστογεφσκικής εποποιίας. Η ανάμνηση ως αποκλειστική υπόθεση του μέλλοντος. Και η Niemands δεν κάνει κάτι άλλο παρά αυτό ακριβώς. Να περιγράφει με κάθε συγκλονιστικά ακριβή λεπτομέρεια αυτό που ζήσαμε όλοι μαζί, όταν ακόμα μπορούσαμε να εννοήσουμε ένα κάποιο όλοι μαζί, όταν μπορούσαμε να το βιώσουμε έστω στις άκρες του, όταν ακόμα αυτό έδινε εικόνες και τροφή στη ζωή του καθενός, χαράζοντας γραμμές και συνθήκες που θα έδιναν σχήμα στη ζωή που ονειρευόμαστε να ζήσουμε. Σ'αυτή τη ζωή όμως, κι όχι σε κάποια άλλη, ματαιωμένη.

Έτσι, ξορκίζονται πρώτα οι ασχήμιες που περνάνε μπροστά από το βλέμμα, αναθεματίζεται κάθε στιγμή που μας απαγόρευσε να υπάρξουμε, εικονοποιείται με σχεδόν ευλαβική καρτερία κάθε σκοτάδι που υπομείναμε, προκειμένου να έχουμε κάθε αξίωση να δούμε κάποτε το φως που βγαίνει από το βάθος του ορίζοντα. Μοιάζει με ρομαντική φιλολογία όλο αυτό, αλλά δεν είναι -ή, τελοσπάντων, αν είναι, είναι όλη δική μου. Οι λέξεις των μικρών αφηγήσεων της Niemands -οι αφηγήσεις μικρού μήκους, όπως πιο εύγλωττα θέτει ο υπότιτλος του βιβλίου- είναι μακράν πιο συγκεκριμένες και σαφείς σε κάθε νόημά τους, φανερό και κρυφό. Ελλειπτικές όταν απαιτεί από τον αναγνώστη να διεκδικήσει ένα χώρο στο -κοινό- βίωμα, περιγραφικές όταν η εικόνα απλώς επιθυμεί να ανοιχτεί μπροστά στα βλέμματά μας, για να επιβεβαιώσουμε ότι πράγματι υπήρξαν στοιχεία της κοινής ζωής, ακόμα κι αν δεν το αποφανθεί ο αρχαιολόγος που θα ανακαλύπτει τα κουφάρια μας μετά από αιώνες ιστορίας και λέξεων. Υπάρχουν αφηγήσεις εδώ μέσα που κάνουν ακόμα και τις ματαιώσεις μας να ματώνουν, που ηχούν σκληρά στις κεραίες μας, που μας ξεβολεύουν από το βίωμα και τη θέρμη του, που ανακαλούν τη θέρμη όταν τη χρειαζόμαστε καταφύγιο και οδηγό, λόγια που η ηχώ τους δεν έγινε συνήθεια, που δεν επαίρονται ότι δίνουν εξηγήσεις πάντοτε και σε όλα, που δεν κυριεύονται από καμία ματαιότητα και ματαιοδοξία. Όλα στη θέση τους τοποθετημένα, τόσο ελαφρά κι επώδυνα. Άλλοτε ελαφρά, άλλοτε επώδυνα· πάντα εντός μας. Κι αν ξεχωρίζει κάτι στη γραφή της Niemands και στο πρώτο τούτο τυπωμένο παιδί της, είναι η καθαρότητα απέναντι σ'ό,τι μας περιβάλλει, κάτι που τελικά συνιστά μια πολύ γενναία στάση, η οποία μέχρι τώρα ασφυκτιούσε -και ασφυκτιά- στα πίξελ και στα σαμπσκράημπ. Οι λέξεις της γενιάς μας -της όποιας γενιάς μπορεί να αναζητήσει ένα πρόσωπο στο κοινό βίωμα και όνειρο- επιτέλους γράφονται, συντάσσονται οι ματαιώσεις δίπλα στα όνειρα, ξεκαθαρίζουμε τις προσδοκίες και τις δυνάμεις, θυμόμαστε ξανά τους λόγους να υπάρχουμε, τους λόγους να γράφουμε, να μοιραζόμαστε, να παίρνουμε τηλέφωνο για να πούμε τα τελευταία ανέκδοτα, να κανονίζουμε τις διακοπές μας δύο μήνες πριν, να σχεδιάζουμε παρέες, να μην αναβάλλουμε την ομορφιά, να μην κουβαλάμε τις χαρές ως ενοχές, να μην μασάμε από νόμους και βουλές, να αφηνόμαστε στην Κυριακή -στο ξένο σπίτι των δικών μας ανθρώπων- να αρπαζόμαστε μεταξύ μας για την υποσημείωση του βιώματος ανάμεσα σε ψευδώνυμα και περσόνες, αλλά να παραδινόμαστε άνευ ορίων και όρων στο μεγάλο του καλοκαίρι.

Όλα αυτά συνιστούν δικές μου προβολές και σκέψεις. Το βιβλίο λέγεται Τα φώτα στο βάθος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα, κοστίζει σχεδόν 10 ευρώ, διαβάζεται με μια πνοή, θάβεται στην παραλία για να το βρουν οι ράθυμοι ταξιδιώτες της άμμου, καθώς θα χώνουν τα πόδια τους μέσα για να βρουν κι άλλο καλοκαίρι και που όλο σκαλίζουν πιο βαθιά μέχρι να βρουν αυτά τα φώτα. Το βιβλίο επίσης ξηγιέται απείρως πιο πηγαία από τις δικές μου προβολές. Οκ, λίγο περήφανος και κομπασμένος που το εξώφυλλο πέρασε από τα χεράκια μου. Απείρως πιο περήφανος και κομπασμένος για τις σελίδες και τις λέξεις του. Και που η σύνταξή τους κόστισε μια φιλία. Μια φιλία παραπάνω.


0 σχόλια μέχρι τώρα

ένας κόσμος ανάποδα

E-mail Εκτύπωση PDF
Θόδωρε, Λευτέρη, Νικόλα, Μανώλη, Ούγκο, Θανάση,
Μιχάλη, Μενέλαε, Έττα, Δόμνα, Έρικ, Τσαβέλα, Άλκη, Βικ
είστε κι άλλοι πολλοί


Μάης, μήνας αναχωρήσεων. Εποχή αναχωρήσεων· σχεδόν αιώνας. Έχουν μαζευτεί πολλοί τώρα εκεί κάτω. Από κάτω, και μας κοιτάζουν· μάλλον. Οι φωτεινοί άνθρωποι που μας κοιτάνε ανάποδα, ασάλευτοι και ήσυχοι, που δεν είναι πια ανήσυχοι. Από κάτω, σαν να τους ραντίζει χάρη η βροχή του Θανάση -έχουν στήσει τώρα μια άλλη μάζωξη, μια αστρικά πιο ζωντανή γιορτή· μια γιορτή από κάτω. Κι είναι πια οι περισσότεροι εκεί. Συνωμοτικά μας άφησαν μόνους, σχεδόν όρθιους, να χάσκουμε ολότελα μέσα στα συντρίμμια -στα συντρίμμια τους- με κάτι στουρνάρες, κάτι τελευταίους, κάτι κομπογιαννίτες. Να παλεύουμε να μην κοιμηθούμε, να μην πλήξουμε από την απουσία, να μη μας γητεύσουν τα τέρατα.

Βαριά δουλειά, δεν λέω, έπεσε βαριά και συναρπαστική, τίμια ως το μεδούλι, πέσαμε κι εμείς με όρεξη, δοθήκαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα -δεν είχαμε και περιθώριο άλλωστε- αλλά ένας δγιάολος ξέρει αν θα προλάβουμε να πλάσουμε τόσο φως που λείπει. Λείπετε, ολοένα και λείπετε, αλλά δεν σας νοσταλγούμε. Σας το χρεώνουμε.

Σερβίρουμε θλίψεις και μαγειρεύουμε ανοίγματα να περάσουμε. Ξανά και πάντα.

2 σχόλια μέχρι τώρα

του αγίου πνεύματος #2

E-mail Εκτύπωση PDF
ποιας ισπανίας ουρανός και ποιας ελλάδας
σε πολυθρόνα σαν κι αυτή τώρα ίσως κάθεται κι εκείνος


Είχα ξαναγράψει γι'αυτούς. Τους πνευματικούς ανθρώπους. Πριν δυο χρόνια, και πάλι με την ίδια αφορμή περίπου. Αυτή την ποιήτρια ασπούμε, που θαρρείς πως γεννήθηκε γριά και καταξιωμένη και που μόλις της αναγνωρίστηκαν τα ένσημα της ασκητικής ζωής και της αναχωρητικής στάσης απέναντι στις συνήθειες της πλέμπας, εκείνη δεν άφησε κεραία για κεραία και μικρόφωνο για μικρόφωνο, αγκάλιασε την πλέμπα και χαμογέλασε στις επίκαιρες απαιτήσεις της. Αυτά έγραφα για κείνη τότε. Από τότε, το ξεφτίλισε κι άλλο η εν λόγω. Κάτι ψέλλισε τώρα μέσα στην ποστ-ανυπαρξία της για τους μετανάστες και το χώρο που (της) πιάνουν, εννοώντας τα συφοριασμένα παγκάκια της ματαιωμένης πόλης που έχτισε -εκείνη και κάτι άλλοι υπέργηροι τυμβωρύχοι, και μετά έδωσαν τα κλειδιά στα βρώμικα χέρια που τους έτρεφαν. Φάτε ποίηση με διαφημίσεις.

Έλεγα λοιπόν για τον πνευματικό άνθρωπο ότι δεν τον μπορώ ορθολογιστή, νηφάλιο και σωτήρα, ότι τον φαντάζομαι και τον δέχομαι μόνο με όψη αλλόκοτη και απόκοσμη, αλλοπαρμένο και αιρετικό, ασυνάρτητο κι απολωλό, χτυπημένο και φαντασμένο -σαν από άλλο κόσμο, από τον άλλο κόσμο. Να μου δείχνει με το δάχτυλο τον άλλο κόσμο, να γέρνει το σμιλεμένο από το χρόνο δάχτυλό του προς την άλλη θάλασσα, όχι να μου κουνάει το δάχτυλο στη μούρη. Τον είχα πάντα για οχυρό, φρουρό των πιο ακέραιων λέξεων, των πιο πονεμένων κινήσεων και των πονετικών βλεμμάτων, των πιο ραγισμένων χειρονομιών. Να λέει μετανάστης και να κόβει τον αέρα με το σπαθί του και να σκοτώνει άθλιους δράκους, φόβητρο σ'όποιον τολμάει να λερώσει αυτή τη λέξη. Να ακούει ξένος και να πέφτει στη φωτιά να σώσει κάθε ξενίτη, κάθε ξενάκι -παναγιά μου παρηγόρα τα ξενάκια που'ρθαν τώρα. Γιατί ξέρω πως οι πατρίδες που έχει γνωρίσει αυτός ο άγιος φύλακας των λέξεων είναι τόσες πολλές, τόσο άπειρες, τόσο ανύπαρκτες και τόσο πραγματικές, που καμιά σημαία δεν του λέει τίποτα, κανένα κράτος, καμιά διαχείριση, κανένα υπουργείο. Κι ο νόστος, η επιστροφή σε κάθε μια από αυτές, να'ναι το ιερό καθήκον. Καθε βιβλίο και πατρίδα, κάθε λέξη και λιμάνι, μετανάστης στην αγκάλη σου, πατρίδα όπου γης, τέτοια λέγαμε μωρέ και ενώναμε τα βλέμματα, μ'αυτά αγκαλιαζόμασταν γαμώ το σταυρό σας ανέραστες διαχειρίστριες του λόγου και των σημείων της στίξης, όλο λέξεις αοριστία ο ενικός αριθμός και ο πληθυντικός και το κύριο όνομα των θλίψεων και αγγούρια. Το εμείς ρε ανέραστες, το γαμημένο ανυπόφορο κι ακριβοθώρητο εμείς. Το εμείς εδώ όλοι αγκαλιά, το εμείς τραγουδάμε για να ενώσουμε τον κόσμο. Ο Ρίτσος ρε σακατεμένες, Ο ΡΙΤΣΟΣ. Ναι ρε, στον κόσμο που ταξιδεύει το δικό μας πνεύμα, τα δικά μας πνεύματα, και βρίζουμε και βριζόμαστε και σας τα χώνουμε και δεν σας χωρίζουμε. Στην αγκαλιά επιστρέφουμε και στην πλατεία με το νόημα που'χε κάτι.

Ο Ρίτσος ρε, ο Λειβαδίτης, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Χρονάς, ο Καρούζος, ο Κόρφης, ο Φωκάς, ο Αναγνωστάκης, ο Ζάχος κι ο Κορνέλιο Κουπ, ο Στίγκας, ο Χιόνης, ο Μπλέηκ, ο Φερλιγκέτι, ο Γκίνσμπεργκ, ο Καβάφης, ο πορτατίφ, η Καρέλλη, η Μπούμη-Παπά, ο Εμπειρίκος, ο Κάλβος, ο Βρεττάκος, ο Γκάτσος, ο Παζολίνι, ο Βάρναλης, ο Ρίλκε, ο Μαγιακόφσκι, ο Γκαίτε, όλοι οι άγιοι που'ναι τόσοι πανάθεμά τους που και να ξεχάσεις τους μισούς πάλι έχεις αρκετούς, ο Μπουκόφσκι ο σκατόγερος, αλλά άλλος σκατόγερος αυτός, όχι σκατόγρια σαν ελόγου της, το αγόρι που δεν έγραψε ακόμα την τελευταία λέξη γιατί είχε να διαβάσει τα μαθήματά του, το κορίτσι που πέρασε με το ποδήλατο και άφησε πίσω του λέξεις, λέξεις που έσπειραν παιδιά, ομορφιές, αγγίγματα, ολέθρους, κρίματα, ψέματα, αλήθειες, ανταμώσεις, αποχωρισμούς, αγόρια, ξανά αγόρια, κορίτσια, ξανά κορίτσια, τρελούς, τρελούς, τρελούς για ζωή και κουβέντα που έγραφε κι ο Κέρουακ, τρελούς να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, που ποτέ δεν χασμουριούνται, που ποτέ δεν λένε κοινότοπα πράγματα, που καίγονται, καίγονται σαν τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ'άστρα. Ποιοι μετανάστες και παγκάκια.

Ν'ακούμε μετανάστης και να μας πέφτουν τ'αυτιά κάτω. Να σκύβουμε το κεφάλι στη γη -αυτή είναι μάνα και πατρίδα ρε, terra madre θεότητα- να χαμηλώνουμε το βλέμμα, στη σκέψη όλων όσων δεν κατάφεραν το ταξίδι και πνίγηκαν κάπου στα μισά, όσων ξεβράστηκαν στα βράχια και έγιναν αριθμοί και δεν τους βρήκαμε μισό μνήμα να τους κλάψουμε, όσων έφτασαν και βρήκαν κόλαση, όσων έφυγαν από τον εξωτικό ζόφο για να γνωρίσουν τον ενωμένο ευρωπαϊκό, τον συνταγματικό. Να μην ξέρεις ξένος τι πάει να πει, να μη δέχεσαι να τ'ακούς, να μη μετράς, να μην ενδίδεις στις βρώμικες λέξεις τους, αυτές που φτιάχτηκαν για να μας χωρίζουν μεταξύ μας και να μας διαμελίζουν εντός μας. Τότε έχει κατοικήσει το πνεύμα μέσα σου -κάποιο πνεύμα- τότε είσαι πνευματικός. Να μη διαχωρίζεις τις ψυχές σε πολίτες και μετανάστες, σε ντόπιους και ξένους, να μην ισχύουν για σένα οι κρατικές ιδιότητές τους και όλες οι πληγές που απέκτησαν ερήμην τους, από οικονομική ανέχεια, από εγκληματικές διαχειρίσεις, από ανωτέρα βία ή -πιο απλά, ας το πούμε- από βία. Να έχεις πάντα φυλαγμένο ένα παγκάκι για τους πιο ταλαιπωρημένους του πλανήτη, για τους πλάνητες, για τους ανέστιους -άλλος ποιητής κι αυτός- για τους κατατρεγμένους, για τους αλήτες. Κι αν όχι παγκάκι, έστω μια λάμπα -ένα φως. Ένα φως που να δείχνει το δρόμο και να φωτίζει το στενό που σκοτείνιασε και στένεψε κι άλλο.

Όχι να κοκορεύεσαι για το μισό παγκάκι που σου χαρίστηκε, που δεν σου ανήκει, που δεν σου αξίζει. Που ανήκει στην πόλη που έχτισες με αίμα -και στάζει ακόμα αίμα από παντού. Και έδωσες μετά τα κλειδιά στους χειρότερους, εκείνους που ξήλωσαν τα παγκάκια και τα έκαναν τσιμεντένια δέντρα με λεφτά για τα κολλέγια των θρεφταριών τους. Που ξήλωσαν τα δέντρα σου και τα έκαναν σκόνη που σου μαυρίζει με καρκίνο τα πνευμόνια. Που σου έκαναν τη ζωή σμπαράλια, το βλέμμα σου άχρηστο -που να γυρίσεις να κοιτάξεις πια- έκρυψαν τη μέρα και τη νύχτα και ψάχνεσαι τώρα για λίγα ψίχουλα. Όχι ψίχουλα αγάπης. Ψίχουλα ψωμιού για να ζήσεις.



ΥΓ. Κι ας γίνω πιο πεζός για λίγο. Το πιο αποτρόπαιο με τους κουλταρουραίους που έχουν αποψάρα πάντοτε και για όλα, είναι ότι την ξεστομίζουν μόνο και μόνο για να επιπλεύσουν λίγο ακόμα στον αφρό της επικαιρικής συνάφειας, για να διαφημίσουν το κενό ανάπηρο έργο τους που χάσκει ανάμεσα αζήτητων και στερεμένων γωνία. Δεν τους νοιάζει καν η άποψη τελικά, δεν τους νοιάζουν καν οι μετανάστες και η κοινωνία, δεν τους νοιάζει να πάνε τα πράματα και τη σκέψη ούτε μισό χιλιοστό παραπέρα, δεν μασάνε από κατακλυσμούς. Επιβιώνουν στους κατακλυσμούς και επιβιώνουν με χάρη, αρκεί να επιπλέει η υπερεγάρα στον αφρό. Μαζί με τα μερικά ευρώ μιας κάποιας σύνταξης. Κι αν νομίζεις πως είναι προσωπικό το θέμα, πως αφορά απλώς πρόσωπα και σκατόγριες, θέλω να σου πω μόνο ότι μέχρι να πείσεις τους αληθινά αθώους φίλους σου -όλοι και κάποιους θα'χεις κι εσύ- που πιστεύουν αγνά στην ανιδιοτέλεια των οτινανίστας, η Κυψέλη -ενικός αριθμός, γένος της συμφόρησης, κλίση της αναξιοπρέπειας- θα'χει γίνει έρημος της Νεβάδα για πειράματα σε πλάνητες μπαγκλαντεσιανούς. Κι αύριο που θα παζαρεύουν κοψοχρονιά τις τιμές της ματωμένης γης, θα λέμε ποίηση εμείς οι ελάχιστοι και θα γελάνε μαζί μας. Θα μας λένε κική.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

μπότηδες

E-mail Εκτύπωση PDF

Τι τόπος κι αυτός, όλο εκρήξεις. Το θυμάμαι αυτό σε ένα ανήλιαγο βιβλιαράκι των επικολυρικών αναζητήσεων της πρώτης εφηβείας μου. Αντιστοιχούσε σε μια ηρωική ποιήτρια ή κάτι τέτοιο. Αργότερα έμαθα ότι πρόκειται απλώς για οικογενειακή φίλη. Συνειδητοποίησα με τα χρόνια ότι τα ποιήματά της τα'χα μάθει απέξω, τα'μπλεξα όμως μετά με τις λέξεις των ελύτηδων και των καβαφαίων, κάτι εγγονόπουλοι, κάτι ακροτελεύτιοι, κάτι απερινόητοι και κοκορέτσια. Ποίηση μπάχαλο μπλέξιμο. Μπλέχτηκαν κι οι λέξεις. Με τον καιρό συνηθίσαμε και τις εκρήξεις και τον τόπο. Για τούτο -έγραφε- αγαπήσαμε τις συναθροίσεις. Ή κάπως έτσι.

Τόσα χρόνια στο νησί του πάσχα, πρώτη φορά έκαμα ανάσταση περπατώντας -την πρώτη ανάσταση λέω, ναι. Διαβάζοντας και μπητ λέξεις του Κέρουακ. Εδώ στο νησί του πάσχα οι αναστάσεις είναι πολλές. Μία το πρωί και μία το βράδι, και στο ενδιάμεσο η ανάσταση του καθενός. Ένας τόπος όλο αναστάσεις. Σου'χα ξαναπεί γι'αυτή την ομορφιά· για τις μυρωδιές, τα φιλιά, τις πλάκες, τα πρωινά που διαρκούσαν ώρες ή και μέρες ολόκληρες, τα βράδια που διαρκούσαν βδομάδες, τις μεγάλες κουβέντες και τις μικρές στιγμές. Γενικά, ξέρεις· εκρήξεις. Εδώ τώρα περπατάω και με βρίσκει η ανάσταση -του κυρίου, όχι ακόμα η δική μου-  καθώς μπλέκομαι στους δρόμους του Κέρουακ, και δίπλα μου παντού εκρήξεις. Αληθινές σου λέω, όχι δήθεν ποιητικά και σχήματα λόγου. Μπότηδες που πέφτουν κάτω με χαρά και σπάνε. Κι από παντού ακούγονται κρότοι, όλος ο ουρανός μοσχοβολάει εκρήξεις. Κι είναι σαν πόλεμος σου λέω· μια τρομοκρατία της άνοιξης, μια συνωμοσία των πυρήνων της ομορφιάς, οι συνεχιζόμενες εκρήξεις των πήλινων μπότηδων. Το ξέρω ότι δεν με πιάνεις· γκούγκλαρέ το και θα νιώσεις. Τις εκρήξεις στο βάθος της άνοιξης· μιας άνοιξης που δεν ματαιώνεται, ό,τι κι αν λες. Ό,τι κι αν κάνουν.

Με πιάνεις όμως όταν σου λέω ότι χτες πολύ αργά μέσα στη νύχτα, ή ίσως νωρίς το πρωί, γύριζα στο παιδικό σπίτι -αυτό το φορτισμένο με τις άπειρες εκρήξεις- και βρήκα μια κωλοφωτιά κρυμμένη στο πλάι της σκάλας, αλλά που να κρυφτεί η δόλια που φωτίζει ανυπόφορα λαμπριάτικα μέσα στο βάθος της νύχτας και της σκάλας. Μικρός τις μάζευα τις κωλοφωτιές, σ'ένα διάφανο σακουλάκι. Μάζευα φως, και σαν μαζεύονταν πολλές το'χα για φακό μέσα στα καντούνια. Όταν έσωνε το φως τους και πήγαινε να εξαντληθεί, τις άφηνα λέφτερες να πάνε να ξαναβρούν φως και να ζευγαρώσουν. Μετά -πολύ μετά, μεγάλος πια- έμαθα ότι το φως αυτό είναι κόλπο των θηλυκών για να τις βλέπουν τ'αρσενικά και να θαμπώνονται. Τώρα πια ξέρω ότι τότε τις τυραννούσα αυτές τις θηλυκές που έλαμπαν για τ'αρσενικά και μόνο. Δεν ξέρω αν τις λες κι εσύ κωλοφωτιές. Πυγολαμπίδες θα τις βρεις στο γκουγκλ.

Με πιάνεις κι όταν σου λέω για κάτι κλαδιά που εξαπλώνονταν σαν χρόνια. Τότε που κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέα και το νησί μας χαιρετούσε μεθυσμένο κι ήταν ωραία η ζωή· ήταν ωραία. Στο'χει σφυρίξει ο Παυλίδης, κάτι θα έχεις πιάσει. Με πιάνεις κι όταν σου λέω για την κλεμμένη ομορφιά, για την τόση κλεμμένη ομορφιά, για την πέτρινη πισίνα στο βάθος του αγρού, ένα άγριο σούρουπο στην Τοσκάνη που δεν έλεγε να τελειώσει το μπάσταρδο, που κρατούσε αιώνες, που δεν ξέραμε τ'όνομά μας, πως σε λένε ρε ομορφιά, ξερωγώ κάπως θα με λένε, δεν θυμάμαι τώρα, θυμάμαι μόνο τα στάχια και τα φεγγάρια, τις λέξεις, τα κρατήματα, την βασανιστική απαλότητα στο φως που έμπαζε από κάπου διαολεμένα ντάλα μεσάνυχτα, κι όλο ψάχναμε από που κι όλο δεν βρίσκαμε, κι όλο σε λέγανε λαμπρή, αλλά εσύ το'χες ξεχάσει, σ'ένοιαζαν μόνο τα στάχια και οι αγκαλιές και τα κρατήματα στον αέρα, κι όλο σε βρίσκαμε. Μετά σε ξαναείπαμε Τοσκάνη ή Σιένα ή Σιναλούνγκα, αλλά μου είπες ότι παλιά σε λέγαν Κέρκυρα, τώρα δεν θυμάσαι. Μου έμαθες ότι η μέρα του επιταφίου είναι πάντα μαγική σ'αυτό το νησί του πάσχα, πως όλα λάμπουν στο φως, όλα ξαναεπιστρέφουν ακέραια, όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν, όσα γι'αυτά κανείς δεν ξέρει. Μετά σκέφτεσαι πως όλα τελικά είναι μαγικά. Όλα μα όλα. Και που υπάρχω και υπάρχουμε, μαγεία σκέτη είναι. Αφέσου όμως λίγο και θα το νιώσεις. Κι ας μη με πιστεύεις.

Θα στο ξαναπώ. Δεν θα σου φέρω φωτογραφίες. Είναι κρίμα να μην είσαι εδώ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

ΠΑΝΚ

E-mail Εκτύπωση PDF

Το φέρνω συχνά στο νου μου, όχι χωρίς περίσκεψη και μια κάποια ενοχική απορία. Ακόμα και δω λοιπόν, στο καθαρό μέρος του λόγου, στο μόνος μου και όλοι σας -μόνος μου και όλοι μου, για την ακρίβεια- μπορώ και γίνομαι γραφικός, μπορώ και τα κάνω όλα γραφή. Μπορώ και τους δίνω σχήμα· συναντήσεις στα τρένα, περιγραφές ανθρώπων, περάσματα σκιών, απερινόητοι ταρίφες, επαναλήψεις, ματαιώσεις, καλοκαίρια, χαλάσματα, λίστες αισθημάτων, πάλι καλοκαίρια, πάλι ματαιώσεις, πάντα ματαιώσεις, αναχωρήσεις, αφίξεις, καλέσματα, πάλι καλέσματα, πάντα καλέσματα. Μόλις γράφεται η πρώτη λέξη όμως, ο κόσμος αλλάζει πρόσωπο, αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο. Δεν τα λέω γω αυτά, η γραμμή στον ορίζοντα τα λέει. Γραφικός ξεγραφικός, εγώ τσουγκρίζω το ποτήρι μου με τον γερο-Μπόρχες: γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για ν'απαλύνω το χρόνο που περνάει.

Στο τρένο, ασπούμε. Μπαίνει ένας -θα μπορούσα να είμαι εγώ αν με είχε τσακίσει εντελώς κάτι ή έλιωνα από την ανάγκη, κάποια ανάγκη- κρατάει ευγενικά την κιθάρα του, κουρδισμένη νεανικά, καλοβαλμένος αυτός, καθαρή φάτσα, ελαφρώς τσακισμένη, αλλά με αξιοπρέπεια ή ψώνιο -δύσκολο να το δω από κει που κάθομαι· ένας μικρός ρομαντικός παντελίδης. Παίζει την κιθάρα με ευαισθησία αττικού μεσημεριού και όχι εφέ αιγαίας παραλίας. Επειδή θέλει να τον ακούσουμε, όχι να μας κερδίσει. Παίζει χαμηλόφωνα, γιατί θέλει να μας ακούει ταυτόχρονα. Σίγουρα μας ακούει. Ασπούμε ότι ζητάει χρήματα. Δίπλα μου ακριβώς ένας άστεγος -ναι, ξέρω, επαναλαμβάνομαι στα φιλολογικά κοντράστ μου- κρατάει με ευλάβεια ένα ολόκληρο σπίτι σε μια σακούλα χόντος σέντερ, περήφανος σαλίγκαρος, δεν μοιάζει να'χει την ανάγκη κανενός. Δεν ακούει, δεν θέλει ν'ακουστεί, δεν ζητάει χρήματα. Δεν μας κοιτάζει καν. Όταν το βλέμμα χάνεται εντελώς, όταν δεν μένει τίποτα πια να κοιτάξεις, όταν δεν έχεις την ανάγκη κανενός, εμείς πρέπει να ντρεπόμαστε σε φυγή. Δεν έχεις τις λέξεις για να μιλήσεις, όσα αντίθετα κι αν σχηματιστούν μέσα σου. Κι έτσι, μαθαίνουν ν'αποφεύγουν οι άνθρωποι να αντικρύζουν το σχίσμα ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Για να μη ντρέπονται.

Και να θες ν'αφήσεις το ρομαντισμό, σε συναντά σε κάθε γωνία. Πίσω στην ήσυχη γειτονιά μου, αποκαλύπτεται από το πουθενά μια παρέα τριών ινδιάνων -δεν έχω ξαναδεί ινδιάνους στη γειτονιά μου- διασχίζουν φευγαλέα το δρόμο με τα κιθαρόνια και τους αυλούς τους παραμάσχαλα, μπαίνουν στο καφενείο και παίζουν το τραγούδι της αξιοπρέπειας. Στους κάδους έξω απ΄το σπίτι μου, ένα μπάσταρδο έχει γράψει με μαρκαδόρο slash axl rose, αναταράζοντας τα ιερά της εφηβείας μου -τι να σου λέω τώρα- γδέρνοντας από μέσα τα πιο φωτεινά μεσημέρια, τα βρεγμένα κορίτσια, τα φωναχτά διαλείμματα, τις αποβολές, τις αδικαιολόγητες απουσίες -πάντα αδικαιολόγητες ήταν οι απουσίες, πάντα αδικαιολόγητες θα είναι- τις υποσχέσεις μετά το σχόλασμα, την αλητεία, το κάθε γκολ που σ'έκανε μικρό θεό, το κάθε τρυφερό βρισίδι μετά από αμφισβητούμενη φάση -πάντα αμφισβητούμενες ήταν οι φάσεις, πάντα θα είναι. Τσακίζουμε λοιπόν το ρομαντισμό απ'όπου κι αν προέρχεται; Το'χεις να σηκωθούμε μια μέρα, ή μάλλον, να σηκωνόμαστε κάθε μέρα και να τα κάνουμε όλα ίσωμα;

Για λίγο, ή μάλλον για πολύ, νομίσαμε ότι ο ρομαντισμός είναι η φυγόκεντρη εμμονή στο δοκιμασμένο, η αφοσιωμένη επιμονή στο άξιο. Κι όμως. Να ντραπούμε σε φυγή, ξανά και ξανά. Να μας σώσουν οι ντροπές μας, να μας ξαναεπιστρέψουν ακέραιους. Να πιστέψουμε σ'αυτή τη φυγή προς τα εμπρός· σ'αυτό που δεν δοκιμάστηκε ακόμα και δεν πρόλαβε να γίνει αναπόληση. Οι αναμνήσεις από το μέλλον είναι ό,τι μας έμεινε. Πανκ ρε μουνιά. Πάντα πανκ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Μάρκος

E-mail Εκτύπωση PDF
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς
να το δείξεις περήφανα και να το τραγουδήσεις,
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς
να στρέψεις τη μορφή του προς τον ήλιο
Γιάννης Ρίτσος, Το παράθυρο

Κάπου μέσα στον καθημερινό τσάμπα λόγο, στα ψαχουλέματα των ύστερων της σωσιαλμιντιακής συνάφειας, πέτυχα μια σημαντική λίστα. Τη διάβασα ολόκληρη. Πρόσωπα ασύνδετα, ονόματα σε διάταξη, βαλμένα με τάξη τα βιογραφικά, γεμάτα σημασία και ψέμα. Φαίνονταν σπουδαία, διαβάζονταν ως επιδραστικά. Επιχειρηματίες, διευθυντές, βενζινοπώλες, ανέραστοι, ημιτάλαντοι, πολυτάλαντοι, αδερφές και παλικάρια, όλοι μας μαλλιά κουβάρια. Επιδραστικοί στο τσάμπα μας.

Και ο νους μου πάει στον Μάρκο· αβίαστα. Έξω από σημαντικότητες, έξω από μεγέθη, έξω από τα καλοβαλμένα βιογραφικά, έξω από ιστορικούς ρόλους. Ζηλιάρικα μάτια -τραγουδισμένα με αγάπη, ψαλμένα μέσα στο καθάριο ανυπόφορο φως, καθαγιασμένα από τον πόθο. Μια ευγένεια που δεν ξαναβρέθηκε σε λέξεις που συνόδευαν μπουζούκι. Σαν το κεράκι λιώνω -άνθρωποι μικροί, μικροί από τον πόθο, μεγάλοι στις λέξεις τους. Παραδοχές με αρχίδια, απ'αυτές που δεν τολμάει να προφέρει σήμερα εκείνος σ'εκείνη ή σ'εκείνον ή εκείνη σ'εκείνη ή σ'εκείνον. Σ'αγναντεύω -η μεγάλη ποίηση της πιο ταπεινής στιγμής που χάθηκε μαζί με τις ταπεινές στιγμές. Μόνο μεγάλες πράξεις μνημονεύουμε. Άντε και τα όνειρα· μόνο αυτά συνέχισαν.

Ένας φίλος μου έλεγε ότι πρέπει ν'αλλάξουμε τον εθνικό μας ύμνο. Ότι οφείλει να είναι κάτι που μας εκφράζει. Κι από πότε, του λέω, ο ύμνος είναι κάτι που μας εκφράζει; Ποια σημαία εξέφρασε την ψυχή μας; Ποια μας τύλιξε με αγάπη και άπλα; Ποια μας χώρεσε; Γεμάτα τα νεκροταφεία από σημαίες, από ηρωικά πτώματα τυλιγμένα στις ματαιώσεις τους. Όλες μπλε και άσπρο, αλλά το αίμα κόκκινο. Το αίμα πάντα κόκκινο, οι ματαιώσεις αλλάζουν χρώμα. Σημαίες άλλωστε υπάρχουν πολλές. Και ποιόνα ύμνο να βάλουμε ρε Στέλιο; Τη Συννεφιασμένη Κυριακή, μου'λεγε. Ματζόρε είμαστε, ζεϊμπέκικο είμαστε, περηφάνια στα χαλάσματα μπορούμε να είμαστε. Χορός όρθιος, λεβέντικος, σαν προσευχή. Μοιάζεις με την καρδιά μου. Κοίτα τώρα εικόνα.

Και με ξαναπαίρνει ο Μάρκος από τ'αυτιά. Είναι κρίμα να μ'αφήνεις μόνος μου να λιώνω. Ικέτης των πιο αγνών πόθων: εκείνων που κοστίζουν, που αφήνουν ουλές. Ο εθνικός ύμνος στον έρωτα και την επιθυμία. Στασίδι πρώτο, προσευχή. Ένας αναστεναγμός πριν, μια ανάσα μετά. Δύσκολο, σχεδόν αφόρητο, να τ'ακούς για νιοστή φορά και να μη νομίσεις ότι αλλάζει ο κόσμος, ότι μπαίνει φως στο δωμάτιο στα τίγκα μεσάνυχτα, ότι όλα ξεκαθαρίζουν μαγικά σαν να ήταν απλά από πάντα· απλά σαν τα ασήμαντα καθημερινά αντικείμενα που σου έγραφε κάποτε ο Ρίτσος, αλλά εσύ νόμισες πως εκείνος ήταν κόμμα, δεν ήταν ποιητής. Για έρωτα έλεγε. Μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα, μονάχα το φως κ'οι χειρονομίες του μες στο άπειρο, το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ'αφανίζει, παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα, δόξες κ'αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.

Με πιάνω πάλι σε εύκολη τσάμπα ποίηση, προσπαθώντας να εξηγήσω το φως και το απλό. Να το εκλογικεύσω, να το χωρέσω στις μπάσταρδες αγωνίες μου, να το περιγράψω για να πω τι τελικά; Πόσοι αναστεναγμοί κρύβονται πίσω από τις λέξεις; Πόσες λέξεις γίνονται θρύψαλα μπροστά σ'έναν αναστεναγμό; Πόσες λέξεις και αναστεναγμοί -σε ποια αναλογία δηλαδή, αυτό με καίει- μπορούν να αφηγηθούν την κοινή μας αγωνία; Τελευταία ονειρεύομαι συχνά ανταμώματα. Ας πούμε, να βρεθούμε όλοι οι αγαπημένοι σ'ένα λάηβ του Rachid Taha, να πίνουμε τον πάτο μας, να φυσάει ένας αέρας που να μας πάρει και να μας σηκώσει και να μας φτάσει ως την Αλγερία, να μας πάρει ο διάορος το κεφάλι. Να προσευχόμαστε σ'αυτό που δεν έρχεται κι όλο αναβάλλουμε. Αυτά είναι όνειρα, αυτά είναι καλοκαίρια. 


1 σχόλιο μέχρι τώρα

under the influence

E-mail Εκτύπωση PDF

Βαλ'το πρώτα να παίζει και μετά διάβαζε. Αλλιώς δεν λέει.


Συνήθως γράφεις αφού περάσει η μπόρα. Κρατάς κάτι από τη φλόγα, φωλιάζεις ανάμεσα στις παλάμες σου αυτό που σε καίει, εκείνο που φλέγεται, εκείνο που λέει την αλήθεια, και μ'αυτό γράφεις. Είναι το μόνο που μπορείς να πιστέψεις, το μόνο που βρωμάει πίστη. Μέσα στη φωτιά νιώθω ασφαλής. Καίγομαι και με καταλαβαίνω, με αναγνωρίζω. Οπουδήποτε έξω, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται· δεν ξέρω να συγχρονιστώ. Ιχθείς, λένε τα ζώδια· γι'αυτό. Είναι καιρός τώρα που η Κατ Πάουερ μου τα εξηγεί όλα καλύτερα, πιο καθαρά. Τελευταία τα λέμε για ώρες. Έχει κρύψει στους δίσκους της όλες τις απαντήσεις, ό,τι ερωτήσεις κι αν έχω. Την ακούω και τώρα να μου μιλάει· με φωνή που καλύπτει την μπόρα. Μέσα από τη φωτιά γράφω, την έχω στο τέρμα, όλα στο τέρμα, αγάπες και πίστη στο τέρμα, αν δεν τα ζήσουμε στο τέρμα δεν θα μάθουμε όριο τι πάει να πει, πάντα τέρμα φτάναμε κι όλο ξεκινούσαμε, πάντα ξεκινάμε, πάντα εδώ είμαι, έτοιμος για τέρμα και όρια. Γράφω παραμορφωτικά. Παραμορφωτικά ακούω κιόλας, παραμορφωμένα ζω, μπαινοβγαίνοντας στη φωτιά και τις μπόρες. Μια μέρα όμως θα την ρωτήσω γιατί και δεν θα ξέρει να μου απαντήσει τίποτα· θα τα χάσει, θα ξεκουρδιστεί η φωνή της, θα σπάσει η κιθάρα σε εκατό κομμάτια. Αν έχεις κότσια Κατ, πες μου γιατί. Εκείνη θα χαμηλώσει το κεφάλι, θα το κρύψει ανάμεσα στις παλάμες που κρατάνε εκείνο που φλέγεται, έτσι θα κάψει λίγο το πρόσωπό της -ξέρει αυτή, χωρίς ν'αφήσει αμυχές κι εγκαύματα- και με την πιο αργή κίνηση του χρόνου, σαν σε ιεροτελεστία ενός μεγάλου αποχωρισμού, θα ξανασηκώσει το βλέμμα και θα το καρφώσει πάνω μου και η ειλικρίνειά της -το μόνο που έμεινε στον κόσμο- θα με ξεσκίσει. I don't want to be a bad woman and I can't stand to see you be a bad man. Τελευταία φορά που μου τα είπε τόσο καθαρά, μάτωσα. Mε έπιασε απροετοίμαστο. Όπως σε βρίσκουν πάντα όλα.

I want to be a good woman and I want for you to be a good man. This is why I will be leaving and this is why I can't see you no more. I will miss your heart so tender and I will love this love forever. Την επόμενη φορά που θα τα πούμε Κατ, θέλω να'ρθεις να μου παίξεις μόνο κιθάρα· ή, ακόμα καλύτερα, να μου μιλήσεις πολύπλοκα και μπερδεμένα, έτσι όπως καταλαβαίνω και μπορώ και κρύβομαι. Χωρίς πύρινα φυλαχτά στις παλάμες. Ξέρω ότι δεν το μπορείς, αλλά ούτε κι εγώ μπορώ, να κοιτάζω το κουμπί του play και να τρέμω. Και σαν ερωτευμένος με τον ίλιγγο, να το πατάω. Ξανά και ξανά.

Μου μιλάει κι ακούω πίσω της τον Βέντερ να μουρμουράει, ακούω και τον Γουόρεν Έλις να ξύνει το βιολί του με μια ωμή ειλικρίνεια που δεν ξέρω να διαχειριστώ. Θυμάμαι ότι κάπου είχα και τους ψιθύρους του Βέντερ μαζεμένους σ'ένα σιντί, είχε για εξώφυλλο τον άνθρωπο που γράφει ένα γράμμα στο βυθό της θάλασσας και έχει μείνει εκεί αιώνες. Δεν το βρίσκω το σιντί, κάπου θα'χει παραπέσει. Ίσως να έχει μείνει στο βυθό.


0 σχόλια μέχρι τώρα

καμίλα βαγιέχο ομορφιά

E-mail Εκτύπωση PDF
Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία
Μάριος Χάκκας

υπήρξαν καιροί που γίνονταν ολόκληρες εκστρατείες για πάρτη της. το χρυσόμαλλο δέρας, η ωραία ελένη. ο ιάσονας να παλεύει με τα τέρατα, τους δυο ταύρους με τα ατσαλένια πόδια που βγάζουν φωτιές από τα ρουθούνια τους, να σπέρνει τα δόντια του δράκοντα και να φυτρώνουν πολεμιστές με δόρατα. να γίνεται ο πόλεμος έπος. να γίνεται η επιστροφή έπος. το έπος της ανθρώπινης περιπέτειας, η αφήγηση του παγκόσμιου νόστου. λαιστρυγόνες, κύκλωπες, σκύλλα και χάρυβδη, συμπληγάδες, κι αυτός να βαστάει. σειρήνες και ναυσικά και κίρκη κι εκείνος δεν. κοτζάμ δώδεκα μνηστήρες κι εκείνη δεν. ο ένας βολοδέρνει στις θάλασσες του κόσμου για να τη βρει, εκείνη περιμένει. διάφωνες ατονικές συγχορδίες σε κοντραπούντο με παύσεις, η αντίστιξη της συμπαντικής αγωνίας, οι τυφλοί τραγουδάνε την ομορφιά.

κι εσύ πάλι, πως να μιλήσεις άραγε τώρα για κείνην; σχεδόν την έχεις ξεχάσει, την κουβαλάς σαν ενοχή, απόστημα στην τακτοποίησή σου. ένοχη κάθε στιγμή που σταματάει για λίγο το μεγάλο χρόνο, που ακινητοποίησε τη μικρή ζωή σου. το μόνο που βρήκες να πεις, ότι ήταν τόσο όμορφη σαν καρτ ποστάλ, ότι έσβηνε για λίγο με το λιγοστό τρεμάμενο φως της, σαν λαμπυρίδα μέσα στο ζόφο της νύχτας, την επίπεδη ασχήμια των πόλεων που σε έκλεισαν. σε καθήλωσε το προπατορικό αμάρτημα, ο πρώτος αναμάρτητος, οι συνεχόμενοι πνιγμοί των επιθυμιών, η παγκόσμια θλίψη. πως να την αναγνωρίσεις τώρα, που έφτιαξες μάτια μόνο για συμφορές; που’φτιαξες χέρια που μόνο τακτοποιούν, μόνο κουμαντάρουν; πως να σε αναγνωρίσει κι εκείνη, που όσο λάμπει τόσο ψάχνει καθρέφτη να ανακλαστεί το φως της στην υδρόγειο; έστω, στη μεσόγειο. που έδεσε ο τύραννος με σχοινιά κι ας απορούσε ο ποιητής που έφυγε όσο έγραφα.

κάνεις γκουγκλ παλαιστίνη και σου βγαίνει θάνατος. στα χώματα της παλαιστίνης δεν ακούς για παλαιστίνη, δεν ακούς για αυτοδιάθεση, για δίκιο, για ανθρώπους. μόνο για διαφορές ακούς, για επιχειρήσεις χερσαίες, για σύρραξη, για θύματα, για διπλωματία, για χαμάς, για κύκλο βίας. κι όμως, μέσα στο θάνατο, κάνεις γκουγκλ omer goldman και σου βγάζει ομορφιά. ατόφια. που σου τσακίζει τα γόνατα, σε κάνει μικρότερο. να πιστέψεις ότι η ομορφιά δεν είναι κάτι που υπάρχει, αλλά είναι αυτό που φτιάχνεις. κόντρα σ’αυτό που σου’γραψε το λόμπι των ύστερων αναμάρτητων, ο δήμιος στο κεφάλι σου που στο κόβει από μέσα. είναι ο αέρας που φυσάς στις λέξεις σου, τα κενά, τα ερωτηματικά και τα αποσιωπητικά στο τέλος κάθε ανάγκης, που υπόσχονται γιορτές πίσω από τους λυγμούς. είναι η εντολή του λογιστή πεσόα να πας πέρα από αυτό που μπορείς. είναι η θαυμαστή συνέχεια των καθημερινών πραγμάτων που σου’λεγε ο ρίτσος. η καμίλα βαγιέχο, ο ζιοβάνι σίλβα ντα ολιβέιρα, η κατ πάουερ, ο πιερ πάολο παζολίνι. είναι αυτό που από τα έγκατα της ύπαρξης και των μπουντρουμιών του τρόμου σου μαρτυράει ο χάκκας, «να πάρω πηλό και να πλάσω απ’ την αρχή έναν άνθρωπο, κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να μετατρέψω σε λούνα πάρκ, να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο, να κάνω τους ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύκτια ομορφιά των ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις λεωφόρους».

και μαζί πως να σωπάσω μέσα μου κι ο ουρανός δικός μου και τέτοια.


[κείμενο γραμμένο το Δεκέμβριο για το Μπαχάρ που κυκλοφορεί τώρα, με θεματική την ομορφιά - ελεύθερο σε βιβλιοπωλεία του κέντρου]

0 σχόλια μέχρι τώρα

dissonance quartet

E-mail Εκτύπωση PDF

Ακούγεται η φωνή του μηχανοδηγού σε αυστηρή ανακοίνωση. Παρακαλώ οι επαίτες να βγουν έξω. Δεν λέει παρακαλούνται, λέει παρακαλώ. Δεν τους παρακαλάει δηλαδή· σχεδόν το απαιτεί. Σα να του το χρωστάνε, σα να παρέβησαν κάποια συμφωνία και τους έκανε τσακωτούς, και άντε γιατί αρκετή ώρα υπήρξε λαρτζ, δεν παίρνουν από λόγια δαύτοι, γι'αυτό αναγκάζεται να το ανακοινώσει και να μας ενοχλήσει. Το μυαλό μου πάει στις απεργίες, σκέφτομαι ότι μπορεί κι αυτός να υπήρξε απεργός, ότι μπορεί μπροστά στον υπουργό να λαϊκισε πως τον περιμένει κι αυτόν η επαιτεία, μπορεί και να το εννοούσε, μπορεί και να'ναι αλήθεια. Είτε σ'αυτήν, είτε στην άλλη ζωή, μπορεί αυτός μια μέρα να πάρει το τρένο, όχι ως μηχανοδηγός, αλλά ως επαίτης.

Στην αμέσως επόμενη στάση ανεβαίνει μουσικός, μοιάζει με γάλλο, δεν ξέρω γιατί, μοιάζει να πηγαίνει σε πρόβα. Μόλις κλείνουν οι πόρτες, βγάζει από τη θήκη το βιολί κι αρχίζει να παίζει άπταιστα Μότσαρτ. Ρόντο α λα τούρκα.  Σ'αυτή τη ζωή, ίσως και στην άλλη, αυτός παίζει Μότσαρτ. Επαίτης και παραβάτης. Δεν βγήκε έξω, δεν υπάκουσε στο κάλεσμα του μηχανοδηγού, ίσως να μην το άκουσε, ίσως γιατί είναι γάλλος, ίσως γιατί είναι εκ γενετής παραβάτης, ίσως γιατί εκείνη την ώρα έπαιζε Μότσαρτ.

Ένας μηχανοδηγός τα βάζει με τους επαίτες. Έτσι θα του πρόσταξαν, θα πεις. Ίσως. Ο επαίτης παίζει Μότσαρτ. Δεν του το'πε κανείς. Ίσως γιατί είναι γάλλος, ίσως γιατί σ'αυτό το τρένο το μόνο που μπορεί να ζητήσει κανείς από τη ζωή του είναι να βγουν έξω οι επαίτες. Κανείς δεν θα ζητήσει λίγο Μότσαρτ ακόμα.


0 σχόλια μέχρι τώρα

αχρεωστήτως

E-mail Εκτύπωση PDF

Στο τρένο, πρωί. Φουσκωτός, φουσκωμένος υπέρμετρα και δυσανάλογα, γύρω στα τριαντακάτι, φάτσα λαλά, φοράει ενοχλητικά ροζ ζακέτα, γυαλί ηλίου στα κοντινά όρια του κιτς, φόρμα, μίλκο. Έχω ακούσει ότι στα γυμναστήρια τους βάζουν να πλακώνονται στα μίλκο και τις τυρόπιτες. Θερμίδες φάση, έλεγε ένας φίλος σφίχτης θαμώνας των τζυμ. Ο ροζ, χαλαρός. Μιλάει στο κινητό· άηφον. Σε γλυκό τόνο. Λαθρακούω. -Λες να παίξουμε τάβλι; Να παίξουμε τάβλι, να δούμε λίγο σουλεϊμάν και μετά νάνι; Τι, μπιρίμπα; Λες να παίξουμε μπιρίμπα; Δεν ξέρω αν θα παίξει ο μπαμπάς. Λες όμως να το κάνουμε έτσι; Τι, σκραμπλ; Όχι μωρέ, είναι βαρετό το σκραμπλ. Να παίξουμε κάτι όλοι μωρέ.

Αυτό το λίγο σουλεϊμάν με τσακίζει. Τι πα να πει λίγο; Δεν μπορώ να το καταχωρήσω στα ενδιαφέροντα. Δεν το βλέπει καν όλο. Εκείνος μιλάει στο άηφον για όσο είμαι μέσα στο τρένο, πάνω από εφτά στάσεις. Κανονίζει μόνο. Τι θα γίνει το απόγευμα· νάνι, σουλεϊμάν (λίγο), τάβλι ή μπιρίμπα ή βαρετό σκραμπλ. Η συζήτηση πολλαπλασιάζεται, το τρένο μετακινείται, η κουβέντα όχι. Είναι η απόσταση μεταξύ ΔΟΥ μου και ΤΕΒΕ. Εγώ κατεβαίνω στη στάση μου, κείνος μάλλον θα μιλάει ακόμα. Ίσως να'χει καταλήξει στη μπιρίμπα ή στο σκραμπλ. Ίσως και όχι. Ίσως να μπαίνει στο τρένο μόνο για να αποφασίσει τι θα κάνει το βράδι. Χρόνο έχει μάλλον.

Στη ΔΟΥ και στο ΤΕΒΕ βλέπω ανθρώπους γραφεία, με συρτάρια στα χέρια. Μετά στο σπίτι θα τους περιμένει λίγος ήλιος, ίσως και όχι. Ίσως τους περιμένει κι ο σουλεϊμάν, αλλά σίγουρα δεν το κανονίζουν από το πρωί. Δεν έχουν τέτοιο χρόνο. Το πρωί δουλεύουν. Τους βλέπω. Γίνονται γραφεία και έχουν συρτάρια στα χέρια. Στο ΤΕΒΕ ασπούμε, ένταση και χάος. Επειδή δουλεύουνε. Κι οι γλώσσες τους ακόμα έχουν γίνει συρτάρια. Ανοίγουν για να σου μιλήσουν, κι αντί για σάλιο βγαίνουν φάκελοι. Παλεύουν όλοι τους. Δεν βλέπω δημόσιο σταρχίδιατου, δεν βλέπω αργομισθίες. Βλέπω ανθρώπους μπλεγμένους με τη δουλειά τους, με τα καθήκοντά τους, ταπεινωμένους από την πραγματικότητα. Ανθρώπους πιο μικρούς από τους νόμους και τις διατάξεις, που δεν ξέρουν γιατί είναι εκεί. Και πως να φύγουν από κει· ανθρώπους καρφωμένους. Καρφωμένοι κι οι ασφαλισμένοι. Εκεί. Συμπληρώνω δύο ώρες σε ένα ισόγειο δέκα γκισέδων. Αχρεωστήτως.

Είναι η έκφραση που τσιμπάω σε μια μικροδιένεξη μπροστά μου. Της οφείλουν χρήματα που πλήρωσε ενώ δεν έπρεπε και τώρα πρέπει να κάνει αίτηση μαζί με δικαιολογητικά και να τα ζητήσει με την ένδειξη αχρεωστήτως. Λέξη που πρέπει να γκουγκλάρω για να μάθω σε ποια γλώσσα είναι και πως γράφεται. Είναι στη γλώσσα των ανθρώπων που έχουν γίνει γραφεία. Που όταν ξεγίνονται γραφεία και βλέπουν λίγο σουλεϊμάν και ήλιο, η γλώσσα αυτή έχει ξεχαστεί.

Ελλάδες. Και ο τύπος στο τρένο και οι τέβε, όλα ελλάδες καρφωμένες. Πιο λίγες από τα πράματα, πιο μικρές. Μικρές σκέτο. Αληθινές, υπαρκτές, εξηγήσιμες, αποκρουστικές, αντιπαραγωγικές. Μάταιες. Αχρεωστήτως δουλεύουν όλα τόσο παραπάνω και μπλέκονται οι άνθρωποι γραφεία. Αχρεωστήτως κανονίζει με τις ώρες στο τηλέφωνο αν θα δει σουλεϊμάν τον λίγο. Σαρανταπέντε (45) ήταν όλες κι όλες οι συντάξεις μαϊμού -οι αχρεωστήτως καταβληθείσες- λένε τα στοιχεία. Εκατό χιλιάδες τις έβγαζαν οι αχρεωστήτως τιποτένιοι που την ίδια ώρα κερδίζουν από κάθε αχρεωστήτως συναλλαγή, επιβιώνουν από κάθε αχρεωστήτως τραγωδία. Και που πάντα ζούσαν τόσο αχρεωστήτως όσο και χωρίς χρέωση. Πιο κατανοητή τελικά η λέξη στα αγγλικά: unduly. Χωρίς καθήκον· άρα από επιλογή.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 5 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA