blog



μια θάλασσα μικρή

E-mail Εκτύπωση PDF

[Ποτέ μου δεν είχα φόβο μη και δεν έχω πατρίδα και σημαία, μη νιώσω ξέμπαρκος στο πέλαγος της φαντασιακής ενότητας και της ιδεοληπτικής ασφάλειας. Πάντοτε όμως, όταν ανέβαινα σε καράβι -ακόμα και τώρα ίσως- είχα το φόβο μη πνιγώ, μη πλέω ξέμπαρκος σε μια αφιλόξενη μοβόρα θάλασσα, απέραντη και σκοτεινή όπως φαίνεται από ψηλά όταν δεν κολυμπάς μέσα της. Μέσα της όμως, όλα είναι αλλιώς. Γίνεσαι φίλος, σε αγγίζουν παντού τα νερά της, τη μαθαίνεις, γνωρίζεστε. Ο φόβος γεννιέται μόνο αν είσαι έξω. Όταν την κοιτάς, όχι όταν κολυμπάς. Ο φόβος υπάρχει μόνο άμα δεν είσαι φίλος.]

Βλέπω το κοριτσάκι που ούτε πατρίδα πλέον έχει, ούτε φόβο για τη θάλασσα, ούτε φόβους για τίποτα. Τα έπνιξε όλα το κύμα της αφιλόξενης μοβόρας θάλασσας. Εκείνο ακολούθησε τους γονείς του ή κάποια μακρινή υπόσχεση μιας άγνωστης φωνής, σ'ένα ταξίδι στην άλλη θάλασσα -που'σαι ρε Θόδωρε γαμώτο- και βρέθηκε να παλεύει σ'αυτήν εδώ τη θάλασσα, να παλεύει μέσα στα νερά και τα ξύλα και τα σίδερα να βρει το απάγκιο της μακρινής υπόσχεσης, να παρηγορηθεί από την άγνωστη φωνή. Τα'χε προσέξει όλα πριν το μεγάλο ταξίδι· με την αθλητική του φόρμα, έτοιμο να τρέξει προς τη μακρινή υπόσχεση -και να γίνει πλέον μακρινός μόνο ο φόβος· με τις ασορτί κάλτσες του -δε γράφω καλτσούλες, μην έρθει η βάρβαρη μελούρα και τα ισοπεδώσει όλα· έτσι κι αλλιώς, όλη η τρυφερότητα κρύβεται στο ασορτί. Κι η μακριά κοτσίδα του, απείραχτη, σαν τις χορδές του ανέμου, σημάδι μιας άλλης ανθρωπιάς, ενός πολιτισμού που δεν τα'χει χάσει όλα, επειδή έχει χάσει πατρίδες κι έχει γεμίσει φόβους· που όσο πρόσφυγας κι αν εγκαταλείπει την πατρίδα, τόσο άνθρωπος θέλει να κάνει το μεγάλο ταξίδι: φορώντας τα καλά του, χτενισμένο, με ασορτί κάλτσες και μια καινούρια καθαρή αθλητική φόρμα. Το παιδί θέλει να ταξιδέψει παιδί και όχι νούμερο σε στατιστικές ή έκπτωτο της ανερμάτιστης νομοθεσίας κάποιας μεσόγειας αποικιοκρατίας. Το παιδί, σαν παιδί, πιστεύει τους γονείς του ή την άγνωστη φωνή με τη μακρινή υπόσχεση, ότι κάπου υπάρχει ένας καλύτερος τόπος, μια καλύτερη δουλειά για το μπαμπά, καλύτεροι φίλοι, καλύτερο σχολείο, καλύτεροι φόβοι, καλύτερες θάλασσες. Η μοβόρα θάλασσα, που ξέρει από τόπους, που τους βρέχει κάθε μέρα, που μετρά στα βάθη της κορμιά σαν βάρκες και χέρια σαν κουπιά, που πνίγει φόβους και ανθρώπους, δεν το πιστεύει. 

Το ασάλευτο σώμα του κοριτσιού υποφέρει τώρα στην απάνθρωπη αγκαλιά του πλέον -του οριστικού, της πραγματικότητας, της φωτογραφικής σκληράδας. Πλέον δεν υπάρχει. Δηλαδή υπάρχει, αλλά πλέον είναι κάτι άλλο. Τα χέρια δείχνουν ζωντανά, σα να κρατάνε κάτι, σα να σφίγγουν κάτι μέσα τους, ερμητικά για να μη φύγει, αλλά πλέον δεν κρατάνε, πλέον δεν αγγίζουν. Δηλαδή αγγίζουν, αλλά δεν το ξέρουν. Πλέον δεν νιώθουν. Πλέον δεν πιστεύουν σε καλύτερους τόπους, όχι γιατί χάθηκαν οι τόποι, αλλά γιατί χάθηκαν τα μάτια. Πλέον θα είναι σφιγμένα, και τα χέρια και τα μάτια.

Κι αυτή η άλλη θάλασσα, μικρό κορίτσι, δεν ξημέρωσε μέχρι τώρα καλύτερους τόπους για κανέναν. Αυτή η θάλασσα, μικρή, πικρά σ'αποχαιρέτισε· και σε περιμένει. Αλλά σου γνέφει, μικρό κορίτσι με την απείραχτη πλεξούδα και τις ασορτί κάλτσες, πως "πίσω απ'τους λόφους, πίσω απ'τα βλέφαρα, υπάρχει τόπος και για σένα". Χωρίς τα χέρια τα σφιγμένα.

0 σχόλια μέχρι τώρα

στου τουρισμού την ανοχή

E-mail Εκτύπωση PDF

ΝΑ ΞΕΒΡΟΜΙΣΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ. Έτσι, με όμικρον. Όμικρον, ωμέγα, το ίδιο είναι· το νόημα να βγαίνει. Όπως να'ναι. Ελλάδα είναι ό,τι ο καθένας νομίσει. Μπορεί να'ναι οι κάμποι, δυο δέντρα και τ'αψηλά βουνά*. Στο φέησμπουκ θα τη βρεις και ως "elladitsa mas". Απροσδιόριστη έννοια, αόριστη· χαμένη στο γενικά, στα υπόλοιπα του τίποτα, στα αζήτητα της ιστορικής αμάθειας, στις φωτογραφίες με τις παραλιάρες μας πάνω από αβάσταχτα γκρήκλις, στα άναρθρα φωναχτά κεφαλαία. Στην περίπτωση, ελλάδα είναι ένα τοπίο, χωρίς μαυριδερούς φτωχούς μέσα. Δεν πειράζει να'σαι εσύ φτωχός, φτάνει να μην υπάρχουν άλλοι γύρω σου που να ζέχνουν φτώχεια, να μην αισθάνεσαι το φόβο πως είσαι ένας μ'αυτούς, πως είναι η καταγωγή σου λαμπρή ελληνική, μα είναι η μοίρα σου σακατεμένη, μαύρη κι άραχνη πακιστανική. Και δεν πειράζει και να μην ξέρεις ελληνικά· ή να μην ξέρεις η γλώσσα αυτή τι μεταφέρει και πόσα κόκκαλα τσακίζει και από ποια κόκκαλα βγαλμένη ελλήνων τα ιερά είναι. Άλλωστε για όλα έφταιγε το σχολείο, οι ανθέλληνες, οι πολιτικοί, οι ξεπουλημένοι, η ρεπούση, ο τατσόπουλος, όλοι εκτός από σένα. Δεν χρειάζεται να'σαι έλληνας, δεν χρειάζεται να νιώσεις τίποτα βαθιά· το σώζεις με δύο ποστ και φωτογραφίες από παραλιάρες. Και το ρεφρέν "μπουρδέλο κράτος". Αγαπημένο, λαϊκό.

Να ξεβρωμίσει ο τόπος, η παραλία. Μια βρώμα με ορθογραφία, σε απόλυτη τάξη, συντεταγμένη σε ξαπλώστρες, καλαμάκια φρέντο και γόπες τσιγάρων, επένδυση πάνω στη βιασμένη ομορφιά της εντόπιας γεωγραφίας και τον εξευτελισμό κάθε δικαιώματος στο κοινό μας χώρο· τον δημόσιο. [δημόσιο. μια λέξη που αντί για κατάκτηση, αντί για δικαίωμα, αντί για ιερό, εκφέρεται σε όλους τους τόνους και τις κλίσεις, όχι ως επίθετο που χαρακτηρίζει την κοινή ιδιοκτησία μας, αλλά ως ουσιαστικό που περιγράφει αντικείμενο ιδιοκτησιακού φθόνου]. Ανάπτυξη. Φρέντο, τέσσερα γιούρος. Στην παραλία, όχι στο αεροπλάνο. Ξαπλώστρες παντού, ξαπλωμένος κανείς. Νιώθω παρείσακτος, σαν να μη με αφήνουν να σταθώ στην παραλία, αν δεν έχω μερικά ευρώ στην τσέπη του μαγιού. Σ'αυτήν την πολιτεία -ακόμα και την παράκτια- δεν υπάρχει πλέον πολίτης· υπάρχει μόνο πελάτης. Δεν υπάρχει καν πολιτεία· μόνο πελατεία. Τα παίρνω στο κρανίο. Όχι επειδή ας πούμε ξέρω ότι βάσει νόμου οι ξαπλώστρες οφείλουν να είναι μαζεμένες σε στοίβα όταν δεν ενοικιάζονται -και δεν το'χω να χαλάω τη μικρή βουτιά μου για να ζοχαδιαστώ με τον σούπερ αυθαίρετο αναπτυξιακό επιχειρηματία. Τα παίρνω γιατί ο δίπλα έλληνας δεν το γνωρίζει αυτό, δεν γνωρίζει τα δικαιώματά του. Δικαίωμα για τον έλληνα είναι αυτό που αποφασίζει κάθε στιγμή και ανά περίπτωση και που καταλήγει στο ρεφρέν, το αγαπημένο, το λαϊκό, το χιλιοτραγουδισμένο· μπουρδέλο κράτος, τι τα θες. Και στην παραλία, στην παραλιάρα της elladitsas mas, αυτός ο έλληνας θέλει να έχει για δικαίωμα την ξαπλώστρα, την πολυτέλεια, την άνεση· με όποιο κόστος, με κόστος το δικαίωμα του δίπλα. Αποτέλεσμα με όποιο κόστος. Όπως και οι λύσεις που ζητάει -αφού καεί το μπουρδέλο η βουλή, κρεμαστούν οι τριακόσιοι και πέσει καμιά φάπα στην Κανέλλη. Μεταξάς, Σκόμπι, Ιωαννίδης, εισαγόμενος Καραμανλής. Και χρυσαυγή, άμα λάχει. Και ρόπαλα. Η δημοκρατία ήταν πάντα γι'αυτόν μια λαμπερή πολυτέλεια, ένα μπόνους που του χάριζε την ψευδαίσθηση όχι της συμμετοχής στα πράγματα, όχι της κοινής πράξης, αλλά μιας ανώτερης εξουσιαστικής συνιδιοκτησίας· πως διοικεί, πως κανονίζει, πως του ανήκουν, πως του χρωστάνε, πως αυτός τους ανεβάζει. Οι κουβέντες, τα πολλά πολλά, η πολλή δημοκρατία, τα πολλά δικαιώματα, είναι για φλώρους. ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΦΕΡΑΝ ΟΣ ΕΔΟ. 

Οργανωμένη παραλία. Όπου οργάνωση σημαίνει αποδιοργάνωση, σημαίνει χτίσε όπου θέλεις, ό,τι θέλεις, άσε σκουπίδια, χέσε παντού τα υπόλοιπα του πολιτισμού σου. Σημαίνει κανείς υπεύθυνος, κανείς υπόλογος. Οργανωμένη παραλία σημαίνει όχι παραλία· σημαίνει δεν φροντίζω την παραλία και τη φύση, ούτε καν τον πελάτη της. Η φύση υπάρχει από μόνη της· είναι μπαγκράουντ, ταπετσαρία. Οργάνωση σημαίνει βγάζω κέρδος από κεφάλαιο που δεν μου ανήκει. Όλος ο άρρωστος παραλογισμός της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας γλαφυρά αντανακλάται σε λίγα μέτρα άμμου και θαλασσινού νερού. Κανένας πρόχειρος φρίντμαν εδώ στη γύρα για να μου εξηγήσει τι προοπτική έχει αυτή η απίθανη ασχήμια. Στο καράβι, δυο καφέδες και ένα τοστ, 10 ευρώ. Ελεύθερη αγορά, ευκαιρίες, ανάπτυξη. Όσο ανεβαίνουμε σε τιμή, κατεβαίνουμε σε ποιότητα. Δεν υπάρχει κάποιος μανδραβέλης ή μίχας κοντά μου να μου το εξηγήσει σε απλά ελληνικά. Να καταλάβω τουλάχιστον από πότε αυτό το άλλο ρεφρέν, το "ό,τι πληρώνεις παίρνεις" -άλλο παλιό αστικό σουξέ- έχει παρέλθει την ημερομηνία λήξης του. Και πως γίνεται ακόμα κι ο εσπρέσο ο καραβίσιος να είναι ό,τι πιο αηδιαστικό μπορείς να βάλεις στο στόμα σου. Και επίσης γιατί δεν είναι καφές. Κι αυτά, με φέραν ως εδώ.

Στο νησί, χρυσαυγίτες έμπορες της συφοράς μοσχοπουλάνε τεκμήρια της πιο χυδαίας αισθητικής τυπωμένα πάνω στο ο,τιδήποτε, τουριστικά τισέρτ ας πούμε, ληονάηντας και δισίζ πάρτα, ενώ όταν δεν έχουν πελάτη συζητάνε φτύνοντας μεταξύ τους στα χειρότερα ελληνικά, σε γκρήκλις τηλεοπτική προφορά, πότε θα ξεβρωμίσει κι ο δικός τους τόπος. Όταν μπαίνει ο πελάτης ο έλληνας, τον κοιτάνε σαν κλέφτη. Και στο επόμενο καρέ, λιώνουν από τις επικύψεις στον πελάτη τον ξένο, που όχι δεν κουβαλάει τον κατώτερο πολιτισμό του Πακιστάν, αλλά δεν κουβαλάει κανέναν πολιτισμό, ούτε τον πολιτισμό του τόπου του, δεν φέρνει τίποτα, δεν αφήνει τίποτα, δεν μοιράζεται ούτε σπιθαμή πνεύματος. Είναι ο τουριστικός πολιτισμός· φωνάζω, καταναλώνω, ιδιωτεύω, ό,τι μου γουστάρει, όπου μου γουστάρει. Είναι η καθαγιασμένη, η αναπτυξιακή, όχι η φτωχική μαυριδερή· είναι η τουριστική εκδοχή του ξένου, η πλέον αποκρουστική, η χυδαιότερη: κοιτώντας τον απευθείας στην τσέπη. Και τουρίστας είναι αυτός που δεν του αρκεί τίποτα. Ένας αδηφάγος ηδονοβλεψίας, με αποστολή να κλέψει για το φράγκικο άηπαντ του μερικά πίξελ από τις παραλιάρες και το μεγαλείο της elladitsas mas. Μόλις πάει στην παραλία, θέλει κι άλλη παραλία, θέλει δραστηριότητες, ποδήλατο, εκδρομή, τζετ σκι, ανάπτυξη. Δεν θέλει μπάνιο, βουτιές, ρηλάξ. Ούτε την ησυχία του. Θέλει τη φασαρία μας.

Βαρέθηκα πια να τα παίρνω κρανίο. Κουράστηκα κάθε καλοκαίρι να γκρινιάζω. Τρέχω προς τη θάλασσα, στο λίγο που έχω πρόσβαση, κάνω μια βουτιά που κρατάει δυο αιώνες και κολυμπάω στο απέραντο που έχω μόνο δικό μου, που δεν κολυμπάει κανένας ξαπλώστρας. Βγαίνω στην επιφάνεια καθαρός, ήσυχος. Αφήνω την άμμο να με λερώσει, να με βρωμίσει παντού ο τόπος. Κοιτάζω πάνω, τραβάω τη φωτογραφία. Αυτό είμαστε, σκέφτομαι. Μια ξεφτισμένη σημαία, ψωροπερηφάνια, που ανεμίζει νευρικά όπου φυσάει ο άνεμος, πάνω σε μια αυθαίρετη ημιτελή οικοδομή.


*Οι χτισμένοι κάμποι, τα καμμένα δέντρα και τα καταπατημένα βουνά.

3 σχόλια μέχρι τώρα

χαμένοι στη μετάπραξη

E-mail Εκτύπωση PDF

[γραμμένο στο αεροπλάνο
που όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με συννεφιά]

Στο check-in. Προορισμός Κολωνία. Προβολή της ταινίας μου για τον Χρήστου εκεί. Έχετε βαλίτσες; Όχι, κυρία μου· εξάγω πολιτισμό. Καλά τώρα. Μπροστά μου οικογένεια με αλβανικά διαβατήρια, ψιλοχάι και άνετοι. Αυτό που κάποτε λέγαμε γι'ανέκδοτο και χασκογελούσαμε· αλβανοί τουρίστες. Στην πτήση, ελάχιστοι έλληνες τουρίστες. Πλέον αυτό είναι το νέο ανέκδοτο. Πως γυρνάει ζοφερά πάνω σου η πλάκα, ε; Φα'τα ανώτερε έλληνα. Δυο χάλκινα κι αυτά με κόπο, με ζόρι μεγάλο, και δεν ξέρεις καν τι είναι το τζούντο. Ούτε που πέφτει η Γεωργία. Και ποιοι μένουν εκεί. Βλέπεις, αυτή τη φορά δεν είχες λεφτά για μεταγραφές υπερανθρώπων που σηκώνουν σπίτια ολόκληρα. Στις αναγγελίες των καθυστερημένων επιβατών, όπου συνήθως έχω περίοπτη θέση στα επίσημα, ακούω γεωργιανά ονόματα που τελειώνουν σε -σβίλι κι ακούγεται σαν να ταξιδεύουν οι Ramones. Τζόι, Ντι Ντι, Tζόνι, Μάρκυ, όλοι Ramones. Τους απίθανα γελοίους και εκβιαστικούς συνειρμούς μου γύρω από τη λεκτική οικογένεια Ραμονσβίλι, διακόπτει μια ακόμα πιο αστεία αναγγελία ονομάτων που τελειώνει με το "Τραμπάκουλας". Στο σταυρό που σου κάνω. Σπέρνεις σουρεαλισμό ρε έλληνα. Εσύ πρέπει να γέννησες τον Μπρετόν και τον Νταλί. Οι σούρεαλ αναγγελίες κάνουν πάρτι. Τώρα αναζητείται επειγόντως ο επιβάτης Αχμέτ. Σα να λέμε ο Γιάννης. Γιάννη, τρέχα στην έξοδο Β23, θα χάσεις την πτήση.

Στο αεροπλάνο, παραγγέλνω ένα μπουκαλάκι νερό. Γιες, γουιθάουτ γκας. Υπό την επήρρεια των αναγγελιών ακόμα, συνεχίζω να παράγω συνειρμούς που σε χρόνο ντετέ γίνονται αβίαστα καταστροφολογικά σενάρια για εκρηκτικές χημικές ενώσεις νερού και γκας. Νερό με φωταέριο, μπουμ. Το αεροπλάνο κόβεται στα δύο. Επιβάτες σε ελεύθερη πτώση. It's three euros, μου λέει. Επανέρχομαι. ΤΡΙΑ ΕΥΡΩ. Ξαναφεύγω. Τι τρία ευρώ ρε; ΤΟ ΝΕΡΟ; Όταν εμείς ρε πίναμε τρεχούμενο νερό, εσείς τρώγατε βελανίδια. Δυο φέτες ψωμί με υποψία τυριού και λίγο μαρούλι να εξέχει, χαρακτηρίζεται στον κατάλογο "σάντουιτς". 3,50 γιούρος. Όταν εμείς ρε φτιάχναμε σάντουιτς, (ρε), εσείς τρώγατε βελανίδια. Είναι η πολιτική της εταιρείας μας κύριε. Ρε όταν εμείς ρε είχαμε εταιρείες, εσείς τρώγατε βελανίδια. Όταν εμείς πολιτική ρε βελανίδια, εσείς ρε εταιρεία πολιτική ρε είχαμε τρία ευρώ. ΡΕ. Ραμονσβίλι ρε, Τραμπάκουλας. ΤΖΟΥΝΤΟ ΡΕ. Ηρεμήστε κύριε, ηρεμήστε. Πόσα για να ηρεμήσω ρε; Τρία ευρώ. Ρε όταν εμείς ήμασταν ήρεμοι, εσείς τρώγατε βελανίδια. Όταν εμείς πουλούσαμε το κάθε τι, εσείς τρώγατε βελανίδια. Βελανίδια τρώμε ακόμα κύριε, αλλά μάθαμε και να τα πουλάμε. Αντίθετα με σας, κύριε, που δεν μάθατε ποτέ να τα πουλάτε καλά, γι'αυτό τώρα δεν μπορείτε να φάτε ούτε τα βελανίδια. Δεν τα έχετε καν, κύριε. Τώρα, κύριε, έχετε μόνο αυτή την απάντηση για το κάθε τι, την έχω σχεδόν μάθει απέξω εδώ και τόσα ταξίδια, κύριε, στα ελληνικά μάλιστα, κύριε. Τάπα. Ρούφεν.

Κάποιος κοντινός επιβάτης κλάνει ασύστολα, δυναμικά, βρωμερά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ο καθένας φαντάζεται πως είναι ο διπλανός του. Μια απίθανη συνομωσία υποψιών και βλεμμάτων, σα να παίζεις νύχτα στο Παλέρμο, αλλά χωρίς κανένα κλου. Κάποιοι κλείνουν επειδικτικά τη μύτη τους, πιθανώς για να μην γίνουν στόχος υποψίας, ξεκάρφωμα, χα, να τι θα έκανε ο πραγματικά ένοχος, εκτός αν ήταν αφόρητα κουλ και λαρτζ. Ως έλληνας. Όλοι ενοχλούνται, εγώ για κάποιο λόγο όχι και τόσο. Υλικό για συνειρμούς. Κλανιά με φωταέριο, μεθάνιο, μπουμ.

Κολωνία. Μυθικό μέρος του ονειρικού μου βίου. Εδώ έχουν ηχογραφηθεί οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα να βλέπω τον κόσμο μέσα από άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Τζάρετ. Εδώ, στην Κολωνία, λίγο πιο πέρα από τον Τζάρετ, θα τους μιλήσω για τον Χρήστου, θα δουν την ταινία μου, και φαντάζομαι πως αν μετά με ρωτήσουν κάτι ζόρικο ή δυσανασχετήσουν, θα τους απαντήσω πως όταν εμείς κάναμε αβανγκάρντ, αυτοί έτρωγαν βελανίδ έπαιζαν αβαγκάρντνερ. Γκρηκ κάλτσουρ ρε. Εξάγω κάλτσουρ.

Πράξη, λέει ο Χρήστου, είναι το λογικό, το αναμενόμενο, το συμβατικό. Μετάπραξη, λέει, είναι το πέρα, το μη αναμενόμενο, το μετά το αναμενόμενο. Μετάπραξη, μεταπράτες. Οι συνειρμοί είναι στα μαζέματα του πάρτι, λιώμα, διαλυμένοι, φεύγα. Σκέφτομαι φευγαλέα ότι είμαστε λαός μετάπραξης, πέρα από τη λογική, φάση του μη αναμενόμενου, είτε για καλό είτε για κακό· μεταπράτες. Για την πράξη πάντως ούτε λόγος. Όταν εμείς γεννούσαμε τον ορθό λόγο, οι άλλοι τρώγανε βελανίδια. Όταν τον δώσαμε για υιοθεσία, μας έδωσαν βελανίδια. Και τώρα τέλειωσαν και τα βελανίδια. Ε, και γι'αυτο γκρινιάζουμε και μουτζώνουμε. Χεστήκαμε για τον ορθό λόγο.

0 σχόλια μέχρι τώρα

του πάνω κόσμου οι φυλακές

E-mail Εκτύπωση PDF

Πριν από τρία χρόνια, ήταν Μάρτης του '09, βρισκόμουν στη σκηνή του Γκαγκάριν με τους Night On Earth για να παρουσιάσουμε ζωντανά το νέο τότε δίσκο μας -μάλιστα με τη γενναιόδωρη συνδρομή του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Λίγο πριν το τέλος της συναυλίας και συνδυαστικά με το κομμάτι Prisons -ελεύθερη διασκευή πάνω στο Του κάτω κόσμου οι φυλακές του Θ.Π.- αποφασίζω να αναφερθώ στο θάνατο της κρατούμενης Κατερίνας Γκουλιώνη, μόλις μία μέρα πριν, κάτω από ύποπτα αδιευκρίνιστες συνθήκες. Επίσης, αναφέρθηκα τότε σε ένα άλλο περίεργο γεγονός της καθημερινότητας των φυλακών -από αυτά που ούτε τα ψιλά των ειδήσεων δεν καταδέχονται να φωτίσουν- οπότε και ο γνωστός Περίανδρος της χρυσαυγής -πιθανώς μαζί με συγκρατούμενους φίλους του- την ίδια εκείνη μέρα στις φυλακές Αλικαρνασσού, στρίμωξε στα ντους τον αναρχικό Γιάννη Δημητράκη και τον σάπισε στο ξύλο. Ως αντίδραση ακούστηκε ένα μόνο σύνθημα -από ένα άτομο μάλιστα- και ένα θερμό χειροκρότημα από την πλειονότητα του κοινού, το οποίο εξέλαβα όχι ως ανταμοιβή στην πολιτικάντικη ματαιοδοξία μου, αλλά ως μια βαθιά ανταπόκριση ανθρωπιάς. Ότι ακόμα κι όταν μιλάμε για κρατούμενους του ποινικού κώδικα, με ή χωρίς πολιτική ή άλλη ταύτιση, ακόμα κι αν ήρθαμε σε μια συναυλία να ακούσουμε γλυκόστιχα και ταξιδιάρικα σόλο, ακόμα κι αν αγνοούμε τις συνθήκες και τις λεπτομέρειες των γεγονότων, κάποια πράγματα μας είναι πολύ ξεκάθαρα και δεν μας κομπιάζουν. Και μας είναι πάντα ξεκάθαρα. Και αυτά είναι όσα απάνθρωπα μας στερεί η κρατική βία -όπως η γυναικεία ακεραιότητα και η σωματική αξιοπρέπεια- και το παραπαίδι της, η παρακρατική βία. Τρία χρόνια πριν, στο άκουσμα της δράσης μέλους της χρυσαυγής, η κουβέντα δεν σήκωνε συμψηφισμούς, ούτε "αλλά" για τα δήθεν θέματα του εγκληματικού κέντρου της Αθήνας. Ξέραμε όλοι πολύ καλά ποιος ήταν το εγκληματικό κέντρο.

Πριν από τέσσερα χρόνια, σε μια μεγάλη συναυλία αλληλλεγγύης στους Ζαπατίστας στο Θέατρο Πέτρας, με το ίδιο σχήμα είχαμε συμπράξει με τον Παπακωνσταντίνου. Τελευταίο κομμάτι του σετ το Αερικό, της λυρικότροπης ρομαντικής ανυπακοής του όσες κι αν χτίσουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει. Ένα άλλο αληταριό όμως εκείνη τη στιγμή, μέσα από τις πρώτες σειρές, εκσφενδονίζει με χάρη ένα άδειο μπουκάλι άμπσολουτ βότκας, το οποίο από σύμπτωση -κι από κακό σημάδι;- βρίσκει πάνω στην κιθάρα του Βασίλη, τριάντα εκατοστά περίπου κάτω από το σημείο που πιθανώς θα μας κόστιζε έναν κιθαρίστα και έναν φίλο. Κι όμως. Τίποτα το ξεκάθαρο εδώ. Στο φόρουμ των αφοσιωμένων ακροατών του Θ.Π. έγινε τότε ένα τρελό ντημπέητ like no other, όπου μέσες άκρες ακούστηκαν και κάτι σχόλια του τύπου "έτσι όπως παίζουν, καλά τους κάνουν" και κάτι άλλα που άμα ήμουν ο Lemmy θα είχα κατέβει κάτω να τους κόψω την καρωτίδα με τις χορδές του μπάσου. Αρκέστηκα μόνο σ'αυτό.

Στην πρόσφατη συναυλία του στην Τεχνόπολη, ο Θανάσης επέλεξε να δώσει βήμα σε μια αναγγελία συμπαράστασης στην υπόδικη κρατούμενη Όλγα Οικονομίδου η οποία βρίσκεται εδώ και ένα μήνα στην απομόνωση επειδή αρνήθηκε τον εξευτελιστικό κολπικό έλεγχο, αλλά και λόγω άλλων διοικητικών παραλείψεων (sic) αναφορικά με τις συνθήκες κράτησής της. Η παρέμβαση χαιρετίστηκε με εκτεταμένο χειροκρότημα και συνθήματα για όσους είναι στα κελιά. Στην πλασματόσφαιρα των σόσιαλ μίντια, όπου αρκεί η πρόσβαση στο ίντερνετ για να δικαιώσει τα λίγα λεπτά που σου υπόσχεται ο Γουόρχολ, η αντίδραση που μας έγινε γνωστή ήταν αυτή. Ή για την ακρίβεια, αυτή. Με λίγα λόγια, η αντίδραση μιας κοπελιάς, η οποία στο κάτω-κάτω σε μια συναυλία πήγε βρε αδερφέ, να ξεσκάσει από τα μνημόνια και τις βίες απ'όπου κι αν προέρχονται, λίγα τραγούδια έκανε κέφι μόνο, και είχε πληρώσει και εισιτήριο, είχε αγοράσει προϊόν, είχε αγοράσει υπηρεσίες, απαιτούσε σεβασμό, απαιτούσε σιωπή. Λίγα τραγούδια μόνο ζήτησε, λίγη ανδρομέδα, λίγη εναλλακτικότητα και συντροφικότητα δίπλα σε άλλα αγαπημένα εισιτήρια που είχαν εξαγοράσει υπηρεσίες και στάση καλλιτέχνη. Μα ο καλλιτέχνης μίλησε αλλιώς και αυτό δεν άρεσε. Ο καλλιτέχνης χώρεσε κάτι που δεν μπορούσε εκείνη να χωρέσει. Ο καλλιτέχνης επέκτεινε το όραμά του και τους τρόπους του πέρα από τη δισκογραφία και κάθε έννοια πληρωμένου προϊόντος και υπηρεσίας. Δεν ήρθαμε να ακούσουμε αυτά Θανάση. Εμείς ήρθαμε γι'αυτά που υπόσχεται το εισιτήριο, εμείς ήρθαμε γιατί είσαι ο καλύτερος όμηρος των προσδοκιών μας, είσαι ο υπάλληλός μας επί σκηνής. Γιατί είσαι θέαμα. Χάρτινο τσίρκο· που είναι η δική σου σκλαβιά.

Γιατί όμως ανέφερα και τις δικές μας περιπτώσεις στην αρχή; Την πρώτη, για να φανερωθεί ίσως ότι -όπως και στο άκουσμα ενός Αερικού ή ενός Σαμπάχ- ένα κομμάτι με τίτλο Prisons δεν είναι απίθανο ως περίπτωση να ακολουθείται από αναφορά στις πραγματικές prisons αυτού του κόσμου -αυτού και όχι του κάτω, οι οποίες εντούτοις μοιάζουν όσο τίποτα με τις βιβλικές περιγραφές του κάτω. Και πως σε μια συναυλία ήχων, αισθήσεων και εμπειριών, η συνείδηση εξακολουθεί να λειτουργεί με όλα της τα κανάλια ανοιχτά. Και πως ακόμα και η διαφωνία είναι θέση και όχι ενοχικά βιασμένη συνείδηση. Πως κανείς δεν βιάζει τον άλλον, λέγοντας λόγια που σκέφτεται και μοιράζεται με κόστος. Πως κανείς δεν σε καπελώνει, επειδή αποφάσισε να κάνει ένα βήμα παραπέρα από τις ελάχιστες προσδοκίες σου. Ακόμα κι αν ο ίδιος μπορεί να το κάνει αμήχανα, ακόμα κι αν δεν ταυτίζεται, ακόμα κι αν αυτό που κάνει, το κάνει μόνο και μόνο γιατί νιώθει πως κάτι πρέπει να ακουστεί. Και πως το άκουσμα αυτό δεν είναι βία, δεν είναι προδοσία, δεν είναι έξω από τη συνθήκη της ζωντανής εμπειρίας. Απευθύνεται από ζωντανό οργανισμό σε ζωντανούς οργανισμούς, μέσα σε έναν καργιόλη καιρό που θα μας προτιμούσε πεθαμένους και κάνει ό,τι μπορεί μάλλον γι'αυτό. Απαιτεί όσο τίποτα να σπάσει την νομιμοποιημένη εντός μας ομερτά και την ομηρία των επίπλαστων προσδοκιών.

Η επίκληση της φάσης με το μπουκάλι μας δείχνει ίσως μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή η χυδαία ομηρία. Βία λοιπόν είναι ο εγκλωβισμός, όχι η ελευθερία. Το να ακούσεις κάτι με το οποίο διαφωνείς και εξανίστασαι δεν είναι βία. Το να θες να πεις κάτι που νιώθεις, προς όλους, και να το πνίγεις επειδή κάποιος ενδέχεται να διαφωνεί -και μάλιστα στη βάση μιας ανταλλακτικής διαδικασίας, που έχει ως κοινό τόπο μερικά ελάχιστα ευρώ- αυτό οδηγεί σε κάτι πιο σκοτεινό κι από την ίδια τη βία. Τη σιωπή σε δύσκολους καιρούς. Τη μόνη φυλακή του πάνω κόσμου.

0 σχόλια μέχρι τώρα

εξεγέρθητι

E-mail Εκτύπωση PDF

για τη Χριστίνα

 

Ξεκινάς να γράψεις ένα ποστ προεκλογικά και στο μεταξύ σε προλαβαίνουν κάτι εκλογές, κάτι διαχειριστικά του ρετιρέ, κάτι κοινόχρηστα, κάτι κινηματικά, κι ενώ το τριγύρω σου Ιράν παίζει μπάλα με το κεφάλι σου και σε ζώνουν ακόμα οι ματωμένοι παπαγάλοι που στόμα έχουν και μιλιά πλέον δεν έχουν, που έχουν στόμα που δαγκάνει κι άντε όλο λέει πως δεν το ξανακάνει. Θες να μιλήσεις για τις εκλογές και όλοι γύρω μιλάνε για εκλογές, θες να μιλήσεις για κάτι κι όλοι γύρω σου μιλάνε για κάτι. Θες να μιλήσεις και τελικά σκύβεις το κεφάλι, νωχελικά αποστρέφεις το βλέμμα απ'τα πράγματα, γιατί το μόνο που θες τώρα είναι να βρεις μια χαραμάδα να μπει φως, να μπουν φίλοι και αγγίγματα, να ξαναμπούν ζεστά απογεύματα που είχες ξεχάσει, να έρθει ένας μικρός λίβας και να καθήσει πάνω από τα ψηφοδέλτια, να χαμογελάσει σε κάθε ευρωδίλημμα και να σου φέρει εικόνες από την Ομόνοια της δραχμής, των κεμπάπ, των λαχειοπωλών, των αιγυπτίων, των αργόσχολων, των παλιών ρώσικων τρόλεϊ, των κουλουρτζήδων, των επαρχιωτών που ήρθαν χαράματα κι ακόμα ψάχνουν, των αδειούχων ευέλπιδων που ψάχνουν ταξί να πάνε στην καλή τους, των τζαζ καμπαρέ στις στοές της Σταδίου, επτά καφενεία σε κάθε γωνία, τριάντα περίπτερα, μουσικά όργανα Ραμόνα στον υπόγειο του ΗΣΑΠ και στις τρεις χαράματα στην Αθηνάς, "γεια, πόσο πάει;", κι όχι πως θες να πας κι όμως ρωτάς ξαναρωτάς, γεια πόσο πάει, έτσι με κάποιον να μιλάς· την ώρα που είναι όλα κλειστά, σαν φως αστράφτει κι ας μην υπάρχει πια, εκείνη σου χαμογελά, εκείνη γίνεται αγκαλιά. Η παλιά σου Ομόνοια ήταν η αγκαλιά.

Βλέπω το φίλο μου τον Ρένο στις αντέννες του κόσμου, να ονομάζει "παλιά ελλάδα" το μέχρι εδώ, και να δυσανασχετεί. Και με ιεραποστολικό στόμφο να ζητάει από αυτή την παλιά ελλάδα να φύγει, να την ξεχάσουμε. Να ξεχάσουμε τους εμφύλιους κι όλα αυτά τα αιματηρά που μας χωρίζουν. Όμως, αυτή ακριβώς είναι η συνθήκη επιβίωσης της παλιάς ελλάδας, έτσι βρίσκει τη συνέχειά της στο χρόνο: να την ξεχάσουμε, μαζί με τα πάθη της, μαζί με τη σκοτεινιά που έφερε, μαζί με τις πληγές που άνοιξε, χαρακιές στο σώμα της ιστορίας· της ιστορίας μας. Και πως να κλείσουν οι πληγές, όσο υπάρχουν άταφοι νεκροί, ματαιωμένες ελπίδες, ματωμένοι αποχαιρετισμοί, χαρακιές μέσα σου και ακόμα πιο μέσα σου. Η παλιά ελλάδα ήταν πάντα παλιά, είχε εχθρό κάθε τι νέο, κάθε τι φωτεινό, πολεμούσε στα σκοτάδια για να νικήσουν τα σκοτάδια, και είναι ακόμα παλιά, για την ακρίβεια είναι μόνο παλιά, αφού ρήμαξε ακόμα και την ελλάδα της. Και επιβιώνει τώρα στις ύστατες απόπειρες αιματηρών συναλλαγών, παλεύοντας να ξαναγεμίσει τσέπες και να αδειάσει συνειδήσεις, να ονομάσει συνείδηση την τσέπη και νόμο την κάθε επιβουλή της, να βαφτίσει εθνικό το κάθε συμφέρον της -στην ίδια πρόταση, σε κοινό παζάρι, το εθνικό και το συμφέρον· αυτό που μας ενώνει κι αυτό που μας χωρίζει. Η παλιά ελλάδα ασθμαίνει, βρωμώντας θάνατο τα χνώτα της, ανάμεσα στις σπασμένες πέτρες και στα ολόδικά της ερείπια. Κι η Ομόνοιά σου έχει βρωμίσει ήδη θάνατο.

Κι εσύ λες πως δεν είναι ο θάνατος που βρωμάει, αλλά οι Πακιστανοί. Εσύ μετράς τους ξένους, μετράς τις ζωές, κάνεις υπολογισμούς, τακτοποιείς λογαριασμούς, συμψηφίζεις ζωές με δουλειές, προσθαφαιρείς ζωές και συμφέροντα, διαιρείς ζωές με επιδόματα, προσθέτεις μίσος και δικαιολογίες, αφαιρείς κι άλλο άνθρωπο από μέσα σου, από την Ομόνοιά σου. Ναι ρε, μυρίζουν οι Πακιστανοί. Και να σ'αρέσει που μυρίζουν, να τους νιώθεις σαν ένα μπαχαρικό από απόκοσμη κουζίνα. Ναι, μια κουζίνα είμαστε -περπατάς ανάμεσα στις γεύσεις του κόσμου και ακροβατείς στις χαρακιές του· κουζίνα που μαγειρεύονται εντός της όλα τα μπαχάρια, που βρίσκουν απάγγιο όλα τα χαρμάνια, τρυφερά τοποθετημένα στο ραφάκι, ειρηνικά και ήσυχα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να είναι εκεί από πάντα και για πάντα, σαν να μη λήγουν ποτέ, σαν να μη περισσεύει κανένα και κανένα να μη χρειάζεται, σήμερα λίγο κόλιανδρο, αύριο μια πρέζα δυόσμο, μια σκελίδα σκόρδο από το χωριό σου, λίγη κάρρι από το Δελχί. Ναι, ίσως είμαστε πολλοί, ίσως μαζευτήκαμε λίγοι παραπάνω, αλλά ξέρεις εσύ να πεις πόσοι χρειαζόμαστε; Πότε περισσέψαμε κάποιοι; Πότε επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να μετράμε; Εμείς ποτέ δεν διώχναμε, το ψωμί στο τραπέζι το κόβαμε στα δύο, στα τρία, στα χίλια δεκατρία, από το υπόλοιπο δίναμε ακόμα και του σκυλιού να φάει, είχαμε-δεν είχαμε, υπόλοιπο πάντα είχαμε, ζεστά απογεύματα που ο "άλλος" δεν ήταν ξένος, ζεστά απογεύματα που δεν ξέραμε ξένος τι πάει να πει. Τώρα, λες, πως του δίνεις ψωμί κι αυτός σου τρώει δουλειά. Και αφαιρείς κι άλλο άνθρωπο, κι άλλη Ομόνοια.

Και χασκογελάς με τους φίλους σου -σίγουρος για την ψήφο σου, τελειωμένος με το καθήκον- κλίνοντας σε όλες τις αστείες πτώσεις το "εγέρθητι". Και σε κάθε χαχάνικη παραλλαγή του, ένας Πακιστανός κάπου γεμίζει άλλη μια χαρακιά· η Ομόνοια χαρακώνεται κι άλλο, οι γειτονιές μας γεμίζουν χαρακιές, γίνονται χαρακώματα. Ναι ρε, εγέρθητι. Όλοι όρθιοι, σηκωθείτε, εγερθείτε, βγείτε στους δρόμους, βγείτε στις πλατείες, εγέρσου, εξεγέρσου, βγες ξανά στην Ομόνοια, πάρε τη ζωή που σου ανήκει, ζήσε τη ζωή που σου ανήκει, πάρε πίσω την Ομόνοια που αγάπησες και περπάτησες, ξαναπερπάτησε στην Ομόνοια, απόκτησε τη ζωή που χρεώθηκες, που τη χρεώθηκες για μια ζωή, ξόφλησε το δάνειο και ζήσε, κάνε ιδιοκτησία τη ζωή σου κι όχι τα σπίτια και τ'αυτοκίνητα και τους δείκτες, άσε τα μετρήματα και τα υπόλοιπα και τα κανονίσματα, ζήσε τη ζωή που περισσεύει, ζήτησε ακόμα κι αυτή που δεν σου ανήκει. Κρύφτηκες πίσω από την ψήφο και έπραξες καθήκον. Καθιστός και κρυμμένος. Ζωή δεν είναι αυτή που σου γράψανε, είναι αυτή που γράφεις, αυτή που θα ζητήσεις. Όρθιος. Στο δρόμο. Στην Ομόνοια. Σ'εκείνη που σου χαμογελά και γίνεται αγκαλιά την ώρα που είναι όλα κλειστά.

0 σχόλια μέχρι τώρα

σαμπάχ μανές

E-mail Εκτύπωση PDF

ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει...

Το τηλεοπτικό τσιμπούσι της κρατικής προχτές ήταν αφιερωμένο στον Ρασούλη. Έκλεινε χρόνος από το φευγιό του, ενώ στο μεταξύ αυτού του χρόνου μας αποχαιρέτισαν κι άλλοι. Σε κάποιο από τα διαλείμματα της εκπομπής, μαθαίνουμε πως μας αποχαιρέτισε και η Δόμνα Σαμίου. Παύσεις. Τα βλέμματα στο τραπέζι πλατό, όλα στεγνωμένα, χάνονται, αφαιρούνται. Ούτε οι οικείοι συναισθηματισμοί των επετειακών ανακλαστικών, ούτε θλίψη, ούτε πανηγύρια και ζεμπέκικα. Μόνο χαμένα πρόσωπα που μεταφέρουν το μετέωρο αυτής της απώλειας που ακόμα δεν έγινε συνήθειά μας· η αίσθηση πως κάτι σημαντικό έχει χαθεί. Πως κάτι που τόσο το χρειαζόμασταν, μας άφησε -κάτι σαν προδοσία. Σε κάθε ρασουλικό στίχο που ακούγεται, οι θαμώνες νιώθουν· δακρύζουν τραγούδι παρά τραγούδι, πηγαινοφέρνοντας τον κόμπο που'χει φωλιάσει στο λαιμό και παλεύει να γίνει ένα αχ· να φτάσει με ορμή στα χείλη για να μπορέσει να βγει έξω, μαζί με μια ανάσα, και μετά να γίνει ανάσα πάλι, να γίνει στίχος τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή και ν'αγκαλιάσει τον κόσμο, να λύσει το ξόρκι αυτής της προδοσίας, το συνομωτικά μιλημένο φευγιό των ποιητών μας. Μάταια. Είναι γραφτό στους δύσκολους καιρούς οι ποιητές να σωπαίνουν. Δειλοί· μα το κουράγιο του δειλού είναι μεγαλύτερο απ'όλων των άλλων.

Δεν χρειάζεται να δεις ειδήσεις για να καταλάβεις τι κρίση περνάμε και τι χαμός γυρίζει στα κεφάλια μας. Αρκεί να συνειδητοποιήσεις πως δεν υπάρχει τώρα κάποιος να γράψει οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει, κι αυτό να'ναι κάτι· να'ναι η παρηγοριά σου, ο χαβαλές σου, ο χορός σου, η αλεγκρία του μεσημεριού της Κυριακής με τους οικογενειακούς φίλους γύρω από το τραπέζι, το ραδιοκύμα που σώζει τη ζωή σου καθώς χάνεσαι από φανάρι σε φανάρι με την ταχύτητα πρώτη, δευτέρα, πρώτη. Από τον Vic και τον Μανώλη μέχρι τον Θόδωρο και την Etta, το κενό μεγαλώνει και σου παίρνει το κεφάλι. Το κενό αυτό είναι η πραγματική χρεωκοπία μας. Η λίστα αυτή μας παίρνει τα κεφάλια. Κι αργεί ακόμα απ'το διάφανο το τραύμα το γλυκό, ένα σαμπάχ μακριά να φτερουγίσει.

0 σχόλια μέχρι τώρα

στις αποβάθρες πια δεν έχουμε ζωή

E-mail Εκτύπωση PDF

 

Στους σταθμούς και στους συρμούς του ηλεκτρικού οι προειδοποιήσεις είναι επίμονες και επιτακτικές. Η ευγενική φωνή της κοπέλας ανησυχεί για τις ιδιοκτησίες του κόσμου, ανησυχεί για τον κόσμο της ιδιοκτησίας. Ακούγεται ταυτόχρονα σε όλα τα βαγόνια, σε όλες τις αποβάθρες, μπορεί και απευθύνεται σε όλους τους επιβάτες, διαπερνά τα ακουστικά του πλέηερ σου, σκίζει στα δύο τις σελίδες του βιβλίου που διαβάζεις, μπλέκεται στις σκέψεις σου και χαλάει το παιχνίδι τους, σταματάει με βία το κόλλημα του βλέμματος, τσαλακώνει τη μετρό εφημερίδα που άφησε ο διπλανός και προσπαθούσες από απόσταση να διαβάσεις για να σκοτώσεις χρόνο, για να σκοτώσεις τον χρόνο, στέλνει στο διάολο την αφηρημάδα μεταξύ αττικής και βικτώριας, το δικαίωμα σε αυτόν τον ελάχιστο χρόνο που μπορείς να έχεις μέσα στη μέρα, αφοσιωμένο στο τίποτα, στο πάγωμα κάθε σκέψης και κάθε βλέμματος, στο διάκενο μεταξύ σκέψης και βλέμματος, ελάχιστο όσο και το διάκενο μεταξύ συρμού και αποβάθρας, προσοχή στο διάκενο μεταξυ συρμού και αποβάθρας. Η γοητεία του κενού των καθημερινών κινήσεων σημειώνει μια μικρή ήττα. Παρακαλούνται οι επιβάτες να προσέχουν τα προσωπικά τους αντικείμενα. Μπορεί και μιλάει σε όλα τα βαγόνια, αλλά όχι για να τους πει καλημέρα ή σήμερα είμαι λυπημένη γιατί τα χάδια του κόσμου λιγόστεψαν ή κοιτάξτε ψηλά τον ήλιο μόλις βγούμε από τη στοά του Θησείου, είναι μαγευτικός σήμερα ο ήλιος στο Θησείο ή παρακαλούνται οι επιβάτες με λήγοντα στο έξι να ερωτευθούν αυτούς με λήγοντα στο εννιά. Η φωνή συνεχίζει να ενημερώνει για την ιδιοκτησία του κόσμου. Τώρα στα αγγλικά, πιο ξεκάθαρη και συγκεκριμένη. Their belongings. Τις μικρές ιδιοκτησίες τους. Εξυπακούεται πως όλοι μέσα στο βαγόνι έχουν κάποιες ιδιοκτησίες, ακόμα κι αυτοί που πιστεύουν πως δεν έχουν, ακόμα κι αυτοί που δεν πιστεύουν γενικά στις ιδιοκτησίες. Εξυπακούεται πως και έξω από το βαγόνι, στο σταθμό ας πούμε, στην υπόγεια διάβαση, κι αυτοί όλοι έχουν ιδιοκτησίες.

Όλοι έχουμε ιδιοκτησίες. Ζωή είναι που δεν έχουμε. Που κάποιοι, έστω, δεν έχουμε, για να μη με λες και μελοδραματικό. Γι'αυτό και δεν είναι απαραίτητες οι σχετικές προειδοποιήσεις. Παρακαλούνται οι επιβάτες να προσέχουν για τη ζωή τους, στον επόμενο σταθμό παρατηρείται βαρομετρικό φασιστικό, σα λουλούδι κάποιο χέρι θα τους κόψει μια χρυσή αυγή. Κι εσύ αναρωτιέσαι πως διάολο γίνεται αυτό, πως γίνεται να μην έχουμε όλοι ζωή, πως γίνεται να έχουμε όλοι ιδιοκτησίες, πως γίνεται η αστυνομία να μην έρχεται, ο μετανάστης να ματώνει, ο διπλανός σου να ματώνει, ο κόσμος να μην ξέρει, η φωνή να μην ξέρει, να μη λέει τίποτα, παρακαλούνται οι επιβάτες να ξέρουν, πως γίνεται οι υπεύθυνοι να μην κάνουν τίποτα, να μην ξέρουν. Κι όμως. Η αστυνομία ξέρει, οι σεκιούριτοι ξέρουν, η φωνή ξέρει, όλοι ξέρουν. Αλλά είναι, βλέπεις, που δεν έχουν όλοι ζωή, δεν την έχουν αυτήν την ιδιοκτησία. Άρα δεν έχουν και κάτι να χάσουν. Παρακαλούνται οι επιβάτες που δεν έχουν κάτι να χάσουν, να μην ανησυχούν για τίποτα. Χωρίς αγγλικά μετά, ποιος ξέρει αγγλικά άλλωστε. Παρακαλούνται οι επιβάτες που δεν έχουν πια ζωή, να εξέλθουν από το συρμό. Ο συρμός έχει δρομολογηθεί για δουλειές, ομόνοια, πειραιά, γραμμή ένα, ανταπόκριση για γραμμή δύο, σύνταγμα, εθνική άμυνα. Το δρομολόγιο δεν πάει στον κάτω κόσμο, πάει στις δουλειές. Παρακαλούνται οι επιβάτες που δεν έχουν δουλειά, να πάνε στον κάτω κόσμο. Στην επόμενη στάση, σα λουλούδι κάποιο χέρι μιας χρυσής αυγής θα φροντίσει γι'αυτό.

 

 


 


6 σχόλια μέχρι τώρα

ταξίδι στην άλλη θάλασσα

E-mail Εκτύπωση PDF

Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός, μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει
Γιάννης Ρίτσος

Ακόμα δεν το έχω χωρέσει. Η λέξη «θάνατος» δίπλα στο όνομα του Θόδωρου Αγγελόπουλου δυσκολεύεται απελπιστικά να ταιριάξει. Διαβάζω συνέχεια τα πρωτοσέλιδα -την οριστική πληροφορία, την καταγραφή μιας τραγωδίας στην εδώ θάλασσα, την πραγματική- για να το πιστέψω. Δεν μπορώ να συγχρονιστώ, βρίσκομαι ακόμα στην άλλη θάλασσα, την πιο πραγματική –την πιο οικεία, την πιο φιλόξενη. Για την ακρίβεια, την πλέον φιλόξενη. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που νιώθω βασανιστικά ξεκάθαρα ότι έφυγε ένας κοντινός άνθρωπος.

Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που τους έχεις μεγάλη ανάγκη, που δημιουργείς δεσμούς μαζί τους, που χρειάζεσαι το άγγιγμά τους, που ανοίγουν πόρτες για να μπει ορμητικά το φως, που προχωράνε στην ομίχλη και φτιάχνουν μέσα της ξέφωτα για να βρίσκουν απάγκιο οι φόβοι και τα βλέμματα, οι δικοί σου φόβοι και τα δικά σου βλέμματα. Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που σου δημιουργούν ανάγκες, που σε παίρνουν από το χέρι να προχωρήσετε μαζί στην ομίχλη, απλόχεροι στα ξέφωτα και τσιγκούνηδες στην παραίτηση, που σε αγγίζουν χωρίς να το ζητάς, χωρίς να το χρειάζεσαι, που σε μεγαλώνουν, δεν σε μικραίνουν, που ανοίγουν το ακρινό παράθυρο που μπάζει το φεγγάρι.

Ναι, είχαμε ανάγκη την Άλλη Θάλασσα. Όσο ανάγκη έχουμε και το Θίασο. Είχαμε ανάγκη κάθε θάλασσα του Θόδωρου, κάθε πέρασμα στην άλλη όχθη απόψε, κάθε ανάσα των εικόνων του, κάθε άγγιγμα στην Ιστορία που μας ορίζει. Η άλλη θάλασσα της ποίησής του έγινε το κανάλι για να ταξιδεύουμε στην ουτοπία, τον πιο πραγματικό τόπο που πατήσαμε στη μικρή ζωή μας. Γι’αυτό, το βιαστικό ταξίδι του Θόδωρου για την άλλη θάλασσα του εδώ κόσμου, πριν ολοκληρώσει το ταξίδι στην άλλη θάλασσα της ουτοπίας, μεγαλώνει τη μελαγχολία, ορίζει τη θλίψη. Και η μελαγχολία του τέλους του αιώνα, που με αγωνία ομολογούσε στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, βάρυνε κι άλλο, από τη μελαγχολία των μεγάλων αποχαιρετισμών.

Καινούριους τόπους δεν θα βρούμε, δεν θα βρούμε άλλες θάλασσες, μας γνέφει ο αλεξανδρινός ποιητής. Οι πόλεις θα μας ακολουθούν, στους δρόμους θα γυρνάμε τους ίδιους. Κι εμείς, στους δρόμους και στις πόλεις θα γυρέυουμε πάντα τις άλλες θάλασσες, εκεί μάθαμε αδέξια και λαθραία να γυρεύουμε τις θάλασσες, στις πόλεις αυτές θα ζούμε ως πρόσφυγες –εμείς οι θαλασσινοί- στους δρόμους αυτούς θα σκοτώνονται οι ποιητές μας, στις πόλεις αυτές θα συνωστίζονται όνειρα και ματαιώσεις, εικόνες και αγγίγματα, προκλήσεις και περάσματα, όρια και ξεπεράσματα. Στους δρόμους αυτούς θα τριγυρνά χωρίς σκοπό μια άχρηστη ελλάδα που σπέρνει θάνατο, πάνω σε μηχανάκια ή τρίκυκλα, σε ώρα υπηρεσίας ή καθ’υπέρβαση καθήκοντος, άθελά της ή με δόλο, θα σπέρνει θάνατο, στους νέους, στους ποιητές, στους αγωνιστές, στην πλέον πολύτιμη ελλάδα, σε ό,τι αναπνέει και δεν μυρίζει θάνατο. Ο κινηματογράφος, ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο, έγνεφε ένας άλλος ποιητής.

Τώρα όμως οι δρόμοι σκοτεινιάζουν κι άλλο, η πόλη κλείνεται στο σπίτι της, κλείνεται στα σπίτια μας, ο καθένας έχει την πόλη του, καθένας και μια αναβολή, το ταξίδι στην άλλη θάλασσα απομακρύνεται, η ουτοπία ματώνει από τις ματαιώσεις μας, οι ποιητές σωπαίνουν, οι ειδικοί φρουροί δεν φρουρούν τους ποιητές μας, φρουρούν τη σιωπή τους, φρουρούν τους σκοτεινούς καιρούς. Η καθημερινή χυδαιότητα έγινε συνήθειά μας, οι ευαισθησίες μας δεν χωράνε στις αγορές του κόσμου, συνηθίσαμε την όψη του τέρατος, συνηθίσαμε την πόλη και τους δρόμους, η πραγματικότητα έγινε αγοραία κι αυτή, δεν την αναγνωρίζουμε, δεν έχει θάλασσα. Τώρα πια δεν έχει και καπετάνιο.

Στο Βλέμμα του Οδυσσέα, ο Έρλαντ Γιόζεφσον της ταρκοφσκικής Θυσίας, αφηγείται μία στροφή του Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Τη ζωή μου ζω σε κύκλους που όλο αυξαίνουν, που πάνω από τα πράγματα όλο αυξαίνουν, τον τελευταίο μπορεί να μην τον κλείσω, μα θα το προσπαθήσω. Κι ένας άλλος συντοπίτης του ποιητής, του χαμογελάει, από μια περασμένη εποχή, τον ακουμπάει συντροφικά στην πλάτη και μπορεί να του υποσχεθεί πως όλη η παρηγοριά του κόσμου βρίσκεται σε μια ερώτηση. Στους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε ακόμα;

Ναι Θόδωρε, ναι Μπέρτολτ, ναι σημαίες της θλίψης μας, θα τραγουδάμε ακόμα. Για τους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε, όπως μας το ζητήσατε. Η άλλη θάλασσα είναι αυτή η θάλασσα, αυτή που τώρα σε αποχαιρετά και σου υπόσχεται πως όλη η παρηγοριά του κόσμου είναι το ταξίδι σ’αυτήν εδώ τη θάλασσα, το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει, το ταξίδι σε έναν κόσμο που δεν άλλαξε όσο κι αν το ονειρευτήκαμε, την περιπέτεια ανάμεσα σ’ένα κάλεσμα κι ένα άλλο, ανάμεσα σ’ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο, το ταξίδι που μας έμαθες και που τώρα πια χωρίς καπετάνιο, μόνοι –ακόμα πιο μόνοι- θα κάνουμε. Μα θα το προσπαθήσουμε.


[γραμμένο για την εφημερίδα Πριν,
αρ.φύλλου 1071, 29.01.12]


0 σχόλια μέχρι τώρα

το φλέγμα των χριστουγέννων

E-mail Εκτύπωση PDF

Άνθρωποι χωρίς δουλειά μαζί με ανθρώπους που περιφρονούν αχάριστα τη δουλειά τους και τη βολή τους για χάρη αυτών που δεν έχουν δουλειά, κλαίνε τη μοίρα τους σε χορική διάταξη, επειδή δεν έχει περάσει ακόμα από τη χαλυβουργία ο πρωθυπουργός και ο δήμαρχος για να τους ευχηθούν και να τα φάνε μαζί.

Ευτυχισμένοι άνθρωποι, επιτυχημένοι και λαμπεροί -χωρίς δουλειά, αλλά από επιλογή και αυταπάρνηση- συμπάσχουν με το δράμα του λαϊκού ανθρώπου, που ανακουφίζει -έστω και πρόσκαιρα, έστω και συμβολικά- τις ενοχές τους για τη φοροδιαφυγή. Μία φωτογραφία, χίλια ευρώ.

Άστεγοι καταναλωτές στην άλλη άκρη του κόσμου περιμένουν συσσίτιο παπουτσιών συλλεκτικής σειράς δια χειρός Μάικλ Τζόρνταν και ειρωνεύονται με γέλια τρανταχτά τις ουρές στον υπαρκτό σοσιαλισμό και τους μαζικούς οδυρμούς των βορειοκορεατών για τον ηγέτη τους. Ούτε το κρύο φαίνεται να τους πτοεί, γιατί όλα λυγίζουν μπρος στο όραμα του παπουτσιού με αερόσολα.


Παλιά, οι δημοκρατίες μέσω των αγορών έβγαζαν και κανά (μαύρο) ψιλό για να ρεφάρουν τη χασούρα από τα πολιτικά κουσούρια των κοινοβουλευτικών εθίμων. Τώρα πια, οι αγορές μέσω των δημοκρατιών σώζουν την παρτίδα για όλους μας. Περίμενε στην ουρά για δουλειά, περίμενε στην ουρά για παπούτσια, περίμενε έξω από το νεκροταφείο μην και σκάσει κανάς πλούσιος και σου πετάξει ένα κόκκαλο.

Στο νεκροταφείο, ζωντανός νεκρός, περιμένοντας στην ουρά για δουλειά και λίγη κατανάλωση. Το πνεύμα των χριστουγέννων. Το πνεύμα γενικά.

1 σχόλιο μέχρι τώρα

λουλούδι της ερήμου

E-mail Εκτύπωση PDF

Αλβανικής καταγωγής ξεκάθαρα, καλοντυμένος, ευγενική φυσιογνωμία, ήρεμος και υπομονετικός. Καθώς περιμένει για τον επόμενο πελάτη που θα του ζτηήσει να διασχίσει το κολαστήριο των αθηναϊκών αποστάσεων, διαβάζει ένα μεγάλο βιβλίο, ήρεμος, υπομονετικός. Μιλάει κανονικά ελληνικά, ευγενικά ελληνικά, αλλά η προφορά του προδίδει ότι θα αντιμετωπιστεί ως ξένος, ως άνθρωπος ενός άλλου τόπου που ζήτησε παρηγοριά σ’αυτόν εδώ. Επιλέγω όπως πάντα να τον αντιμετωπίσω μόνο ως άνθρωπο, δεν μπορώ κι αλλιώς, δεν ξέρω τι θα πει αλβανός, δεν ξέρω τι θα πει ξένος, δεν ξέρω τι θα πει γηγενής, ούτε καν ξέρω τι θα πει έλληνας. Ξέρω μόνο τι θα πει έρημος, ξέρω τι θα πει απελπισία. Απελπισία είναι όλες οι άλλες στιγμές· το όνειρο είναι μόνο μια στιγμή. Ναι, Μάνο Χατζιδάκι, κανείς δεν ζει αληθινά αυτό που θα’θελε να ζει.

Μπροστά μας κίνηση, η κίνηση των αθηναϊκών αποστάσεων, μπροστά μας διαγράφονται τα συνωστισμένα διανύσματα του αθηναϊκού μόχθου, η γεωγραφία της βιοπάλης, τα πηγαινέλα με και χωρίς σκοπό, τα εκνευρισμένα πηγαινέλα που χάνουν το ρυθμό τους από τα κόκκινα σήματα και τις πολύβουες διαβάσεις. Μπροστά κίνηση, πίσω κίνηση, έξω και μέσα μας κίνηση, παντού κίνηση, ο κόσμος κινείται, ο κόσμος έξω ονομάζει κίνηση το χειρόφρενο που τραβάς όταν κολλάς σ’ένα κόκκινο σήμα ή σ’ένα μποτιλιάρισμα στροφή Αρσάκη και Σταδίου ή Κολοκοτρώνη και Σταδίου ή Μαρασλή και ματαιοδοξίας γωνία. Ο κόσμος ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης. Ο οδηγός μου δεν δυσανασχετεί με την κίνηση, δηλαδή το σταμάτημα της κίνησης, είναι ήρεμος και υπομονετικός. Με ενημερώνει με κανονικά ελληνικά, ήρεμα ελληνικά, ότι ανακαλύφθηκε ένας πλανήτης στον οποίο μπορούμε ίσως να πάμε να ζήσουμε, που ξέρεις; ίσως να μπορέσουμε να πάμε, μαζί με μας και τα όνειρά μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας. Ο πλανήτης αυτός έχει νερό, πιθανώς να έχει και ζωή, πιθανώς και να μπορεί να υποδεχτεί ζωή, να υποδεχτεί ζωές, κόσμο που ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης, κόσμο που υποφέρει από την παύση της κίνησης και εξευμενιστικά ονομάζει κίνηση το σταμάτημα. Μιλάει για τον άλλο πλανήτη με έναν ευγενικό τόνο που υπονοεί την αποσυμφόρηση από την παύση της κίνησης, υπονοεί μια λύση, αλλά και ένα ξεπέρασμα· πως δεν έχουμε να τσακωθούμε για το αν κίνηση σημαίνει κίνηση ή σταμάτημα της κίνησης, αλλά πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να εκμεταλλευτούμε τη δυνατότητα υποδοχής ζωής που μας δίνει ένας άλλος πλανήτης, που ανακαλύφθηκε κάτι εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από εδώ. Η λύση του, το όραμά του, καλύπτει τέτοια απόσταση: εκατομμύρια έτη φωτός. Εκατομμύρια μακριά και φως στο ίδιο όραμα. Να πάμε σε άλλον πλανήτη.

Ακόμα κι αν αλλάξουμε πλανήτη οι μισοί από μας, του απαντάω, η Αθήνα θα είναι η ίδια, η κίνηση στην Αθήνα θα είναι η ίδια, εδώ θα μείνουν όλοι, δεν θα πάνε σε άλλο πλανήτη, αυτός εδώ είναι ο πλανήτης τους. Ο άνθρωπος από άλλο τόπο, που ξέρει πως είναι να ζεις σε άλλο τόπο, και φαίνεται να ξέρει πως είναι και στους άλλους πλανήτες, δεν συμφωνεί μαζί μου, είναι ήρεμος και υπομονετικός, ακόμα και με την κίνηση είναι ήρεμος και υπομονετικός. Αν πάρουν χαμπάρι ότι είναι καλύτερα αλλού, θα πάνε, μου λέει ο άνθρωπος που κάποια στιγμή αποφάσισε ότι ίσως να είναι καλύτερα εδώ· στον τόπο που ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης και που έχει κίνηση όλη την ώρα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα πάρουν χαμπάρι ποτέ, συνεχίζω εγώ, παριστάνοντας τον ήρεμο, αλλά βράζοντας από την καθυστέρηση που προκαλεί το σταμάτημα της κίνησης. Καληνύχτα Κεμάλ, αυτοί οι άνθρωποι δεν πάρουν χαμπάρι ποτέ, πάντα θα λένε κίνηση την παύση της, ποτέ δεν θα μάθουν γι’άλλους πλανήτες, ποτέ δεν θα αναρωτηθούν αν υπάρχουν άλλοι πλανήτες, θα ονομάζουν ό,τι θέλουν, όπως θέλουν, σ’αυτόν εδώ το μοναδικό πλανήτη τους, το κέντρο της Αθήνας.

Προσπαθώ με ματιές να καταλάβω ποιο είναι το βιβλίο του οδηγού, το βιβλίο που έχει σφηνώσει δίπλα από το χειρόφρενο, το χειρόφρενο που σταματάει την κίνηση, όταν έχει κίνηση, το βιβλίο που σταματάει το χρόνο όταν τραβάει το χειρόφρενο. Με καταλαβαίνει, χαμογελάει, ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω τι διαβάζει, κι αυτός έχει ήδη απλώσει το χέρι του να βγάλει το βιβλίο για να μου το δείξει. «Λουλούδι της ερήμου, μυθιστόρημα, αληθινή ιστορία, το έχει γράψει μια Σομαλή, εκδόσεις Ωκεανίδα». Έχει γυριστεί και ταινία, απ’ό,τι του είπε μια φίλη, αλλά αυτός πιστεύει πως το βιβλίο είναι πιο δυνατό από την ταινία και είναι ωραία γραμμένο και έχει πολύ ενδιαφέρον και με ρωτάει αν το ξέρω κι αν το έχω διαβάσει. Θέλει να μιλήσουμε για το βιβλίο, και έχει πολλή όρεξη, πολλή περισσότερη απ’όση είχε για τον άλλο πλανήτη, ξαφνικά φωτίζεται το πρόσωπό του. Οδηγός ταξί θέλει να μιλήσουμε για βιβλία, περισσότερο απ’ό,τι για άλλους πλανήτες και από τη λύση στο πρόβλημα της κίνησης. «Είναι το δεύτερο βιβλίο που διαβάζω, μ’έχει πιάσει ξαφνικά μια μανία με τα βιβλία, μ’αρέσει πολύ να διαβάζω, μικρός δεν διάβαζα καθόλου, δεν είχα υπομονή, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, μάλλον είχα κακή ενέργεια. Τώρα θέλω να διαβάζω, φαίνεται πως έχω καλύτερη ενέργεια, έχω ηρεμήσει, έχω μεγαλώσει, πιστεύω πως είναι θέμα ενέργειας αυτό. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν ο γάμος από κεραυνοβόλο έρωτα, ήταν δώρο σε μια εφημερίδα, ήταν μικρό, εκατό σελίδες μόνο, πλάκα είχε, αυτό ήταν ελληνικό, τώρα αυτό που διαβάζω είναι σομαλικό, είναι πιο δυνατό και ωραία γραμμένο. Μ’αρέσει να διαβάζω, αλλά δεν έχω χρόνο, οικογένεια, παιδιά, σπίτι δεν μπορώ να διαβάζω, μόνο όταν περιμένω στην πιάτσα διαβάζω». Φτάνουμε. Με αφήνει, πληρώνω, κάνω να βγω. Καλή συνέχεια στο διάβασμα, του λέω. Κι εσύ, μου απαντάει, ήρεμος, ευγενικός, χαμογελαστός, φωτεινός.

Στην έρημο του Κολωνακίου, στις ανηφοριές πάνω από τη Μαράσλειο, ένα ακορντεόν ακούγεται σαν από άλλο πλανήτη. Πάμε σαν άλλοτε, πάμε σαν άλλοτε, σκέψου γαλήνη που θα’χει· αυτό το τραγούδι παίζει. Και μετά το ματζόρε μέρος, θα’μαστε μόνοι εσύ κι εγώ στη γνωστή μας ακρογιαλιά και θα βρεθούμε με βήμα αργό στα λημέρια μας τα παλιά. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ ακορντεόν στο δρόμο να παίζει αυτό το τραγούδι. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ ακορντεόν να παίζει σε έρημο, δεν έχω ακούσει ποτέ όργανο από άλλο πλανήτη. Το τραγούδι αυτό με καλεί, μας καλεί, όσους τελοσπάντων βρισκόμαστε στην έρημο, να πάμε με βήμα αργό στον άλλο πλανήτη. Μικρός πάντα άκουγα «με την Αργώ», σ’αυτό το στίχο. Τώρα καταλαβαίνω ότι ήθελα και τ’άκουγα έτσι, γιατί μικρός είχα περισσότερο πιστέψει πως υπάρχει κι άλλος πλανήτης, μικρός καταλάβαινα πιο εύκολα την Αργώ, παρά ένα βήμα αργό. Τώρα πια, μαθαίνω πως ο άλλος πλανήτης μπορεί και να είναι τα λημέρια μας τα παλιά. Τ’ακρογιάλι π’αγαπάμε και που πάντοτε θυμάμαι.



ΥΓ. Μου έχει ξανατύχει αυτή η έκπληξη, αυτό το ξάφνιασμα, όταν συναντάω ανθρώπους από άλλους τόπους που έψαξαν παρηγοριά σ'αυτόν εδώ τον τόπο. Σκέφτομαι σχεδόν ανακλαστικά, με μια συμπερασματική αίσθηση πλέον, με ένα υπόγειο δίκιο να χαϊδεύει τις διαπιστώσεις μου, ότι οι άνθρωποι που αγωνιούν να προσφέρουν έργο, να παράγουν μόχθο, να ζήσουν παράγοντας και προσφέροντας, είναι εκείνοι που υποφέρουν και από την αγωνία να συνδεθούν με ένα τόπο, να βρουν δεσμούς, να μπουν σε κάποιο κάδρο. Αν το κάδρο δείχνει τον τόπο, τότε ένας δεσμός, ίσως ο πιο δυνατός απ'όλους, είναι η γλώσσα· η ίδια γλώσσα που για τους γηγενείς είναι τώρα μια αόριστη έννοια, τόσο χαοτικά αόριστη που μπορεί με τη λέξη κίνηση να εννοεί την ακινησία, γι'αυτό ίσως και οι γηγενείς να έχουν απωλέσει την επιθυμία για πραγματικούς δεσμούς, να έχουν αποφορτιστεί από την αγωνία να συνδεθούν με τα μεγέθη που όρισαν τον τόπο, που σχημάτισαν τις μορφές του, που μάτωσαν τις αλήθειες του· η ίδια γλώσσα που για τον άνθρωπο του άλλου τόπου είναι τόσο συγκεκριμένη, τόσο πολύτιμη στο να ορίζει τον κοινό τόπο, να εκμηδενίζει την απόσταση από τον άλλο τόπο, από τους ξένους τόπους, αφού πλέον διαβάζοντας ένα βιβλίο στα ελληνικά -το βιβλίο μιας Σομαλής στα ελληνικά- ούτε αλβανία υπάρχει ούτε σομαλία, ούτε απόσταση, ούτε ξένος, το βιβλίο διαβάζεται στα ελληνικά, και έτσι ούτε ελλάδα υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα καθαρά ελληνικά, τα ευγενικά ελληνικά, υπάρχει μία γλώσσα να συνεννοείται ο άνθρωπος, να επικοινωνεί, να γίνεται κοινός τόπος, να φτιάχνονται κοινοί τόποι, να γίνεται τρόπος μαγικός να ανταλλάξουμε ιστορίες, να μιλήσουμε για την κοινή ζωή μας, μία γλώσσα της ερήμου από τις πολλές.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 7 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA