blog



μικρές ανορθογραφίες

E-mail Εκτύπωση PDF

alt

Περπατάω στην Αχαρνών, πάνω στο ασαφές μεταίχμιο μεταξύ δρόμου και πεζοδρομίου, τυχοδιωκώμενος ανάμεσα στις ψιχάλες που γκρεμίζονται γλυκά πάνω στα πλακάκια και τις στέγες· ψιχάλες που συνδέουν με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο την ανάγκη για φθινόπωρο με την επιθυμία για μια άλλη, μια διαφορετική, δικαιολογία· μια δικαιολογία και όχι έναν λόγο, σαν τους τόσους -τις μίζερες νομοτέλειες των τελευταίων μηνών, τις τρόικες και τα μεσοπρόθεσμα- που έχουν γονατίσει το ηθικό μας και χασκογελάνε πάνω από ένα post-it στο ψυγείο που γράφει "μισθός". Να θυμηθώ: να έχω μισθό· να βγει ο μήνας μου, να επιβιώσω. Χρειάζεσαι λοιπόν και μια δικαιολογία, όχι μόνο λόγους· χρειάζεται να ξεφεύγεις που και που, να γλιστράς από την πραγματικότητα, με πραγματικότητα: αφού βρέχει... Κόλαση στους δρόμους, κλισέ στα δελτία ειδήσεων, τα νούμερα δεν βγαίνουν, το χρέος δεν (πα να) κουρεύεται... Όμως, βρέχει. Και παρ'όλα αυτά, βρέχει.

Με βηματισμό σε σλάλομ, αποφεύγω σε κάθε γωνία τα σκουπίδια· τα σκουπίδια που έχουν δραπετεύσει από τους κάδους -μέρες τώρα- και σήμερα δραπέτευσαν και από τις σακούλες, στήνοντας τη δική τους βρόχινη εξέγερση, φτιάχνοντας βρωμερά οδοφράγματα, εκπέμποντας χημικό κίνδυνο. Αν ρωτήσεις τον οδοκαθαριστή, θα σου πει για τη βροχή· θα σου πει για την απεργία· θα σου πει για τους άλλους. Αφού βρέχει, αφού έχει απεργία, αφού ο χυτά είναι κλειστός, αφού αυτοί. Μαστουρωμένος από τη μπόχα των απορριμμάτων, αναλογίζομαι και διατρανώνω μέσα μου πως το παιχνίδι πλέον είναι καθαρά συνειδησιακό. Καμία τρόικα, κανένα οικονομικό μέτρο, καμία μέρκελ, καμία απεργία δεν απαγορεύει στον οδοκαθαριστή να σκεφτεί πέρα από το μισθό -ναι, και πέρα από τα δικαιώματα, και τα κεκτημένα, και την αξιοπρέπεια. Γιατί κι αυτή η αξιοπρέπεια, σκέφτομαι με μια μικρή ενοχική συστολή, μπορεί να κατακτήσει βουνά, αν εκτός από από το μισθό και τον αγώνα σου, σε νοιάζει πρώτα απ'όλα πως θα ζήσεις με τους άλλους, ανάμεσα στους άλλους, μαζί με τους άλλους, πως είσαι ένας από όλους -και οι όλοι είμαστε εμείς, δεν είναι το κακό κράτος- πως δεν κάνεις χάρη στους άλλους μαζεύοντας τα σκουπίδια τους, πως δεν είναι τα σκουπίδια τους, αλλά τα σκουπίδια μας, πως η ζωή με τους άλλους δεν εξαρτάται από τα εργασιακά δεδομένα σου, πως δεν μπορείς να διασφαλίσεις κανένα εργασιακό δεδομένο, αν πρώτα δεν έχεις πιστέψει καθαρά πως όλοι πρέπει να μπορούμε να ζούμε, να αναπνέουμε και να δουλεύουμε. Ούτε ατενίστας σου ζητάω να γίνεις, ούτε να τους χαρίσεις δεκάρα. Να μη μπορείς να βλέπεις τα σκουπίδια χυμένα στους δρόμους και στις ζωές μας σου ζητάω, να μην αντέχεις να τα σκορπίζει η βροχή σε όλο το τετράγωνο σου ζητάω, και να κλαις που έχουν φτάσει εκεί οι ζωές μας, όπως κλαίω κι εγώ. Κι όταν λέω εκεί, εννοώ και το post-it στο ψυγείο: ο μισθός σου. Συχώρα με, αλλά εγώ ποτέ δεν φαντάστηκα να εξασφαλίζεται ο μισθός μου κι ας πεθάνουν οι άλλοι -ή ακόμα και να μη με νοιάζει αν πεθαίνουν οι άλλοι, εφ'όσον πεθαίνω κι εγώ. Αν τώρα δεν μπορείς να δώσεις σχήμα στο όλοι μαζί, φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει πιο κατάλληλη στιγμή για να το κάνεις. Αν τώρα δεν σε καίει κάτι πέρα από το μισθό σου, φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα σε κάψει -ειδικά αν ο μισθός και τα κεκτημένα επανέλθουν με κάποιο τρόπο στα στάνταρ τους. Είναι, πλέον, τι ζωή θέλεις να ζήσεις και πως να τη ζητήσεις· όχι ποια ζωή σου επιτρέπουν. Είναι ποια ζωή μπορείς να φανταστείς πέρα από τα μνημόνια· πέρα από τους σκουπιδοτόπους. Κι όλα αυτά ισχύουν βρέξει-δε βρέξει.

Και δεν μιλάω για πολυτέλεια, αλλά για συνθήκη ζωής. Αν δεν μπορείς να το δεις έτσι, τότε ξέρω πως -και συχώρα με επίσης αν δεν το γράφω καλά- η βρώμα που αναπνέω στους δρόμους βγαίνει από το μισθό σου.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

"με τα μάτια κλειστά"

E-mail Εκτύπωση PDF


Ποτέ δε θα σ'αφήσω, μου'χες πει, να ζήσεις στα όνειρά μου όπως πριν. Όχι ρε στίχε, δεν ζω όπως πριν. Ούτε ζω πλέον στα όνειρα, ούτε και ζω τα όνειρα. Στην κάθε μέρα ζω, την κάθε μέρα μετράω, με τα υπόλοιπα τρέφομαι, στην άκρη του μπαλκονιού περπατάω, ζυγίζοντας το βάρος της πτώσης και της φθοράς. Την άπλα που έβλεπα μπροστά μου, τα ξέφωτα από τις παιδικές αναμνήσεις με τις εκδρομές, τα τραπεζώματα, τα πικνίκ, τα κονβόι των συγγενών -όλα τα'χω σε φωτογραφίες, και έτσι ξέρω ότι υπήρξαν- το ξέφωτο που ανοιγόταν μαγικά στο δρόμο να ξαποστάσω κάθε που κουραζόμουν, το ξέφωτο που ανοιγόταν στο μυαλό μου κάθε φορά που η σκοτεινιά έπεφτε ολούθε, όλα αυτά τα ξέφωτα θαρρείς πως έχασαν το φως τους και την άπλα τους, πως η χωροταξία της αίσθησης και του βιώματος τα εξαφάνισε από το χάρτη, πως γέμισε βιαία με μπετόν και η τελευταία χαραμάδα που μπαίνει ο ήλιος. Αλλά δεν γίνεται να είναι έτσι -γιατί αν είναι έτσι, πέθανα· δεν υπάρχω.

Όχι ρε Βυτίε. Ή, μάλλον, ναι ρε Βυτίε. Την ίδια μπύρα πίνουμε και έχει την ίδια γεύση, το ξέρω. Και είναι όλα ίσως μαύρα και πιο μαύρα. Και στον πάτο του κουτιού της μπύρας, το ξέρω πως είδες να καθρεφτίζονται ξεθυμασμένα και οι νύχτες, και οι βόλτες, και τα ποτά, και οι δίσκοι, και τα βιβλία, και οι φίλοι, και τα χάδια, και τα αγγίγματα, και οι νίκες, και οι ματαιώσεις, και όλες οι ομορφιές του κόσμου. Και ξέρω πόσο πικρή ήταν η τελευταία γουλιά. Αλλά γαμώτο ρε συ. Γιατί να μην φτιάχνουμε καλέσματα για την άλλη μεριά; Γιατί να μη σαλπάρουμε κάθε ώρα και κάθε στιγμή; Γιατί να μην αλητεύεις στις πλατείες και στους δρόμους και χέσε και τα κομπιουτεράκια και τους υπολογισμούς και τα υπουργάκια και τα χημικά τους. Σε κάθε φόρο, σε κάθε μέτρο, σε κάθε εισπράκτορα που σου χτυπάει την πόρτα, να γίνεσαι λίγο Βέγγος· να γίνεσαι μια μικρή ελληνική ταινία. Να τους μπερδεύεις, να τους ρίχνεις χαμόγελα και παναγίες. Και αν σου στενέψουν κι άλλο το βλέμμα, κι αν σου σφίξουν κι άλλο την άπλα, μάζεψέ τα και ξεκίνα να πας να βρεις άλλη· όπου γης. Καμία γη δεν είναι δική μας και για καμία δεν θα είμαστε δικοί της. Μόνο Ιθάκες ρε μαλάκα και ταξίδια, μόνο αναχωρήσεις, μόνο προορισμοί. Να σαλπάρεις κάθε ώρα και στιγμή λοιπόν. Λένε πως δεν είναι δύσκολο. Να, κάνεις το κορμί σου βάρκα και τα χέρια σου κουπιά. Κι έτσι βγαίνεις στη στεριά.

Σ'ένα φίλο, του είπα ότι δεν καταλαβαίνω τι πάει να πει "λαθρομετανάστης" και ποιος καθορίζει όρους και σύνορα και μου απάντησε πως τους όρους τους έχουμε για να συνεννοούμαστε και πως την έχω δει πολύ ποιητικά και πως έτσι δεν ζει κανείς. Όχι ρε μαλάκα. Έτσι, ζει κανείς. Έτσι ζω· έτσι βγαίνω στη στεριά. Αδιαφορώντας βαθιά για κάθε σύνορο που τέμνει τις ζωές μας, για κάθε φράχτη, για κάθε κλοιό. Πάντα τον ζούσα τον κλοιό και πάντα θα τον ζω, πάντα θα'ναι μπροστά μου και γύρω μου παντού, γιατί πάντα ήθελα να'μαι αλλού και όχι εδώ· γιατί πάντα ο φόβος που ζέχνει με σπρώχνει πιο μακριά από παντού. Δεν μετράω πόσοι χωράμε, δεν με νοιάζει πόσοι χωράμε, ποιοι είμαστε νόμιμοι, ποιοι είμαστε λαθραίοι... Όλοι να χωράμε, γίνεται; Κι ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη, κι ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά, και η παρθένα με το σατανά. Δεν υπολόγισα τη ζωή μου με το νόμο. Τη μέτρησα με τους ανθρώπους· δίπλα σε ανθρώπους.

Και δεν είναι πως είμαι εγώ ο χαρούμενος κι εσύ ο σκοτεινός, πως εγώ το'χω βρει το νόημα. Την ίδια μπύρα ήπιαμε, στην ίδια ματαίωση ματώσαμε. Ματώσαμε σου λέω. Κι ακόμα ματώνουμε· να στίψουμε λίγο ακόμα φως, λίγη άπλα, λίγες κουβέντες παρηγόριας, λίγα ψίχουλα αγάπης. Να κάνουμε μέρα τον απόπλου για την άλλη μεριά. Μόνο που, πια, δεν θα ματαιώνουμε. Και τη βόλτα στο Σεν Ζερμέν, και τις τρομπέτες στη Νέα Ορλεάνη, και τα δώρα, και τα κεράσματα και όλα· και τον προορισμό που πάει μα δεν στέκει, όπως δεν στέκουν τα χαράματα, όπως δεν στέκουν και τα ρίγη, όπως δεν στέκουν και τα τραγούδια για τις γυναίκες που αγαπάμε. Με άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων, εσύ που αγάπησες τις μακρινές Σποράδες, εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια, που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες, που αφέθηκες να γοητευθείς από τις σειρήνες, που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες. Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους, λοιπόν· σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μες στην καρδιά μου.

Και σε παίρνω αγκαλιά, με τα μάτια κλειστά. Αλλά, πες μου πια, πως γεννάει στο σκοτάδι η λύπη χαρά;

4 σχόλια μέχρι τώρα

πλέηλιστ

E-mail Εκτύπωση PDF

altΈφυγε ήδη ο Αύγουστος. Αλλά εσύ ζεις ακόμα τη ματαίωση του Σεπτέμβρη· ζεις στο ανάμεσα των υποχρέωσεων και του καλέσματος της παραλιακής εφηβείας, στο επέκεινα του δικαιώματος στη λήθη· στη γλυκιά λήθη που με χοντρούς κόκκους άμμου κρύβει κάθε χαρτί από το γραφείο σου, το λογαριασμό της ΔΕΗ και τα σαπισμένα φρούτα στο ψυγείο. Ναι, δεν είχες να νοιαστείς ούτε για το σούπερ μάρκετ, ούτε για τα τρέχοντα, ούτε για το πότισμα, ούτε για τον διαρρήκτη που ποτέ δεν ήρθε. Όλα αυτά θα στα ξαναφέρει ο ματαιωμένος Σεπτέμβρης, που θα'ρθει -και φέτος- κάπου στα μέσα του Οκτώβρη.

Ναι, άρχισαν οι διακοπές και κάθε παραλήρημα παράλιας αισοδοξίας είναι πλέον νόμιμο. Και ηθικό. Δεν έχεις να απαντήσεις σε κανέναν και κανείς δεν περιμένει το παραμικρό. Γι'αυτό και δεν χτυπάει το τηλέφωνο. Τώρα σε περιμένουν μόνο οι όροι της απόδρασής σου, που ζητούν με ηλιοκαυτερή ανυπομονησία τη δικαίωση -άραγε, έτσι τη φαντάστηκες; θα δείξει· θα δείξει γλυκά και όμορφα. Σε περιμένουν θάλασσες και κύματα σαράντα, τα νησιά να χαιρετάνε μεθυσμένα, να ξεχαστείς και να βγεις πάλι απ'το χάρτη, η νύχτα πάλι νύχτα να ζητάει, να τρέχει από τα μάτια σου η σκουριά και η αλμύρα, να λες ψέματα πως δε θα ξαναφύγεις κι ότι θα μείνετε εκεί μαζί για πάντα. Και το κορίτσι πάνω στην άμμο να ξαπλώνει και να τραγουδάει τάχα.

altΚαι τέτοιες μέρες, τις μέρες των αναχωρήσεων, σου αρέσει να μοιράζεσαι τη χαρά και τους όρους της -επειδή έτσι κι αλλιώς οι προσδοκίες της ετοιμασίας ξεχειλίζουν όρεξη και κάψα- και θες να το πεις σε όλους μη με ψάχνετε μαλάκες, πάω διακοπές, πάω κάπου που δεν μπορείτε να με βρείτε, μόνο εγώ μπορώ να με βρω εκεί· επιτέλους. Και λες να το πεις πιο ευγενικά, πιο τρυφερά, πιο πονετικά για όσους δεν μπορούν να κάνουν το τριπ και που θα νιώσουν κανονικά τι θα πει Αύγουστος και παραίτηση στη πόλη, και δεν θα ξεχάσουν το ημερολόγιο όπως εσύ. Το λες λοιπόν με μια πρόταση δίσκων -με αγάπη, άμμο και λίγη από τη δροσιά που υπόσχεσαι να τους φέρεις πίσω. Χωρίς φωτογραφίες λάφυρα από τις παραλιάρες που πήγες. Μόνο χαμόγελο, φως και ένας άλλος εαυτός, όλος δικός σου και δικός τους.

Eddie Vedder - Ukulele Songs

Dimitris Kalantzis Quintet & Athens Camerata - Mano's

Junior Mance Trio - Happy Time

Mayra Andrade - Studio 105

Karen Elson - The Ghost Who Walks

The Devil & Abbe May - Hoodoo You Do

Dead Man's Bones - Dead Man's Bones

Mo' Kolours - Drum Talking

Chicha Libre - Sonido Amazonico

Terry Callier - What Colour Is Love

Various Artists - Panama! Vol.2 - Latin Sounds, Cumbia Tropical & Calypso Funk On The Isthmus 1967-77

OST - Pina

Και αυτό. Αφιερωμένο.



*Μπόνους οι δύο αυγουστιάτικες φωτό. Στην πρώτη πάνω πάνω, είναι ο Παύλος και η Μελίνα μαζί με τα ξαδέρφια. Δες την καλύτερα εδώ, μαζί με όλες τις λέξεις που φτιάξαμε με αγάπη.


0 σχόλια μέχρι τώρα

ψυχικά άνεργος εν μέσω θέρους

E-mail Εκτύπωση PDF

altΣτο τρόλλεϋ της γραμμής 3, που εκτελεί τη διαδρομή Φιλαδέλφεια-Υψικάμινος, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει· σώματα-πτώματα της αθηναϊκής συνάφειας εκβιάζουν ακραία τη γλώσσα του σώματος, χωρίς να της αφήνουν ανάσα, χωρίς να μπορούν κι αυτά να αναπνεύσουν, κάνοντας τις σαρδέλες να νιώθουν ευτυχισμένες έτσι όπως άνετα παστώνονται στο ρετιρέ της κονσέρβας. Αυτές παστώθηκαν νωρίς. Παραληρώ, το ξέρω. Οι μύγες παχαίνουν, η ζέστη με χτυπάει μεσοκούτελα και μπαίνει ακόμα πιο μέσα, νιώθω να καίγομαι κάτω από το δέρμα -κάπου στην Πατησίων ή στον κάτω κόσμο, δεν μπορώ να δω καθαρά τη στάση από δω που είμαι στριμωγμένος- το τρόλλεϋ πλέει την Αχερουσία, στην οποία είμαι σίγουρος πως θα'χει λιγότερη υγρασία και πως ακόμα και τα καζάνια του διαόλου θα μοιάζουν με resort μπροστά στην ασφυκτική μπόχα που μου προσφέρουν γενναιόδωρα, εν είδει πόλης, 29 κατασκευαστές δημαρχίας. Μια πόλη που ζέχνει. Παραληρώ. Και παραλύω.

Το μάτι μου πέφτει πάνω σ'έναν πρεζήλικα. [πρεζήλικας: νυν ή post πρεζάκι, μεσήλικας στη ζωή και στην πρέζα]. Ανέστιος και πλάνητας που θα'λεγε και κανάς της οικογένειας των Παπαδιαμάντηδων. Σε κάποια φάση, ο πρεζήλιξ προσφέρει τη θέση του σε έναν εμφανώς πιο ηλικιωμένο. Εκείνος αρνείται, απαντώντας ότι σε λίγο κατεβαίνει και πως δεβαριέσε βραδερφέ. "Με συχωρείς" του απαντάει ο πρεζήλικας σε λούπα, με τακτικά προσεγμένα κενά ανάμεσα στις επαναλήψεις. "Νόμιζα πως είσαι μεγαλύτερος" εξηγείται, προκειμένου να μην προσβάλλει τον ηλικιωμένο. "Ίδια ηλικία είμαστε πάνω-κάτω" διορθώνει ο ασφαλώς πιο ηλικιωμένος. Ίδια ηλικία ήτανε. Ηλικία του βρωμερού καλοκαιριού του κέντρου της πόλης. Ηλικία της καθημερινής συνάφειας που αφήνει πάνω στα πρόσωπα ρυτίδες και ρωγμές, με ρυθμούς αδυσώπητα πιο γοργούς απ'όσο φαντάζεσαι. Ηλικία που ορίζει ένα τρόλλεϋ στην Πατησίων. Στο στίβαγμα όλοι ίδιοι είμαστε. Στην ταλαιπωρία το ίδιο. Είμαστε όλοι επιβάτες.

Περνάνε μερικές στάσεις και έρχεται η σειρά μου να κατέβω. Ο σιωπηλός -μετά τη σύντομη κουβέντα με τον ηλικιωμένο- πρεζήλιξ, προσπαθεί να ξανανοίξει μια κουβέντα, εξ ορισμού σύντομη, αφού αυτή τη φορά γίνεται με κάποιον που πρόκειται σε λίγα δευτερόλεπτα να κατέβει: εμένα. Η ερώτηση έρχεται για να διαλύσει τη διαδρομή μου σε δύο κομμάτια και να κάνει το βήμα της εξόδου μετέωρο μέχρι αηδίας: "Με τι γράφεται η συγγνώμη;" Δεν μπορώ να το μεταφέρω ακριβώς, αλλά εννοεί τα υ, η. Με "η" του απαντάω, νομίζοντας για κάποιο λόγο με ρωτάει μόνο για το τελευταίο γράμμα. "Και το άλλο;". "Α, όχι, λάθος. Είναι υ και η" ξαναπαντάει έξω μου ο νερντ φιλόλογος μέσα μου. "Α, έτσι πες. Υ και η". Επιβεβαιώνεται. Και με ευχαριστεί. Και μου ζητάει συγγνώμη για την ενόχληση. Κατεβαίνω. Ξέρω τι θα απασχολήσει τη σκέψη μου το επόμενο μισάωρο τουλάχιστον. Εκατό φορές να διαβάσω το Τζάνκι, ποτέ μου δεν θα πιάσω πως στροφάρει ο εγκέφαλος της πρέζας τις πρωινές ώρες. Ποτέ.

altΤην άλλη μέρα, το τρόλλεϋ με γυρίζει από την Υψικάμινο προς το σπίτι. Άστεγος και διαλυμένος γωνία, μπαίνει μέσα και προσπαθεί να επαιτήσει. Καταλαβαίνω ότι δεν το'χει, δεν είναι επαγγελματίας του δρόμου. "Εδώ και τρεις μέρες έχω βγει στο δρόμο και πουλάω χαρτομάντηλα" ομολογεί. Δύσκολο να συγκινήσει έτσι. Δύσκολο όμως και να κοροϊδεύει. Η όψη και τα ρούχα του δεν αφήνουν περιθώρια άλλωστε. Αφήνουν μόνο μια μυρωδιά που σίγουρα είναι προϊόν ανέχειας μακράν παραπάνω των τριών ημερών. "Αν μπορείτε να βοηθήσετε κι εσείς, είμαι ψυχικά άνεργος". Κολλάω. Τι στο διάολο είναι πάλι αυτό; Είμαι ακόμα πιο σίγουρος, δεν είναι επαγγελματίας. Είναι άλλος ένας της ηλικίας του βρωμερού καλοκαιριού τον οποίο η ζέστη έχει χτυπήσει σε πολύ αδύνατα σημεία, αλλά έχει μετουσιώσει την παραζάλη σε γνήσιο σουρεαλισμό, που όμως αφήνει πάνω στους επιβάτες μια σκληρή πίκρα: ψυχικά άνεργος. Πόσοι τέτοιοι είμαστε εδώ μέσα άραγε;

altΣτο καπηλειό που δίνω κι απόψε τις μουσικές συντεταγμένες, μια παρέα από τρεις τύπους κάθονται όρθιοι μπροστά στη μπάρα. Κι οι τρεις στην ηλικία του καλοκαιριού, όχι του βρωμερού, αλλά ενός πιο δροσερού -και κάνε μου τη χάρη, μην πάει ο νους σου τώρα σε ελαφρά αμφισεξουαλικά καλιαρντά της λαηφστάηλ λογοτεχνίας. Στην ηλικία μου κι οι τρεις, αν θες να συνεννοηθούμε πιο πεζά. Δεν τους ζηλεύω όμως γι'αυτό, αλλά για την κουβέντα τους που έχει ανάψει και δεν δαμάζεται ούτε μετά από πέντε ρακόμελα. Τους ζηλεύω γιατί ταυτίζομαι. Και γιατί χωρίς να έχω ιδέα για τι λένε (καλά, στάνταρ η θεματολογία θα περιλαμβάνει ουτοπία, φιλοσοφία και -στάααανταρ- γυναίκες), ξέρω καλά πολύ καλά πόσο το εννοούν. Είμαι σου λέω πιο βέβαιος κι από βέβαιος ότι ακόμα κι αν λένε τις μεγαλύτερες μαλακίες του κόσμου, τις εννοούν όσο δεν πάει και νιώθουν ακόμα περισσότερο απ'όσο πάει. Τους καίει και τους πονάει, κάνει μπαμ -όσο και τα πιατίνια του Ginger Baker στο Black Man's Cry του Fela Kuti με το οποίο τροφοδοτώ ύπουλα την παθιασμένη κουβέντα που ενίοτε μετατρέπεται σε μια τρυφερή αντρική καλοκαιρινή φωνακλάδικη αντιδικία -ραθυμίας και ραστώνης το ανάγνωσμα, μπύρας και ρακής το μείγμα. Εσύ τώρα επιμένεις να κρυφογελάς, εννοώντας ως ανόητες γκέι τις αναφορές μου. Αλλά αυτό σημαίνει πως δεν νιώθεις. Ή ότι δεν έχεις δει προσκυνήσει ταινίες του Τσιώλη.

altΤο παραλήρημα δεν έχει τέλος. Βλέπω βιβλία να ματώνουν, λες και έχουν περίοδο. Λες και γύρισαν τραυματίες από κάποιο πόλεμο. Κάποιος με πληροφορεί πως δεν γύρισαν από τον πόλεμο, αλλά αντίθετα, τώρα τα πάνε για εκτέλεση -πρόβατα επί σφαγή. Και έχουν ματώσει πριν ακόμα πάνε για σφαγή. Γιατί τα βιβλία ξέρουν. Εμείς δεν ξέρουμε.

Είπαμε πόσο ωραία είναι η πόλη χωρίς τα ταξί; Πόσο απλοποιείται η ζωή μας και απαλλάσσεται ομαλά κι ανώδυνα από τις πολυτέλειες της βαρετής συνάφειας. Είπαμε και πόσο όλο αυτό γαμάει τους μεροκαματιάρηδες ταρίφες που θέλουν να δουλέψουν και δεν μπορούν και τους έχει γονατίσει αυτό το γινάτι των ιδιοκτητών;

Μπήκε Αύγουστος όμως. Δεν είναι καιρός για απορίες, ούτε για διαμαρτυρίες. Είναι ο καιρός για να εξαντλήσεις, όσο σου μένει, την ηλικία του καλοκαιριού. Να ενηλικιωθείς για να υποδεχτείς ώριμος το φθινόπωρο και όλα τα βροχερά που έρχονται. Πήγαινε στη θάλασσα, νιώσε τη, χάσου, διαλύσου. Κατάλαβε επιτέλους τι ρόλο παίζει η θάλασσα στη ζωή σου. Και μην τις πεις, ένοχα, διακοπές. Πες μόνο πως ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Αυτόν που ξανά θα χάσεις το χειμώνα.

alt

2 σχόλια μέχρι τώρα

τρία χρόνια εδώ

E-mail Εκτύπωση PDF

Δεν ξέρω πως την μετράς την απουσία, δεν ξέρω πως τη νιώθεις. Δεν ξέρω πως να μιλήσει κανείς για την απουσία, όταν δεν έχει το δικαίωμα -ούτε για μια μέρα- στην ανακουφιστική πολυτέλεια της λήθης.

Ξέρω ότι ποτέ ένας άνθρωπος δεν ήταν τόσο ζωντανός μέσα μου -όσο απών κι αν είναι έξω μου· ποτέ κάποιος δεν είχε τόσο αυθαίρετα και βίαια κατασκηνώσει ανάμεσα στην περαντζάδα των αναμνήσεων· εκείνων των αναμνήσεων που μπορούν και σουλατσάρουν ξεδιάντροπα και άγρια στο σαλόνι της σκέψης σου, κάθε μέρα, κάθε στιγμή -ακόμα κι όταν δεν είναι η στιγμή- ακόμα κι όταν εσύ νομίζεις πως οι θύμησες αυτές βρίσκονται σε νάρκη και πως έχεις χρόνο και χώρο να ζήσεις τη ζωή σου, μακριά από αυτές, μακριά από τα ίχνη τους, μακριά από τις πληγές τους, τα σκοτάδια τους και τις αδυσώπητες ρωγμές που ανοίγουν στην πανοπλία σου -αυτή που φοράς για να παλεύεις με τα τρέχοντα. Στο σαλόνι αυτό, δεν υπάρχουν εικόνες της παραλίας και φωτογραφίες της εφηβείας· στο σαλόνι αυτό, είμαστε πλέον ενήλικοι, φάτσα με το ταμείο και τους άγριους απολογισμούς μας, φάτσα με τις ματαιώσεις και αγκαλιά με όσα δεν προλάβαμε, στη σύντομη ζωή μας· όχι μόνο τα σχέδια, αλλά και τα χάδια, τις χειρονομίες, τα φιλιά, τα ευχαριστώ, τα τηλέφωνα, τις χάρες, τα θελήματα, τις βόλτες, τα ανταμώματα, τα γέλια, τις πίκρες, τις αναβολές· όλα όσα δεν προλάβαμε, είτε που δεν μοιραστήκαμε ακόμα είτε αυτά που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μοιραστούμε πια. Αυτό το ξεκάθαρο, αυτό το οριστικό πια, είναι που μας τσακίζει· μας διαλύει κάθε μέρα, μας κάνει κομματάκια σου λέω. Ενώ το ακόμα θα άφηνε ένα υπόλοιπο παρηγοριά για τα καλοκαίρια που έρχονται.

Στο σαλόνι, ο άνεμος τώρα λυσσομανάει. Είναι η μέση του θέρους, κι όμως, αυτός ο μανιασμένος άνεμος αντί να κοπάζει, όλο και φουντώνει. Και ξαναφέρνει επάνω σου, με βία, όλα τα γιατί· όλα αυτά τα μαρτυρικά σημεία στίξης, που κολλάνε στο δέρμα σου σαν βδέλλες και αρχίζουν να σου ρουφάνε το αίμα, καλοκαιριάτικα. Ενώ εσύ ψάχνεις μάταια να πιαστείς από εικόνες της παραλίας μπας και ξεφύγεις όπως-όπως. Είναι αυτό το μέσο του Ιούλη, μαχαιριά στη ζωή σου. Όπως σε κάθε άλλη επέτειο, περνάει κι εδώ φευγαλέα απ'το σαλόνι η άκυρη ιδέα πως, από την επαύριο κιόλας, κάπου αλλού πηγαίνεις, πως ένα βήμα γίνεται, πως κάτι καινούριο ανοίγεται, πως κάτι μεγαλώνει. Αλλά τίποτα καινούριο δεν ανοίγεται, τίποτα δεν μεγαλώνει, τίποτα πιο ξεκάθαρο από το γνωστό και οριστικό, τίποτα πιο βίαιο από μια γαμημένη βεβαιότητα· μια από τις λίγες βεβαιότητες της ζωής σου, μια από τις πλέον γαμημένες, τις πλέον αποκρουστικές· αυτές που δεν μπορείς να αποκρούσεις με τίποτα, ποτέ, όσο και να το ζητάς, όσο και να ματώνεις.

Και πως γίνεται η απουσία να'χει γίνει τόσο έντονη παρουσία γαμώτο... Πιο παρουσία δεν γίνεται. Πιο εδώ δεν γίνεται. Πιο μέσα δεν γίνεται. Πιο κάθε μέρα δεν γίνεται. Και ψάξε εσύ να βρεις αν αυτό είναι καλό ή κακό. Η απουσία στη θέση της, η παρουσία στο μυαλό σου. Γαμημένες βεβαιότητες. Πέρασαν μόλις τρία χρόνια.

0 σχόλια μέχρι τώρα

στο ταξί

E-mail Εκτύπωση PDF

Μπαίνω σε ταξί. Όχι από κείνα τα καινούρια με τους σούπερ κλιματισμούς και τα τζιπι-ές, ούτε κι από κείνα τα εντελώς παρακμιακά· είναι ένα ταξί που τα παράθυρά του μου φέρνουν απ'έξω καλοκαίρι στην Αθήνα. Οδηγός ένας κύριος ηλικιωμένος, εμφανώς κοντούλης και μικροσκοπικός, με αρχοντικό φιζίκ, κακομοίρης μα ευγενής· ο κ.Αριστείδης. Το ραδιόφωνο παίζει Πόρτισχεντ. All Mine. Ο κ.Αριστείδης προσπαθεί να πιάσει κουβέντα, ευγενικά και απλά. Τον ρωτάω για την απελευθέρωση του επαγγέλματός του και την κόντρα των ιδιοκτητών και οδηγών ταξί. Μου λέει κάτι για τις μπίζνες που κάνουν οι μάντρες ταξί και οι μεσάζοντες, οι οποίοι όπως και να'χει βγαίνουν κερδισμένοι. Βγάζει το ημερολόγιό του. "Τι γράφει εδώ;" με ρωτάει. "45 ευρώ" διαβάζω. "Βάλε κι άλλα 18 ευρώ πετρέλαιο, ξεκινάω τα έξοδα από ένα εβδομηντάρι. Μόνος μου, χώρια ο απογευματινός οδηγός". Μου επαναλαμβάνει κανά δυο φορές, πάντα ευγενικά, πως δεν έχει ξεκάθαρη γνώμη, ούτε και καλή γνώση του θέματος. Ούτε ξέρει τι θα μπορούσε να γίνει. Είναι προβληματισμένος και ήρεμος. Προσπαθεί να μου δείξει πως όπως και να'χει, αυτός βγαίνει χαμένος. Σίγουρα όμως, δεν ξέρει "τι μπορεί να γίνει"· δεν έχει λύση.

Ξαναδιαβάστε. Συζητάω με ταρίφα, για θέμα που τον καίει -όχι για κάποιο εθνικό κίνδυνο ή σχέδιο σωτηρίας- και εκείνος δεν έχει λύση· δεν έχει καν γνώμη· δεν τα χώνει κάπου· δεν είναι ο τσεγκεβάρα της Πατησίων. Απ'τα ηχεία έχει φύγει η Beth και το ραδιόφωνο συνεχίζει να αλαφραίνει υπόγεια την κουβέντα μας με κάτι ξένα, μελωδικά, καλοκαιρινά. Ο κ.Αριστείδης με ρωτάει για τα δικά μου ζόρια. Ρωτάει, δεν μιλάει· με παρακολουθεί. Μου μιλάει στον πληθυντικό. Φτάνουμε. Το ταξίμετρο γράφει 5,50. "5 ευρώ και είμαι εντάξει" μου λέει χαμογελώντας.

Καθώς κλείνω την πόρτα του ταξί πίσω μου, σκέφτομαι σχεδόν ηδονικά πόσο γουστάρω αυτή την πόλη. Τι Βερολίνα και μαλακίες... Μετά -αμέσως μετά- έχω όλο το χρόνο να την σιχαθώ ξανά.

2 σχόλια μέχρι τώρα

0 σχόλια μέχρι τώρα

ένας καλός άνθρωπος

E-mail Εκτύπωση PDF

alt"Τι βλέπεις άποψε;", ρωτάω μέσω sms ένα φίλο χτές βράδι, πιθανολογώντας πως κρατάει μετερίζι στην πλατεία στο Σύνταγμα -την κάτω. "Αραιά, ωραίες φάτσες" μου απαντάει κι αυτός με μήνυμα, ελλείψει άλλων πολιτικών συμπερασμάτων και εκτιμήσεων. Χαμογελάω. Εκείνη την ώρα, εγώ βρίσκομαι λίγο πιο πάνω, ανεβαίνοντας τη Βασιλίσσης Σοφίας. Κοιτάζω γύρω μου και νιώθω τυχερός. Επειδή είμαι κάπου που βλέπω πολλές, πάρα πολλές ωραίες φάτσες. Πυκνά, όχι αραιά. Πιο πυκνά δεν γίνεται· πιο πολλές δεν μπορώ να φανταστώ, γι'απόψε. Και ενώ στην πλατεία (την κάτω) επαναδιατυπώνονται, κάπως αδέξια και ατελέσφορα, κάποιες από τις αρχές του κοινού μας βίου, εγώ μοιράζομαι με πλήθος κόσμου -ωραίου κόσμου- κάποιες από αυτές· από αυτές που εγώ, τουλάχιστον, αισθάνομαι ως βασικές αρχές του κοινού μας βίου κι όχι από αυτές που κρατάνε οι φοιτητές, που ξεσκίζει ο χαφιές...

Η συναυλία στο πάρκο του Μεγάρου ξεκινάει. Χάνω τις πρώτες νότες, λόγω του συνωστισμού στο μονοπάτι που οδηγεί στους ήχους. Χαμογελάω. Κόσμος παντού -ωραίος κόσμος- όπου πέφτει το μάτι σου, αλλά κι όπου δεν πέφτει. Στη σκηνή, ο Δημήτρης Καλαντζής, πίσω από τα πλήκτρα του πιάνου, με το κουιντέτο του -τον Τάκη Πατερέλη στο σαξόφωνο, τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο στη τρομπέτα, τον Γιώργο Γεωργιάδη στο κοντραμπάσο και τον Δράκο Κτιστάκη στα τύμπανα- και ο Μίλτος Λογιάδης που χορεύει καλοκαιρινά τα έγχορδα της Καμεράτας με τα χέρια του. Στα αυτιά μας, ο Μάνος Χατζιδάκις, έτσι όπως πολύ θα διασκέδαζε να ακούει παιγμένη τη μουσική του. Το σκέφτομαι αυτό, και -εγώ που δεν ξέρω να νοσταλγώ, που δεν νιώθω τις ελλείψεις παρά μόνο μέσα από την ανάγκη- αντιλαμβάνομαι εκείνη τη στιγμή χειροπιαστά, για πρώτη φορά ίσως, την απουσία του Χατζιδάκι: λείπει να απολαύσει τους καρπούς του ταλέντου του, να δει τη συνέχεια, να νιώσει το φως μετά από εκείνον -χωρίς να κοπιάζει πλέον, χωρίς να γκρινιάζει, χωρίς να εξεγείρεται. Να προλογίσει γενναιόδωρα, όπως συνήθιζε, τους νέους μουσικούς, να εκπέμψει φως και άπλα βλέμματος και να καθίσει κάπου ήσυχα και διακριτικά για να διαπιστώσει, μια νύχτα ωραία καλοκαιρινή, μια ιδέα μόνο του μεγαλείου που άφησε πίσω.

Το μεγαλείο όμως δεν πιστώνεται μόνο από την απουσία, μα κι απ'την παρουσία -κυρίως από την παρουσία. Ο Καλαντζής είχε το όραμα, είχε δει την άπλα και το φως των ήχων, καθώς καθόταν ένα απόγευμα πίσω από το πιάνο και ψηλαφούσε νωχελικά και εμπνευσμένα μια Παναγιά ή μια μπάλαντα αισθήσεων και παραισθήσεων. Το όραμα μάζεψε την παρέα, πήρε όνομα και βγήκε δύο βράδια στο Παράφωνο. Back then. Με συστολή και ευγένεια, όπως κάνει πάντα ο Δημήτρης. Και με αυτιστική πίστη, με άγνοια κινδύνου, μα και με άγνοια μεγαλείου. "Χατζιδάκις, αλλά αλλιώς· τζαζ...", το έλεγε απλά. MANO'S.

Στο μεταξύ, το Παράφωνο έκλεισε. Η πόλη άρχισε να σφαλίζει τα τζαζ στέκια της. Το όραμα όμως συνέχισε,  μεγάλωσε, η πίστη έδωσε ώθηση, τα έγχορδα ήρθαν και έπλεξαν τον χατζιδακικό ιστό τους γύρω από τις φευγάτες και αέρινες ρυθμολογίες του Δημήτρη -που τόλμησε να παραλλάξει τις αυθεντικές, τις σχεδόν ιερές. Μία sold out συναυλία στο Μέγαρο το Γενάρη και, τώρα πλέον, ακόμα παραπέρα. Μέχρι την ιστορική Verve. Την εταιρεία που φιλοξένησε και μας παρέδωσε τα μεγαλεία της Ella Fitzgerald, του Louis Armstrong, του John Coltrane, του McCoy Tyner, του Count Basie, του Wes Montgomery, του Oscar Peterson, του Jimmy Smith, του Sergio Mendes, και πόσων και πόσων άλλων, αληθινά μεγάλων... Η εταιρεία Verve είναι αυτή που πίστεψε στο MANO'S, στον Μάνο του Δημήτρη, την ίδια ώρα που η χώρα του Μάνου αναγκάζει την ορχήστρα του Μάνου σε μαρασμό. Είναι η πρώτη φορά που η εταιρεία αυτή κυκλοφορεί δίσκο έλληνα μουσικού. Και είναι από αυτές τις πρωτιές που δύσκολα τις εξηγείς στους φίλους σου, δύσκολα μπορείς να τις καυχηθείς και να τις εννοήσουν οι πλατείες και οι αντέννες, δύσκολα μπορείς να περιγράψεις πόσο πραγματικές και σημαντικές είναι -miles ahead από τις καλές θέσεις στις γιουροβίζιτες, τα διαφημιστικά με τα τζατζίκια και την υπέροχη γεύση μιας γκρηκ σάλαντ (με φέτα). Είναι από τις πρωτιές για τις οποίες δεν θα κομπάσει περήφανα κανένας έλληνας, κανένας υπερπατριώτης, κανένας αγανακτισμένος, ούτε καν κάποιος δήθεν φιλόμουσος. Είναι από τις πρωτιές που δεν χρειάζονται καταμέτρηση και κριτήρια, κι αυτό γιατί τα τεκμήρια ύπαρξης τους είναι ίχνη μαγείας και άπλας βλεμμάτων και κινήσεων· είναι πρόσφορα πραγματικού ανθρωπισμού και όχι περιχαρακωμένων πολιτικών πλαισίων· είναι σταλάγματα μόχθου, αγώνα και έμπνευσης, και όχι αθλητικοί ψυχαναγκασμοί κατακτήσεων εθνικών κορυφών. Είναι ανάσες και όχι βεβαιότητες. Είναι ο άλλος κόσμος που είναι εφικτός -τόσο εφικτός, όσο και ονειρικός. Την ίδια στιγμή.

Είναι η ομορφιά, που έλεγα παρακάτω ντοστογιεφσκικά, που θα σώσει τον κόσμο.

Είναι ο Δημήτρης ο Καλαντζής (στο 3'.07'')...

alt

4 σχόλια μέχρι τώρα

τα δήθεν του συντάγματος #v.05.15-06-2011

E-mail Εκτύπωση PDF

*«Εγώ είμαι εργατόπαιδο κι εσύ της Nομικής,
Πες μου πού παρανόμησα, όταν για λίγο νόμισα πως θ’ ανταποκριθείς

alt

Εχθές στο δρόμο πάλι με σνομπάρισες, σε καταδίκη δίχως δίκη μ’ άφησες»

alt


*["Το κοτλέ παντελονάκι", πλευρά Α, τραγούδι πρώτο, με τη φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

0 σχόλια μέχρι τώρα

τα δήθεν του συντάγματος #v.04.15-06-2011

E-mail Εκτύπωση PDF

*«Δευτέρα ξημερώματα, με χίλια μαραζώματα
Και με σκυμμένους ώμους
Το ξυπνητήρι σου χτυπά, μα εσύ δεν είσαι πουθενά
Στριφογυρνάς στους δρόμους

alt

alt

[Όλοι είναι δρόμος.]

Αχ είναι ο κόσμος ψεύτικος σαν μιας βιτρίνας τζάμι
Βλέπεις για λίγο να περνάς, μα κι η ματιά χαράμι

alt

alt

Τα όνειρα μπαζώσανε, στο κάρο τα φορτώσανε
Για τους σκουπιδοτόπους
Σβήσαν τα φώτα ξαφνικά, εσύ δεν πας για τη δουλειά
Και κλαις για τους ανθρώπους

alt
Ας είναι ο κόσμος ψεύτικος όπως στα παραμύθια
Φτάνει που το δικό σου αχ είναι η μόνη αλήθεια

alt

Αν είναι ο κόσμος ψεύτικος δίχως καμιά ελπίδα
Είναι κι ο χάρος ψεύτικος κι η κάθε αλυσίδα»

alt

*["Δευτέρα ξημερώματα", πλευρά Α, τραγούδι τέταρτο, με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

**[οι φωτογραφίες 5, 6 και 8 είναι της murplejane]

***[η προτελευταία φωτό είναι από τις διαδηλώσεις στο Βανκούβερ]

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 8 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA