blog



του αγίου πνεύματος

E-mail Εκτύπωση PDF

altΑπό μικρός θυμάμαι, όταν άκουγα να λένε για "πνευματικούς ανθρώπους", έφερνα στο νου το τετριμμένο στερεότυπο μιας λόγιας ασκητικής φιγούρας με μούσι, πίπα και Προυστ ανά χείρας -ένα υπεράνθρωπων χαρακτηριστικών άχρονο και άτοπο τοτέμ που σπέρνει χρησμούς και σοφιστείες σαν πλακώσουν τα ζόρια στον πραγματικό κόσμο κι όλα πα να βαφτούνε μαύρα. Τους φανταζόμουν ως μια κάστα σοφών παντός (και ανεξαρτήτως) καιρού που πάντα έβγαζε περίσσευμα σε φως και όραμα και ανέκαθεν μπορούσε να το μοιραστεί για να σώσει ή να ξεγελάσει ποικίλες ελειμματικές καταστάσεις (πάντα του πραγματικού κόσμου εννοώντας) -μια πάντα διαθέσιμη και παραγωγική ενεργειακή μονάδα σκέψης και πνευματικής άπλας, το κύρος της οποίας πήγαινε πολύ πέρα από τη γνώση, πέρα από τη μόρφωση, πέρα από τα προσληπτικά πεδία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Οι πνευματικοί άνθρωποι ήταν πάντα οι δικοί μου σούπερμαν και οι μόνοι που μπορούσαν να κερδίσουν τον απόλυτο σεβασμό μου, χωρίς απαραίτητα να κάνουν κάτι. Η αυθυπαρξία τους, ακόμα και η αυτοπραγμάτωση του κοινωνικού ρόλου τους, για μένα μεταφραζόταν πάντα σε αρετή. Και ένα backup ασφαλείας για τις δύσκολες μέρες.

Τώρα που μεγάλωσα λίγο, έχοντας ξεδιαλέξει στην πορεία διάφορες ποικιλίες ενδημικών οπωροφόρων του πνευματικού κόσμου (και του όχι και τόσο πνευματικού κόσμου), η αυταξία αυτής της κάστας έχει απομακρυνθεί από τα μάτια μου. Θες γιατί πάει κι ο Χατζιδάκις, θες γιατί δεν υπάρχει κάποιος ν'αλλάζει τις πάνες των ξεμωραμένων, που δεν το'χουν πια σε τίποτα να ντροπιάζουν τις εφηβικές προσδοκίες μου, θες γιατί δεν βλέπω σχεδόν κανέναν να μιλάει ερήμην της ασφάλειας που του παρέχει ο εκδοτικός οίκος, η πανεπιστημιακή έδρα και η φιάλη ουίσκυ των 180 ευρώ για 4 άτομα (με φυστίκια), ο πνευματικός κόσμος μετατράπηκε εντός μου σε έννοια άυλη (και έωλη, ενίοτε), αποφορτισμένη από τα πρόσωπα και την ηθική τους, σε μια ύστατη προσπάθεια προστασίας προκειμένου να μην τον αποβάλλει εντελώς η δεξαμενή του σεβασμού μου.

Αλλά και γυρνώντας πάλι στα πρόσωπα -στους πνευματικούς ανθρώπους, της τέχνης κυρίως και όχι της διανόησης, εννοώντας- προτιμώ να τους φαντάζομαι παλαβούς, αλλοπαρμένους, φαντασμένους, ονειροπόλους οραματιστές, υπερβολικούς, αιρετικούς, να πατάνε σε δυο πλανήτες ταυτόχρονα, να μην αιωρούνται στο ηλιακό σύστημα αλλά σε κάποιο άλλο, κάποιο παράλληλο ή επάλληλο, να χάνουν την αίσθηση βαρύτητας, να χάνουμε κι εμείς μαζί τους την αίσθηση βαρύτητας, να αλαφραίνουμε, να φωτιζόμαστε, να μας προσφέρουν άπλα, ομορφιά, χάρη και τρόπους να χωράει τ'όνειρο σε κάμαρη δυο πήχες, σε κόσμους άλλους κι ουρανούς πιο φωτεινούς. Γι'αυτό και πιο εύκολα δικαιολογώ και χωνεύω την έπαρση, σαν είναι αγνή και ατόφια, παρά την ιδιοτέλεια και τα πρόσκαιρα λάφυρα. Δεν θέλω να'ναι ορθολογιστές, νηφάλιοι και μετρημένοι, δεν τους μπορώ όταν προτείνουν "λύσεις" στα κενά του κοινού μας βίου, όταν αγορεύουν για τα πολιτειακά ελλείμματα και τις εθνικές ανεπάρκειες, όταν σηκώνουν λάβαρα, όταν φυτιλιάζουν κι άλλο τη διχόνοια, όταν σφίγγουν το χέρι...

Δεν με πειράζει καθόλου να σιωπούν -είναι κι αυτή μια στάσις· νιώθεται. Άλλωστε, σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή, σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά και, όχι, όχι, δεν βρίσκω άλλες λέξεις να ζωγραφίζουν την πολυσύχναστη ερημιά. Δεν με πειράζει η σιωπή τους, η σιωπή που κρύβει όνειρα και ματαιώσεις. Με πειράζει η φασαρία τους, η φούρια τους, η αγωνία τους να μπουν μπροστά μου όχι ως αφίσα, όχι ως προσδοκία, όχι ως όνειρο, μα ως αρχηγοί, ως σωτήρες, ως δικαιωμένοι προφήτες. Με τρομάζει η σιγουριά τους, την οποία κηρύττουν βροντόφωνα και αυτάρεσκα, με τη βεβαιότητα του τεχνοκράτη και όχι το πείσμα του ονειροπόλου. Με στριμώχνει αυτή η μανιοκαταθλιπτική αγωνία τους να αλλάξουν το σύμπαν όχι με τις ιδέες τους και την άπλα τους, αλλά με τις μετοχές των ιδεών τους στο χρηματιστήριο της ματαιοδοξίας. Οι περισσότεροι απ'αυτούς έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια πολλά να δημιουργούν, να οραματίζονται, να προσφέρουν άπλα. Τώρα, οι χειρότεροι από αυτούς, μανατζάρουν έντεχνα την εξαργύρωση κάθε λέξης τους, κάθε σπίθας έμπνευσης και κάθε φωτιάς που έσπειραν κατά τη νιότη τους, χαζεύοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, αραχτοί στις βίλες που έχτισαν με αρπαχτές τα καλοκαίρια και το πηγαινέλα του δημοσίου χρήματος. Οι τιμιότεροι από δαύτους ψάχνουν απλώς να χωθούν σε κανά φεστιβάλ, να κρατάνε όπως-όπως ζεστό το πόπολο -έστω και με ένα αυτί ή ακόμα και μ'ωτασπίδες- και να επιβιώσουν της επικαιρότητας, εξαναγκασμένοι συνήθως να παριστάνουν τους γελωτοποιούς προκειμένου να συγχρονιστούν με τα ήθη και έθιμα της τηλοψίας. Κυρίως όμως, όλοι τους ξεχνούν τον Ντοστογιέφσκι πως είναι η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο. Και αντί να δουν  καθαρά και καθάρια πως η δική τους ομορφιά είναι που θα μπορούσε (ή μπορεί ακόμα) να σώσει τον κόσμο, επιλέγουν να καμαρώνουν κι αυτοί ως φαντασιακοί νομοθέτες και εθνικοί απελευθερωτές, υποδεικνύοντας μέτρα, διατάξεις και συνταγματικά αναθεωρήματα.

Το χιούμορ μου, βαρέθηκε κι εκείνο να τους κρατάει θέση. Τους έχουν πάρει πλέον πελάτες στο μαγαζί τους, το μειδίαμά μου και η βαθιά καχυποψία μου. Γιατί σκέφτομαι, ας πούμε, εκείνη την ποιήτρια που θαρρείς πως γεννήθηκε γριά και καταξιωμένη και που μόλις της αναγνωρίστηκαν τα ένσημα της ασκητικής ζωής και της αναχωρητικής στάσης απέναντι στις συνήθειες της πλέμπας, εκείνη δεν άφησε κεραία για κεραία και μικρόφωνο για μικρόφωνο, αγκάλιασε την πλέμπα και χαμογέλασε στις επίκαιρες απαιτήσεις της. Σκέφτομαι, ας πούμε, κι έναν άλλο καλλιτέχνη μεγάλου διαμετρήματος και διαμέτρου, που αφού αλώνισε κι εκείνος τα κουτούκια του επιχορηγούμενου λαιφστάιλ, το'ριξε στον τίγκα καιροσκοπισμό εν είδει ύστατου comeback: τη μία υποδυόμενος τη μωρά παρθένα αποτάσσεται τους σατανάδες του Μαμωνά, την άλλη (δηλαδή: την άλλη μέρα) δέχεται αβλεπί την πρώτη προσφορά του Μαμωνά και έτσι μας έρχεται πακέτο στο σπίτι η τέχνη, μαζί με τα μνημονιακά σάλια του Πρετεντέρη. Υποχρεωτικά. Και χωρίς πολύ κόπο.

Και δεν καταγγέλλω, ούτε μέμφομαι, ούτε δείχνω. Βράζω στο ζουμί μου και ψάχνω το αληθινό πνεύμα, μακριά τους, πολύ μακριά τους, αλάργα. Κι ας μην έχει αυτό να πει τίποτα για την κατάντια, ας μην έχει να προτείνει λύσεις. Σωσίβιο ψάχνω, μακριά από τις φωνές τους. Μακριά από τις φωνές τους πια.

0 σχόλια μέχρι τώρα

τα δήθεν του συντάγματος #v.03.commie

E-mail Εκτύπωση PDF

«Μια ζωή φραπέ ζητάς, όλο σουαρέ κι υπεροψία
Πάψε πια να κλαις κι όλο να μας λες πάλι για τους Πόντιους αστεία»*

alt

Χτες στην επαναστατική εμποροπανήγυρη ζωοπανήγυρη στο Σύνταγμα, ανάμεσα στους φρεντάτους μπλόγκερς που φωτογράφιζαν σκυλιά κι υπεροψία, μια εικόνα: Η συνέλευση διαδικασία πάνω στα ντουζένια της έδινε ρέστα και προκαλούσε προβοκατόρικα κάθε στοιχειωδώς σοβαρό άνθρωπο να αναρωτηθεί μήπως ακόμα και η ανάλυση των ενδεχόμενων μεταγραφών του Θρύλου, μπορούσε να αποτελέσει απείρως πιο δημιουργική και τελέσφορη διαδικασία (update: υπέγραψε ο Κοστάντσο, πάμε για Σάντσεζ και άλλους ισπανούς ή ισπανογενείς ή ισπανοφανείς ή ισπανοθρεμμένους που αντιμετωπίζουν πρόβλημα εντεκάδας ή μερικής αναπηρίας). Στις παρυφές των κομματικών τραπεζακίων κάτω φαναριών της πλατείας, η θυμηδία μας έσπρωχνε με χάρη ένα βήμα πιο κοντά στον ηλεκτρικό της Ομόνοιας, να επιστρέψουμε στη δίκοπη ζωή μας, την εκτός ψηφισμάτων και, κυρίως, εκτός διαδικασίας. Σύριζα Δίπλα μου ένας 50άρης γύρω στα πασόκ something, πιάνει φευγαλέα από το ένα αυτί το διακρότημα της μικροφωνικής και τον ηχητικό ειρμό του ομιλητή. "Αυτός θα είναι κομμουνιστής", αποφαίνεται με μια σχετική ειρωνεία, που αν δεν βρωμούσε τέσσερις ψήφους πασόκ και μία απογοητευμένη Τσοβόλα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπέρτατος καταστασιακός χαβαλές. Η ξανθιά δίπλα του -ξανθιά απ'έξω κι από μέσα- ρουφάει με λαχτάρα πολιτική ενημερότητα από τα χείλη του (ίσως) αγανακτισμένου πασοκογκουρού (στάνταρ). Αλλά το βλέμμα της μαρτυρά πως ζητά μια ελάχιστη εξήγηση. Τι είναι κομμουνιστής, μπάμπης; Γιατί είναι κομμουνιστής; "Ροδάνι πάει η γλώσσα του", επεξηγεί στη δευτερολογία της αυτή η κινητή τοπική οργάνωση καναπέ και πρασινοσκοπιάς γωνία. Γλώσσα ροδάνι, άρα κομμουνιστής. Ύποπτος για μια πλατεία που τους θέλει όλους ακομμάτιστους, αργούς και αργόσχολους.

Δύσκολο να διαφωνήσω για την ώρα. Τουλάχιστον όσο φτάνει στ'αυτιά μου ο ίδιος ομιλητής. Αλλά το μυαλό μου φεύγει (ψυχ)αναγκαστικά. Ήδη στο δρόμο για το σπίτι, έχω ξεχάσει τις θεωρίες αναδιαπραγμάτευσης του χρέους και τις συνθηματολαγνικές κουβέντες για τη διαγραφή του. Μόνη πραγματική λύση η αναδιαπραγμάτευση της Βάρκιζας. Να μην πηγαίνει μόνο η γλώσσα ροδάνι. Παστούς παστούς θα φάμε τους αστούς, σύντροφοι. Και τέτοια.

alt

*["Κυκλοθυμικός καιρός", πλευρά Α, τραγούδι τρίτο, με τη φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

0 σχόλια μέχρι τώρα

τα δήθεν του συντάγματος #v.02

E-mail Εκτύπωση PDF

«Εγώ σου λέω πως σ’αγαπώ κι εσύ πουλάς ομίχλη»*


Και μου πουλάς Ελλάδα.

Και δεν θα κάνω απόβαση στον ύπνο σου, μικρό μου. Μόνο κάνω πως σ'αγαπώ να μη ρεζιλευτείς.

alt

alt

alt

[οι φωτό είναι της murplejane από το πλούσιο οδοιπορικό της στην πλατεία των ημερών]


*["Κάνε πως μ'αγαπάς", πλευρά Β, τραγούδι δεύτερο, με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου, πάνω σε λέξεις του Μανώλη Ρασούλη και νότες του Νίκου Ξυδάκη]

0 σχόλια μέχρι τώρα

(απορίες #m25gr)

E-mail Εκτύπωση PDF

«Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς», έγραφε ο Ελύτης. «Θέλει σωστοί χιλιάδες», διόρθωνε ο Ρασούλης. Οπως και να ’χει, «θέλει δουλειά πολλή». Και, αν κατορθώσαμε να έχουμε πλέον ως δεδομένο τους χιλιάδες στους τροχούς και στους δρόμους, μπορούμε να κάνουμε βαθιά συνείδηση το σκέλος της θυσίας; Μπορούμε να κάνουμε δουλειά πολλή; Μπορούμε άραγε να αξιωθούμε ανατροπές χωρίς ρήξεις; Μπορούμε να φανταστούμε ρήξεις χωρίς θυσίες; Μπορούμε να ονομάσουμε τις θυσίες και να προετοιμαστούμε περήφανα γι’ αυτές; Να φέρει ο καθένας τα πρόσφορα στη φωτιά, πλάι στα σχέδιά του για το πώς θα υποδεχτεί το νέο φως.

Μπορεί η αγανάκτηση να ξεφύγει από τον αρνητισμό, την απαξίωση και τη μούντζα; Μπορεί η οργή μας να απεγκλωβιστεί από τη μόνιμη καταδίκη των «άλλων» ως υπαίτιων για τα δεινά μας; Μπορούν να γίνουν πρόταγμα η καθημερινή μας πράξη και η συνείδηση του καθενός; Μπορούν οι πλατείες και οι γειτονιές να επαναπροσδιορίσουν τη δυναμική μιας συλλογικότητας που καθορίζει καθημερινά τις συντεταγμένες του κοινού μας βίου; Μπορούμε να επαναδιαπραγματευτούμε τα πάντα, ακόμα και τις σταθερές που ορίζουν το μικρόκοσμό μας;

Μπορεί ο θυμός μας να στραφεί ειλικρινά και σκληρά απέναντι σε εκείνο που, μέχρι χτες, τόσον καιρό κακοφόρμιζε; Μπορεί αυτός ο θυμός να ζητήσει έναν άλλο εαυτό, ένα άλλο πρόσωπο; Πρώτα για εμάς τους ίδιους και μετά για τους «άλλους», τους «από πάνω». Μπορούμε να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε; Μπορούμε να αναμετρηθούμε, επιτέλους, με το δύσκολο; Μπορούμε να ζητήσουμε παραπάνω από τους εαυτούς μας και όχι από τους άλλους;

Μπορούμε να είμαστε πρώτα άνθρωποι και μετά έλληνες; Μπορούμε να υπάρχουμε μακριά από εθνικούς ύμνους και ομόψυχα σαλπίσματα; Μπορούμε να είμαστε αληθινά αλληλέγγυοι σε εκείνα που θέλουμε και όχι μόνο σε εκείνα που δεν θέλουμε; Μπορούμε να ξαναβρούμε το λόγο και το διάλογο; Μεταξύ μας, ανά δύο, ανά τρεις, ανά χίλιοι δεκατρείς.

Ξαναγυρνώντας στους τροχούς, θυμάμαι τον Καρούζο: «Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί / στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν».


(γραμμένο για το αφιέρωμα 'Σύνταγμα calling' της free εφημερίδας Metropolis News, 03.06.11)

0 σχόλια μέχρι τώρα

ψυχή βαριά

E-mail Εκτύπωση PDF

Το winamp παίζει το Heavy Soul του Paul Weller. Το πρώτο κομμάτι, το ομώνυμο. We're words upon a window, written there in steam / In the heat of the moment, at the birth of a dream... Ένα κλικ δεξιά, ανανεώνω την κυριακάτικη ενημέρωσή μου. "Έφυγε", λέει, ο Νίκος Παπάζογλου. Έφυγε.. Για που, αλήθεια; Απ'όσο θυμόμουν, το πέρασμά του εδώ τραγουδούσε. Όπως όλοι. Δεν παίζει να έφυγε.

Θα'θελα να γράψω κάτι για τον Παπάζογλου. Για το πόσο πασέ πλέον έκανε στον καθένα μας η φιγούρα του και η παρουσία του. Με το κόκκινο φουλάρι και τη μόνιμη (εκ των αμερικάνικων φυλακών) τζιν περιβολή, με τον Βούδα και τον Κούδα που βαρεθήκαμε να τον ακούμε, αδυνατώντας -μέχρι πρότινος που η συγκίνηση μας κάλεσε να το αφουγκραστούμε- να σταθούμε λίγο και να νιώσουμε βαθιά τι πάει να πει το "εδώ είναι του Ρασούλη", μα και τι πόνο και ψυχή έκρυβε το "έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι". Αλλά και τον απαρχαιωμένο Υδροχόο -πασέ και τρε μπανάλ πλέον για τους διονυσιασμούς μας- τον γλυκανάλατο Αύγουστο που καταχωρήθηκε με τα χρόνια στις μελό κοριτσίστικες παραγγελιές και οι ψαγμένοι της παρέας παριστάναμε ότι το έχουμε ξεπεράσει -και το τραγούδι, αλλά και το σκηνικό αυτό, να ενδίδεις ελαφρά στον πειρασμό της κοινοτοπίας μιας αυγουστιάτικης βραδιάς με κιθάρα και φίλους, έτσι στα χαζά, έτσι στα ωραία. Και γενικά όλα αυτά του Παπάζογλου τα όπαρτα -πληθυντικός του όπα, απίθανος νεολογισμός της γιαγιάς μου. Τον είχαμε βαρεθεί τον Παπάζογλου και καλά, τον είχαμε ξεπεράσει. Δεν τα ακούγαμε πια αυτά τα τραγούδια. Τα είχαμε κρύψει σε κείνο το μπαουλάκι που τρέχουν να κρυφτούν όλες οι μνήμες όταν γυμνές από την ανάγκη μας και τις επιθυμίες μας, τρέχουν ακίνδυνες να κρυφτούν εκεί για να μην ξεθωριάσουν, για να προστατευτούν. Δεν τα είχαμε κρύψει με δική μας θέληση βέβαια -μάλλον τα είχαμε άτσαλα προσπεράσει, κάπου τα είχαμε παραπετάξει, ενοχλημένοι ίσως, αλλά αυτά φαίνεται πως βρήκαν το δρόμο για το καταφύγιο. Και, ναι, το ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί. Αν δεν το ξέρεις, σημαίνει πως δεν υπήρξες έφηβος. Πως δεν ενέδωσες ποτέ σε ένα ελαφρύ κάλεσμα της στιγμής, που το σώμα και η ψυχή δεν ζητούν κάτι παραπάνω από ένα όπα μετά το ρεφρέν και ένα ξέδωμα. Μια στιγμιαία απόδραση από τη βαριά ψυχή σου. Μια ξαφνική ανάληψη. Για λίγο.

Γυρίζω με το νου πίσω στην εποχή που το σήμερα μπανάλ δεν ήταν ακόμα μπανάλ, το σήμερα πασέ δεν είχε παίξει τόσες φορές στο repeat και ούτε που φανταζόταν πόσο πασέ θα γίνει κάποτε, τότε που ως απλά κλάσικ και όχι πασέ, τα τραγούδια του Παπάζογλου έπαιζαν το ρόλο τους στις γιορτές μας και τους χορούς, άναβαν τα αίματα όταν οι ψαγμενιές στο τραγούδισμα δυσκόλευαν τη μέθεξη και ο χορός αναπαυόταν απογοητευμένος στις καρέκλες, "βάλε μας κανένα Παπάζογλου ν'ανέβουμε ρε", "παίξε μας το Ραγίζει απόψε η καρδιά..." και τέτοια. Η εποχή που τα κλάσικς για χορό τα μνημόνευε κανείς με τον πρώτο στίχο και όχι με τον τίτλο του σουξέ. Ξέρουμε αυτό που ακούμε και χορεύουμε, όχι αυτό που είναι στο δίσκο. Γνώση βιωματική, γνώση χορευτική. Πραγματική.

Μπανάλ λοιπόν η μικρή μας ζωή, η μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη. Στη μικρή ζωή του καθενός, ο Νίκος Παπάζογλου πέρασε και τραγούδησε. Όσο μπανάλ και να βλέπεις σήμερα τις υπομνήσεις των βιωμάτων σου, δεν μπορείς να αρνηθείς το πόσο πραγματικές υπήρξαν. Και αυτός ο ρόλος τους, ο πραγματικός, ο λειτουργικός, είναι που αχρηστεύει τις θεωρήσεις σου περί μπανάλ. Και έλα να μου πεις πως αλλιώς θα χόρευες και πως θα έριχνες εκείνη την κοπέλα, αν δεν της σιγοτραγουδούσες "σ'αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω", ενώ μέσα σου σίγουρα μουρμούριζες όλο και πιο φωναχτά, όλο και πιο πραγματικά, "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό"... Για να μη σου πω ότι στον Παπάζογλου χρωστάς τη μαγκιά που πουλούσες πιο μικρός, να ξέρεις τις Τρύπες στην εποχή του πρώτου δίσκου τους, αλλά και τα πρώτα περίεργα λαϊκά που άκουσες, και ήταν κάποιος Μάλαμας -σαπόρτ κάποτε στον Παπάζογλου, να του πετάνε κέρματα και γιούχες ενώ έλεγε τη Στέλλα- κάποιος Περίδης, κάποιος Θανάσης Παπακωνσταντίνου.

Μαθαίνω το φευγιό του Παπάζογλου, καθώς τυχαία ακούω το Heavy Soul. Το τι είναι τελικά τυχαίο και τι όχι, και τι πραγματικά σημαίνει αυτό, το συζητάμε άλλη ώρα. Όλα σημαδιακά και μετρημένα μέσα στην τυχαιότητά μας. Ή όλα τυχαία μέσα στο καλοκουρδισμένο σύμπαν. Διάλεξε και πάρε, ανάλογα με το πόσο Κοέλιο διαβάζεις. Εγώ δεν διαβάζω.
Είναι το πόστ νούμερο 300. Αρχίζει η Μεγάλη Βδομάδα.
Συνεχίζουν οι μικρές μέρες. Συνεχίζουν τα ποστ. Συνεχίζει η ζωή.
Και τα περάσματα.
It's a joy to know I got a heavy soul.


Και δεν ήταν μόνο η φωνή. Ούτε η ψυχή.
Έγραφε και σπουδαίους στίχος ο μπαγάσας.


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)

1 σχόλιο μέχρι τώρα

Μίκης Πορτοσάλτε

E-mail Εκτύπωση PDF
Πανούργο και σατανικό το απεργοσπατικό κόλπο που κάποιος σφύριξε στο επιτελείο του ραδιοτηλεοπτικού Αλαφούζειου Ουρανού -τον αρχαιοελληνικής γραμματοσειράς και προφοράς, πλην όμως ξενικής ετυμολογίας, ΣΚΑΪ. Όχι ακριβώς άμεσα απεργοσπαστικό δηλαδή, αλλά κόλπο που σίγουρα θα μπορούσε να αποτελέσει μελλοντικά ένα πολύ ισχυρό όπλο στον αγώνα της απεργοσπασίας -ίσως, μάλιστα, και να παίξει καταλυτικό ρόλο στην αθρόα απελευθέρωση των απολύσεων και την ηθική διευκόλυνση των μηντιακών εργοδοτών, αφού διαφαίνεται πολύ σοβαρά η πιθανότητα οι προς απόλυση εργαζόμενοι να αποζητούν στο εξής μια ώρα αρχύτερα την ανεργία και να αποτάσσονται κάθε έννοια αποζημίωσης. Και το όπλο αυτό είναι ο Μίκης. Ο Μίκης ο γνωστός, όχι ο Μάους.


Τέσσερις μέρες διήρκησε η απεργία των εργαζομένων στα ΜΜΕ -πρωτοφανές σερί για τα απεργιακά δεδομένα του κλάδου. Τέσσερις μέρες πλέημπακ μια (πολύωρη) αρχειακή συνέντευξη του Μίκη, επί παντός επιστητού, ήταν η απάντηση του αλαφουζέϊκου, για χάρη των ακροατών του. Καλύτερα απ'ό,τι θα έκανε ένας Πάγκαλος και τα διάφορα νεοφιλελεύθερα παπαγαλάκια που ξεφυρτώνουν σαν τσουτσέκια παντού, ο φαληριώτικος ραδιοσταθμός βρήκε αποτελεσματικότερο τρόπο να φορτώσει την ευθύνη στους κακούς απεργούς δημοσιογράφους και τους άλλους εργαζόμενους του σταθμού. Απεργείτε εσείς; Μίκη εμείς. Και Μίκη να εξηγεί πως δεν μπορεί να κουνηθεί βήμα από τις αριστερότατες ρίζες του, πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά όταν καλείται να εξηγήσει πως έγινε και έκανε αλλιώς κάπου κάπως κάποτε, πέφτουν λίγες διαφημίσεις, οι απαραίτητες διαφημίσεις, για να μη μείνει το χάσκον στόμα του συνθέτη έκθετο. Οι αριστερές ρίζες να'ναι καλά. Και η απολογία στο αλαφουζέϊκο. Ναι, ομολογώ: αν ήμουν δημοσιογράφος θα έκανα τα πάντα για να μην υποφέρει ο ακροατής τέσσερις μέρες αυτό το μαρτύριο. Μέχρι και αμισθί θα δούλευα να φτιάχνω πλέηλιστ. Θα μου πεις, μπορείς να το κλείσεις το γαμοκούτι και να πας μια βόλτα, μια βαρκάδα, μια εκδρομή.

Η απάντηση των άλλων μηντιακών εγκεφάλων στην απεργία ήταν πιο επίκαιρη και κοινότυπη. Οι εφημερίδες της Κυριακής -οι μόνες εφημερίδες με πραγματικά έσοδα- κυκλοφόρησαν Πέμπτη. Προς θεού, μην χαθούν οι προσφορές (μέσα κι ο Μίκης). Μη χαθεί το διαφημιστικό πακέτο. Μη χαθούν οι μαγειρικές και τα τόσα έξοδα που γίνονται σε τρίτους για να αγοραστούν βιβλία, σιντί, ντιβιντί, ειδικές εκδόσεις, ένθετα, παρένθετα και διάφορα τέτοια έκθετα.

Αν οι δημοκρατίες πλέον κρίνονται από τις αγορές και η τελευταία τους ελπίδα σωτηρίας είναι να συμμορφωθούν στην κρίση τους -τη διττή κρίση: εκείνη που υποφέρουν οι αγορές, αλλά και εκείνη που καλούνται να κάνουν ως εκτίμηση στις διάφορες δημοκρατίες- τα εργασιακά δικαιώματα θα κριθούν από τις προσφορές. Τις προσφορές της Κυριακής, που μπορούν να γίνουν και Πέμπτη άμα λάχει. Το δε δικαίωμα στην απεργία θα κριθεί από το πόσο ακόμα Μαουτχάουζεν αντάμα με καφενειακό συμψηφισμό κυβερνητικής διαπλοκής αριστερόφρονων σελέμπριτις αντέχει να ακούσει κανείς.


2 σχόλια μέχρι τώρα

ένας κανένας που σας σεργιανά

E-mail Εκτύπωση PDF
Είναι μεγάλη απώλεια ο Ρασούλης. Μεγάλη, τεράστια, και ψάχνω τις λέξεις για να το συντάξω να γίνει κατανοητό. Ψάχνω να βρω κανά βίωμα που να ταιριάζει, αφού εξ ορισμού τα βιώματα κουβαλούν ως εικόνες και ως μήνυμα, ασύγκριτα πιο βαρύ αφηγηματικό φορτίο, που κάνουν αμέσως ρέστα στο ταμείο της ψυχής. Όχι, δεν έχω κανένα βίωμα, καμία παράσταση. Μόνο ότι τον έβλεπα κάποιες φορές στον ηλεκτρικό και σκεφτόμουν "κοίτα, ο Ρασούλης". Το λες βίωμα αυτό; Όχι, δεν το λες. Αλλά ίσως είναι μια παράσταση, μια εικόνα που μου λέει ότι ο Ρασούλης υπήρξε ανάμεσά μας, μετακινιόταν ταπεινά με το τρένο, τους καθημερινούς πληβείους, τους ξένους, τους πιο ξένους, τους νόμιμα ξένους και τους παράνομα ξένους. Είναι μια εικόνα που την έχω δίπλα μου, εντελώς δίπλα μου, μέσα στη μέρα μου, μέσα στο βλέμμα μου, και όχι στην τηλεόραση, που και πάλι βλέμμα μου είναι, αλλά όχι βλέμμα φιλικό, όχι βλέμμα διερευνητικό, όχι βλέμμα άμεσο και, προπάντων, είναι βλέμμα ανώδυνο: δεν μπορεί να σε δει ο άλλος, δεν μπορεί να ανταποδώσει.

Τον θυμάμαι, πέρσι το Πάσχα, αγέρωχο, να τριγυρνάει στα καντούνια της Κέρκυρας και να επισκέπτεται τον Πλου -τον Πλου που η Ουρανίτσα πρωτοταξίδεψε και άφησε κι εκείνη πολλά στο ταμείο της ψυχής- και να λέμε μαζί με τον Δήμο, "κοίτα, ο Ρασούλης". Δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα, σχεδόν ούτε βλέμμα, άρα πάλι δεν μπορώ να μιλάω για βίωμα. Για δες όμως: άλλο ένα τεκμήριο του περάσματός του ανάμεσά μας. Αυτή τη φορά, στο δικό μας χώρο -τυχαία, ξετυχαία, δεν έχει σημασία- στο δικό μας αγαπημένο στέκι, στο δικό μας τεκμήριο ύπαρξης, συνευρέσεων, βιωμάτων. Σε ένα χώρο που όποιος βρέθηκε και στάθηκε -έστω και για λίγο- έγινε κουβέντα και ανάμνηση·κατεγράφη το πέρασμά του -τα βήματά του είναι ακόμα εκεί, μαζί με τα τόσα βήματα. Υπήρξε κι εκεί, ξαναπέρασε δίπλα μας.

Δεν ξέρω τι να γράψω για τον Μανώλη Ρασούλη. Ξέρω μόνο πως οι στίχοι του υπήρξαν, πως τραγούδησα τους στίχους του, πως χόρεψα με τους στίχους του, πως συγκλονίστηκα από τους στίχους του, πως συγκλονίστηκαν πολλοί από τους στίχους του, και τους χόρεψαν ακόμα περισσότεροι. Ξέρω ότι τον πόνεσα βαθιά, έστω και για λίγο, όταν τον έδιωχνε από τη χώρα το νταλαριστάν. Ξέρω επίσης ότι ένιωσα τα λόγια του, τις λέξεις του, σαν λόγια φίλου, όχι ξένου. Σαν λόγια που απευθύνονται σε μένα, όχι σε πολλούς. Με κάποιο τρόπο δηλαδή, μου μιλούσε. Μιλούσε σε μένα. Κι αυτό, μάλλον, είναι βίωμα. Ξέρω επίσης πως υπήρξε ανάμεσά μας.

Το "εδώ είναι του Ρασούλη", για τον ίδιο έκρυβε ταπεινότητα, διατύπωνε σκωπτικά την ασημαντότητα και την κατάντια, μπροστά στο χαμένο, απόμακρα ηρωικό, Σούλι. Έλα όμως που κρύβει μεγαλείο. Τεράστιο.

 
alt

1 σχόλιο μέχρι τώρα

ματωμένη πόλη

E-mail Εκτύπωση PDF
Θυμήθηκα πριν από χρόνια, αρκετά χρόνια, μια εμπειρία που με είχε σοκάρει. Σάββατο βράδι, πήγαινα με μια φίλη να δω το Σαββόπουλο -όχι, δεν ήταν αυτό το σοκ της εμπειρίας- που παρουσίαζε τότε σ'ένα εξ ημισείας πρόγραμμα, τον νέο φέρελπι τότε τραγουδοποιό Φοίβο Δεληβοριά, στη Σφεντόνα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στη διαδρομή με το ταξί, κάπου στο ύψος της Κεφαλληνίας -που βρίσκονταν τότε τα γραφεία της Χρυσής Αυγής- μια σκηνή από αυτές που τώρα έχουν βρει και δημοκρατική επιχειρηματολογία και σιγά σιγά μπαίνουν και στο κοινοβούλιο: πέντε καλά παιδιά με ξυρισμένα -απ'έξω κι από μέσα- κεφάλια, έχουν βάλει κάτω έναν και τον παλουκώνουν με δέκα τρόπους, στη μέση του δρόμου. Ο ταλαίπωρος καταφέρνει κάπως να ξεφύγει και το πρώτο όχημα που βρίσκει καταφύγιο, είναι το ταξί μας. Με το πρόσωπο τίγκα στα αίματα και τα μισά δόντια να έχουν σπάσει, εκλιπαρεί τον ταρίφα να γκαζώσει για λίγο παρακάτω. Από το μισάνοιχτο παράθυρο, τα καλά παιδιά προσπαθούν να φιλοδωρίσουν με λίγα ακόμα μπουκέτα, μαζί με καθαρά ελληνικά του λιμανιού και της συμφοράς. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ο ταλαίπωρος κατεβαίνει και η σκηνή παίρνει τέλος. Όσο για εμάς, μόνο όρεξη να δούμε συναυλία του Σαββόπουλου δεν είχαμε πλέον. Τελικά πήγαμε στη Σφεντόνα και βρήκαμε αδιάφορα μια θέση στα σκαλάκια του εξώστη, χαζεύοντας τις παράτες του Νιόνιου, με το μυαλό μας γεμάτο αίματα, σπασμένα δόντια και εθνική παλιγγενεσία. Μέχρι που σε μια στιγμή -νομίζω καθώς έπαιζε η Συννεφούλα- ξεδιπλώνεται πίσω από τη σκηνή μια τεράστια -τεράστια όμως- ελληνική σημαία, ενώ ο Νιόνιος κάτι αρχίζει να υμνεί σε γλώσσα ευρωπαϊκής ένωσης και ενότητας. Άντε γαμήσου λέω από μέσα μου κι απ'έξω μου, και σηκωνόμαστε αμέσως και φεύγουμε. Ο Νιόνιος συνεχίζει να τραγουδάει για έναν καράφλα απ'έξω κι από μέσα. Εγώ τον είχα δει πιο πριν σε λάηβ βερσιόν.

Χτες Παρασκευή, ξεκίνησα να πάω στον αγιασμό του νέου χώρου της ομάδας Δρόμος με Δέντρα. Βγαίνοντας από το Μετρό στο Μεταξουργείο, πέφτω πάνω σε μια συμμορία από αγανακτισμένα σκουτεράκια, που εκκινούσαν για κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πλατεία Καραϊσκάκη, κάτω από το πρόσταγμα της γνωστής άσχημης ξανθιάς που σουλατσάρει στα κανάλια ως κάτοικος του Άγιου Παντελεήμονα (αλλά και στις τριγύρω περιοχές ως έποικος της Χρυσής Αυγής). Παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας και αυτοάμυνα ήταν μέχρι πρότινος τα προτάγματα των αγανακτισμένων κατοίκων, τα οποία κατακτήθηκαν ως δικαιώματα, μετά από τόσο αγώνα και αίμα (των άλλων). Ξεφτιλίζουμε τους νόμους με τα χέρια μας και προληπτική επίθεση είναι η άμεση συνέχεια, θύμα της οποίας υπήρξε το κατάστημα ενός Άραβα, αρκετά πιο πέρα από τον Άγιο Παντελεήμονα... Δεν σοκάρομαι όμως πλέον. Ξέρω πως αυτοί κυνηγώντας τον άλλον, τον ξένο, κυνηγάνε τη δική τους Ελλάδα, έχουν οραματιστεί έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Και αυτό τον κόσμο τον κάνουν εφικτό μέρα-νύχτα, κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Είναι μια Ελλάδα της ασχήμιας, της μιζέριας και του μίσους, που εχθρεύεται όχι μόνο τους ξένους, αλλά και τη γνώση, την παιδεία, την τέχνη, τον πολιτισμό, την αλληλεγγύη των ανθρώπων, καθώς και κάθε τι όμορφο συμβαίνει έξω από εθνικότητες, έξω από ιδιοκτησίες, έξω από συναλλαγές. Είναι μια Ελλάδα που μικραίνει τα πάντα, δεν τα μεγαλώνει. Κι έτσι, μικραίνει κι η ίδια.

Η δική μου Ελλάδα ήταν λίγα στενά πιο κάτω. Στον υπέροχο χώρο Baumstrasse (δηλαδή δρόμος με δέντρα) -το νέο πνευματικό παιδί της Μάρθας Φριτζήλα και του Βασίλη Μαντζούκη, στην οδό Σερβίων, αριθμός 8- ξεκινούσε η συναυλία του κόντρα-τενόρου Νικόλα Σπανού και του πιανίστα Νίκου Ζαφρανά, σε ρεπερτόριο εποχής Μπελ Επόκ και προκλασικών τραγουδιών. Στο δεύτερο μέρος, τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου από το Ματωμένο Γάμο, αλλά και οι πέντε Ελληνικές Μελωδίες του Μορίς Ραβέλ. Μόνο ομορφιά. Χωρίς μικρόφωνα, χωρίς την παραμικρή ενίσχυση -πέρα από τα κρασοκεράσματα- μια άλλη συνωμοσία, έβρισκε τους δικούς της μύστες. Με τις πρώτες νότες από το πιάνο, η ασχήμια είχε φύγει από τις παραστάσεις μου. Για την ακρίβεια, αυτή η σαπισμένη Ελλάδα που αλάφιαζε λίγα μέτρα πιο πάνω, μου φαινόταν ήδη πολύ μακρινή, σχεδόν απόκοσμη και μη υπαρκτή. Η καθάρια τέχνη μιλούσε, όπως μιλάει σε όποιον τη χρειάζεται. Ευγενικά, απλόχερα, συμπαντικά. Μια ωραία συναυλία, ανάμεσα σε ωραίους ανθρώπους -που δεν χασκογελάνε, δεν αναπαράγουν ατάκες διαφημιστικών, δεν φωνάζουν για ν'ακουστούν, δεν βρίζονται, δεν κοιτάνε με μισό μάτι ο ένας τον άλλον, δεν κοιτάνε το ρολόι, δεν στέλνουν νευρικά sms.

Στις επιλογές εξόδου της Παρασκευής, γύρω από την Πλατεία Καραϊσκάκη, κάποιοι τριγύριζαν μανουριάζοντας και δέρνοντας ανθρώπους και κάποιοι κάθονταν με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να μαγεύονται από τραγούδια. Μέσα στο ίδιο οικοδομικό μπλοκ, δυο Ελλάδες ανέπνεαν και ζούσαν -η μία ασθμαίνοντας, η άλλη δίνοντας οξυγόνο. Θυμήθηκα τη δασκάλα μου να μου λέει πως είμαστε τόσες Ελλάδες, όσοι κι οι Έλληνες. Στον ξένο μετανάστη, που δεν μπορώ όλα αυτά να του τα εξηγήσω ακόμα, ας του ψιθυρίσει ο Γκάτσος πως "η χαραυγή θα γιάνει τον πόνο της νυχτιάς"...


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)

0 σχόλια μέχρι τώρα

plusμάτικ

E-mail Εκτύπωση PDF

'Ένα δωρεάν περιοδικό πόλης για μια γενιά που δεν διαβάζει έντυπα, στην αρχή ακουγόταν σαν κακόγουστο αστείο. Σχεδόν αδιανόητο. Τι να γράψεις που να μην το ξέρουν ήδη, ειδικά σε μια εποχή που μέχρι να φτάσει στα αυτιά σου μια είδηση έχει ήδη παλιώσει; Κι όμως, το επιχειρήσαμε, με μεγάλη δόση τρέλας, δοκιμάζοντας να φτιάξουμε το περιοδικό που θα μας άρεσε να διαβάζουμε. Ή περίπου. Το πρώτο τεύχος στήθηκε μέσα σε τρεις εβδομάδες, με πολύ κόπο, ξενύχτια και κούραση, αλλά και με άπειρο ενθουσιασμό και κέφι και είναι μόνο η αρχή. Το όραμά μας χρειάζεται χρόνο για να πάρει σχήμα, αλλά το στοίχημα είναι να σχεδιάσουμε ξανά το χάρτη μιας πόλης που σφύζει από ζωή, από δημιουργία και ταλέντα και έχει ένα σωρό υλικό που παραμένει κρυφό και αγνοημένο'.

Αυτό είναι το ανυπόγραφο editorial του νέου εντύπου της Ελευθεροτυπίας, που κυκλοφορεί κάθε Πέμπτη εν είδει free press, με αυτόνομη διανομή σε διάφορα hot spots -όπως θα τα ονομάζουν μεταξύ τους στην αρχισυνταξία για να γουστάρουν. "Άλλο ένα" free press σκέφτομαι βιαστικά και το ξεφυλλίζω, αναζητώντας με όλη την ελπίδα μήπως είναι "ένα άλλο". Μπα. Στο εξώφυλλο "νέες", "hot", "φάτσες της πόλης", φάτσες με λουκ σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να ζούμε στη νέα εποχή του κουλ, την εποχή που έχουμε όλο το χρόνο και όλη την πολυτέλεια, να διαβάζουμε τα λαηφσταηλάδικα κατάλοιπα που άφησε ως επιγόνους η εκδοτική διάρροια του Κωστόπουλου. Στη σελίδα 30, ενημερώνομαι πως οι χοτ φάτσες αντιστοιχούν σε κάποιο νέο συγκρότημα, από αυτά που σφύζουν με νεανική ορμή και συγκαταλέγονται στους φορείς της ελπίδας μας αναφορικά με τη ντόπια μουσική δημιουργία. Κάνω το κλικ για τη σελίδα τους στο myspace και διαπιστώνω πως αυτή η νεανική ορμή εξαντλείται σε μια ανέμπνευστη αναπροσαρμογή των κλισέ που άφησαν πίσω τους οι Velvet Underground (στην καλύτερη) και το γκαραζιέρικο τουπέ των Stooges (ας πούμε), χρόνια τώρα. Παρ'όλα αυτά ο συνήθης ύποπτος κύριος Υλό, ανακαλύπτει διάφορα εντυπωσιακά στοιχεία γύρω από την αναγνωρισιμότητα και το σουξέ αυτής της φιλόδοξης μπάντας. Προφανώς και δεν έχω τίποτα με την μπάντα. Με τις υπερβολές τα έχω και με το ηλίθιο hype, το χωρίς αντίκρυσμα λιβάνισμα, που απ'ό,τι φαίνεται αποτελεί το βασικό συστατικό κάθε εκδοτικής προσπάθειας στο χώρο του free press. Πάω παρακάτω.

Ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας, αναζητώ στοιχεία που να αποκαλύπτουν το εκδοτικό "όραμα που χρειάζεται χρόνο για να πάρει σχήμα", του οποίου όμως το σχήμα μια χαρά το αναγνωρίζω ήδη, κάτω από τις λέξεις, τις φωτογραφίες και -φευ- τις διαφημίσεις. Το στοίχημα να σχεδιαστεί ξανά ο χάρτης της πόλης -αυτής που "σφύζει από ζωή"- δεν είναι παρά το κερδισμένο για τους Γεωργελέδες -πλην χρεωκοπημένο στα μάτια των εραστών του αληθινού λόγου και της αυθεντικής επικοινωνίας- στοίχημα της νέας λαηφστάηλ ελαφρότητας που ευθύνεται σε μεγάλο ποσοστό για τη γενική μαλακία που μας περιβάλλει, και η οποία βρήκε την απόλυτη έκφρασή της στις φυλλάδες, που ενίοτε αποτέλεσαν και "οδηγούς πόλης" -ενημερώνοντάς μας τακτικά πως αυτά συμβαίνουν στην πόλη, αυτά είναι η πόλη και όχι άλλα. Ανάμεσα σε μερικά ενδιαφέροντα κείμενα και κάποιες σεβαστές υπογραφές, ατάκτως εριμμένες και οι απαραίτητες διαφημίσεις για τη νεολαία: τα ΙΕΚ της συμφοράς και τα διάφορα freestyle πιασοκωλάδικα τρεντόμπαρα (εναλλακτικά και μη) -στα οποία παίζουν οι τρομεροί ντιτζέη, γίνονται τα σούπερ λάηβ και βραδιές γεμάτες ρούμι και ενέργεια και ό,τι άλλη μαλακία τους φορέσει καπέλο ο διαφημιστής προκειμένου να γίνει ένα λάηβ της προκοπής. Προσπερνάω τα διάφορα υπέροχα τίποτα του μεσιέ Υλό, αποτυπωμένα σε πληθώρα λέξεων κενών πραγματικού νοήματος, και φτάνω στις τελευταίες σελίδες όπου αράζει ο συνήθης οδηγός πόλης, μια πληρέστατη καταγραφή όλων των πιασοκωλάδικων -και όχι μόνο μπαρ- στα οποία μπορείς να απολαύσεις σούσια και μούσια, σε απίστευτες για την τσέπη και την ηρεμία σου τιμές. Εννοείται πως δεν λείπουν οι επιλογές στην καλύτερη κουζίνα της εβδομάδας και το τάμα στο νέο πωλητήριο υγρών βομβών στο Γκάζι, την αληθινή μας clubland -αυτή που τόσο χρειαζόμαστε άλλωστε.

Ετοιμάζομαι να πετάξω στον κάλαθο, αυτό το "άλλο ένα", σχεδόν απογοητευμένος που κάτι σοβαρές πένες σαν του Δημήτρη Αναστασόπουλου -αυτές που στα μάτια μας διαχώριζαν πάντα την αληθινή δημοσιογραφία και τον πραγματικό Λόγο, από την ανώδυνη και ακατάσχετα ανόητη φλυαρία των free φυλλαδίων- κάτι τέτοιες πένες λοιπόν, συμμετέχουν και συνυπογράφουν αυτό το κενό. Το χέρι μου καταλάθος σκαλώνει σε κάτι σελίδες που είχα προσπεράσει βιαστικά, στις οποίες φιλοξενείται ένα μικρό αφιέρωμα στην πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης με τίτλο 'Δεν έχω φράγκο μες στην τσέπη'. Την ξαφνική ανανέωση του ενδιαφέροντός μου διαδέχεται άμεσα η οργισμένη πίκρα. Στο άρθρο, πάνω κάτω προτείνονται κάποιοι τρόποι για να τη βγάλει καθαρή ένας νέος τη σήμερον, από την κρίση. Όλως τυχαίως είναι οι ίδιες ανώδυνες ανοησίες που δημοσιεύονται τον τελευταίο καιρό στις Λαηφοβόης: να κλέβεις wireless απ'το γείτονα, να τρως τα ληγμένα των σούπερ μάρκετ και της Βαρβακείου αγοράς, να λαδώνεις τον πορτιέρη για να μπαίνεις στα λάηβ μισοτιμή, να βλέπεις το πρωί σινεμά στις δημοσιογραφικές προβολές, να αρπάζεις στη ζούλα πράγματα για το σπίτι σου και άλλα τέτοια κακομοίρικα. Η κρίση σε θέλει κακομοίρη και το λαηφστάηλ μετερίζι κάνει ό,τι μπορεί για να σε καταρτίσει κατάλληλα: ζήσε σαν κακομοίρης, ζήσε μίζερος. Και η εναλλακτική Ελευθεροτυπία στο κόλπο πλέον.

Και προς θεού, καμία αναφορά στα αίτια αυτής της κρίσης, καμία αναφορά στις χαραμάδες εκείνες απ'όπου μπορεί να μπουκάρει καθάρια η νεανική μας ορμή και να τους πάρει τα σώβρακα (και αυτά που της ανήκουν, γαμώ το χριστό μου), καμία αναφορά σε κείνους που χειραγωγούν την κρίση και βγαίνουν κερδισμένοι, καμία αναφορά στα τρωτά σημεία των εξουσιών που δημιουργούν κρίσεις και διαιρούν για να βασιλεύουν, καμία αναφορά στην πλασματική εικόνα της κρίσης, ναι, στα πιασοκωλάδικα που διαφημίζονται πέντε σελίδες πιο πέρα, στην υπεραξία που λατρεύεται στις σελίδες περί clubbing, στη γενικευμένη χαζομάρα και την ηθική κατάπτωση της διασκέδασης, καμία αναφορά στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιπαρέλθουμε και να επιβιώσουμε ως άνθρωποι μέσα στο χαμό, καμία αναφορά σε όσα μας ανήκουν τα οποία αυτό το άλλοθι της κρίσης μας τα αρπάζει και τα στέλνει στο διάολο, είτε μιλάμε για εργασιακά δικαιώματα είτε για τη χειραφέτησή μας. Στα ανόητα αυτά άρθρα, η αναφορά στην κρίση δεν είναι παρά η επίκληση ενός έξωθεν Κακού, μιας απάλευτης συγκυρίας, ενός καταστροφικού φαινομένου -κάτι σαν τον φονικό τυφώνα- που ήρθε και κάθησε στα κεφάλια μας. Δεν είναι άραγε η διαπίστωση μιας γενικής χρεωκοπίας, δεν είναι ένα συμπέρασμα συνεχών πτώσεων. Η κρίση είναι ένα φαινόμενο που μας ήρθε απ'όξω, είναι ένα τρεντ, είναι μια φάση. Και ας μην μιζεριάζουμε βρε αδερφέ. Φρη πρες να έχουμε, κώλους να χαζεύουμε και πάρτι με ωραία μοχίτο για να το ρίχνουμε έξω, να ξεσαλώνουμε, να ξεχνάμε την κρίση, να ξεχνάμε τις σκυθρωπές φάτσες και τους άστεγους, να γυρνάμε στις 5 το πρωί στο σπίτι, να είμαστε χοτ φάτσες, να συχνάζουμε στα χοτ σποτς, να κατεβάζουμε μουσική χωρίς να την ακούμε, να λατρεύουμε το vintage και την κάθε παπαριά που δικαιολογεί τον λίγο κόπο μας και την ελαφρότητά μας, να έχουμε μπλογκ να κάνουμε τους έξυπνους, να ανεβάζουμε βιντεάκια στο φέησμπουκ με τις συναυλιάρες που πηγαίνουμε, να μιλάμε χωρίς να ακούμε, να ακούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε, να καταλαβαίνουμε χωρίς να χρειάζεται να ακούμε και να μιλάμε. Η κρίση είναι μέσα μας τελικά. Κι όσο φωνάζουμε για εκείνην που είναι έξω μας, απλά μεγαλώνουμε το κενό. Το οποίο, με μαθηματική βεβαιότητα, θα ρουφήξει τους πιο αδύναμους. Οι πιο συνετοί, ελπίζω, να σωθούν και να μη χαθούν σ'αυτό το νέο τυφώνα βαρβαρότητας. Αμήν.


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)

0 σχόλια μέχρι τώρα

κάθε Σεπτέμβρη

E-mail Εκτύπωση PDF

Κάθε καλοκαίρι που επιστρέφω από διακοπές με πιάνει η γκρίνια. Λογικό ακούγεται -ποιος δεν θα γκρίνιαζε όταν η άμεση προσαρμογή από τη ραθυμία του νησιού στη χειμερινή καθημερινότητα ακούει στο όνομα Αθήνα... Διαπιστώνω ότι κάθε χρόνο, με την επιστροφή μου, γράφω τα ίδια και τα ίδια. Διαπιστώνω παράλληλα το ιδιαίτερο ταλέντο που έχω να ανακαλύπτω την ασχήμια και να τη βγάζω μπροστά, να στέκομαι σ'αυτήν σαν να ήταν το πιο άξιο παρατήρησης σημείο που διάβασαν τα μάτια μου μέσα στη θερινή ραστώνη. Διαβάζοντάς τα κανείς θα νομίζει πως υποφέρω στις διακοπές και δεν ευχαριστιέμαι τίποτα. Αν η ζωή όμως ήταν μόνο τα μπλογκ και οι λέξεις, τότε γιατί να κλείνω εισιτήρια και να πηγαινοέρχομαι στον χάρτη της Ελλάδας μάτια μου;...

Ο ήλιος που γέρνει και χάνεται στη θάλασσα σε δευτερόλεπτα -αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που σου επιτρέπουν να χωρέσεις μέσα σε μια αγκαλιά μια φωτογραφία που δεν θα τραβήξεις ποτέ, που δεν χρειάζεται να τραβήξεις ποτέ- αυτός ο ήλιος, αυτή η στιγμή, αυτό το πορτοκαλί δεν χωράει στο μαύρο του μπλογκ, δεν χωράει στις εικόνες του χειμώνα που έρχεται, δεν χωράει καν στο Σεπτέμβρη που τα γεμίζει όλα φως. Η ζόρικη χώνεψη μιας υπερμακαρονάδας στα Κύθηρα δεν είναι το ίδιο ζόρικη με τη χώνεψη στα Πατήσια, είναι ευχάριστα ζόρικη, γιατί και ο εσπρέσο είναι αλλιώς, και η βόλτα μετά στο πουθενά είναι μια λύση -μέχρι την άκρη του γιαλού και πάλι πίσω, αυτό είναι το πουθενά- και το άραγμα στη σκηνή ή στην άμμο είναι μια λύση, λύση σε ένα πρόβλημα που δεν είναι και τόσο πρόβλημα όταν το σκεφτείς, που όμως στις διακοπές σου είναι το απόλυτο πρόβλημα, γιατί αυτά είναι τα προβλήματα στις διακοπές, το μόνιμο αίτημα είναι εκείνο για περισσότερη ρομαντζάδα, περισσότερες στιγμές, περισσότερο ήλιο.

Πίσω από την ανάδειξη κάθε ασχήμιας κρύβεται πάντα και η χώνεψη της απόλυτης ομορφιάς, μιας ομορφιάς που δεν μοιράζεται, που την αφήνες λυσσαλέα να τρυπώσει σε κάθε κύτταρό σου, ακριβώς για να μπορεί να αντέξει την ασχήμια του χειμώνα, την ασχήμια που ξέρεις που και πως σε περιμένει. Ακόμα και η ασχήμια των διακοπών -αυτά τα ίδια και τα ίδια που γράφω κάθε χρόνο- δεν είναι το πρόβλημά σου στις διακοπές, δεν είναι η ασχήμια που σε μπλοκάρει. Είναι μόνο μια σημείωση στο μπλοκ σου, ένα ποστ στο μπλογκ σου. Την είδες και την προσπέρασες. Στο μεταξύ, περνούσες καλά, και αυτή η ομορφιά δεν περιγράφεται. Η ευτυχία δεν χορεύεται.

Και ξέρεις κάτι, όσο για την ασχήμια, πλέον τη συνήθισα. Εκεί ήταν πάλι, στη θέση της, λίγο ξεθωριασμένη φέτος, σαν να'χει αρχίσει να σαπίζει ένα πράμα. Οι γκλαμούρ παραλίες γεμάτες με αγόρια πλαδαρά σώμα και ψυχή, με τις λουλουδάτες βερμούδες σύμβολο μιας άλλης αξίωσης για τον καλοκαιρινό πολιτισμό μας, κορίτσια που εχουν ασχοληθεί ώρες (μέρες μήνες χρόνια) για το πόσα εκατοστά επίμαχης σάρκας θα αφήσουν φέτος να φανούν, η μουσική των μπιτς μπαρ ξέφρενη και ας πούμε μέηνστρημ, μόνο που κανένας δεν χορεύει, κανένας δεν γουστάρει ακριβώς, κανένας δεν είναι πραγματικά χαρούμενος μέσα σ'αυτή την εικόνα. Η απόλυτη ασχήμια των διακοπών λοιπόν ήταν και είναι αυτή: δεν είδα ανθρώπους χαρούμενους. Δεν είδα ανθρώπους πράγματι σε διακοπές, απεγκλωβισμένους από τις ψυχώσεις της πόλης και της εκεί ζωής τους. Και δεν μιλάω για το άγχος που το γαμημένο μεροκάματο πλέον έχει φυτεύσει μέσα στο μεδούλι όλων, ένηταημ ένηπλεης. Μιλάω για τα φέησμπουκ, τα κινητά, τα λάδια, τις γκαρίδες, τις κατσάδες, τις τηλεοπτικές ατάκες και τα παρωχημένα αστεία του (περασμένου) χειμώνα, τις συστολές στις γνωριμίες, την αγένεια, τις ψυχωτικές μαμάδες, τους στραβωμένους που θέλουν παραλίες καρτ ποστάλ, χωρίς σκηνές, χωρίς ελεύθερους ανθρώπους, χωρίς καλοπέραση άλλου τύπο, παρά μόνο τουρίστες, λεγεωνάριους της επι χρήμασι ξαπλώστρας, του ενοικιαζόμενου, του φρέντο των 4 ευρώ, του αυτοκινήτου παντού και πάντα. Ένας πολιτισμός που χρεωκόπησε και σβήνει εκκωφαντικά.

Η ομορφιά ήταν απέραντη. Λίγους, πολύ λίγους, κόκκους αυτής της ομορφιάς αποτύπωσα με τη μηχανή μου και θα στις ανεβάσω. Και εύχομαι ο Σεπτέμβρης να τα γεμίσει πάλι όλα φως.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 9 από 10

περασμένα

Powered by mod LCA