blog



Από το ίδιο βαρέλι

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο μεταμοντέρνος πολιτικός λόγος που έχει διαβρώσει σήμερα ακόμα και την αριστερή συνείδηση, επιτρέπει να αναφερόμαστε στα πράγματα πλέον μόνο με ψυχολογισμούς και αισθητικές παραμέτρους. Μια περιήγηση στον δημόσιο λόγο όπου και όπως αρθρώνεται -ενδεικτικά στις ψηφιακές πλατφόρμες δικτύωσης- το πιστοποιεί. Όμως η ανάγνωση της πολιτικής με αισθητικούς όρους είναι θεμελιώδης συνθήκη της ναζιστικής αφήγησης και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε –ούτε ακόμα στον επιφανειακό χαβαλέ μας. Έτσι, από τη μία, ο κόσμος των αριστερόστροφων ανακλαστικών διαβάζει τις εικόνες και τα γεγονότα –πρώτα τις εικόνες, καμιά φορά μόνο τις εικόνες- με συμπεριφορικά εργαλεία, διερευνώντας θυμικά και ενστικτικά τα πολιτικά σημεία τους. Τελευταία ένδειξη, η ξανθοπουλική απολογία του χρυσαυγίτη Μπούκουρα δια του βουλευτικού άμβωνος και η υποδοχή της είτε με χλευαστικά βιντεάκια είτε με σχόλια χριστιανικής κατανόησης –όλα μέρος του ίδιου αποδομητικού λόγου, αποδομητικού απέναντι στην επιτακτική στερεότητα των πολιτικών κριτηρίων και συμπερασμάτων. Από την άλλη πλευρά, στα πρόσωπα του εξουσιαστικού ζόφου απαντάται συνέχεια η επιτέλεση επαίσχυντων και απάνθρωπων πράξεων -τα πλέον αποκρουστικά τεκμήρια της ολοκληρωτικής βαρβαρότητας- ενταγμένα πάντα σε ένα αισθητικό πλαίσιο, το οποίο στοχεύει στο φαντασιακό και όχι στο πραγματικό: από τις γιαγιάδες στα ΑΤΜ και την ρωμαλέα στρατιωτική περιβολή μέχρι τα μισόλογα και τους φαρισαϊσμούς σαν έρχεται η ώρα μιας κάποιας –έστω αστικής- νέμεσης. Δεν υπόσχεται λύσεις, υπόσχεται τρόπους. Για την ακρίβεια: τα εντυπωσιακά ενσταντανέ τους.

Υπάρχει όμως μια ξεχωριστή σημειολογική σημασία που αναδεικνύεται στην παράσταση του Μπούκουρα –την μάλλον βουρτσική, καθ’ότι ο Ξανθόπουλος υπερασπιζόταν πάντα κάτι το τίμιο. Ο λόγος του απηχεί αποκαλυπτικά όλες τις αξίες που γαλούχησαν τον ψηφοφόρο λαό του τόπου τα τελευταία τριάντα χρόνια: από την οπαδική υπακοή στις τοπικές οργανώσεις της κάθε Ραχούλας μέχρι τη μικροαστική οικογενειολαγνεία -και την κατά το δοκούν επίκλησή της- και από τις ιδεοληψίες περί εθνικής κυριαρχίας του ψωροκαλοπερασάκια μέχρι την υποκριτική άγνοια περί της προσωπικής ευθύνης είτε αυτή αφορά ιδέες είτε πράξεις, παράλληλα πάντα με τον τομαρισμό ως πνευματική ολοκλήρωση του συστήματος των ευκαιριών. Δεν είναι ότι δεν έχει τι να πει στα παιδιά του ο Μπούκουρας, αλλά ότι ανδρώθηκε (και θα ευχόταν να συνεχίσει να υπάρχει και να απολαμβάνει) σε μια κοινωνική συνθήκη που δεν χρειάζεται να πει τίποτα στα παιδιά του. Αρκεί να το σταυρώσουν και να το ρίξουν, να έχουμε τη δουλειά μας και ο Θρύλος να κερδάει. Η συγκίνηση παραμένει όμως στην άλλη πλευρά, όσο τα ονόματα του Φύσσα και του Λουκμάν ματώνουν την κουβέντα. Και μόνο για εκεί μπορούν να υπάρξουν δάκρυα· όχι μόνο ανθρώπινα και πέρα από τα πολιτικά συμπεράσματα, αλλά ακριβώς για τα πολιτικά συμπεράσματά τους: μας αφορούν όλους. Η Βαϊμάρη δεν προσφέρθηκε μόνο σε όσους ονειρεύτηκαν την παρακμή της.

Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν αν αυτός σήμερα δεν έχει να πει κάτι στα παιδιά του, δεν υπάρχει τίποτα το συγκλονιστικό και το πονόψυχο σε αυτή την επιφανειακή τραγικότητα. Σημασία έχει τι ήταν αυτό που έλεγε μέχρι σήμερα στα παιδιά του, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά του, ποιον κόσμο τους υποσχέθηκε, για ποιον πάλεψε και ποιον σήμερα καλείται να πληρώσει. Ευτυχώς όχι μόνο με δάκρυα. Στην ταινία του «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του μακρινού ’98, ο Σταύρος Τσιώλης κατόρθωσε μέσα από ένα υπόδειγμα λαϊκής γραφής, αυθεντικά ποιητικής όσο και ανεπιτήδευτα βιωματικής και –γι’αυτό- απολαυστικής, να κατατμήσει τη νεοελληνική κοινωνία, τόσο οριζόντια πολιτικά όσο και κάθετα κοινωνιολογικά. Εκεί ο Σάκης Μπουλάς υποδύεται τον απόλυτο πρασινοφρουρό, τον ακάματο ηγέτη τοπικής οργάνωσης που δίπλα στους Άκηδες και τους Καστανίδηδες, ζει μια μεγάλη ζωή, έτσι όπως την υπόσχονται οι κάμπριο μερσεντιές και οι σοσιαλιστικοί φραπέδες στην ξαπλώστρα του Πόρτο Καρράς (σουίτα). Γίνεται μάλιστα το τραγικό πρόσωπο όταν μαθαίνει πως η μητέρα του, με σταυρωμένο ψηφοδέλτιο στο χέρι, ψήφισε τελικά Νέα Δημοκρατία. Και κάνει το απονενοημένο διάβημα –γι’αυτό, αλλά και για έναν απρόσμενο έρωτα που αναστάτωσε ταπεινά την κανονικότητα της μεγάλης ζωής. Στην ταινία, δεν νικάει στο τέλος ούτε η μεταμέλεια ούτε η κριτική, ούτε καν η οικογένεια ως συνεκτική δομή. Νικάει η αντρική φιλία, οι μεγάλοι δεσμοί των ανθρώπων που είναι κοντά, πριν και πέρα από οποιοδήποτε πολιτικό σχεδιασμό και επιλογή.

Ο Μπούκουρας ως προτυπικό πρόσωπο δεν υπάρχει στο σενάριο του Τσιώλη, δεν είναι ο πασόκος που βλέπουμε. Είναι όμως ο γιος του· είναι αυτό που ο πασόκος άφησε πίσω του. Στη ζωή και όχι στην ταινία, αυτό που ακολούθησε τις ματαιώσεις των απατεώνων ήταν κάτι ακόμα ζοφερότερο. Πριν από κόμμα, πριν από πολιτικό σχεδιασμό, η Χρυσή Αυγή υπήρξε ρεύμα. Και ως τέτοιο επιβιώνει και γιγαντώνεται ακόμα, μέσα και έξω από τους θεσμούς, μέσα και έξω από τους ψηφοφόρους θιασώτες της, μέσα και έξω από λίστες ψηφοδελτίων. Ακόμα και αν δεν υπήρχε ως έννοια, όχι μόνο θα έπρεπε να την εφεύρουμε, αλλά να ομολογήσουμε σκληρά ότι την είχαμε εφεύρει ήδη. Γι’αυτό κοπιάσαμε τόσα χρόνια άλλωστε. Έχει μεγάλο δίκιο ο Μπούκουρας όταν γυρεύει άλλοθι στις κολώνες που ανέβαινε για να κρεμάει σημαίες του ΠΑΣΟΚ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Add Comment


     

    Πολιτική γαστριμαργία, ασάλιωτη, χωρίς συντηρητικά, με κακή χοληστερόλη και τόνους καθάριας μαύρης χολής...

    ...και μαρξιστικού υπαρξισμού

    περασμένα

    Powered by mod LCA