09 Σεπ 2014

Καπό

Εκτύπωση

Για να έρθετε μέχρι εδώ αναζητώντας κάτι χαμένο, πρέπει να έχετε πολλή πίστη ή πολλή απελπισία, έλεγε ο γέρος συντηρητής της ταινιοθήκης του Σεράγεβο στον σκηνοθέτη ταξιδευτή, στο Βλέμμα του ΟδυσσέαΈτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη, είτε κόκκινη από ζωή είτε κόκκινη από θάνατο, έγραφε ο Βολφ Μπίρμαν στο ποίημά του Έτσι πρέπει να γίνει. Η ελευθερία για μας είναι μια ωραία γυναίκα, συμπλήρωνε. Στην ταινία Καπό (1960), μια από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ιταλός σκηνοθέτης Τζίλο Ποντεκόρβο παρουσιάζει την ελευθερία μέσα απο μια ωραία γυναίκα: μια εβραία κρατούμενη σε στρατόπεδο εργασίας, που στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας δεν είναι ωραία -γιατί γίνεται καπό- ενώ καν δεν είναι ακόμα γυναίκα. Πολύ γρήγορα όμως θα γίνει: θα προσφέρει το παρθένο σώμα της για να σωθεί, θα αγαπήσει για να θυσιαστεί. Ενδιάμεσα θα επιλέξει να χριστεί καπό, δηλαδή επίλεκτη φρουρός των συγκρατούμενών της -μια από τις πιο διεστραμμένες τακτικές των ναζί στα κολαστήριά τους, που μεταμόρφωναν τους ανθρώπους σε κτήνη. Καπό ορίζονταν οι κρατούμενοι με το μαύρο αστέρι, δηλαδή οι πρότερα εγκληματίες· όχι οι εβραίοι και οι πολιτικοί αντιφρονούντες. Με διαφορετικό όνομα και τύχη, η έφηβη κρατούμενη θα γλιτώσει το κίτρινο αστέρι των εβραίων, δηλαδή τον βέβαιο θάνατο. Δεν θα γλιτώσει όμως την αποκτήνωση, αφού αυτή φαίνεται να είναι ο δρόμος στον βάρβαρο αγώνα για επιβίωση μέσα στο στρατόπεδο. Η απελπισία φτιάχνει τα τέρατα.

Όταν εμφανιστεί ο Σάσα, όμηρος από το σοβιετικό μέτωπο, η εβραία καπό θα τον ερωτευτεί. Σ'αυτό το δώσιμο, προϋπόθεση θα γίνει η αλήθεια. Αλήθεια είναι το αντίθετο της λήθης. Η καπό θα θυμηθεί το πραγματικό όνομά της και θα το αποκαλύψει στον Σάσα. Θα θυμηθεί τη ζωή της πριν γίνει καπό, θα ζητήσει ξανά τη ζωή της πριν από τη μεταμόρφωση, όταν κι εκείνη νιώσει γελασμένη από τις υποσχέσεις των τεράτων, όταν νιώσει την κοινή μοίρα των ανελεύθερων ανθρώπων. Θα του πει ακόμα πως ποτέ δεν ήταν κλέφτρα, αλλά εβραία. Με τον Σάσα θα οραματιστούν τη ζωή μετά τον πόλεμο, έξω από το στρατόπεδο. Τότε, σαν μιλάνε για τη ζωή που τους περιμένει -ούτε καν για το όμορφο παρελθόν- γίνονται ξανά άνθρωποι. Αν θέλει αγώνα σκληρό για να θυμηθεί ένας εξαθλιωμένος το όνομά του πριν εξαθλιωθεί, την όψη του, τη ρίζα του και το σπίτι του, ακόμα περισσότερο χρειάζεται να παλέψει για να κρατήσει ζωντανό το φως του οράματος πέρα από τα συρματοπλέγματα· για να μην ξεχάσει το μέλλον του. Και αυτό το μέλλον δεν είναι μόνο αβέβαιο και απόμακρο, αλλά και αδυσώπητο. Κανείς δεν έχει σπίτι μετά. Κανείς μπορεί να νιώσει ακόμα πιο χαμένος, όντας ελεύθερος από τα δεσμά. Οι άνθρωποι από απελπισία για το παρόν, κάνουν το μέλλον πίστη.

Όλες οι κοινωνικές μορφές των ανθρώπων υπάρχουν στο φιλμ του Ποντεκόρβο. Από τους αντιστασιακούς, τους αγωνιστές και τους ηθικά ακέραιους, μέχρι τους μικρόψυχους, τους ενοχικούς και τους ωφελιμιστές, όλοι μπορούν να βρεθούν στοιβαγμένοι σε έναν κοιτώνα. Οι πιο αξιοπρεπείς αυτοκτονούν πέφτοντας στα ηλεκτροφόρα σύρματα ή προσβάλλοντας άσχημα τους δεσμοφύλακές τους. Δρόμος για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που ορίζει τη ζωή του, δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια, μέσα στα κολαστήρια της Πολωνίας, δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε μισό καρβέλι ψωμί, ούτε λίγη σούπα. Τα απαραίτητα, τα αυτονόητα και στοιχειώδη, γίνονται επίδικο της ύπαρξης. Κι όταν η ύπαρξη η ίδια απειλείται, τότε η φύση επιτρέπει τα πάντα· απελευθερώνει κάθε ένστικτο. Όλα τα άλλα, μαζί κι οι αξίες του ανθρώπου, μοιάζει να έχουν ξεχαστεί. Η λήθη άλλωστε είναι η νίκη των χιτλερικών θηριωδιών. Κατά καιρούς τις τελευταίες δεκαετίες, ομάδες νεοναζί επιχειρούσαν εμπρησμούς στα εναπομείναντα στρατόπεδα συγκέντρωσης που λειτουργούν ως μουσεία και τόποι μνήμης. Και η πίστη γεννάει τέρατα.

Στην τελευταία σεκάνς της ταινίας, οι ναζί δήμιοι αισθανόμενοι το τέλος που έρχεται, παραγγέλνουν από τους κρατούμενους να σκάψουν τους τάφους τους, αφού δεν θα μπορέσουν να τους μεταφέρουν κάπου. Σκάβουμε τάφο στα σύννεφα, εκεί δεν θα'ναι στριμωχτά, θα έγραφε κάποτε ο γερμανοεβραίος ποιητής Πάουλ Τσελάν, που έζησε τα στρατόπεδα εργασίας. Στη ζωή εδώ κάτω, μέσα στα ηλεκτροφόρα σύρματα και τα πολυβόλα των φρουρών, ούτε οι τάφοι δεν υπόσχονται ανάπαυση. Η αξιοπρέπεια, ακόμα και λαβωμένη, δεν είναι παρά μια ουτοπία των ουρανών. Να μπω στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, το γράφει η γήινη Αγγελάκη-Ρουκ· χώμα, αέρα, ρίζες κρατάωΗ απελπισία φτιάχνει το πρώτο υλικό της πίστης. 

Δεν είναι απαραίτητο να ζούμε, ψελλίζει ο ναζί αξιωματούχος. Θύμα τώρα ενός πολέμου στον οποίο για χρόνια έλαμπε ως θύτης, λυγίζει μπροστά στις ενοχές, τον φόβο και την αναξιοπρέπεια στην οποία είναι καταδικασμένη η ζωή του μετά τη θηριωδία. Δεν είναι απαραίτητο να ζούμε, συμφωνεί σαν χαμένη αλλά σίγουρη, η εβραία κρατούμενη -καπό, αλλά κρατούμενη- δευτερόλεπτα πριν αναμετρηθεί με την επιλογή της θυσίας. Θύμα κι αυτή ενός πολέμου, βρέθηκε για πολύ λίγο στην υπηρεσία του θύτη, ακριβώς για να ζήσει λιγότερο κρατούμενη· όχι περισσότερο ελεύθερη, αλλά λιγότερο πεινασμένη -αυτή είναι η αναξιοπρέπεια των επιλογών όταν τα κτήνη κάνουν τον άνθρωπο κτήνος. Δεν είναι απαραίτητο να ζούμε συμφωνεί, αλλά από την αντίπερα όχθη: για να ζήσουν οι άλλοι με αξιοπρέπεια, να διεκδικήσουν χωρίς φόβο το δικαίωμά τους να τρέξουν προς την ζωή, έξω από το στρατόπεδο, έξω από τη θηριωδία που τους ανάγκασε να στερηθούν τη φύση τους. Για να ζήσει μαζί κι εκείνος που πρόλαβε -ως κτήνος- να αγαπήσει, εκείνος που την έκανε να θυμηθεί μέσα στην κόλαση το όνομά της, την καταγωγή της, τη ζωή της -την πριν και τη μετά. Που αισθάνεται τη δική του αξιοπρέπεια πιο πολύτιμη από τη δική της. Δεν είναι ιστορία αγάπης· είναι η ιστορία της αγάπης. Για τον κόσμο.

Πάλη είναι να πεθάνεις ανακουφίζοντας τη γη μ'ένα φιλί, γράφει σε μια από τις ιστορίες του ο υποδιοικητής Μάρκος. Χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, διεκδικώντας το προνόμιο να είσαι πάντα ανακούφιση του πονετικού και πονεμένου πόνου της γης.

[διαβάστε επίσης το πρόσφατο καίριο άρθρο του Θανάση Σκαμνάκη στο kommon.gr για την ίδια ταινία, πατώντας εδώ]