Η αλήθεια ως όπλο #1
Ένας χρόνος από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έκλεισε, με την πρώτη μεγάλη αντιφασιστική συναυλία μνήμης την περασμένη Παρασκευή στο Σύνταγμα. Μικρά ευτράπελα διαταράσσουν την ορθοδοξία της κινηματικής αγωγής, με αιτία -ή απλώς αφορμή- την απόσταση των συνθηματικών διατυπώσεων, των οποίων η λειτουργία έγκειται είτε στο να συμπυκνώνουν ένα πολιτικό αίτημα είτε να καταγράφουν τη δήλωση μιας θέσης. Τσακίστε τους ναζί, υπαγορεύει το πατροπαράδοτο σύνθημα, που ζητήθηκε από τους κάτω. Μορφώστε τους ναζί –ενίοτε και ξυπνήστε τους ναζί- ανταπαντούσαν από το βήμα οι διοργανωτές, περισσότερο στρεβλώνοντας μια θέση και αμβλύνοντας την αιχμή της, παρά αντιπροτείνοντας μια ξεκάθαρα εναλλακτική. Συνειρμικά έρχεται στο μυαλό η υποκριτική μιντιακή αντικατάσταση του "τιμημένου" αντί του "γαμημένου" (που πρέπει να σηκωθεί) κατά το εθνικό ποδοσφαιρικό έπος (sic) του Euro 2004. Το σχήμα είναι περίπου το ίδιο: η κραταιά γλώσσα λειαίνει τις γωνίες του λαϊκού λόγου -τις άκρες του πολιτισμού των από κάτω- αυτού που ακόμα και βουτηγμένος στο θυμικό του συντάσσει -ίσως πρόχειρα, ίσως αδέξια- ένα συγκεκριμένο αίτημα, με τον κώδικα της καθημερινής συνεννόησης. Στην περίπτωση του Συντάγματος, είναι κάτι παραπάνω: ο λόγος που αρθρώνεται, είτε ως πολιτική συνθήκη και τεκμήριο ιστορικής συγκυρίας είτε ως δράση σε πραγματικό τόπο και χρόνο, συγκροτεί πολιτικό υποκείμενο. Ή, ακριβέστερα, καλείται να το συγκροτήσει. Μια ακόμα διαφορά: οι φορείς του λόγου δια των μικροφώνων στο πάλκο δεν καμώνονται τους κραταιούς. Προσπαθούν να συμμετάσχουν. Αν όχι σε κάποιο κίνημα, τουλάχιστον στη βάση του κοινού σκοπού.
Ο φάλτσος τόνος αυτού του ημιπολιτικού λόγου που θεμελιώνεται σε μια αόριστη καταδίκη της βίας, είχε ήδη δοθεί από την εκπομπή του Θεοδωράκη. Εκεί οι φίλοι του Φύσσα –ως ιδιότητα- αφηγούνταν την ιστορία. Κι ο Φύσσας –ως ταυτότητα- δεν ήταν παρά ο φίλος τους. Όμως η ίδια η ύπαρξη (και ο θάνατος) του Φύσσα οριοθετεί το μέρος της αλήθειας που προσπερνάται από όλες τις πλευρές: ήταν ένας αντιφασίστας, και μάλιστα μαχητικός αντιφασίστας. Ήταν εργάτης, μουσικός, δημιουργός, με παρουσία, με αιχμηρούς στίχους και παρεμβάσεις, και -το κυριότερο- είχε τη δυνατότητα, καταπώς φαίνεται από τη δικογραφία, να σώσει τη ζωή του στη δύσκολη στιγμή. Φτάνει να απαρνιόταν την ταυτότητα της πειραιώτικης εργατικής περηφάνιας, αυτή τη λεβέντικη σύσταση παλιάς κοπής, και να το έβαζε στα πόδια. Και όχι να τα βάλει μόνος του με δεκαπέντε, για να προστατεύσει τους φίλους του. Ένας μαχητικός άνθρωπος που ούτε πάλεψε να τσακίσει τους ναζί, ούτε να τους μορφώσει, αλλά να υπερασπιστεί τη μόνη αλήθεια του απέναντί τους: την αξιοπρέπεια της ύπαρξης του ίδιου και των συντρόφων του. Και στο πρόσωπό του, οι ναζί δολοφόνοι χτύπησαν ακριβώς αυτό: την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που μάχεται για τη ζωή του, του ανθρώπου που εργάζεται, δημιουργεί και προσφέρει. Γιατί εχθρός τους ήταν πάντα ο ελεύθερος άνθρωπος, σε όλες τις εκφράσεις του -πρώτιστα μέσω της εργασίας. Το στρεβλωμένο μήνυμα στις πύλες του Άουσβιτς το μαρτυρεί.
Σε ό,τι αφορά τη συναυλία στο Σύνταγμα, πρόκειται μόνο περί συνθημάτων. Σε διαδικτυακό χρόνο, ο αυτοαναφορικός χορός υποκειμενισμών και γυμνασιακών αντεγκλήσεων που ακόμα κρατεί, καταδεικνύει πως η πολιτική ετοιμότητα του αντιφασιστικού στρατοπέδου (αν επιτρέπεται αυτός ο όρος) σαστίζει μπροστά στις πολυτελείς αντιφάσεις της. Οι τσακίστετους δεν έχουν ζωστεί τα φυσεκλίκια ως σύγχρονοι Βελουχιώτηδες προκειμένου να υποστηρίξουν την κυριολεξία του πολιτικού σχεδίου τους, το οποίο με αβίαστη έπαρση απορρίπτει και ειρωνεύεται τον (αφελή ίσως) πασιφισμό της άλλης αιτίασης. Ίσως, βέβαια, και να βρισκόμαστε στα πρόθυρα εγκαθίδρυσης μιας νέας κυβέρνησης του βουνού και της εκ νέου ηρωικής απελευθέρωσης του Στάλινγκραντ και κάποιοι να μην το έχουμε ακόμα εννοήσει –ποιος ξέρει. Από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί ειρηνιστές αποφεύγουν να αναγνώσουν την βαθιά πολιτική φύση του γεγονότος, καθώς και των συντεταγμένων που το ορίζουν και που αυτό ορίζει. Κατά συνέπεια, αδυνατούν να στρέψουν το λόγο τους -ακόμα και σε συνθηματικό επίπεδο- προς την κατεύθυνση της λύσης.
Ποια είναι αυτή η λύση; Αυτή τη στιγμή κανείς δεν φαίνεται ότι μπορεί να την υποδείξει με επάρκεια, τόσο όσο ως προς την πρακτική και τη στρατηγική της όσο και ως προς τα απαιτούμενα εφόδια. Σίγουρα όμως, αυτό δεν είναι επίδικο ζήτημα επαναστατικής πρωτοκαθεδρίας και ιδεολογικής καθαρότητας μέσα στις τάξεις της αντιφασιστικής μάχης. Είναι αποτέλεσμα -και μόνον έτσι θα έχει νόημα- μιας ακόμα ευρύτερης κοινωνικής συμφωνίας με σαφές πολιτικό πρόσημο και στόχους, η οποία οφείλει να περιλαμβάνει στην απεύθυνσή της ακόμα και όσους προτίμησαν την Lady Gaga από το Σύνταγμα το ίδιο βράδι. Μια συμφωνία χωρίς εκπτώσεις και αμβλύνσεις, προκειμένου τα μάτια να μην χάνουν ποτέ το στόχο· χωρίς όμως και αποκλεισμούς, χωρίς περιχαράκωση, αφού μέχρι τώρα μόνος του, κανείς δεν κατάφερε κάποιο ολοκληρωτικό πλήγμα στο θηρίο. Μια συμφωνία με τη μορφή ενός συνεχή, επίμονου, πολυμέτωπου, μαχητικού αγώνα που αναζητά να βαδίσει στους δρόμους που καταργούν τις αποστάσεις μεταξύ μας, αγκαλιάζοντας ως απαραίτητο το διαφορετικό· εκείνον που έμαθε αλλιώς, ακόμα και εκείνον που δεν έμαθε καθόλου. Κανείς δεν περισσεύει στη μάχη εναντίον του τέρατος, αυτό είναι το σύνθημα.
Όσο για μας, όσο αμήχανοι κι αν στεκόμαστε μπροστά στην ακριβή διατύπωση της λύσης, τόσο βέβαιοι οφείλουμε να εμπιστευτούμε την έμπρακτη αλληλεγγύη που ο δρόμος της απαιτεί -ως θεμελιακή συνθήκη. Κι άλλο τόσο αποφασισμένοι να σταθούμε στην αλήθεια που διαχωρίζει -με το μέγεθος ενός ρήγματος- τη θέση μας από τον βαρβαρικό κόσμο του ναζιστικού ζόφου και της καπιταλιστικής κτηνωδίας: την απελευθέρωση της εργασίας. Το δικαίωμα στην εργασία, στην επιβίωση, στην προσφορά στο σύνολο –στην χρήσιμη και ποιοτική εργασία- συνιστά την πιο σημαντική, την πιο ζωτική, την πιο θεμελιώδη κοινωνική και πολιτική προτεραιότητα. Ένα δικαίωμα που σήμερα είναι πλέον επίδικο και όχι αυτονόητο, ούτε κεκτημένο· που στέκεται (και οφείλουμε με κάθε τρόπο να στέκεται) πάνω από τα μικρά και μεγάλα σχήματα, τις αιτιάσεις, τις τακτικές, τις διαφωνίες, τους υποκειμενισμούς, τα συνθήματα –τα οποία μένουν όλα κενά νοήματος, αν πρώτα αυτό το δικαίωμα δεν κερδηθεί. Κι η διεκδίκηση αυτής της αλήθειας στο ζώντα χώρο και χρόνο -πρώτα στους χώρους εργασίας και στα εναλλακτικά μοντέλα αυτής, όσο και στον δρόμο, στον ελεύθερο χρόνο, στον πολιτισμό- ίσως γίνει το πιο αποτελεσματικό όπλο του αγώνα.
Ας θυμηθούμε εδώ ότι τις ίδιες μέρες αποκαλύφθηκε –για όσους ακόμα δεν το είχαν εννοήσει πολιτικά- ότι τα κινητά τηλέφωνα των ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης δεν καλούν μόνο για να διευθετήσουν ρουσφέτια και μίζες, αλλά για να μεταφέρουν απευθείας εντολές στους πιστούς φρουρούς της νέας βαρβαρότητας. Αν μη τι άλλο, οι εξουσιαστικές δυνάμεις και οι φορείς της συντήρησης (και της βίας) απαντούν με συντεταγμένη ενότητα στους τριγμούς του πολιτικού συστήματος. Κι ας δικάζουν τώρα κάποια από τα σκυλιά τους, στις μεθόδους στρατηγικής ανασύνταξης και ανανέωσης της ισχύος τους αποδεικνύονται αστείρευτοι. Άσε που κοντή γιορτή για όλα έρχεται.
Να όμως μια χρήσιμη αιχμή της αντιφασιστικής πάλης: να καταδειχθούν οι ναζιστές ως οργανικός φορέας της εξουσίας, ως ίδιοι και απαράλλαχτοι με τα αφεντικά τους και όχι ως εκπρόσωποι φαντασμάτων του παρελθόντος. Ως βαθιά συστημικοί, δηλαδή βαρβαρικά καπιταλιστικοί, που δεν πρόσφεραν ποτέ εργασία σε κανέναν άνεργο, παρά μόνο συσίτια εντυπωσιασμού στους πεινασμένους (κερασμένα από το Lidl) και ρουσφέτια διορισμούς στους στενούς συγγενείς. Ως φύλακες κέρβεροι της μεγαλοαστικής τάξης που θεμελιώνει την ισχύ της στη διογκούμενη ανεργία και την εξαθλίωση, απέναντι στην οποία κι εκείνοι δεν προτείνουν ούτε υποστηρίζουν κανένα εναλλακτικό μοντέλο και ανθρώπινο σχέδιο. Και ενώ μαχαιρώνουν τους μετανάστες, την ίδια στιγμή βρίσκονται πίσω από μηχανισμούς εκμετάλλευσής τους, ακριβώς γιατί αντιλαμβάνονται την εργασία ως σκλαβιά, ως υποαμειβόμενο εξαθλιωμένο κάτεργο, και με αυτή τη μορφή παλεύουν να την επιβάλλουν. Με λίγα λόγια: εχθρεύονται την εργατική τάξη και υπερασπίζονται τα πιο σκαιά συμφέροντα του Κεφαλαίου.
Να πως μπορεί να στοχεύσει ο μαχητικός λόγος, αν ξεπεράσει την επιφάνεια του συνθήματος. Άλλωστε οι βάρβαροι στο τσακίστε απαντάνε με ξύλο· είναι ο κόσμος τους, το γήπεδό τους. Στο μορφώστε απαντάνε με θεωρίες συνωμοσίας και αρχαιολαγνικές φαντασιώσεις. Στο αίτημα της απελευθερωμένης εργασίας όμως, κρύβονται· απαντάνε με ψέματα, με συγκαλύψεις, με θολές πολιτικές προτάσεις (ποτέ προς την απελευθέρωση του εργαζόμενου κόσμου), με ψευτοσυσίτια, με κρυφές πλάτες στο μεγάλο Κεφάλαιο, με επιθέσεις στον εργαζόμενο κόσμο. Είναι καιρός που πλέον δεν κρύβονται ούτε στις μεθόδους τους. Στο πολιτικό σχέδιό τους όμως, κάνουν ό,τι μπορούν να μην αποκαλυφθεί ούτε πόντος από την κουρτίνα που το κρύβει. Αυτή την παραπλάνηση, αν μπορούμε να μιλάμε για παραπλάνηση, οφείλουμε να ξεσκεπάσουμε. Και η αλήθεια του ανθρώπου που έχει για πιο ακριβό δικαίωμά του την εργασία, ως δικαίωμα ζωής, αυτή η αλήθεια είναι το πιο δυνατό όπλο.
Η αλήθεια ως όπλο #2
Ένα απόσπασμα κειμένου του Μπέρτολτ Μπρεχτ του 1935, από τις «Πέντε δυσκολίες στο γράψιμο της αλήθειας» (Για την τέχνη και την πολιτική, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1985), μπορεί να σταθεί ως καίριος πολιτικός προβληματισμός στην ανάγνωση του φασιστικού φαινομένου και χρήσιμο εργαλείο στον αγώνα εναντίον του:
«Η αλήθεια πρέπει να λέγεται για να βγαίνουν απ’αυτήν τα συμπεράσματα, που θα ρυθμίζουν τη συμπεριφορά μας. Σαν παράδειγμα μιας αλήθειας, που δεν οδηγεί σε συμπεράσματα ή οδηγεί σε συμπεράσματα λαθεμένα, πρέπει να μας χρησιμεύσει η πλατιά διαδεδομένη άποψη ότι σε μερικές χώρες επικρατούν συνθήκες άσχημες που απορρέουν από τη βαρβαρότητα. Σύμφωνα μ’αυτή την άποψη, ο φασισμός είναι ένα κύμα βαρβαρότητας, που ενέσκυψε σε μερικές χώρες με δύναμη φυσικού φαινομένου. Κατά την άποψη αυτή, ο φασισμός αποτελεί μια νέα, τρίτη δύναμη, δίπλα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (κι επάνω απ’αυτούς). Και χωρίς το φασισμό, κατά την αντίληψη αυτή, όχι μόνο το σοσιαλιστικό κίνημα αλλά και ο καπιταλισμός θα μπορούσαν να εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτό όμως είναι ένας φασιστικός ισχυρισμός, μια συνθηκολόγηση με το φασισμό. Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση, στην οποία μπήκε ο καπιταλισμός και από την άποψη αυτή κάτι το καινούριο και ταυτόχρονα το παλιό. Στις φασιστικές χώρες ο καπιταλισμός υπάρχει τώρα μονάχα με τη μορφή του φασισμού και ο φασισμός μπορεί να πολεμηθεί μονάχα σαν καπιταλισμός, σαν ο πιο αδιάνατροπος, ο πιο αναιδής, ο πιο καταπιεστικός και ο πιο δόλιος καπιταλισμός.
Πως, λοιπόν, θα πει κανείς την αλήθεια για το φασισμό που αντιστρατεύεται, αν δεν πει τίποτα ενάνατια στον καπιταλισμό που γεννάει το φασισμό; Τι πρακτικές επιπτώσεις θα έχει η κουτσουρεμένη αλήθεια του;
Όσοι είναι ενάντια στο φασισμό χωρίς να είναι ενάντια και στον καπιταλισμό, όσοι θρηνούν και οδύρονται για τη βαρβαρότητα, που πηγάζει από τη βαρβαρότητα, μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουν να φάνε τη μερίδα τους από το μοσχάρι, χωρίς όμως να σφαχτεί το μοσχάρι. Θέλουν να φάνε το μοσχάρι, αλλά να μη δουν το αίμα του. Και θα είναι ευχαριστημένοι αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του πριν τους σερβίρει το κρέας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας από τις οποίες γεννιέται η βαρβαρότητα, είναι μονάχα ενάντια στη βαρβαρότητα. Υψώνουν τη φωνή τους ενάντια στη βαρβαρότητα κι αυτό το κάνουν σε χώρες όπου επικρατούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά οι χασάπηδες νίπτουν τας χείρας τους προτού σερβίρουν το κρέας.
Οι έντονες διαμαρτυρίες ενάντια στα μέτρα βαρβαρότητας μπορούν να έχουν αντίκτυπο για ένα μικρό διάστημα, δηλαδή όσο οι ακροατές πιστεύουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής τέτοιων μέτρων και στις δικές τους χώρες. Ορισμένες χώρες είναι ακόμα σε θέση να κρατήσουν στα πόδια του το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας με μέτρα λιγότερο βίαια απ’όσο άλλες. Σ’αυτές τις χώρες η δημοκρατία παρέχει ακόμα τις υπηρεσίες της για την εξασφάλιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ενώ σε άλλες χώρες πρέπει να χρησιμοποιηθεί βία για τον ίδιο σκοπό. Το μονοπώλιο στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τα κτήματα δημιουργεί παντού βάρβαρες καταστάσεις, που ωστόσο είναι ελάχιστα αντιληπτές. Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή ευθύς μόλις η προστασία του μονοπωλίου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί πια παρά μονάχα με τη χρήση ανοιχτής βίας.
[...] Ο απερίσκεπτος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια, γενικά εκφράζεται με μεγαλοστομίες και ανακρίβειες. Μωρολογεί για «τους» Γερμανούς, θρηνολογεί για «το» κακό και ο ακροατής, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ξέρει τι να κάνει. Πρέπει να αποφασίσει να μην είναι Γερμανός; Θα εξαφανιστεί η κόλαση, αν αυτός είναι καλός; Και οι συζητήσεις για τη βαρβαρότητα, τέτοιου είδους είναι. Σύμφωνα μ’αυτές, η βαρβαρότητα προέρχεται από τη βαρβαρότητα και σταματάει με την πολιτισμένη ευγένεια, που δίνει η μόρφωση. Όλα αυτά εκφράζονται πολύ αόριστα, όχι για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη δράση και κατά βάθος δε λένε τίποτα σε κανέναν.
[...] Ο φασισμός δεν είναι φυσική καταστροφή που προέρχεται από την ίδια τη «φύση» του ανθρώπου. Αλλά και στις φυσικές καταστροφές υπάρχουν τρόποι παρουσίασής τους αντάξιοι του ανθρώπου, γιατί απευθύνονται στην αγωνιστική δύναμή του.
Σε πολλά αμερικάνικα περιοδικά μπορούσε κανείς να δει ύστερα από ένα μεγάλο σεισμό, που κατέστρεψε τη Γιοκοχάμα, φωτογραφίες που έδειχναν σωρούς ερειπίων. Η λεζάντα έγραφε: “steel stood” (το ατσάλι άντεξε). Και πραγματικά, όποιος με την πρώτη ματιά είδε ερείπια, όταν πρόσεξε καλύτερα μετά το διάβασμα της λεζάντας, παρατήρησε ότι μερικά ψηλά κτίρια έμειναν άθικτα. Από όσα μπορούν να ειπωθούν για ένα σεισμό, έχουν ανυπολόγιστη σπουδαιότητα όσα λένε οι πολιτικοί μηχανικοί για τη μετατόπιση του εδάφους, την ισχύ των κραδασμών, την αναπτυσσόμενη θερμότητα, πράγματα που οδηγούν σε κατασκευές ανθεκτικές στους σεισμούς.
Όποιος θέλει να περιγράψει το φασισμό και τον πόλεμο, τις μεγάλες καταστροφές που δεν είναι φυσικές, πρέπει να αποκαταστήσει μια πρακτική αλήθεια. Πρέπει να δείξει ότι είναι καταστροφές που προκαλούνται από τους κατόχους των μέσων παραγωγής σε βάρος των τεράστιων ανθρώπινων μαζών των εργαζομένων, που δεν έχουν στα χέρια τους αυτά τα μέσα.
Αν θέλει κανείς να γράψει με επιτυχία την αλήθεια για τις άσχημες καταστάσεις, πρέπει να τη γράψει έτσι που να γίνουν ευδιάκριτες οι αιτίες αυτών των συνθηκών που μπορούν να αποφευχθούν. Όταν αναγνωριστούν οι αιτίες που μπορούν να αποφευχθούν, τότε μονάχα μπορούν να καταπολεμηθούν οι άσχημες καταστάσεις».
[κείμενο γραμμένο για το kommon.gr - δημοσιεύτηκε με τον τίτλο "Η αλήθεια ως όπλο στον αγώνα εναντίον του φασισμού"]