blog




φωτογραφία

E-mail Εκτύπωση PDF

Κυρίες και κύριοι, ζητώ λίγο την προσοχή σας. Δυστυχώς, δεν ξέρω... Σταματάει λίγο, σαστίζει. Μοιάζει να χάνεται. Δεν ξέρω να παίζω κιθάρα ή κάποιο μουσικό όργανο. Με την οικογένειά μου είμαστε με κομμένο φως και νερό από πριν απ'τις γιορτές. Δεν μπορούμε ούτε να πλυθούμε. Κανείς δεν ξεφτιλίζει τον εαυτό του αν δεν χρειάζεται. Δεν είναι απαραίτητο να μου δώσετε χρήματα, ακόμα και οτιδήποτε φαγώσιμο είναι σημαντικό. Να έχω φαγητό. Να μη γυρίσω σπίτι με άδεια χέρια. Αυτά συγκράτησα. Την όψη του σχεδόν την ξέχασα. Τα άδεια χέρια αλλάζουν βαγόνι.

Ποιες γιορτές να εννοούσε. Ο άνθρωπος που πεινάει, με τα άδεια χέρια, τα απλωμένα, μπορεί να έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, ίσως και του χώρου -αν και αυτοί, τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος, τον αναγκάζουν όλο και πιο άγρια σε αισθήσεις. Να πλυθούμε, να έχω φαγητό, να μη γυρίζω με άδεια χέρια. Ποιος χρόνος θα σταθεί στα βασικά άλλωστε, σε ποιο χρόνο σκύψαμε να δούμε τη ζωή ως μη αυτονόητη. Έξω στο σταθμό, μια νέα φωτεινή κοπέλα φωτογραφίζει άστεγους και ανάπηρους ζητιάνους. Δεν μοιάζει για ρεπορτάζ. Τι σημασία έχει. Τραβάει τη φωτογραφία και μετά αποστρέφει το βλέμμα, γυρίζει στο φίλο της. Αθανασία στο κλικ, θάνατος στο δρόμο.

Τα παιδιά με τις μηχανές, με όλη τη γενναιοδωρία του χρόνου και του χώρου, έχασαν την αίσθηση -κάθε αίσθηση. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, ξεφτιλίζουν τον εαυτό τους για να μην πεθάνουν, ξεφτιλίζονται από ανάγκη, κι εμείς τραβάμε φωτογραφίες. Ο θάνατος στην πόλη μας βρήκε φωτογράφους. Παρακολουθούμε μια επιδημία που δεν μας αφορά, έναν τρόμο που δεν μπαίνει στο σπίτι μας. Το πολύ στο βλέμμα μας, άντε και κάνα ψιλό. Λογοτεχνούμε τη φρίκη -αυτό κάνω κι εγώ τώρα. Δεν υπάρχει απάντηση, δεν υπάρχει αίσθηση. Και πληγή πιο μεγάλη από αυτή δεν μπορεί να υπάρξει για μια γενιά. Ότι δεν πατάει σε δρόμο που στο τέλος του να φωτίζεται ο κόσμος. Ότι πάνω στο άνθος της δικής μας φωτογραφίας, βρίσκουμε και ρίχνουμε λίγο φως μόνο για να εγγράψουμε το θανατικό γύρω μας.

Τα ζεις και μετά τα γράφεις στο ίντερνετ, μου είπε με δάχτυλο ο άλλος. Δίκιο είχε. Απάντηση άλλη δεν είχε όμως. Κι ο άνθρωπος στο τρένο, την κιθάρα την εννοούσε για προσφορά.


Η φωτογραφία είναι από την κηδεία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο κύριος μπροστά μου, κάπου μακριά από την εκκλησία και τους επίσημους, έκλαιγε συνέχεια. Πήγαινε όλο πιο πέρα από τον κόσμο, όχι μάλλον για να μην τον δουν, αλλά σαν να μην άντεχε, σαν να πνιγόταν. Πριν από αυτή την ημέρα, τον είχα δει σε ένα από τα τελευταία γυρίσματα της Άλλης Θάλασσας, στην οδό Σόλωμου, έξω από το γραφείο του σκηνοθέτη, να υποδύεται ως κομπάρσος τον άστεγο. Ευλαβικά, με υπομονή, σε κάθε επανάληψη της σκηνής έκανε ακριβώς ό,τι του παράγγελνε ο Θόδωρος. Κάτι πολύ λίγο, πολύ απλό ίσως. Για εκείνον όμως σοβαρό. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Ρώτησα φίλους από το συνεργείο. Ήταν στ'αλήθεια άστεγος. 

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Η αλήθεια ως όπλο

E-mail Εκτύπωση PDF

Η αλήθεια ως όπλο #1

Ένας χρόνος από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έκλεισε, με την πρώτη μεγάλη αντιφασιστική συναυλία μνήμης την περασμένη Παρασκευή στο Σύνταγμα. Μικρά ευτράπελα διαταράσσουν την ορθοδοξία της κινηματικής αγωγής, με αιτία -ή απλώς αφορμή- την απόσταση των συνθηματικών διατυπώσεων, των οποίων η λειτουργία έγκειται είτε στο να συμπυκνώνουν ένα πολιτικό αίτημα είτε να καταγράφουν τη δήλωση μιας θέσης. Τσακίστε τους ναζί, υπαγορεύει το πατροπαράδοτο σύνθημα, που ζητήθηκε από τους κάτω. Μορφώστε τους ναζί –ενίοτε και ξυπνήστε τους ναζί- ανταπαντούσαν από το βήμα οι διοργανωτές, περισσότερο στρεβλώνοντας μια θέση και αμβλύνοντας την αιχμή της, παρά αντιπροτείνοντας μια ξεκάθαρα εναλλακτική. Συνειρμικά έρχεται στο μυαλό η υποκριτική μιντιακή αντικατάσταση του "τιμημένου" αντί του "γαμημένου" (που πρέπει να σηκωθεί) κατά το εθνικό ποδοσφαιρικό έπος (sic) του Euro 2004. Το σχήμα είναι περίπου το ίδιο: η κραταιά γλώσσα λειαίνει τις γωνίες του λαϊκού λόγου -τις άκρες του πολιτισμού των από κάτω- αυτού που ακόμα και βουτηγμένος στο θυμικό του συντάσσει -ίσως πρόχειρα, ίσως αδέξια- ένα συγκεκριμένο αίτημα, με τον κώδικα της καθημερινής συνεννόησης. Στην περίπτωση του Συντάγματος, είναι κάτι παραπάνω: ο λόγος που αρθρώνεται, είτε ως πολιτική συνθήκη και τεκμήριο ιστορικής συγκυρίας είτε ως δράση σε πραγματικό τόπο και χρόνο, συγκροτεί πολιτικό υποκείμενο. Ή, ακριβέστερα, καλείται να το συγκροτήσει. Μια ακόμα διαφορά: οι φορείς του λόγου δια των μικροφώνων στο πάλκο δεν καμώνονται τους κραταιούς. Προσπαθούν να συμμετάσχουν. Αν όχι σε κάποιο κίνημα, τουλάχιστον στη βάση του κοινού σκοπού.

Ο φάλτσος τόνος αυτού του ημιπολιτικού λόγου που θεμελιώνεται σε μια αόριστη καταδίκη της βίας, είχε ήδη δοθεί από την εκπομπή του Θεοδωράκη. Εκεί οι φίλοι του Φύσσα –ως ιδιότητα- αφηγούνταν την ιστορία. Κι ο Φύσσας –ως ταυτότητα- δεν ήταν παρά ο φίλος τους. Όμως η ίδια η ύπαρξη (και ο θάνατος) του Φύσσα οριοθετεί το μέρος της αλήθειας που προσπερνάται από όλες τις πλευρές: ήταν ένας αντιφασίστας, και μάλιστα μαχητικός αντιφασίστας. Ήταν εργάτης, μουσικός, δημιουργός, με παρουσία, με αιχμηρούς στίχους και παρεμβάσεις, και -το κυριότερο- είχε τη δυνατότητα, καταπώς φαίνεται από τη δικογραφία, να σώσει τη ζωή του στη δύσκολη στιγμή. Φτάνει να απαρνιόταν την ταυτότητα της πειραιώτικης εργατικής περηφάνιας, αυτή τη λεβέντικη σύσταση παλιάς κοπής, και να το έβαζε στα πόδια. Και όχι να τα βάλει μόνος του με δεκαπέντε, για να προστατεύσει τους φίλους του. Ένας μαχητικός άνθρωπος που ούτε πάλεψε να τσακίσει τους ναζί, ούτε να τους μορφώσει, αλλά να υπερασπιστεί τη μόνη αλήθεια του απέναντί τους: την αξιοπρέπεια της ύπαρξης του ίδιου και των συντρόφων του. Και στο πρόσωπό του, οι ναζί δολοφόνοι χτύπησαν ακριβώς αυτό: την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που μάχεται για τη ζωή του, του ανθρώπου που εργάζεται, δημιουργεί και προσφέρει. Γιατί εχθρός τους ήταν πάντα ο ελεύθερος άνθρωπος, σε όλες τις εκφράσεις του -πρώτιστα μέσω της εργασίας. Το στρεβλωμένο μήνυμα στις πύλες του Άουσβιτς το μαρτυρεί.

Σε ό,τι αφορά τη συναυλία στο Σύνταγμα, πρόκειται μόνο περί συνθημάτων. Σε διαδικτυακό χρόνο, ο αυτοαναφορικός χορός υποκειμενισμών και γυμνασιακών αντεγκλήσεων που ακόμα κρατεί, καταδεικνύει πως η πολιτική ετοιμότητα του αντιφασιστικού στρατοπέδου (αν επιτρέπεται αυτός ο όρος) σαστίζει μπροστά στις πολυτελείς αντιφάσεις της. Οι τσακίστετους δεν έχουν ζωστεί τα φυσεκλίκια ως σύγχρονοι Βελουχιώτηδες προκειμένου να υποστηρίξουν την κυριολεξία του πολιτικού σχεδίου τους, το οποίο με αβίαστη έπαρση απορρίπτει και ειρωνεύεται τον (αφελή ίσως) πασιφισμό της άλλης αιτίασης. Ίσως, βέβαια, και να βρισκόμαστε στα πρόθυρα εγκαθίδρυσης μιας νέας κυβέρνησης του βουνού και της εκ νέου ηρωικής απελευθέρωσης του Στάλινγκραντ και κάποιοι να μην το έχουμε ακόμα εννοήσει –ποιος ξέρει. Από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί ειρηνιστές αποφεύγουν να αναγνώσουν την βαθιά πολιτική φύση του γεγονότος, καθώς και των συντεταγμένων που το ορίζουν και που αυτό ορίζει. Κατά συνέπεια, αδυνατούν να στρέψουν το λόγο τους -ακόμα και σε συνθηματικό επίπεδο- προς την κατεύθυνση της λύσης.

Ποια είναι αυτή η λύση; Αυτή τη στιγμή κανείς δεν φαίνεται ότι μπορεί να την υποδείξει με επάρκεια, τόσο όσο ως προς την πρακτική και τη στρατηγική της όσο και ως προς τα απαιτούμενα εφόδια. Σίγουρα όμως, αυτό δεν είναι επίδικο ζήτημα επαναστατικής πρωτοκαθεδρίας και ιδεολογικής καθαρότητας μέσα στις τάξεις της αντιφασιστικής μάχης. Είναι αποτέλεσμα -και μόνον έτσι θα έχει νόημα- μιας ακόμα ευρύτερης κοινωνικής συμφωνίας με σαφές πολιτικό πρόσημο και στόχους, η οποία οφείλει να περιλαμβάνει στην απεύθυνσή της ακόμα και όσους προτίμησαν την Lady Gaga από το Σύνταγμα το ίδιο βράδι. Μια συμφωνία χωρίς εκπτώσεις και αμβλύνσεις, προκειμένου τα μάτια να μην χάνουν ποτέ το στόχο· χωρίς όμως και αποκλεισμούς, χωρίς περιχαράκωση, αφού μέχρι τώρα μόνος του, κανείς δεν κατάφερε κάποιο ολοκληρωτικό πλήγμα στο θηρίο. Μια συμφωνία με τη μορφή ενός συνεχή, επίμονου, πολυμέτωπου, μαχητικού αγώνα που αναζητά να βαδίσει στους δρόμους που καταργούν τις αποστάσεις μεταξύ μας, αγκαλιάζοντας ως απαραίτητο το διαφορετικό· εκείνον που έμαθε αλλιώς, ακόμα και εκείνον που δεν έμαθε καθόλου. Κανείς δεν περισσεύει στη μάχη εναντίον του τέρατος, αυτό είναι το σύνθημα.

Όσο για μας, όσο αμήχανοι κι αν στεκόμαστε μπροστά στην ακριβή διατύπωση της λύσης, τόσο βέβαιοι οφείλουμε να εμπιστευτούμε την έμπρακτη αλληλεγγύη που ο δρόμος της απαιτεί -ως θεμελιακή συνθήκη. Κι άλλο τόσο αποφασισμένοι να σταθούμε στην αλήθεια που διαχωρίζει -με το μέγεθος ενός ρήγματος- τη θέση μας από τον βαρβαρικό κόσμο του ναζιστικού ζόφου και της καπιταλιστικής κτηνωδίας: την απελευθέρωση της εργασίας. Το δικαίωμα στην εργασία, στην επιβίωση, στην προσφορά στο σύνολο –στην χρήσιμη και ποιοτική εργασία- συνιστά την πιο σημαντική, την πιο ζωτική, την πιο θεμελιώδη κοινωνική και πολιτική προτεραιότητα. Ένα δικαίωμα που σήμερα είναι πλέον επίδικο και όχι αυτονόητο, ούτε κεκτημένο· που στέκεται (και οφείλουμε με κάθε τρόπο να στέκεται) πάνω από τα μικρά και μεγάλα σχήματα, τις αιτιάσεις, τις τακτικές, τις διαφωνίες, τους υποκειμενισμούς, τα συνθήματα –τα οποία μένουν όλα κενά νοήματος, αν πρώτα αυτό το δικαίωμα δεν κερδηθεί. Κι η διεκδίκηση αυτής της αλήθειας στο ζώντα χώρο και χρόνο -πρώτα στους χώρους εργασίας και στα εναλλακτικά μοντέλα αυτής, όσο και στον δρόμο, στον ελεύθερο χρόνο, στον πολιτισμό- ίσως γίνει το πιο αποτελεσματικό όπλο του αγώνα.

Ας θυμηθούμε εδώ ότι τις ίδιες μέρες αποκαλύφθηκε –για όσους ακόμα δεν το είχαν εννοήσει πολιτικά- ότι τα κινητά τηλέφωνα των ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης δεν καλούν μόνο για να διευθετήσουν ρουσφέτια και μίζες, αλλά για να μεταφέρουν απευθείας εντολές στους πιστούς φρουρούς της νέας βαρβαρότητας. Αν μη τι άλλο, οι εξουσιαστικές δυνάμεις και οι φορείς της συντήρησης (και της βίας) απαντούν με συντεταγμένη ενότητα στους τριγμούς του πολιτικού συστήματος. Κι ας δικάζουν τώρα κάποια από τα σκυλιά τους, στις μεθόδους στρατηγικής ανασύνταξης και ανανέωσης της ισχύος τους αποδεικνύονται αστείρευτοι. Άσε που κοντή γιορτή για όλα έρχεται.

Να όμως μια χρήσιμη αιχμή της αντιφασιστικής πάλης: να καταδειχθούν οι ναζιστές ως οργανικός φορέας της εξουσίας, ως ίδιοι και απαράλλαχτοι με τα αφεντικά τους και όχι ως εκπρόσωποι φαντασμάτων του παρελθόντος. Ως βαθιά συστημικοί, δηλαδή βαρβαρικά καπιταλιστικοί, που δεν πρόσφεραν ποτέ εργασία σε κανέναν άνεργο, παρά μόνο συσίτια εντυπωσιασμού στους πεινασμένους (κερασμένα από το Lidl) και ρουσφέτια διορισμούς στους στενούς συγγενείς. Ως φύλακες κέρβεροι της μεγαλοαστικής τάξης που θεμελιώνει την ισχύ της στη διογκούμενη ανεργία και την εξαθλίωση, απέναντι στην οποία κι εκείνοι δεν προτείνουν ούτε υποστηρίζουν κανένα εναλλακτικό μοντέλο και ανθρώπινο σχέδιο. Και ενώ μαχαιρώνουν τους μετανάστες, την ίδια στιγμή βρίσκονται πίσω από μηχανισμούς εκμετάλλευσής τους, ακριβώς γιατί αντιλαμβάνονται την εργασία ως σκλαβιά, ως υποαμειβόμενο εξαθλιωμένο κάτεργο, και με αυτή τη μορφή παλεύουν να την επιβάλλουν. Με λίγα λόγια: εχθρεύονται την εργατική τάξη και υπερασπίζονται τα πιο σκαιά συμφέροντα του Κεφαλαίου.

Να πως μπορεί να στοχεύσει ο μαχητικός λόγος, αν ξεπεράσει την επιφάνεια του συνθήματος. Άλλωστε οι βάρβαροι στο τσακίστε απαντάνε με ξύλο· είναι ο κόσμος τους, το γήπεδό τους. Στο μορφώστε απαντάνε με θεωρίες συνωμοσίας και αρχαιολαγνικές φαντασιώσεις. Στο αίτημα της απελευθερωμένης εργασίας όμως, κρύβονται· απαντάνε με ψέματα, με συγκαλύψεις, με θολές πολιτικές προτάσεις (ποτέ προς την απελευθέρωση του εργαζόμενου κόσμου), με ψευτοσυσίτια, με κρυφές πλάτες στο μεγάλο Κεφάλαιο, με επιθέσεις στον εργαζόμενο κόσμο. Είναι καιρός που πλέον δεν κρύβονται ούτε στις μεθόδους τους. Στο πολιτικό σχέδιό τους όμως, κάνουν ό,τι μπορούν να μην αποκαλυφθεί ούτε πόντος από την κουρτίνα που το κρύβει. Αυτή την παραπλάνηση, αν μπορούμε να μιλάμε για παραπλάνηση, οφείλουμε να ξεσκεπάσουμε. Και η αλήθεια του ανθρώπου που έχει για πιο ακριβό δικαίωμά του την εργασία, ως δικαίωμα ζωής, αυτή η αλήθεια είναι το πιο δυνατό όπλο.

Η αλήθεια ως όπλο #2

Ένα απόσπασμα κειμένου του Μπέρτολτ Μπρεχτ του 1935, από τις «Πέντε δυσκολίες στο γράψιμο της αλήθειας» (Για την τέχνη και την πολιτική, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1985), μπορεί να σταθεί ως καίριος πολιτικός προβληματισμός στην ανάγνωση του φασιστικού φαινομένου και χρήσιμο εργαλείο στον αγώνα εναντίον του:

«Η αλήθεια πρέπει να λέγεται για να βγαίνουν απ’αυτήν τα συμπεράσματα, που θα ρυθμίζουν τη συμπεριφορά μας. Σαν παράδειγμα μιας αλήθειας, που δεν οδηγεί σε συμπεράσματα ή οδηγεί σε συμπεράσματα λαθεμένα, πρέπει να μας χρησιμεύσει η πλατιά διαδεδομένη άποψη ότι σε μερικές χώρες επικρατούν συνθήκες άσχημες που απορρέουν από τη βαρβαρότητα. Σύμφωνα μ’αυτή την άποψη, ο φασισμός είναι ένα κύμα βαρβαρότητας, που ενέσκυψε σε μερικές χώρες με δύναμη φυσικού φαινομένου. Κατά την άποψη αυτή, ο φασισμός αποτελεί μια νέα, τρίτη δύναμη, δίπλα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (κι επάνω απ’αυτούς). Και χωρίς το φασισμό, κατά την αντίληψη αυτή, όχι μόνο το σοσιαλιστικό κίνημα αλλά και ο καπιταλισμός θα μπορούσαν να εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτό όμως είναι ένας φασιστικός ισχυρισμός, μια συνθηκολόγηση με το φασισμό. Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση, στην οποία μπήκε ο καπιταλισμός και από την άποψη αυτή κάτι το καινούριο και ταυτόχρονα το παλιό. Στις φασιστικές χώρες ο καπιταλισμός υπάρχει τώρα μονάχα με τη μορφή του φασισμού και ο φασισμός μπορεί να πολεμηθεί μονάχα σαν καπιταλισμός, σαν ο πιο αδιάνατροπος, ο πιο αναιδής, ο πιο καταπιεστικός και ο πιο δόλιος καπιταλισμός.

Πως, λοιπόν, θα πει κανείς την αλήθεια για το φασισμό που αντιστρατεύεται, αν δεν πει τίποτα ενάνατια στον καπιταλισμό που γεννάει το φασισμό; Τι πρακτικές επιπτώσεις θα έχει η κουτσουρεμένη αλήθεια του;

Όσοι είναι ενάντια στο φασισμό χωρίς να είναι ενάντια και στον καπιταλισμό, όσοι θρηνούν και οδύρονται για τη βαρβαρότητα, που πηγάζει από τη βαρβαρότητα, μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουν να φάνε τη μερίδα τους από το μοσχάρι, χωρίς όμως να σφαχτεί το μοσχάρι. Θέλουν να φάνε το μοσχάρι, αλλά να μη δουν το αίμα του. Και θα είναι ευχαριστημένοι αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του πριν τους σερβίρει το κρέας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας από τις οποίες γεννιέται η βαρβαρότητα, είναι μονάχα ενάντια στη βαρβαρότητα. Υψώνουν τη φωνή τους ενάντια στη βαρβαρότητα κι αυτό το κάνουν σε χώρες όπου επικρατούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά οι χασάπηδες νίπτουν τας χείρας τους προτού σερβίρουν το κρέας.

Οι έντονες διαμαρτυρίες ενάντια στα μέτρα βαρβαρότητας μπορούν να έχουν αντίκτυπο για ένα μικρό διάστημα, δηλαδή όσο οι ακροατές πιστεύουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής τέτοιων μέτρων και στις δικές τους χώρες. Ορισμένες χώρες είναι ακόμα σε θέση να κρατήσουν στα πόδια του το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας με μέτρα λιγότερο βίαια απ’όσο άλλες. Σ’αυτές τις χώρες η δημοκρατία παρέχει ακόμα τις υπηρεσίες της για την εξασφάλιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ενώ σε άλλες χώρες πρέπει να χρησιμοποιηθεί βία για τον ίδιο σκοπό. Το μονοπώλιο στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τα κτήματα δημιουργεί παντού βάρβαρες καταστάσεις, που ωστόσο είναι ελάχιστα αντιληπτές. Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή ευθύς μόλις η προστασία του μονοπωλίου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί πια παρά μονάχα με τη χρήση ανοιχτής βίας.

[...] Ο απερίσκεπτος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια, γενικά εκφράζεται με μεγαλοστομίες και ανακρίβειες. Μωρολογεί για «τους» Γερμανούς, θρηνολογεί για «το» κακό και ο ακροατής, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ξέρει τι να κάνει. Πρέπει να αποφασίσει να μην είναι Γερμανός; Θα εξαφανιστεί η κόλαση, αν αυτός είναι καλός; Και οι συζητήσεις για τη βαρβαρότητα, τέτοιου είδους είναι. Σύμφωνα μ’αυτές, η βαρβαρότητα προέρχεται από τη βαρβαρότητα και σταματάει με την πολιτισμένη ευγένεια, που δίνει η μόρφωση. Όλα αυτά εκφράζονται πολύ αόριστα, όχι για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη δράση και κατά βάθος δε λένε τίποτα σε κανέναν.

[...] Ο φασισμός δεν είναι φυσική καταστροφή που προέρχεται από την ίδια τη «φύση» του ανθρώπου. Αλλά και στις φυσικές καταστροφές υπάρχουν τρόποι παρουσίασής τους αντάξιοι του ανθρώπου, γιατί απευθύνονται στην αγωνιστική δύναμή του.

Σε πολλά αμερικάνικα περιοδικά μπορούσε κανείς να δει ύστερα από ένα μεγάλο σεισμό, που κατέστρεψε τη Γιοκοχάμα, φωτογραφίες που έδειχναν σωρούς ερειπίων. Η λεζάντα έγραφε: “steel stood” (το ατσάλι άντεξε). Και πραγματικά, όποιος με την πρώτη ματιά είδε ερείπια, όταν πρόσεξε καλύτερα μετά το διάβασμα της λεζάντας, παρατήρησε ότι μερικά ψηλά κτίρια έμειναν άθικτα. Από όσα μπορούν να ειπωθούν για ένα σεισμό, έχουν ανυπολόγιστη σπουδαιότητα όσα λένε οι πολιτικοί μηχανικοί για τη μετατόπιση του εδάφους, την ισχύ των κραδασμών, την αναπτυσσόμενη θερμότητα, πράγματα που οδηγούν σε κατασκευές ανθεκτικές στους σεισμούς.

Όποιος θέλει να περιγράψει το φασισμό και τον πόλεμο, τις μεγάλες καταστροφές που δεν είναι φυσικές, πρέπει να αποκαταστήσει μια πρακτική αλήθεια. Πρέπει να δείξει ότι είναι καταστροφές που προκαλούνται από τους κατόχους των μέσων παραγωγής σε βάρος των τεράστιων ανθρώπινων μαζών των εργαζομένων, που δεν έχουν στα χέρια τους αυτά τα μέσα.

Αν θέλει κανείς να γράψει με επιτυχία την αλήθεια για τις άσχημες καταστάσεις, πρέπει να τη γράψει έτσι που να γίνουν ευδιάκριτες οι αιτίες αυτών των συνθηκών που μπορούν να αποφευχθούν. Όταν αναγνωριστούν οι αιτίες που μπορούν να αποφευχθούν, τότε μονάχα μπορούν να καταπολεμηθούν οι άσχημες καταστάσεις».


[κείμενο γραμμένο για το kommon.gr - δημοσιεύτηκε με τον τίτλο "Η αλήθεια ως όπλο στον αγώνα εναντίον του φασισμού"]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: χωρίς σάλιο


Ιστορία των λέξεων

E-mail Εκτύπωση PDF

μνήμη Παύλου Φύσσα

[...] Οι τρεις πρώτες απ'όλες τις λέξεις κι απ'όλες τις γλώσσες είναι: δημοκρατία, ελευθερία, δικαιοσύνη.

Δικαιοσύνη δεν είναι να τιμωρείς, είναι να ξαναδίνεις στον καθένα αυτό που του αξίζει, και ο καθένας αξίζει αυτό που ο καθρέφτης του επιστρέφει: τον εαυτό του. Εκείνου που έδωσε θάνατο, εξαθλίωση, εκμετάλλευση, αλαζονεία, υπεροψία, του αξίζει μια καλή δόση πόνου και θλίψης για το δρόμο του. Εκείνου που έδωσε δουλειά, ζωή, αγώνα, εκείνου που ήταν αδερφός, του αξίζει ένα φωτάκι να του φωτίζει πάντα το πρόσωπο, το στήθος και το περπάτημα.

Ελευθερία δεν είναι να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, είναι να μπορείς να διαλέξεις όποιον δρόμο σου αρέσει για να βρεις τον καθρέφτη, να περπατήσεις τη λέξη την αληθινή. Αλλά να διαλέξεις οποιονδήποτε δρόμο που δε σε κάνει να χάσεις τον καθρέφτη. Που δε σε φέρνει να προδώσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τους δικούς σου, τους άλλους.

Δημοκρατία είναι να οδηγούν όλες οι σκέψεις σε μια καλή συμφωνία. Όχι να σκέφτονται όλοι το ίδιο, αλλά όλες οι σκέψεις ή η πλειονότητα των σκέψεων να ψάχνουν και να φτάνουν σε μια κοινή συμφωνία, που να'ναι καλή για την πλειοψηφία, χωρίς να εξαλείφει αυτούς που'ναι οι λιγότεροι. Να υπακούει ο λόγος του διοικητή το λόγο της πλειοψηφίας, να έχει το σκήπτρο του διοικητή λόγο συλλογικό και όχι μόνο μία θέληση. Να αντανακλά ο καθρέφτης τα πάντα, οδοιπόρους και δρόμο, και να'ναι έτσι κίνητρο για σκέψη, και για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και για τον κόσμο όλο.

Από αυτές τις τρεις λέξεις προέρχονται όλες οι λέξεις, σ'αυτές προστίθενται σαν κρίκοι αλυσίδας οι ζωές και οι θάνατοι των αντρών και των γυναικών των αληθινών. [...] Αυτοί που εγκαταλείπουν τούτη την κληρονομιά σπάζουν τον καθρέφτη τους και πορεύονται τυφλοί για πάντα, δίχως πια να γνωρίζουν αυτό που είναι, από που έρχονται και που πάνε. Αλλά υπάρχουν αυτοί που φέρουν πάντα την κληρονομιά των τριών πρώτων λέξεων, που περπατούν πάντα σαν σκυφτοί από το βάρος στην πλάτη, όπως όταν το καλαμπόκι, ο καφές ή τα ξύλα κατεβάζουν το βλέμμα στο έδαφος. Μικροί πάντα από τόσο φορτίο, βλέποντας πάντα προς τα κάτω από το τόσο βάρος, οι άντρες και οι γυναίκες οι αληθινοί είναι μεγάλοι και κοιτούν προς τα πάνω. Με αξιοπρέπεια κοιτούν και περπατούν οι άντρες και οι γυναίκες οι αληθινοί, λένε.

Αλλά για να μη χαθεί η γλώσσα η αληθινή, οι πρώτοι θεοί, αυτοί που έφτιαξαν τον κόσμο, είπαν πως έπρεπε να φυλαχτούν οι τρεις πρώτες λέξεις. Οι καθρέφτες της γλώσσας θα μπορούσαν να σπάσουν κάποια μέρα και τότε οι λέξεις που γέννησαν θα έσπαζαν ακριβώς όπως κι οι καθρέφτες και θα έμενε ο κόσμος χωρίς λέξεις να μιλήσει ή να σωπάσει. Έτσι, πριν να πεθάνουν για να ζήσουν, οι πρώτοι θεοί παρέδωσαν αυτές τις τρεις πρώτες λέξεις στους άντρες και τις γυναίκες από καλαμπόκι για να τις φυλάξουν. Από τότε οι άντρες κι οι γυναίκες οι αληθινοί φυλάσσουν σαν κληρονομιά αυτές τις τρεις λέξεις. Για να μην ξεχαστούν ποτέ, τις περπατούν, τις αγωνίζονται, τις ζουν... [...]


[Subcomandante Marcos, Ιστορία των λέξεων, από το βιβλίο Ιστορίες του Γερο-Αντόνιο, εκδόσεις Ροές, 2003, μετάφραση Γιώργου Καρατζά]


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


Καπό

E-mail Εκτύπωση PDF

Για να έρθετε μέχρι εδώ αναζητώντας κάτι χαμένο, πρέπει να έχετε πολλή πίστη ή πολλή απελπισία, έλεγε ο γέρος συντηρητής της ταινιοθήκης του Σεράγεβο στον σκηνοθέτη ταξιδευτή, στο Βλέμμα του ΟδυσσέαΈτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη, είτε κόκκινη από ζωή είτε κόκκινη από θάνατο, έγραφε ο Βολφ Μπίρμαν στο ποίημά του Έτσι πρέπει να γίνει. Η ελευθερία για μας είναι μια ωραία γυναίκα, συμπλήρωνε. Στην ταινία Καπό (1960), μια από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ιταλός σκηνοθέτης Τζίλο Ποντεκόρβο παρουσιάζει την ελευθερία μέσα απο μια ωραία γυναίκα: μια εβραία κρατούμενη σε στρατόπεδο εργασίας, που στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας δεν είναι ωραία -γιατί γίνεται καπό- ενώ καν δεν είναι ακόμα γυναίκα. Πολύ γρήγορα όμως θα γίνει: θα προσφέρει το παρθένο σώμα της για να σωθεί, θα αγαπήσει για να θυσιαστεί. Ενδιάμεσα θα επιλέξει να χριστεί καπό, δηλαδή επίλεκτη φρουρός των συγκρατούμενών της -μια από τις πιο διεστραμμένες τακτικές των ναζί στα κολαστήριά τους, που μεταμόρφωναν τους ανθρώπους σε κτήνη. Καπό ορίζονταν οι κρατούμενοι με το μαύρο αστέρι, δηλαδή οι πρότερα εγκληματίες· όχι οι εβραίοι και οι πολιτικοί αντιφρονούντες. Με διαφορετικό όνομα και τύχη, η έφηβη κρατούμενη θα γλιτώσει το κίτρινο αστέρι των εβραίων, δηλαδή τον βέβαιο θάνατο. Δεν θα γλιτώσει όμως την αποκτήνωση, αφού αυτή φαίνεται να είναι ο δρόμος στον βάρβαρο αγώνα για επιβίωση μέσα στο στρατόπεδο. Η απελπισία φτιάχνει τα τέρατα.

Όταν εμφανιστεί ο Σάσα, όμηρος από το σοβιετικό μέτωπο, η εβραία καπό θα τον ερωτευτεί. Σ'αυτό το δώσιμο, προϋπόθεση θα γίνει η αλήθεια. Αλήθεια είναι το αντίθετο της λήθης. Η καπό θα θυμηθεί το πραγματικό όνομά της και θα το αποκαλύψει στον Σάσα. Θα θυμηθεί τη ζωή της πριν γίνει καπό, θα ζητήσει ξανά τη ζωή της πριν από τη μεταμόρφωση, όταν κι εκείνη νιώσει γελασμένη από τις υποσχέσεις των τεράτων, όταν νιώσει την κοινή μοίρα των ανελεύθερων ανθρώπων. Θα του πει ακόμα πως ποτέ δεν ήταν κλέφτρα, αλλά εβραία. Με τον Σάσα θα οραματιστούν τη ζωή μετά τον πόλεμο, έξω από το στρατόπεδο. Τότε, σαν μιλάνε για τη ζωή που τους περιμένει -ούτε καν για το όμορφο παρελθόν- γίνονται ξανά άνθρωποι. Αν θέλει αγώνα σκληρό για να θυμηθεί ένας εξαθλιωμένος το όνομά του πριν εξαθλιωθεί, την όψη του, τη ρίζα του και το σπίτι του, ακόμα περισσότερο χρειάζεται να παλέψει για να κρατήσει ζωντανό το φως του οράματος πέρα από τα συρματοπλέγματα· για να μην ξεχάσει το μέλλον του. Και αυτό το μέλλον δεν είναι μόνο αβέβαιο και απόμακρο, αλλά και αδυσώπητο. Κανείς δεν έχει σπίτι μετά. Κανείς μπορεί να νιώσει ακόμα πιο χαμένος, όντας ελεύθερος από τα δεσμά. Οι άνθρωποι από απελπισία για το παρόν, κάνουν το μέλλον πίστη.

Όλες οι κοινωνικές μορφές των ανθρώπων υπάρχουν στο φιλμ του Ποντεκόρβο. Από τους αντιστασιακούς, τους αγωνιστές και τους ηθικά ακέραιους, μέχρι τους μικρόψυχους, τους ενοχικούς και τους ωφελιμιστές, όλοι μπορούν να βρεθούν στοιβαγμένοι σε έναν κοιτώνα. Οι πιο αξιοπρεπείς αυτοκτονούν πέφτοντας στα ηλεκτροφόρα σύρματα ή προσβάλλοντας άσχημα τους δεσμοφύλακές τους. Δρόμος για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που ορίζει τη ζωή του, δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια, μέσα στα κολαστήρια της Πολωνίας, δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε μισό καρβέλι ψωμί, ούτε λίγη σούπα. Τα απαραίτητα, τα αυτονόητα και στοιχειώδη, γίνονται επίδικο της ύπαρξης. Κι όταν η ύπαρξη η ίδια απειλείται, τότε η φύση επιτρέπει τα πάντα· απελευθερώνει κάθε ένστικτο. Όλα τα άλλα, μαζί κι οι αξίες του ανθρώπου, μοιάζει να έχουν ξεχαστεί. Η λήθη άλλωστε είναι η νίκη των χιτλερικών θηριωδιών. Κατά καιρούς τις τελευταίες δεκαετίες, ομάδες νεοναζί επιχειρούσαν εμπρησμούς στα εναπομείναντα στρατόπεδα συγκέντρωσης που λειτουργούν ως μουσεία και τόποι μνήμης. Και η πίστη γεννάει τέρατα.

Στην τελευταία σεκάνς της ταινίας, οι ναζί δήμιοι αισθανόμενοι το τέλος που έρχεται, παραγγέλνουν από τους κρατούμενους να σκάψουν τους τάφους τους, αφού δεν θα μπορέσουν να τους μεταφέρουν κάπου. Σκάβουμε τάφο στα σύννεφα, εκεί δεν θα'ναι στριμωχτά, θα έγραφε κάποτε ο γερμανοεβραίος ποιητής Πάουλ Τσελάν, που έζησε τα στρατόπεδα εργασίας. Στη ζωή εδώ κάτω, μέσα στα ηλεκτροφόρα σύρματα και τα πολυβόλα των φρουρών, ούτε οι τάφοι δεν υπόσχονται ανάπαυση. Η αξιοπρέπεια, ακόμα και λαβωμένη, δεν είναι παρά μια ουτοπία των ουρανών. Να μπω στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, το γράφει η γήινη Αγγελάκη-Ρουκ· χώμα, αέρα, ρίζες κρατάωΗ απελπισία φτιάχνει το πρώτο υλικό της πίστης. 

Δεν είναι απαραίτητο να ζούμε, ψελλίζει ο ναζί αξιωματούχος. Θύμα τώρα ενός πολέμου στον οποίο για χρόνια έλαμπε ως θύτης, λυγίζει μπροστά στις ενοχές, τον φόβο και την αναξιοπρέπεια στην οποία είναι καταδικασμένη η ζωή του μετά τη θηριωδία. Δεν είναι απαραίτητο να ζούμε, συμφωνεί σαν χαμένη αλλά σίγουρη, η εβραία κρατούμενη -καπό, αλλά κρατούμενη- δευτερόλεπτα πριν αναμετρηθεί με την επιλογή της θυσίας. Θύμα κι αυτή ενός πολέμου, βρέθηκε για πολύ λίγο στην υπηρεσία του θύτη, ακριβώς για να ζήσει λιγότερο κρατούμενη· όχι περισσότερο ελεύθερη, αλλά λιγότερο πεινασμένη -αυτή είναι η αναξιοπρέπεια των επιλογών όταν τα κτήνη κάνουν τον άνθρωπο κτήνος. Δεν είναι απαραίτητο να ζούμε συμφωνεί, αλλά από την αντίπερα όχθη: για να ζήσουν οι άλλοι με αξιοπρέπεια, να διεκδικήσουν χωρίς φόβο το δικαίωμά τους να τρέξουν προς την ζωή, έξω από το στρατόπεδο, έξω από τη θηριωδία που τους ανάγκασε να στερηθούν τη φύση τους. Για να ζήσει μαζί κι εκείνος που πρόλαβε -ως κτήνος- να αγαπήσει, εκείνος που την έκανε να θυμηθεί μέσα στην κόλαση το όνομά της, την καταγωγή της, τη ζωή της -την πριν και τη μετά. Που αισθάνεται τη δική του αξιοπρέπεια πιο πολύτιμη από τη δική της. Δεν είναι ιστορία αγάπης· είναι η ιστορία της αγάπης. Για τον κόσμο.

Πάλη είναι να πεθάνεις ανακουφίζοντας τη γη μ'ένα φιλί, γράφει σε μια από τις ιστορίες του ο υποδιοικητής Μάρκος. Χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, διεκδικώντας το προνόμιο να είσαι πάντα ανακούφιση του πονετικού και πονεμένου πόνου της γης.

[διαβάστε επίσης το πρόσφατο καίριο άρθρο του Θανάση Σκαμνάκη στο kommon.gr για την ίδια ταινία, πατώντας εδώ]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: των εικόνων


μάτζικ εξπρές

E-mail Εκτύπωση PDF
Αἰὼν παῖς ἐστι παίζωνπεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη
Ηράκλειτος


Φωκίωνος Νέγρη. Απόγευμα, καλοκαίρι ακόμα. Παιδιά παντού παίζουν, τρέχουν, κρύβονται, κυρίως φωνάζουν. Παίζουν. Γι'αυτό τα λένε παιδιά, ίδια είναι η ρίζα της λέξης. Στην ίδια ρίζα βρίσκει κανείς και σημασία του χορεύω -τα παλιά παλιά χρόνια αυτό, τότε που χόρευαν οι άνθρωποι. Παιδιά παντού γύρω μου καθώς κατηφορίζω τον πεζόδρομο, φωνάζουν τόσα και τόσο που η άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου σχεδόν ενοχλείται. Που είσαι, στο δρόμο; Ναι, στο δρόμο. Και τι'ναι αυτοί που φωνάζουν τόσο; Αυτοί που είναι στο δρόμο. Γι'αυτό είναι στο δρόμο. Για ποιο, τι; Δεν σ'ακούω. Γι'αυτό είμαι στο δρόμο.

Στη γωνία της Τενέδου πριν την πλατεία, ένα υπόγειο· όχι μόνο ανήλιαγο, αλλά μαύρο μέσα έξω. Ακόμα μυρίζει καμένο. Σιδερόφραχτα σφραγισμένο έξω από τα ανύπαρκτα πια πατζούρια. Μέχρι χτες ένα βιός -με το ζόρι βιός, αλλά βιός- όλο στάχτη, τώρα ούτε με το ζόρι δεν είναι βιός. Η γυναίκα που το ζούσε -μόνη της; ποιος ξέρει- πήγε μαζί με τις στάχτες. Πρεζάκι, είπε η γειτονιά. Της κάηκε μάλλον το φαγητό κι ούτε που πήρε πρέφα τίποτα. Πρέζα πήρε, όχι πρέφα. Και συνέχισε να καίει, έξω της, μέσα της. Κακή ζαριά. Γωνία Τενέδου ένα υπόγειο στα μαύρα· του πένθους, της φωτιάς, της πρέζας, της μοναξιάς, της γειτονιάς που βυθίζεται στο σκοτάδι. Σκοτάδι οι ζωές των διπλανών με τους διπλανούς. Σκοτάδι πολύ κάτω από τον τόσο ήλιο.

Τον Γούντι Άλεν όλο λέω ότι δεν τον πάω και ότι δεν είναι σινεμά αυτό που κάνει. Είναι κάτι άλλο, ευφυές πολλές φορές, καλοβαλμένο, δομημένο όπως του πρέπει, αλλά σινεμά δεν είναι. Όχι δηλαδή για τα δικά μου μάτια, που σινεμά λέει τις κινούμενες εικόνες, την ποίηση χωρίς λέξεις. Πολλές λέξεις πάντα ο μπαγάσας, πολύ λίγος χώρος για να σταθούν κάπου τα μάτια. Πως το καταφέρνει όμως, όσες ταινίες του έχω δει, σχεδόν πάντα κάτι θέλουν να μου πουν. Με το ζόρι μεν, θέλουν δε. Δεν ξέρω αν το λένε, ξέρω όμως ότι για λίγο με ξεβολεύουν. Γιατί αντί στο τέλος να λύσουν τη νοηματική συνθήκη που χτίζεται μεθοδικά με το σενάριο, μαζί και με όλες τις παρεκβάσεις των χαρακτήρων που το φωτίζουν, οι εκδοχές μπερδεύονται ακόμα περισσότερο· όλα μένουν χωρίς τέλος. Αλλά και χωρίς αρχή. Κι ας βλέπεις πριν τους τίτλους ένα κάποιο βιαστικό χάπι εντ. Σαν να μένουν μόνο οι ερωτήσεις, οι ερωτήσεις των εαυτών στους εαυτούς. Η πάλη της μαγείας με την απάτη, ο κόσμος που εξηγείται και ο κόσμος που δεν φαίνεται, οι προκαταλήψεις και οι ανάγκες, η πίστη και η συνέπεια ως αντιθετικά καύσιμα για τη ζωή, όλα υπό το σεληνόφως και όλα για εμάς στο πανί. Στη μέση πάντα οι άνθρωποι με τις ιστορίες τους, σε πεζόδρομους ή υπόγεια ή στο Βερολίνο του 1928, να αρνούνται κάθε σχέδιο, κάθε πρόβλεψη της τύχης τους, κάθε εξήγηση των πράξεων. Να εντυπωσιάζονται από την κάθε μεταμφίεση, να παραδίνονται σε κάθε ελπίδα του μη ορατού κόσμου και να αντιστοιχούν χαμόγελα σε εξισώσεις. Μεγάλα μάτια με πλατιά χαμόγελα. Να ορίζουν την τύχη τους, μόνο με τρόπο που αφήνουν απλόχερα σε κείνη να τους ξαναορίσει. Αυτή ήταν η τελευταία ταινία του αντιπαθητικού τύπου, που έκλεισε το βράδι μετά από τις εικόνες στη Φωκίωνος και κάτι άλλα ψιλά, κουβέντες με φίλους, τηλέφωνα, άλλες άκρες σε γραμμές, γραμμές με άλλες άκρες, ζωή με λίγα λόγια.

Μεγαλύτερο μυστήριο από τη ζωή που μπερδεύεται και τις ερωτήσεις που μένουν πίσω, δεν υπάρχει. Μεγαλύτερη μαγεία από την ανθρώπινη επαφή δεν φαίνεται να επινόησαν τα όντα αφ'ότου βγήκαν από τις σπηλιές. Επινόηση είναι και η μαγεία. Επινόηση κι ο χρόνος, λένε οι επιστήμονες. Ένα παιδί που παίζει ζάρια, ένα παιδί που βασιλεύει. Που χορεύει, που παίζει, που μεταμφιέζεται, που φωνάζει δυνατά. Που είναι στο δρόμο.


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


στη χαμένη σου ζωή

E-mail Εκτύπωση PDF

Θησείο, Ασωμάτων. 4 και κάτι, ξημερώματα Κυριακής. Το πιάνεις για τέλος Σαββάτου. Μέσα στη νύχτα δεν αλλάζει η μέρα, δεν αντιλαμβάνεσαι τέτοιες αλλαγές. Άλλωστε επιστρέφεις από κάπου -και σπανίως επιστρέφεις από κάπου στην αρχή μιας μέρας. Είναι το πρώτο βράδι στην πόλη, μετά από καιρό που'χα χάσει εντελώς το ρυθμό της και τον ήχο της. Ένα βράδι που μοιράζεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο, κυρίως άγνωστο, που διασκεδάζει· που με κάποιο τρόπο τους διασκεδάζω εγώ -δύο σωστά τραγούδια στη σειρά αρκούν και οι άνθρωποι χορεύουν, υψώνονται. Φοράω την τσάντα στην πλάτη, τιγκαρισμένη με τη ζωή που μοιράστηκα -τους σωστούς ήχους χωρίς σειρά, στριμωγμένους σε θήκες μαζί με χύμα απαραίτητα εξαρτήματα. Ο πονοκέφαλος μου θυμίζει την πόλη, μου υπαγορεύει ξανά το ρυθμό της. Η πόλη είναι εκεί μπροστά στα μάτια σου, την περπατάς, αλλά αν δεν πονέσεις κάπου, αν δεν σε βρει σε κάποια κόντρα, δεν την παίρνεις πρέφα. Γι'αυτό στις διακοπές, στο έξω τελοσπάντων, νιώθεις πλήρης, εντελής. Δεν έχεις να θυμηθείς τίποτα, δεν υπάρχει κανένας συνδυασμός αποφάσεων, τίποτα που να πονάει αν δεν φέρνει την πόλη στις κεραίες σου.

Μπροστά μου στην Ερμού, στο τέλος του πεζοδρόμου, ένας χορός από μικρά φωτάκια που μαρτυράει την ώρα και τον τόπο. Είναι οι μικροί φακοί των συλλεκτών και των παλιατζήδων που με το χάραμα, μέσα στο γλυκό θερινό σκοτάδι, ψάχνουν τα πολύτιμα, μην και τα πάρει κανείς απλός άνθρωπος και πέσουν σε λάθος χέρια. Ή δεν πιάσουν τα λεφτά τους. Χαράματα και οι άνθρωποι υπολογίζουν αξίες. Ψώνια, τους λένε οι ρακοσυλλέκτες και οι μικροπωλητές του παζαριού. Ξημέρωμα Κυριακής γι'αυτούς. Κάτω, άλλοτε σε κουβέρτες άλλοτε χύμα στο πλακόστρωτο, αλλά πάντα προσεκτικά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο να φαίνονται, τα αντικείμενα προς πώληση. Όλα χρησιμοποιημένα, άλλα χαλασμένα άλλα με εξαρτήματα να λείπουν άλλα ξεθωριασμένα άλλα άχρηστα άλλα απροσδιόριστης μορφής και χρήσης. Αντικείμενα της ζωής του κόσμου που κάποτε αποτελούσαν το σπίτι· ένα παλιό κασετόφωνο, από αυτά που δεν βγαίνουν πια εδώ και σαράντα χρόνια, ένα τσίγκινο παιχνίδι, αναμαλλιασμένες κούκλες, φθαρμένα βιβλία σε πολυτονικό, κορνίζες που ανήκουν σε σίγουρα νεκρούς σήμερα, ντιβιντί από προσφορές με ταινίες που δεν βλέπονται, φθαρμένα πολύ αυτά αλλά ίσως ποτέ χρησιμοποιημένα, αρμόνια, κηροπήγια, ρούχα εκτός κάθε μόδας, έπη επιστημονικής φαντασίας για ανθρώπους που θα έφταναν στο φεγγάρι, λογής λογής τεκμήρια ελάχιστης ύπαρξης ζωής, που ακόμα έχουν αξία. Αυτοί που τα τοποθετούν το πιστεύουν, χαράματα βαθιά πάνε εκεί και αρχίζουν τη μέρα τους, για να κρατήσει πιο πολύ. Δίπλα στην κάθε κουβέρτα ή στα αντικείμενα ο άνθρωπος που τα πουλάει, που το πιστεύει. Η όψη του -η όψη της- δείχνει να μην πιστεύει τίποτα· κουβαλάει τη ζωή, τη μέρα, τα χαράματα, τον μόχθο, τα χέρια που επιμένουν, τα μάτια μέσα στα χρησιμοποιημένα και στα πεταμένα, τη συνεχή κίνηση, την απελπισία, την κάθε ελπίδα. Με τη μορφή μιας συσκευής που ίσως σήμερα πουληθεί.

Ζωές ολόκληρες απλωμένες με τη μορφή συσκευών, ζωές με λίγη ακόμα αξία, μέσα από τα υπάρχοντα που μαρτυρούν ότι αυτές υπήρξαν. Ζωές ανθρώπων με φακούς που χαράματα ψάχνουν για μεγάλες αξίες -αυτές που μόνοι τους αποφασίζουν, αυθαίρετα κι εκείνοι- να ρίχνουν μια μικρή δέσμη από φως στις ζωές των ανθρώπων που ακόμα πιστεύουν στη λίγη αξία, στην όποια αξία, σε ό,τι κουβαλάει ένα άχρηστο πεταμένο κασετόφωνο, άνθρωποι που έμαθαν πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Όπως το'λεγε ο Ρασούλης είναι, όλα όπως τα'λεγε ο Ρασούλης είναι. Τις προσευχές του σκέφτομαι πάντα τα χαράματα, σε όποια σκηνή πέφτω πάνω. Για ό,τι αρχίζει με την αρχή της μέρας και για τις αξίες των ανθρώπων έγραφε. Για ό,τι οριακό συναντιέται στα χαράματα, με φακούς, κουβέρτες, μικροσυσκευές, φθαρμένες πόλεις, χαμένους ρυθμούς, φωνές από μακριά, χέρια αγαπημένων, κορνίζες χωρίς ζωγραφιές, ρομποτάκια με ένα χέρι λιγότερο, σπασμένες μινιατούρες, χειρόγραφα, εργόχειρα, σεμεδάκια με προσδοκίες γάμου, συμφωνίες, υποθήκες, εξώσεις, υποσχέσεις μικροκυμάτων, ό,τι βρέθηκε κοντά στις χειρονομίες των ανθρώπων και θύμισε ζωή. Θύμισε τη ζωή. Χρόνο που πέρασε, χρόνο που δεν πέρναγε, χρόνο που θα έρθει με τη μορφή άλλων συσκευών. Χρόνο που ακόμα περιμένεις· που περιμένουμε.

Τέλος Σαββάτου, ξημέρωμα Κυριακής, αξίες και ώρες στο όριο. Ο ύπνος αλλάζει τη μεριά του ορίου, αν πηγαίνεις να κοιμηθείς ή τώρα σηκώθηκες. Κι είναι αυτός η μόνη αλλαγή ή έστω το σημάδι της. Μεριά αλλάζεις ακόμα και στον ύπνο μέσα, όταν είσαι μόνος σου. (μόνος σου καταλαβαίνεις τα πάντα, κυρίως τις αλλαγές). Αλλαγές ανεπαίσθητες στη ζωή που δεν αλλάζει. Διαλέγεις μεριά και ορίζουν οι μεριές το όριο. Και σε όρια να πέφτεις πάντα τα χαράματα, ζωή μαρτυράει. Ζωή που συναντιέται με τις τόσες ζωές που απλώνονται στην πόλη.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


όταν δεν μεγαλώσει

E-mail Εκτύπωση PDF

Το αγόρι μεγαλώνει. Παιδί της πόλης, τα καλοκαίρια στο νησί μάθαινε ό,τι δεν ήταν πόλη. Μάθαινε τα έντομα, όπως δεν τα είδε σε κανένα βιβλίο, κυρίως αυτά που δεν είχαν τα βιβλία, μικροσκοπικά, τρομακτικά. Όσο πιο μικροσκοπικά τόσο πιο τρομακτικά, αφού μόνο με κάτι πολύ πιο μικρό τρομάζει το παιδί -με τα μεγάλα μόνο εντυπωσιάζεται, παραδίνεται στο δέος τους. Το αγόρι μάθαινε ποδήλατο, ανηφόρες κατηφόρες και άπλα για να πέφτεις και να σκίζονται τα πόδια σου -η πόλη δεν έχει άπλες, άσε που δεν προλαβαίνεις να σκίσεις τα πόδια σου, έχει παντού κόσμο να σε προσέχει. Μάθαινε διαδρομές, τσιμπήματα, πληγές, τσακωμούς, κρυψώνες, πυγολαμπίδες, καψίματα, πολύ ήλιο, πράματα που φυτρώνουν παντού, τον ήχο του αέρα, μονοπάτια, γειτονιές, τρέξιμο για πολλή ώρα, πολύ ήλιο ακόμα, τριζόνια, φίλους -όχι σαν αυτούς που είχε στην πόλη, καλύτερους- ήλιο για πολλή μέρα, όλο ήλιο, απαγορευμένα σημεία, επικίνδυνα χαντάκια, κρυψώνες ξανά, μονοπάτια ξανά, περπατούσε ή έτρεχε, έκανε πετάλι ή κρυβόταν, και μάθαινε, μόνο μάθαινε· και ό,τι έμαθε τότε, το θυμάται ακόμα. Όλα τα θυμάται, εκτός από μερικά που τα ξαναβρήκε στην πόλη με άλλα χρώματα και όψη. Έτσι μπερδεύονται τα πράγματα, έτσι μπερδεύονται οι φωτογραφίες στο μυαλό και μπερδεμένα μεγαλώνουν τα αγόρια. Εκτός από αυτά που δεν μεγαλώνουν. Ή αυτά που ψάχνουν κρυψώνες στην πόλη, να μείνουν εκεί για πάντα και να μείνουν πάντα αγόρια, να μείνουν εκεί με τους κόσμους που μάθανε τα καλοκαίρια, τα έντομα, τις πληγές, τον πολύ ήλιο, τρία ή τέσσερα βιβλία για μαξιλάρι, μια πυγολαμπίδα για να φωτίζει το βράδι όσα χρειάζονται -λίγα χρειάζονταν πάντα τα αγόρια, λίγα άλλωστε έμεναν σκοτεινά για το βλέμμα τους· είναι γνωστό το γερό τους μάτι. Ή, ακόμα, αυτά που όσο κι αν μεγάλωσαν δεν ξεμπερδεύτηκαν ποτέ, αντίθετα όσο μεγάλωναν μπερδεύονταν κι άλλο. Όχι μόνο αδυνατούσαν να ταξινομήσουν τις φωτογραφίες ή να τις αντιστοιχίσουν σε όσα είχαν μάθει γι'αυτές (ή απ'αυτές), αλλά δεν μπορούσαν -κρατώντας μια φωτογραφία ασπούμε- να καταλάβουν αν είναι φωτογραφία ή κάτι άλλο, κάτι αδιανόητα ζωντανό που εκτυλισσόταν μπροστά τους -ή μόνο μπροστά τους, μόνο για εκείνα. Έτσι και το αγόρι της πόλης. Κάπως έτσι, δηλαδή. Ούτε μεγάλωνε, ούτε ξεμπερδευόταν, ούτε έβγαινε από την κρυψώνα, ούτε θα άλλαζε την πυγολαμπίδα του για κανένα εξελιγμένο πορτατίφ, ούτε θα σκεφτόταν ποτέ έστω μια στιγμή που δεν θα ήταν αγόρι, ούτε που θα τολμούσε να χωρέσει στην πιθανότητα να γινόταν κάτι άλλο από αγόρι. Όταν μεγαλώσω, έλεγε, και το'λεγε για δικαιολογία, για να κάνει πλάκα, για να ξεφύγει από κάποια προσδοκία ή απαίτηση, για να γελάσει με την ιδέα ότι μπορεί να γίνει κάτι σαν τους γονείς του, κάτι σαν τους άλλους γύρω του, κάτι που δεν είχε φανταστεί ούτε καν πως μπορεί να ήταν, πόσο μπορεί να μετρηθεί σε μέρες ή σε κάτι άλλο -σε μέτρα με το ποδήλατο ασπούμε, μία κοντινή μονάδα μέτρησης των μακρινών. Όταν μεγαλώσω, έλεγε, και ήξερε πως να μην ενδώσει ποτέ, πως να το λέει πάντα για δικαιολογία ή για πλάκα. Έδειχνε να ξέρει τους τρόπους, κρυψώνες ήθελε μόνο. Κάθε που γύριζε στην πόλη, έψαχνε τις κρυψώνες. Καινούριες πάντα, για να μην παλιώνει καμιά τους, για να μην μαθαίνει, να μην μαθαίνεται τίποτα μέσα στην πόλη, για να μην βρίσκεται από τον εχθρό. Εχθρό δεν είχε βέβαια, κανένα αγόρι δεν έχει εχθρούς. Εχθρός είναι μόνο ό,τι τον αφήνει να μεγαλώσει. Κι ο πιο γλυκός εχθρός του (αφού στη ζωή κανένας δεν έκανε χωρίς τον μικρό ή τον μεγάλο εχθρό του), εκείνος που όσο εκείνο μεγαλώνει -όσο μεγαλώνει τελοσπάντων- το κάνει να μπερδεύεται κι άλλο, να μπερδεύεται μόνο, να μπερδεύεται, να μπερδεύεται, να μην καταλαβαίνει, να μην μασάει από εχθρούς, να μην καταλαβαίνει από εχθρούς, να μην καταλαβαίνει, να μπερδεύεται, να μην καταλαβαίνει, να μην καταλαβαίνει, να μπερδεύεται. Μόνο να βλέπει, μόνο να παρατηρεί, τους άλλους γύρω του, τα πάντα γύρω του, να μπερδεύεται από τα πάντα γύρω του, από τους άλλους γύρω του, από όσους μεγαλώνουν, από όσους μπερδεύονται επίσης, από όσους δεν μεγαλώνουν, από όσους δεν μπερδεύονται, από όσους καταλαβαίνουν -κυρίως από αυτούς που καταλαβαίνουν. Μόνο να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει, να κοιτάζει. Με τις ώρες. Έτσι θα μεγάλωνε, όσο μεγάλωνε. Που και που, ένα κορίτσι στο χέρι του θα μοιράζεται δάχτυλα και τρόπους να μπερδεύονται όλα. Που και που, το αγόρι μεγαλώνει για λίγο. Για λίγο μόνο. Ναι, ψέματα έλεγα στην αρχή ότι πράγματι μεγαλώνει. Για να εντυπωσιάσω. Όμως δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακό φαινόμενο από το πόσο δεν λέει να μεγαλώσει αυτό το αγόρι. Πόσο δεν λέει να ξεμπερδευτεί ή να μάθει να μην μπερδεύεται. Πόσο έχει παραδοθεί στον ενεστώτα, αυτόν που μάθαινε στο σχολείο (στην πόλη). Είμαι, είσαι, είναι, και μετά πληθυντικός, τα ίδια με πολλούς μαζί, με όλους. Κανείς δεν ξέρει τώρα πόσο εκείνο ζει για το όταν της δικαιολογίας. Απολαμβάνοντας κάθε πλάκα και κάθε υπεκφυγή, κάθε πεταλιά και κάθε πληγή, κάθε λέξη που φωτίζει η πυγολαμπίδα του. Κάθε που ο ήλιος καίει πολύ, που είναι πολύς και μόνο για εκείνον. Και για όσα χωράνε τα μάτια του. Και τα χέρια του.


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


Ανδρομάχη

E-mail Εκτύπωση PDF
χαρά που φεύγει στα ψηλά
θυμός που πέφτει κάτω

Να νιώθεις εξαπατημένος χωρίς να έχεις συμφωνήσει τίποτα. Να είσαι μέρος της απάτης· εκείνης που σου επιστρέφει γλυκά πρόσφορα, έτοιμα να τα ξαναρίξεις με όλη τη φόρα στη φωτιά. Στη φωτιά. Μέσα εκεί μόνο σου μίλησα αληθινά, φωτεινά -η φωτιά βγαίνει από τη λέξη φως, και φως βγαίνει από τη φωτιά- εκεί σου είπα τα πάντα, όποιο κι αν ήταν τ'όνομά σου, όποια κι αν ήταν η μορφή σου. Φίλος, γυναίκα, δουλειά που πρέπει να κλείσει, χαζολόγημα με τον διπλανό για να περάσει η ώρα, πλάκα με το καθετί για να περνάνε όλα, για να περνάς όλος, όλα απ'τη φωτιά μιλώντας, όλα στη φωτιά. Να τα ρίξεις και πυρωμένα να σε ξαναβρούν, να σε καίνε, να ανασαίνεις φλεγόμενος, να απειλείσαι και να απειλείς, να ρίχνεσαι και να σε ρίχνουν, να μη βγαίνει κανένα μέτρημα υπέρ σου, κι αυτό γιατί μέσα στη φωτιά κανείς δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να μετρήσει, μόνο απέξω μετράνε, μόνο έξω σε μετράνε. Να απατάς και να σε απατούν, να κοροϊδεύεις με χίλιους τρόπους το θάνατο, να γελάς με κάθε σήψη, με κάθε τι που διαφημίζει την παρακμή του και ξεφτιλίζει κάθε ιερή σου λέξη. Να έχεις τα δάχτυλά σου μέσα σε μαλλιά για να αγγίζεις το πρόσωπο του άλλου, το μέρος που κρύβεται και δεν βλέπει ο ήλιος και έτσι δεν του αφήνει ρυτίδες (οι ρυτίδες είναι σημάδια της επαφής μας με τον ήλιο ή την πραγματικότητα, λένε), το μέρος του κεφαλιού που πάντα προστατεύει τις περιοχές που φτιάχνουν τις σκέψεις -τόποι είναι και οι σκέψεις, τόπο θέλουν και ζητούν. Να είσαι τόσο κοντά του, τόσο πυρακτωμένα να αγγίζεις το ο,τιδήποτε. Δεν το συνηθίζεις, γιατί με τη μία θα σε πουν ερωτευμένο, θα παρεξηγηθείς ίσως. Μόνο ερωτευμένος, λένε, μπορείς να το κάνεις, μόνο τότε δικαιολογείται· τότε, που δεν έχεις καμία άλλη δικαιολογία. Δηλαδή όλες. Και άντε να τους πεις ότι ο έρωτας είναι μια μικρή πολύ μικρή ελάχιστη εξήγηση· δεν είναι καν εξήγηση. Είναι βήμα για να γίνεις μεγαλύτερος, για να χωράς τον κόσμο, όλο τον κόσμο, τον κάθε κόσμο, τον κόσμο του καθενός, τον κόσμο της, αλλά και να βγαίνεις έξω από τον κόσμο, έξω από κάθε κόσμο. Είναι τρόπος να μεγαλώνεις, να περνάει ο χρόνος, αλλά να περνάει νικημένος, να περνάς εσύ επάνω του, να του βάζεις εσύ όνομα, να του υπαγορεύεις εσύ τι ήταν στιγμή και τι δεν ήταν, να του λες εσύ πότε πέρασε και πότε δεν περνάει. Να νιώθεις ξεγελασμένος, να ξεγίνεται το γέλασμα, κι αυτό μόνο γιατί όσο γελιόσουν εσύ μεγάλωνες, μόνο γιατί όσο μεγάλωνες γελιόσουν. Να το ξέρεις ότι μόνο έτσι μπορείς, όπως το'λεγε κι εκείνη η λαϊκή προσευχή που έψαλλε ο Μητροπάνος. Να μη ζητάς τίποτα λιγότερο από τις μέρες σου, από τον πανδαμάτορα χρόνο και τις αντανακλάσεις σου στα μάτια των άλλων, να μην περισσεύει τίποτα από από τις δικές σου προσευχές, να μην αφήνεις καμια σπονδή έρμαιο της αοριστίας των συναφειών εκτός σου, να έχεις όλα τα δάχτυλα στα μαλλιά του άλλου, της άλλης, του μικρού πιτσιρικιού που μόνο να γελάει ξέρει, του φίλου που θέλει κουράγιο, της φίλης που κάτι την έκανε να δακρύσει. 

Γελιέσαι και γελάς, και έχει αυτό πάντα μέσα του το γέλιο. Γελώ· ρήμα αρχαϊκό, που δεν είναι παράγωγο ούτε έχει άλλη ρίζα. Έχει ρίζα την πιο μεγάλη συνήθεια του ανθρώπου απ'όταν άγγιξε το σώμα του, απ'όταν άγγιξε το διπλανό σώμα, απ'όταν έμαθε ότι ζει ανάμεσα στα άλλα σώματα, μέσα στα σώμα του, μέσα στα σώματα των άλλων. Γελιέσαι, δηλαδή κάποιος άλλος σε γελάει, σε κάνει γέλιο. Γελάς και βγαίνεις γελασμένος. Γελάς και γελάνε τα πάντα. Γελάς και σου επιστρέφει αγάπη, γελάς και έρωτας υπάρχει. Γελάς και ένα γέλιο επιστρέφει. Έξω από αυτό, μόνο η συνάφεια της αοριστίας, οι ιαχές των σίγουρων και των σιγουρευμένων, οι απαντοχές των παντρεμένων, τα κεράκια που λιώνουν. Που λιώνουν. 

Η συγκίνηση της Μελίνας είναι κάτι απ'τη φωτιά, κάτι πολύ αληθινό. Κι είναι συγκίνηση διπλή, διπλά αληθινή, να ξέρεις πως είσαι μέσα σ'αυτό το τραγούδι, μέσα στο βίντεο -κι ας μη φαίνεσαι στο πλάνο. Είναι ένα περσινό καλοκαίρι που άφησε πληγές στον αυχένα και ένα ξημέρωμα του φετινού που εναποθέτει ευλαβικά βαθιά μπλε ρίγη στη σπονδυλική στήλη. Είναι μια υπόθεση του σώματος όλο αυτό, όπως κάθε φωτιά, κάθε απάτη, κάθε ομορφιά. Κι αν κάποιος σου είπε ότι αυτά είναι του μυαλού και πως άλλο το σώμα άλλο το μυαλό, πες μου που σκατά έχει το μυαλό του και ακόμα λειτουργεί. Λένε οι επιστήμονες πως αν αφαιρέσεις την καρδιά ή το μυαλό από το σώμα, ζωή παύει να υπάρχει. Λένε.


Κι οι άλλοι δίπλα λιώνουν.


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


να κάθομαι και να κοιμάμαι

E-mail Εκτύπωση PDF

Σήμερα να λες· το πολύ αύριο· μεθαύριο σημαίνει μεταφυσική.

 

Βιβλιογραφίες, λέξεις αναφορές. Ποιήματα από άλλα ποιήματα, ήχοι από άλλους ήχους, δανεισμένες λέξεις, δανεισμένες ομολογίες. Δανεικά και χρήσιμα, κι ας μην επιστρέφονται. Σου μιλάω κρυμμένος, γιατί το πολύ φως τρομάζει τα πάντα. Το πολύ φως ρίχνει φως και όλα φαίνονται· στρέφουν τη μορφή τους προς τον ήλιο, περήφανα τραγουδιούνται και άδοξα εκπίπτουν. Έτσι χωράς στις λέξεις και τις κάνεις κουπιά, για να μη βγαίνεις σε θάλασσες χωρίς ταξίδι. Μάθαμε από παλιά να μιλάμε μέσα από τα λόγια όσων ακουμπήσαμε, όσων η μορφή τους μας άφησε να μοιραστούμε ομορφιά, γενναιοδωρία που κανείς ποτέ δεν θα μετανιώσει. Μάθαμε να τα λέμε όλα για δικά μας, να τα θέλουμε όλα δικά μας. Η πιο μεγάλη επιθυμία έχει μέσα της όλο τον κόσμο. Έχει μέσα της κι ένα δώσιμο· όλο το δώσιμο, σ'όλο τον κόσμο. Γιατί ζεις κι εσύ σ'αυτόν. Απλές συνθήκες, εξηγήσιμες. Χωρίς φως, χωρίς τρόμο. Ευριδίκη δεν υπάρχει, ούτε Ορφέας υπάρχει· καλά το λέει ο κυρ Νίκος. Η γλώσσα χαριεντίζεται με το θάνατο -πάντα σωστός ο κυρ Νίκος. Μικροί θάνατοι σε κάθε τέλος μιας λέξης, στο σίγμα το τελικό αγκαλιές μαζί με ενταφιασμούς και μικρές τελετές της προσμονής· στο τέλος μιας τηλεφωνικής κλήσης, που αφήνεται μετέωρο να υπόσχεται τα πάντα, να ξεπερνάει το θάνατο. Να τον νικάει μόνο εάν και εφ'όσον, μόνο με συνθήκες και ομολογημένους όρους· απλούς, εξηγήσιμους. Θα έρθεις; Θα έρθω. Θα κολυμπήσουμε μέχρι τον επόμενο βράχο; Θα κολυμπήσουμε. Να παραβγούμε στο τρέξιμο μέχρι να μας κοπεί η ανάσα; Να παραβγούμε. Να πιούμε μετά από το ίδιο ποτήρι; Να πιούμε. Να μπουκάρουμε στα κρυφά σε ένα καμαράκι προβολής, στο παλιό θερινό που το εγκατέλειψαν μαζί με την εγκατάλειψη της ανάγκης, να βρούμε μέσα στα χιλιόμετρα των μπομπίνων εκείνα τα εκατοστά με τα φιλιά και τα δωσίματα, με τις υποσχέσεις και τα βουτήγματα χωρίς λέξεις, τις βουτιές του ενός στον άλλον, να τα φέρουμε στο φως -λίγο φως, το απαραίτητο- για να δούμε τη μορφή τους, να δούμε κάθε καρέ. (τι 24 καράτια και μαλακίες, σου λέω για 24 καρέ σε ένα δευτερόλεπτο). Να δούμε όλες τις μικρές διαφορές τους, μικροί θάνατοι των φιλιών (κάθε φωτογραφία ένας μικρός θάνατος), μικρές υπομνήσεις της κάθε στιγμής τους, κάθε μικρή ελάχιστη κίνηση από καρέ σε καρέ, το χέρι εκείνου λίγο πιο κάτω, πιο κάτω της, στο επόμενο καρέ ακόμα λίγο πιο κάτω, ελάχιστα πολύ ελάχιστα πιο κάτω, το χέρι της στο λαιμό του, ξανά στο λαιμό του σαν ακίνητοι από πάντα, από πριν εγκαταλειφθεί η ανάγκη, από ανάγκη, από επιθυμία, από ανάγκη για επιθυμία μέχρι να αποκαλυφθεί όλος ο βυθός, κάθε βυθός, κάθε δώσιμο, γιατί ζεις κι εσύ σ'αυτόν.

Σιωπή, λέει ο τραγουδιστής (άκου τώρα περίεργα πράματα, ο τραγουδιστής να υπόσχεται σιωπή), σιωπή και μόνο η σιωπή μπορεί να φέρει τις λέξεις μέσα σου, να ηχήσει τις σκέψεις μου μέσα σου, τις σκοτεινότερες σκέψεις που στάζουν βαθιά, βαθιά σ'έναν άντρα που αφήνει παιδιά πίσω του, τα παιδιά πίσω του· τα παιδιά που δεν είναι πια. Ή, πάλι, παιδιά στη σιωπή· παιδιά που κιοτάνε να μιλήσουν, σαν δουν τον τρόμο μέσα στο φως που τους λούζει, μέσα στη σκοτεινιά του απέραντού τους. Εκεί στη γωνιά του, στον μικρό ωκεανό του ο τραγουδιστής, να ρωτάει τα αμίλητα παπούτσια του να του πουν που βρίσκεσαι. Μόνο αυτό να μάθει κι όλος ο κόσμος βρίσκεται. Με τα παράθυρα κλεισμένα ή κλειστά. Μικρή σημασία έχει, αρκεί να ζεις κι εσύ σ'αυτόν.     

Κι αρχίζω να βλέπω. Ό,τι έχει μείνει από μένα πρέπει να είναι ελεύθερο να επιβιώσει.  


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


νέκυια, λ': αγκαλιές

E-mail Εκτύπωση PDF
Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,
αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ.
ρ' στ.326-327

 

χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι
λ', στ.156

Σε όλα πρώτα εννοείται μια αγκαλιά. Σε όλα, πίσω τους, μέσα τους, στη ρίζα τους και στην πηγή τους, υπάρχει μια αγκαλιά, χέρια που χωράνε άλλα χέρια, που χωράνε σώματα ολόκληρα. Σε κάθε τι που προχωράει, σε κάθε τι για να προχωρήσει, για να βρει τα βήματα στον κόσμο, σε κάθε κόσμο, πάντα εννοείται στην αρχή μια αγκαλιά, πάντα εννοείται μια αρχή, ένα πάντα. (Τα μικρά τα κρατάμε σε αγκαλιά για να περπατήσουν. Και έτοιμοι για αγκαλιά, άμα παραπατήσουν, μην πέσουν). Όλα θα προχωρήσουν και μόνο γιατί ο κόσμος ξέρει ακόμα από αγκαλιές. Όχι αυτιστικές φωτογραφίες -πολλοί μόνοι και μόνοι τους φωτογραφημένοι, μόνοι σε συστοιχία, μόνοι σαν δυστυχία- όχι χασκόγελα καλοπέρασης, όχι καλοκαίρια που συναντήθηκαν προορισμοί και μοιρασμένα δωμάτια τουριστικών φερέτρων, κάπου σε κάποιο πουθενά με κάτι πουθενά στο φόντο εν είδει κάπου. Όχι μονόλογοι και παραληρήματα εαυτών, μια καθημέρα που όλο και μπασταρδεύεται, όλο και δεν την γνωρίζουμε, δεν της αφήνουμε σημάδια, δεν μας αφήνει ούτε αυτή. Μεγαλώσαμε διαφημίζοντας κατακτήσεις και παράσημα, για να μας ξεφτιλίζει μια Ευρύκλεια, μια υπηρέτρια που μετά από χρόνια και έπη τρωικά, μετά από αιώνες, δεν έχασε για μια στιγμή τον βασιλιά της. Μας υπενθυμίζει τα πάντα ένας Άργος -πάντα εκεί, στο πόστο του, για να αφηγείται την κάθε αγκαλιά. Πως πέρα από τις υπηρέτριες, τους μνηστήρες, τις πιστές συζύγους, για όσα εννοούνται με μια αγκαλιά, σε όσα εννοούνται με μια αγκαλιά, δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Αυτός δεν αναγνωρίζει τον βασιλιά του, δεν έχει βασιλιά. Μόνο την αγκαλιά που έλειψε -αιώνες. Εκεί που είχε τα πάντα, εκεί που νικούσε η πίστη του, εκεί που ήταν βασιλιάς.

Αυτό το παιδί, αυτό το βλέμμα, ξεκάθαρο, ευθύ, διαπεραστικό μέχρι τα έγκατά σου, σα να είδε όλο το σκοτάδι, σα να είδε τα πάντα μέσα στο σκοτάδι, σα να ζητάει όλες τις αγκαλιές, σα να μην τις ζήτησε ποτέ. Βλέμμα αυστηρό στις δοκιμές μας, μάτι βλοσυρό στις αντοχές σου, χρόνια τώρα χαλυβδώνουμε τα αμυντικά συστήματα εντός μας. Με τον καιρό θέριεψαν κι αυτά και τώρα κάνουν επίθεση. Κλειστά αυτιά, κλειστά τα αυτιά μας σε κάθε διπλανό, κλειστά κι από μέσα, αρνούνται να συγχρονιστούν με τις σιωπές, δεν ακούν την κάθε αγκαλιά, δεν ακούν κανένα παιδί -εντός ή διπλανό τους. Μόνο καλοκαίρια εαυτών, μόνο καλοκαίρια με φρίκες μοιρασμένες, σε φωτογραφίες, σε ειδήσεις, σε απόψεις, σε συμπεράσματα, σε διατυπώσεις, μόνο ανταλλάγματα ενοχών, σαν ξεγέλασμα πληρωμής για την προκαταβολή στον βαρκάρη. Όχι λοιπόν. Ούτε η Αχερουσία μας περιμένει, ούτε ο βαρκάρης δεν θα καταδεχτεί τα κουφάρια μας. Αν δεν εννοήσαμε ό,τι μια αγκαλιά εννοεί, αν δεν ακούσαμε τη σιωπή της, αν δεν πήραμε στα χέρια μας άλλο σώμα, αν δεν χωρέσαμε μέσα τους τα πάντα. Κάθε παιδί είναι μια αγκαλιά. Μια πιθανότητά της. Μια δυνατότητά μας. Κάθε παιδί μας κοιτάζει και χωράμε μέσα του. Και έτσι χωράμε μέσα του. Κάθε αγκαλιά μας κοιτάζει, μας χωράει. Εμάς τους κουφούς.

Να μοιράζεσαι μόνο τέτοιες φωτογραφίες. Αληθινά τεκμήρια ενοχής, αποκρουστικά. Για κάθε αγκαλιά που δεν τολμήσαμε.


πρῶτα μὲν εἰρεσίῃ, μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖρος
λ' στ.640


 

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά

Σελίδα 2 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA