blog




υπερασπίζοντας την ποιητική της άλλης θάλασσας

E-mail Εκτύπωση PDF
Τι μπορεί να κάνει ένας ποιητής;
Να τραγουδήσει την επανάσταση, να κλάψει τους νεκρούς,
να επικαλεστεί το χαμένο πρόσωπο της ελευθερίας
Θόδωρος Αγγελόπουλος

Μέσα στις νεκρολογίες και τα αφιερώματα για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο την προηγούμενη εβδομάδα, εντύπωση προκάλεσε η αμετροεπής θρηνολογία των social media, όψιμα λιβάνια των δύο κλικ και δύο λινκ –ένας θρήνος χωρίς βάσανο, χωρίς σταύρωση– αλλά και οι έντυπες εκφράσεις μιας δήθεν απομυθοποίησης εν είδει ψύχραιμης αποτίμησης της παρακαταθήκης του δημιουργού. Κι αν ο ΔΟΛιος Δανίκας εξωτερίκευσε για άλλη μια φορά τη συνέπεια της εμπάθειας και αμάθειάς του, εντελώς άκομψα και ασεβώς –κι ενώ ακόμα ο νεκρός ήταν άταφος– οι νηφάλιες φωνές της αστικής γραφής και ανάγνωσης διατύπωσαν πιο περίτεχνα και ευγενικά την απόστασή τους από το έργο του δημιουργού.

Ο Νίκος Ξυδάκης της Καθημερινής, σε κείμενο με τίτλο «Η αισθητική της ήττας» στο προσωπικό του blog (vlemma.wordpress.com), αναγνώρισε στις εικόνες του Αγγελόπουλου «ακραίο φορμαλισμό και απόλυτο πάγωμα συναισθημάτων», «κατεψυγμένη, υπερκαλαίσθητη φόρμα, σταθερή απομάκρυνση από το ζέον βίωμα και το κινδυνώδες συναίσθημα, (...) καταστολή της θυμικής αντίδρασης του θεατή», που έπλασαν «μια χώρα μυθική» και έναν καλλιτεχνικό κόσμο «απ’ όπου απουσιάζουν ηχηρά ο ερωτισμός, το λαϊκό στοιχείο, τα αισθήματα», που «αποστρέφει το πρόσωπό του από τη σάρκα και το χώμα, βουλιάζοντας στα σύμβολα, τις ιδέες» και όπου η Ιστορία συντρίβει τους ανθρώπους «ή το πολύ τους γνέφει κάτι αδιόρατο που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται». Στη συνέχεια, με ένα σλάλομ αντιδιαλεκτικών συλλογιστικών αλμάτων, ο αρθρογράφος καταλήγει να εγκαλεί τον δημιουργό (και την Αριστερά της μεταπολίτευσης) επειδή στο έργο του (και με το έργο του) «ξεχάστηκε ο άτακτος και ο οραματιστής, θάφτηκε το ηρωικό στοιχείο» και «επικράτησε ο μικροαστός, ο μικρομεσαίος επιβιωτής», ο οποίος, σε μια μανδραβελική επωδό νεοφιλελεύθερης ιδιωτείας και ανέμπνευστης ειρωνείας, είναι αυτός που «ενώ χτίζει τριάρι με αντιπαροχή και υλικά κατεδαφίσεως, ταυτοχρόνως και κατά αντιδιαστολή τραγουδάει νοσταλγικά το γεράνι και την αυλίτσα».

Όμως, το έργο του Αγγελόπουλου δεν ήταν το γεράνι και η αυλίτσα, δεν ήταν νοσταλγικό έπος και θοδωρακικό άλλοθι του λαϊκού πασόκου, δεν απευθύνθηκε στον μικροαστό επιβιωτή, δεν τον εξέφρασε και γι’ αυτό δεν εκτιμήθηκε ούτε υμνήθηκε απ’ αυτόν – όπως αντιφατικά καταλήγει ο αρθρογράφος («οι ταινίες του όχι μόνο δεν ήταν λαϊκές, αρεστές και αποδεκτές από τον λαό, αλλά έφερναν αδιαφορία, χασμουρητά και δυσφορία στις μάζες»). Αντίθετα, ίσως αυτό το μοντέλο μικροαστικού πολιτισμού ήταν που -προς χάριν της απόλαυσης μιας πλασματικής ευμάρειας και εις βάρος της συνέχειας ενός μεγάλου πολιτισμού- συνέδραμε στην τοπική, άρα περιορισμένης εμβέλειας, ήττα αυτής της ιδιαίτερης κινηματογραφικής γλώσσας και της μοναδικής δημιουργικής συνέπειας. Αυτό όμως χαρακτηρίζει και το υποκριτικό προσωπείο του αστικού καθωσπρεπισμού, που όσο κερδίζει σε νηφαλιότητα και τρόπους, τόσο χάνει σε νόημα και αγωνία: θωπεύει όψιμα τις επίκαιρες ανησυχίες του Άη Λαού, ενίοτε και τους άναρθρους κομπασμούς του, εξορίζοντας ως μη πραγματική την Ιστορία, τη διαλεκτική, το χρόνο που κρίνει αλλιώς, την παγκοσμιότητα της τέχνης, των αναγνώσεων και των κοινωνικών οραμάτων. Και ξάφνου, για τους εστέτ έγιναν κριτήριο οι μάζες.

Η ΒΑΡΚΙΖΑ ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ: Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

Στον ανερμάτιστο λόγο των νικητών που αγωνιούν για την αισθητική της ήττας (sic) -ενώ ιστορικά εχουν πιστωθεί την ήττα της αισθητικής- ο ηττημένος εγκαλείται γιατί «κόλλησε ο χρόνος στη Βάρκιζα του θρήνου, και όχι στη Λαμία του Άρη». Αυτός που δεν θρήνησε καμία Βάρκιζα, που δεν κατέχει από ιστορικούς θρήνους, τώρα αναπολεί μια άλλη Βάρκιζα, έναν Άρη εικόνισμα. Εκείνος που δεν έβγαλε πληγές, εύκολα τις περιγελάει, έγραφε ο Σέξπηρ. Κι όμως˙ οι διαπιστώσεις περί της εμμονικής προσκόλλησης του Αγγελόπουλου στις ιστορικές ήττες, καθώς και οι εγκλήσεις για τη μικροαστική συστολή του οράματός του, δεν έχουν ψυχογενή ή άλλως θυμική αφετηρία, ούτε και μαρτυρούν απαραίτητα κάτι για την αισθητική παιδεία και τα γούστα του κάθε κριτικού. Απολύτως συνειδητά, αυτές οι αιτιάσεις απαντώνται στην αγωνιώδη προσπάθεια του άρχοντος πολιτισμού να νουθετήσει την κραυγή της άλλης θάλασσας και να δαμάσει τα άλλοτε ορμητικά νερά της· να πατεντάρει την ονείρωξη μιας Αριστεράς κομμένης, ραμμένης και λειτουργικά κοιμωμένης στα στείρα περιθώρια μιας καθεστωτικής νιρβάνας· να καταγράψει μια και καλή στα κιτάπια των αφηγήσεών της μια διαλεκτική ασάλευτη, μια διεκδίκηση χαμένη, μια γενιά ηττημένη, ιστορικά περαιωμένη και ξεπερασμένη. Η νέα Βάρκιζα της αστικής διανόησης επιχειρεί να στρογγυλοποιήσει τα ιστορικά σχήματα, αναγνωρίζοντάς τα ως κλειστά, τελειωμένα, σφραγισμένα· έτσι άλλωστε –και μόνον έτσι– κατοχυρώνεται η ακινδυνότητά τους, έτσι εξασφαλίζεται η γραφικότητα της αλήθειας τους, έτσι αποφορτίζονται από τον ανατρεπτικό ρόλο τους και αποστειρώνονται από την αγωνία τους. Σ’ αυτό συνήθως βοηθούν καίρια οι πομπώδεις βραβεύσεις και οι παράτες της θεσμικής αναγνώρισης, με τους δεκάρικους για μουσική υπόκρουση. Οι άλλες θάλασσες που οραματιζόταν ο Θόδωρος μέχρι τέλους, φανερώνουν ότι ο ίδιος δεν υπέκυψε στις πρόσκαιρα λαμπερές αναγνωρίσεις.

Παράλληλα, είναι μεθοδολογικό ατόπημα να προσπαθεί κανείς να προσεγγίσει τόσο αντιδιαλεκτικά ένα έργο που έχει τη διαλεκτική σε πρώτο πλάνο και συνομιλεί με την Ιστορία μέσα από κάθε κανάλι και χαραμάδα της, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή. Η μεταχείριση των διαλεκτικών σχημάτων ως πεπερασμένες (και ιστορικά ξεπερασμένες) αλήθειες, όταν μάλιστα η σκόνη του χρόνου δεν έχει γίνει ακόμα πέτρωμα να καλύψει για πάντα την ελπίδα και το όνειρο, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια κατακλείδα λαθροχειρίας – αναφορικά πάντα με τη χαρτογράφηση των προθέσεων του δημιουργού.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΗΤΤΑ ΣΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ

Είναι όμως η ήττα το αντικείμενο γύρω από το οποίο περιστρέφεται και μέσα στο οποίο αναπνέει, το εικονοκλαστικό σύμπαν του Αγγελόπουλου;

Σε δυσαρμονία ίσως με την Αριστερά των μεταπολιτευτικών συμβάσεων, το καλλιτεχνικό –φύσει και θέσει ανθρωπιστικό– όραμα του Αγγελόπουλου δεν εγκλωβίστηκε στην ήττα, δεν μεμψιμοίρησε τις ιστορικές ματαιώσεις, δεν λιβάνισε τα ταξικά κεκτημένα. Αντίθετα, μέσα από την ήττα και με δυνατό φως που κάνει ορατό το τοπίο πέρα από την ομίχλη, αναδεικνυόταν πάντα επιτακτικά η ανάγκη για την ανατροπή των ιστορικών βεβαιοτήτων και νομοτελειών· μέσα από την ήττα ο δημιουργός αντλούσε την ελπίδα και της έδινε πάντα τις λέξεις, τις εικόνες και τη μουσική, ώστε αυτή να γίνει πλέον δικό μας ζέον βίωμα και κινδυνώδες συναίσθημα. Το έργο του εικονογραφεί μοναδικά και ποιητικά –και γι’ αυτό παρήγορα– την ήττα, πενθεί τις ματαιώσεις –αναπολώντας έτσι το σχέδιο ενός άλλου κόσμου που παραμένει πάντα εφικτός–, κουβαλάει όλη τη μνήμη των ζώντων για τους νεκρούς, του παρόντος για το παρελθόν, ως συνθήκη για το μέλλον. Οι πρωταγωνιστές του μύθου –οι μάρτυρές του– μπορεί να παραδέχονται την ήττα, αλλά ποτέ δεν την αποδέχονται.

Τα κόκκινα λάβαρα της λυρικής βαρκάδας των Κυνηγών, είναι μαύρα στο Λιβάδι που δακρύζει σε μια αριστουργηματική σκηνή διαλεκτικής αντιδιαστολής – μαύρο του πένθους, μα και της άγριας διαμαρτυρίας. Στο Λιβάδι, ο πάτερ φαμίλιας του χωριού που κηδεύεται λέγεται Σπύρος, όπως κι ο πολιτικός εξόριστος που επιστρέφει στο Ταξίδι στα Κύθηρα, όπως κι ο Μελισσοκόμος – Σπύρος εκ του «σπέρνω» που εννοιολογικά παραπέμπει στο σπόρο, τη φύτρα σε μια δυνάμει ζωή, όπως σημειώνει ο Ραφαηλίδης. Το σπίτι του είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με το σπίτι του Μεγαλέξαντρου. Κι η Ελένη, μυθολογικός φορέας της μεγάλης τραγωδίας και απόλυτη ενσάρκωση του οράματος ενός πουκάμισου αδειανού, είναι πανταχού και πάντοτε παρούσα. Τα σημάδια της ήττας δεν κρύβονται, αφού είναι πληγές· βαθιές ουλές στο σώμα της Ιστορίας. Κάπου ματωμένα ο Σαχτούρης φωνάζει στη σιωπή του: Δεν έχω γράψει ποιήματα, μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω.

Κι όμως. Μετά από το αιματοβαμμένο οδοιπορικό του βαλκάνιου δράματος του Βλέμματος, ο Οδυσσέας επιμένει πως θα ξαναγυρίσει «με τ’ όνομα και τα ρούχα ενός άλλου». Στο Μετέωρο Βήμα, οι εργάτες, ανεβασμένοι στα σύρματα, δουλεύουν μέρα νύχτα για να αποκαταστήσουν την επικοινωνία του κόσμου. Στη Σκόνη του Χρόνου ο παππούς με το βλέμμα ενός μαρτυρικού αιώνα –Σπύρος κι αυτός– βαδίζει χέρι-χέρι με τη μικρή Ελένη στο χιόνι του Βερολίνου, στο άσπρο της αγνότητας, παραδίδοντάς της όλη την ελπίδα, όλη τη μνήμη, το δικαίωμα στο Τρίτο Φτερό, το βάδισμα προς την ουτοπία, μέχρι τέλους. Στο φινάλε του Τοπίου στην ομίχλη, όταν ο μικρός Αλέξανδρος γνέφει στην αδερφή του «μη φοβάσαι», η ομίχλη διαλύεται μαγικά και ένα άλλο τοπίο προβάλλει: ένα καταπράσινο λιβάδι και πιο πέρα ένα γαλάζιο δέντρο, φωτεινά σαν την Πρώτη Μέρα της Δημιουργίας.

Γι’ αυτό και η ουτοπία στις εικόνες του Αγγελόπουλου δεν ορίζεται από πραγματιστικές συντεταγμένες ούτε απαντάται στη γεωγραφία των αριθμών και των δεικτών ανάπτυξης. Είναι ένας τόπος οικείος για τους πολιορκητές του ουρανού, όπου φτάνει κανείς ακολουθώντας δρόμους τρυφερούς που τον δέχονται, διασχίζοντας θάλασσες, τις άλλες θάλασσες. Και πάντα πίσω από το θόρυβο της βροχής μπορεί να ακούσει κανείς τη μουσική· οι εικόνες και οι λέξεις τραγουδάνε το όραμα, τη διαφυγή, την ανατροπή, το όνειρο, την ελπίδα· τον άνθρωπο με τις αντιφάσεις του, τις αυταπάτες του και τις διαψεύσεις του, αλλά πάντα πρωταγωνιστή στη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια, την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει.


[ένα μέρος του κειμένου είναι γραμμένο για την εφημερίδα Πριν,
δημοσίευση: αρ.φύλλου 1072, 05.02.12

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: των εικόνων


ταξίδι στην άλλη θάλασσα

E-mail Εκτύπωση PDF

Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός, μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει
Γιάννης Ρίτσος

Ακόμα δεν το έχω χωρέσει. Η λέξη «θάνατος» δίπλα στο όνομα του Θόδωρου Αγγελόπουλου δυσκολεύεται απελπιστικά να ταιριάξει. Διαβάζω συνέχεια τα πρωτοσέλιδα -την οριστική πληροφορία, την καταγραφή μιας τραγωδίας στην εδώ θάλασσα, την πραγματική- για να το πιστέψω. Δεν μπορώ να συγχρονιστώ, βρίσκομαι ακόμα στην άλλη θάλασσα, την πιο πραγματική –την πιο οικεία, την πιο φιλόξενη. Για την ακρίβεια, την πλέον φιλόξενη. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που νιώθω βασανιστικά ξεκάθαρα ότι έφυγε ένας κοντινός άνθρωπος.

Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που τους έχεις μεγάλη ανάγκη, που δημιουργείς δεσμούς μαζί τους, που χρειάζεσαι το άγγιγμά τους, που ανοίγουν πόρτες για να μπει ορμητικά το φως, που προχωράνε στην ομίχλη και φτιάχνουν μέσα της ξέφωτα για να βρίσκουν απάγκιο οι φόβοι και τα βλέμματα, οι δικοί σου φόβοι και τα δικά σου βλέμματα. Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που σου δημιουργούν ανάγκες, που σε παίρνουν από το χέρι να προχωρήσετε μαζί στην ομίχλη, απλόχεροι στα ξέφωτα και τσιγκούνηδες στην παραίτηση, που σε αγγίζουν χωρίς να το ζητάς, χωρίς να το χρειάζεσαι, που σε μεγαλώνουν, δεν σε μικραίνουν, που ανοίγουν το ακρινό παράθυρο που μπάζει το φεγγάρι.

Ναι, είχαμε ανάγκη την Άλλη Θάλασσα. Όσο ανάγκη έχουμε και το Θίασο. Είχαμε ανάγκη κάθε θάλασσα του Θόδωρου, κάθε πέρασμα στην άλλη όχθη απόψε, κάθε ανάσα των εικόνων του, κάθε άγγιγμα στην Ιστορία που μας ορίζει. Η άλλη θάλασσα της ποίησής του έγινε το κανάλι για να ταξιδεύουμε στην ουτοπία, τον πιο πραγματικό τόπο που πατήσαμε στη μικρή ζωή μας. Γι’αυτό, το βιαστικό ταξίδι του Θόδωρου για την άλλη θάλασσα του εδώ κόσμου, πριν ολοκληρώσει το ταξίδι στην άλλη θάλασσα της ουτοπίας, μεγαλώνει τη μελαγχολία, ορίζει τη θλίψη. Και η μελαγχολία του τέλους του αιώνα, που με αγωνία ομολογούσε στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, βάρυνε κι άλλο, από τη μελαγχολία των μεγάλων αποχαιρετισμών.

Καινούριους τόπους δεν θα βρούμε, δεν θα βρούμε άλλες θάλασσες, μας γνέφει ο αλεξανδρινός ποιητής. Οι πόλεις θα μας ακολουθούν, στους δρόμους θα γυρνάμε τους ίδιους. Κι εμείς, στους δρόμους και στις πόλεις θα γυρέυουμε πάντα τις άλλες θάλασσες, εκεί μάθαμε αδέξια και λαθραία να γυρεύουμε τις θάλασσες, στις πόλεις αυτές θα ζούμε ως πρόσφυγες –εμείς οι θαλασσινοί- στους δρόμους αυτούς θα σκοτώνονται οι ποιητές μας, στις πόλεις αυτές θα συνωστίζονται όνειρα και ματαιώσεις, εικόνες και αγγίγματα, προκλήσεις και περάσματα, όρια και ξεπεράσματα. Στους δρόμους αυτούς θα τριγυρνά χωρίς σκοπό μια άχρηστη ελλάδα που σπέρνει θάνατο, πάνω σε μηχανάκια ή τρίκυκλα, σε ώρα υπηρεσίας ή καθ’υπέρβαση καθήκοντος, άθελά της ή με δόλο, θα σπέρνει θάνατο, στους νέους, στους ποιητές, στους αγωνιστές, στην πλέον πολύτιμη ελλάδα, σε ό,τι αναπνέει και δεν μυρίζει θάνατο. Ο κινηματογράφος, ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο, έγνεφε ένας άλλος ποιητής.

Τώρα όμως οι δρόμοι σκοτεινιάζουν κι άλλο, η πόλη κλείνεται στο σπίτι της, κλείνεται στα σπίτια μας, ο καθένας έχει την πόλη του, καθένας και μια αναβολή, το ταξίδι στην άλλη θάλασσα απομακρύνεται, η ουτοπία ματώνει από τις ματαιώσεις μας, οι ποιητές σωπαίνουν, οι ειδικοί φρουροί δεν φρουρούν τους ποιητές μας, φρουρούν τη σιωπή τους, φρουρούν τους σκοτεινούς καιρούς. Η καθημερινή χυδαιότητα έγινε συνήθειά μας, οι ευαισθησίες μας δεν χωράνε στις αγορές του κόσμου, συνηθίσαμε την όψη του τέρατος, συνηθίσαμε την πόλη και τους δρόμους, η πραγματικότητα έγινε αγοραία κι αυτή, δεν την αναγνωρίζουμε, δεν έχει θάλασσα. Τώρα πια δεν έχει και καπετάνιο.

Στο Βλέμμα του Οδυσσέα, ο Έρλαντ Γιόζεφσον της ταρκοφσκικής Θυσίας, αφηγείται μία στροφή του Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Τη ζωή μου ζω σε κύκλους που όλο αυξαίνουν, που πάνω από τα πράγματα όλο αυξαίνουν, τον τελευταίο μπορεί να μην τον κλείσω, μα θα το προσπαθήσω. Κι ένας άλλος συντοπίτης του ποιητής, του χαμογελάει, από μια περασμένη εποχή, τον ακουμπάει συντροφικά στην πλάτη και μπορεί να του υποσχεθεί πως όλη η παρηγοριά του κόσμου βρίσκεται σε μια ερώτηση. Στους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε ακόμα;

Ναι Θόδωρε, ναι Μπέρτολτ, ναι σημαίες της θλίψης μας, θα τραγουδάμε ακόμα. Για τους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε, όπως μας το ζητήσατε. Η άλλη θάλασσα είναι αυτή η θάλασσα, αυτή που τώρα σε αποχαιρετά και σου υπόσχεται πως όλη η παρηγοριά του κόσμου είναι το ταξίδι σ’αυτήν εδώ τη θάλασσα, το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει, το ταξίδι σε έναν κόσμο που δεν άλλαξε όσο κι αν το ονειρευτήκαμε, την περιπέτεια ανάμεσα σ’ένα κάλεσμα κι ένα άλλο, ανάμεσα σ’ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο, το ταξίδι που μας έμαθες και που τώρα πια χωρίς καπετάνιο, μόνοι –ακόμα πιο μόνοι- θα κάνουμε. Μα θα το προσπαθήσουμε.


[γραμμένο για την εφημερίδα Πριν,
αρ.φύλλου 1071, 29.01.12]


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


ο μεταίχμιος λόγος ενός δημιουργού

E-mail Εκτύπωση PDF

Η λέξη "μετέωρο" σημαδεύει το δισταγμό ανάμεσα σε ένα καμμένο χθες και σε ένα άγνωστο αύριο.

Η ταινία ασχολείται με το πρόβλημα των συνόρων σαν πρόβλημα ορίων, όχι μόνο γεωγραφίας αλλά όριο λόγου, όριο ανάμεσα στο χθες και το αύριο, όριο επικοινωνίας. Το πρόβλημα των συνόρων, ιδωμένο από όλες του τις πλευρές, ακόμη και από την υπαρξιακή του πλευρά. Τα όριά μας, τα όρια της ύπαρξης. Το σύνορο ανάμεσα σε έναν εγκλωβισμό που είναι η ίδια μας η ύπαρξη και την ελευθερία πέρα από αυτό που είναι ένα καθαρά υπαρξιακό πρόβλημα.

Η Αριστερά είναι πολύ φυσικό να έχει όλη αυτή την προβληματική. Να αισθάνεται δηλαδή την απώλεια και το κενό. Εκείνο που είναι βέβαια σημαντικό είναι ότι δεν βλέπει ακόμη κανένα αύριο.

Μπορεί να γίνει ολόκληρη ανάλυση του τι σημαίνει το βίαιο πέρασμα από εβδομήντα χρόνια "κρατικού καπιταλισμού" σε μια κατάσταση ελεύθερης αγοράς. Είναι τέλος των ψευδαισθήσεων, αν βέβαια υπήρξαν. Το ερώτημα όμως είναι πόσο από τους ανθρώπους αυτούς πίστευαν στο λεγόμενο σοσιαλιστικό πείραμα. Αυτά που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή εκεί, η έξαρση του εγκλήματος, η πορνεία, η πείνα, δεν δείχνουν καθόλου ότι οι άνθρωποι αυτοί διέθεταν συνείδηση σοσιαλιστική. Το αντίθετο. Από την άλλη μεριά μπορεί να είναι αρχή αυταπάτης, από τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι η λύση του προβλήματος είναι η ελεύθερη αγορά, ο άγριος καπιταλισμός. Όλα αυτά σηματοδοτούν τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη των προσφύγων, όπου το πρόβλημα της προσφυγιάς επιτείνεται ολοένα και θα'ναι αυτό που θα χαρακτηρίζει τα μελλοντικά χρόνια.

Η ένταξη στην Ευρώπη υπακούει σε μια οικονομική επιταγή ενώ η έκρηξη εθνικισμού σε ένα κενό της ύπαρξης. Η μια τάση λέει, το συμφέρον μας είναι η ένωση και η άλλη ότι μπροστά στο κενό και στην έλλειψη συστήματος αναφοράς το μόνο που μας απομένει είναι η θρησκεία και τα σύνορα. Βεβαίως υπάρχει μια τεράστια αντίφαση. Αυτή την αντίφαση θα τη ζήσει με πολύ έμφαση η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Γι'αυτό ούτε η Ενωμένη Ευρώπη θα πάει τόσο ομαλά όσο προβλεπόταν από τους σχεδιαστές της.

[...]

Υπάρχει μια επιστροφή, η οποία όμως δεν είναι της έννοιας ότι η Ιστορία κάνει κύκλους και επιστρέφει στο ίδιο σημείο. Η Ιστορία προχωρά με σπιράλ. Ωστόσο υπάρχει ανάγκη γέννησης ενός καινούργιου οράματος, ενός καινούργιου ουμανισμού. Θα'λεγα έτσι τολμηρά, μια εφεύρεση ενός καινούργιου διαφωτισμού.

[...]

Δεν ξέρω τι μπορεί να προτείνει κανείς στη νέα γενιά. Εγώ από τη μεριά μου -αυτό που κάνει αυτή η ταινία μου, όπως και η προηγούμενη, είναι μια πρόταση ονείρου. Μια πρόταση ανακάλυψης μιας καινούριας ουτοπίας. Υπάρχει μια φράση μέσα στο έργο. Υποτίθεται ότι ο Μαστρογιάννι σαν πρόσωπο μέσα στην ταινία έχει γράψει ένα βιβλίο και το βιβλίο τελειώνει με την εξής φράση: "Μερικές λέξεις-κλειδιά θα μπορούσαν να δώσουν ζωή σε ένα καινούργιο συλλογικό όνειρο". Υπάρχει ένα παραμύθι μέσα στην ταινία που μιλάει για την εποχή στην οποία αναφέρονται όλοι οι μελλοντολόγοι, γύρω στο 4000, που η Γη θα πλησιάσει πολύ τον Ήλιο και θα αρχίσει να καίγεται. Όταν λοιπόν θα αρχίσει να καίγεται η Γη, λέει το παραμύθι που εξιστορεί ο Μαστρογιάννι, οι άνθρωποι του πλανήτη μας θα πρέπει να φύγουν ο καθένας από το μέρος που βρίσκεται και θα βρεθούν όλοι στην έρημο της Σαχάρας όπου ένα παιδί θα αμολήσει ένα χαρταετό. Ο χαρταετός θα πάει πολύ ψηλά και θα χαθεί στο διάστημα. Όλη η ανθρωπότητα θα κρατάει από κάτι, ένα ζώο, ένα φυτό, λίγους σπόρους στάρι. Θα πιαστούν από το σπάγγο και θα φύγουν με το χαρταετό στο διάστημα σε αναζήτηση άλλου πλανήτη.

Ένα είδος κιβωτού του Νώε. Μέσα από αυτό το παραμύθι φαίνεται ότι ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας αυτού του κόσμου είναι να ονειρεύεται. Γιατί από τη στιγμή που δεν ονειρεύεται είναι άρρωστος.

Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι ο κόσμος όλος έχει φορέσει σκούρα γυαλιά και δεν βλέπει τίποτα. Δεν είναι έτσι. Ακόμη και όταν δεν αντιδρά, ακόμη και όταν δεν προφέρει τα χρώματα, ξέρει ότι υπάρχουν.

Ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα πάντα σε σύνδεση με ένα παρελθόν και πάντα με μια ιστορική προοπτική. Γιατί αυτό που απουσιάζει σήμερα στη στάση των ανθρώπων είναι η ιστορική προοπτική. Όλοι έχουν μια αίσθηση τέλους, σαν πραγματικά όλα να τελειώνουν εδώ.

Θόδωρος Αγγελόπουλος

[από συνέντευξή του στο περιοδικό Επτάμισι, Ιανουάριος 1992]

*είναι η εποχή που παρουσιάζεται η ταινία του "Το μετέωρο βήμα του πελαργού"


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


το φλέγμα των χριστουγέννων

E-mail Εκτύπωση PDF

Άνθρωποι χωρίς δουλειά μαζί με ανθρώπους που περιφρονούν αχάριστα τη δουλειά τους και τη βολή τους για χάρη αυτών που δεν έχουν δουλειά, κλαίνε τη μοίρα τους σε χορική διάταξη, επειδή δεν έχει περάσει ακόμα από τη χαλυβουργία ο πρωθυπουργός και ο δήμαρχος για να τους ευχηθούν και να τα φάνε μαζί.

Ευτυχισμένοι άνθρωποι, επιτυχημένοι και λαμπεροί -χωρίς δουλειά, αλλά από επιλογή και αυταπάρνηση- συμπάσχουν με το δράμα του λαϊκού ανθρώπου, που ανακουφίζει -έστω και πρόσκαιρα, έστω και συμβολικά- τις ενοχές τους για τη φοροδιαφυγή. Μία φωτογραφία, χίλια ευρώ.

Άστεγοι καταναλωτές στην άλλη άκρη του κόσμου περιμένουν συσσίτιο παπουτσιών συλλεκτικής σειράς δια χειρός Μάικλ Τζόρνταν και ειρωνεύονται με γέλια τρανταχτά τις ουρές στον υπαρκτό σοσιαλισμό και τους μαζικούς οδυρμούς των βορειοκορεατών για τον ηγέτη τους. Ούτε το κρύο φαίνεται να τους πτοεί, γιατί όλα λυγίζουν μπρος στο όραμα του παπουτσιού με αερόσολα.


Παλιά, οι δημοκρατίες μέσω των αγορών έβγαζαν και κανά (μαύρο) ψιλό για να ρεφάρουν τη χασούρα από τα πολιτικά κουσούρια των κοινοβουλευτικών εθίμων. Τώρα πια, οι αγορές μέσω των δημοκρατιών σώζουν την παρτίδα για όλους μας. Περίμενε στην ουρά για δουλειά, περίμενε στην ουρά για παπούτσια, περίμενε έξω από το νεκροταφείο μην και σκάσει κανάς πλούσιος και σου πετάξει ένα κόκκαλο.

Στο νεκροταφείο, ζωντανός νεκρός, περιμένοντας στην ουρά για δουλειά και λίγη κατανάλωση. Το πνεύμα των χριστουγέννων. Το πνεύμα γενικά.

1 σχόλιο μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


λουλούδι της ερήμου

E-mail Εκτύπωση PDF

Αλβανικής καταγωγής ξεκάθαρα, καλοντυμένος, ευγενική φυσιογνωμία, ήρεμος και υπομονετικός. Καθώς περιμένει για τον επόμενο πελάτη που θα του ζτηήσει να διασχίσει το κολαστήριο των αθηναϊκών αποστάσεων, διαβάζει ένα μεγάλο βιβλίο, ήρεμος, υπομονετικός. Μιλάει κανονικά ελληνικά, ευγενικά ελληνικά, αλλά η προφορά του προδίδει ότι θα αντιμετωπιστεί ως ξένος, ως άνθρωπος ενός άλλου τόπου που ζήτησε παρηγοριά σ’αυτόν εδώ. Επιλέγω όπως πάντα να τον αντιμετωπίσω μόνο ως άνθρωπο, δεν μπορώ κι αλλιώς, δεν ξέρω τι θα πει αλβανός, δεν ξέρω τι θα πει ξένος, δεν ξέρω τι θα πει γηγενής, ούτε καν ξέρω τι θα πει έλληνας. Ξέρω μόνο τι θα πει έρημος, ξέρω τι θα πει απελπισία. Απελπισία είναι όλες οι άλλες στιγμές· το όνειρο είναι μόνο μια στιγμή. Ναι, Μάνο Χατζιδάκι, κανείς δεν ζει αληθινά αυτό που θα’θελε να ζει.

Μπροστά μας κίνηση, η κίνηση των αθηναϊκών αποστάσεων, μπροστά μας διαγράφονται τα συνωστισμένα διανύσματα του αθηναϊκού μόχθου, η γεωγραφία της βιοπάλης, τα πηγαινέλα με και χωρίς σκοπό, τα εκνευρισμένα πηγαινέλα που χάνουν το ρυθμό τους από τα κόκκινα σήματα και τις πολύβουες διαβάσεις. Μπροστά κίνηση, πίσω κίνηση, έξω και μέσα μας κίνηση, παντού κίνηση, ο κόσμος κινείται, ο κόσμος έξω ονομάζει κίνηση το χειρόφρενο που τραβάς όταν κολλάς σ’ένα κόκκινο σήμα ή σ’ένα μποτιλιάρισμα στροφή Αρσάκη και Σταδίου ή Κολοκοτρώνη και Σταδίου ή Μαρασλή και ματαιοδοξίας γωνία. Ο κόσμος ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης. Ο οδηγός μου δεν δυσανασχετεί με την κίνηση, δηλαδή το σταμάτημα της κίνησης, είναι ήρεμος και υπομονετικός. Με ενημερώνει με κανονικά ελληνικά, ήρεμα ελληνικά, ότι ανακαλύφθηκε ένας πλανήτης στον οποίο μπορούμε ίσως να πάμε να ζήσουμε, που ξέρεις; ίσως να μπορέσουμε να πάμε, μαζί με μας και τα όνειρά μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας. Ο πλανήτης αυτός έχει νερό, πιθανώς να έχει και ζωή, πιθανώς και να μπορεί να υποδεχτεί ζωή, να υποδεχτεί ζωές, κόσμο που ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης, κόσμο που υποφέρει από την παύση της κίνησης και εξευμενιστικά ονομάζει κίνηση το σταμάτημα. Μιλάει για τον άλλο πλανήτη με έναν ευγενικό τόνο που υπονοεί την αποσυμφόρηση από την παύση της κίνησης, υπονοεί μια λύση, αλλά και ένα ξεπέρασμα· πως δεν έχουμε να τσακωθούμε για το αν κίνηση σημαίνει κίνηση ή σταμάτημα της κίνησης, αλλά πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να εκμεταλλευτούμε τη δυνατότητα υποδοχής ζωής που μας δίνει ένας άλλος πλανήτης, που ανακαλύφθηκε κάτι εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από εδώ. Η λύση του, το όραμά του, καλύπτει τέτοια απόσταση: εκατομμύρια έτη φωτός. Εκατομμύρια μακριά και φως στο ίδιο όραμα. Να πάμε σε άλλον πλανήτη.

Ακόμα κι αν αλλάξουμε πλανήτη οι μισοί από μας, του απαντάω, η Αθήνα θα είναι η ίδια, η κίνηση στην Αθήνα θα είναι η ίδια, εδώ θα μείνουν όλοι, δεν θα πάνε σε άλλο πλανήτη, αυτός εδώ είναι ο πλανήτης τους. Ο άνθρωπος από άλλο τόπο, που ξέρει πως είναι να ζεις σε άλλο τόπο, και φαίνεται να ξέρει πως είναι και στους άλλους πλανήτες, δεν συμφωνεί μαζί μου, είναι ήρεμος και υπομονετικός, ακόμα και με την κίνηση είναι ήρεμος και υπομονετικός. Αν πάρουν χαμπάρι ότι είναι καλύτερα αλλού, θα πάνε, μου λέει ο άνθρωπος που κάποια στιγμή αποφάσισε ότι ίσως να είναι καλύτερα εδώ· στον τόπο που ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης και που έχει κίνηση όλη την ώρα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα πάρουν χαμπάρι ποτέ, συνεχίζω εγώ, παριστάνοντας τον ήρεμο, αλλά βράζοντας από την καθυστέρηση που προκαλεί το σταμάτημα της κίνησης. Καληνύχτα Κεμάλ, αυτοί οι άνθρωποι δεν πάρουν χαμπάρι ποτέ, πάντα θα λένε κίνηση την παύση της, ποτέ δεν θα μάθουν γι’άλλους πλανήτες, ποτέ δεν θα αναρωτηθούν αν υπάρχουν άλλοι πλανήτες, θα ονομάζουν ό,τι θέλουν, όπως θέλουν, σ’αυτόν εδώ το μοναδικό πλανήτη τους, το κέντρο της Αθήνας.

Προσπαθώ με ματιές να καταλάβω ποιο είναι το βιβλίο του οδηγού, το βιβλίο που έχει σφηνώσει δίπλα από το χειρόφρενο, το χειρόφρενο που σταματάει την κίνηση, όταν έχει κίνηση, το βιβλίο που σταματάει το χρόνο όταν τραβάει το χειρόφρενο. Με καταλαβαίνει, χαμογελάει, ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω τι διαβάζει, κι αυτός έχει ήδη απλώσει το χέρι του να βγάλει το βιβλίο για να μου το δείξει. «Λουλούδι της ερήμου, μυθιστόρημα, αληθινή ιστορία, το έχει γράψει μια Σομαλή, εκδόσεις Ωκεανίδα». Έχει γυριστεί και ταινία, απ’ό,τι του είπε μια φίλη, αλλά αυτός πιστεύει πως το βιβλίο είναι πιο δυνατό από την ταινία και είναι ωραία γραμμένο και έχει πολύ ενδιαφέρον και με ρωτάει αν το ξέρω κι αν το έχω διαβάσει. Θέλει να μιλήσουμε για το βιβλίο, και έχει πολλή όρεξη, πολλή περισσότερη απ’όση είχε για τον άλλο πλανήτη, ξαφνικά φωτίζεται το πρόσωπό του. Οδηγός ταξί θέλει να μιλήσουμε για βιβλία, περισσότερο απ’ό,τι για άλλους πλανήτες και από τη λύση στο πρόβλημα της κίνησης. «Είναι το δεύτερο βιβλίο που διαβάζω, μ’έχει πιάσει ξαφνικά μια μανία με τα βιβλία, μ’αρέσει πολύ να διαβάζω, μικρός δεν διάβαζα καθόλου, δεν είχα υπομονή, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, μάλλον είχα κακή ενέργεια. Τώρα θέλω να διαβάζω, φαίνεται πως έχω καλύτερη ενέργεια, έχω ηρεμήσει, έχω μεγαλώσει, πιστεύω πως είναι θέμα ενέργειας αυτό. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν ο γάμος από κεραυνοβόλο έρωτα, ήταν δώρο σε μια εφημερίδα, ήταν μικρό, εκατό σελίδες μόνο, πλάκα είχε, αυτό ήταν ελληνικό, τώρα αυτό που διαβάζω είναι σομαλικό, είναι πιο δυνατό και ωραία γραμμένο. Μ’αρέσει να διαβάζω, αλλά δεν έχω χρόνο, οικογένεια, παιδιά, σπίτι δεν μπορώ να διαβάζω, μόνο όταν περιμένω στην πιάτσα διαβάζω». Φτάνουμε. Με αφήνει, πληρώνω, κάνω να βγω. Καλή συνέχεια στο διάβασμα, του λέω. Κι εσύ, μου απαντάει, ήρεμος, ευγενικός, χαμογελαστός, φωτεινός.

Στην έρημο του Κολωνακίου, στις ανηφοριές πάνω από τη Μαράσλειο, ένα ακορντεόν ακούγεται σαν από άλλο πλανήτη. Πάμε σαν άλλοτε, πάμε σαν άλλοτε, σκέψου γαλήνη που θα’χει· αυτό το τραγούδι παίζει. Και μετά το ματζόρε μέρος, θα’μαστε μόνοι εσύ κι εγώ στη γνωστή μας ακρογιαλιά και θα βρεθούμε με βήμα αργό στα λημέρια μας τα παλιά. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ ακορντεόν στο δρόμο να παίζει αυτό το τραγούδι. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ ακορντεόν να παίζει σε έρημο, δεν έχω ακούσει ποτέ όργανο από άλλο πλανήτη. Το τραγούδι αυτό με καλεί, μας καλεί, όσους τελοσπάντων βρισκόμαστε στην έρημο, να πάμε με βήμα αργό στον άλλο πλανήτη. Μικρός πάντα άκουγα «με την Αργώ», σ’αυτό το στίχο. Τώρα καταλαβαίνω ότι ήθελα και τ’άκουγα έτσι, γιατί μικρός είχα περισσότερο πιστέψει πως υπάρχει κι άλλος πλανήτης, μικρός καταλάβαινα πιο εύκολα την Αργώ, παρά ένα βήμα αργό. Τώρα πια, μαθαίνω πως ο άλλος πλανήτης μπορεί και να είναι τα λημέρια μας τα παλιά. Τ’ακρογιάλι π’αγαπάμε και που πάντοτε θυμάμαι.



ΥΓ. Μου έχει ξανατύχει αυτή η έκπληξη, αυτό το ξάφνιασμα, όταν συναντάω ανθρώπους από άλλους τόπους που έψαξαν παρηγοριά σ'αυτόν εδώ τον τόπο. Σκέφτομαι σχεδόν ανακλαστικά, με μια συμπερασματική αίσθηση πλέον, με ένα υπόγειο δίκιο να χαϊδεύει τις διαπιστώσεις μου, ότι οι άνθρωποι που αγωνιούν να προσφέρουν έργο, να παράγουν μόχθο, να ζήσουν παράγοντας και προσφέροντας, είναι εκείνοι που υποφέρουν και από την αγωνία να συνδεθούν με ένα τόπο, να βρουν δεσμούς, να μπουν σε κάποιο κάδρο. Αν το κάδρο δείχνει τον τόπο, τότε ένας δεσμός, ίσως ο πιο δυνατός απ'όλους, είναι η γλώσσα· η ίδια γλώσσα που για τους γηγενείς είναι τώρα μια αόριστη έννοια, τόσο χαοτικά αόριστη που μπορεί με τη λέξη κίνηση να εννοεί την ακινησία, γι'αυτό ίσως και οι γηγενείς να έχουν απωλέσει την επιθυμία για πραγματικούς δεσμούς, να έχουν αποφορτιστεί από την αγωνία να συνδεθούν με τα μεγέθη που όρισαν τον τόπο, που σχημάτισαν τις μορφές του, που μάτωσαν τις αλήθειες του· η ίδια γλώσσα που για τον άνθρωπο του άλλου τόπου είναι τόσο συγκεκριμένη, τόσο πολύτιμη στο να ορίζει τον κοινό τόπο, να εκμηδενίζει την απόσταση από τον άλλο τόπο, από τους ξένους τόπους, αφού πλέον διαβάζοντας ένα βιβλίο στα ελληνικά -το βιβλίο μιας Σομαλής στα ελληνικά- ούτε αλβανία υπάρχει ούτε σομαλία, ούτε απόσταση, ούτε ξένος, το βιβλίο διαβάζεται στα ελληνικά, και έτσι ούτε ελλάδα υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα καθαρά ελληνικά, τα ευγενικά ελληνικά, υπάρχει μία γλώσσα να συνεννοείται ο άνθρωπος, να επικοινωνεί, να γίνεται κοινός τόπος, να φτιάχνονται κοινοί τόποι, να γίνεται τρόπος μαγικός να ανταλλάξουμε ιστορίες, να μιλήσουμε για την κοινή ζωή μας, μία γλώσσα της ερήμου από τις πολλές.

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


μικρές ανορθογραφίες

E-mail Εκτύπωση PDF

alt

Περπατάω στην Αχαρνών, πάνω στο ασαφές μεταίχμιο μεταξύ δρόμου και πεζοδρομίου, τυχοδιωκώμενος ανάμεσα στις ψιχάλες που γκρεμίζονται γλυκά πάνω στα πλακάκια και τις στέγες· ψιχάλες που συνδέουν με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο την ανάγκη για φθινόπωρο με την επιθυμία για μια άλλη, μια διαφορετική, δικαιολογία· μια δικαιολογία και όχι έναν λόγο, σαν τους τόσους -τις μίζερες νομοτέλειες των τελευταίων μηνών, τις τρόικες και τα μεσοπρόθεσμα- που έχουν γονατίσει το ηθικό μας και χασκογελάνε πάνω από ένα post-it στο ψυγείο που γράφει "μισθός". Να θυμηθώ: να έχω μισθό· να βγει ο μήνας μου, να επιβιώσω. Χρειάζεσαι λοιπόν και μια δικαιολογία, όχι μόνο λόγους· χρειάζεται να ξεφεύγεις που και που, να γλιστράς από την πραγματικότητα, με πραγματικότητα: αφού βρέχει... Κόλαση στους δρόμους, κλισέ στα δελτία ειδήσεων, τα νούμερα δεν βγαίνουν, το χρέος δεν (πα να) κουρεύεται... Όμως, βρέχει. Και παρ'όλα αυτά, βρέχει.

Με βηματισμό σε σλάλομ, αποφεύγω σε κάθε γωνία τα σκουπίδια· τα σκουπίδια που έχουν δραπετεύσει από τους κάδους -μέρες τώρα- και σήμερα δραπέτευσαν και από τις σακούλες, στήνοντας τη δική τους βρόχινη εξέγερση, φτιάχνοντας βρωμερά οδοφράγματα, εκπέμποντας χημικό κίνδυνο. Αν ρωτήσεις τον οδοκαθαριστή, θα σου πει για τη βροχή· θα σου πει για την απεργία· θα σου πει για τους άλλους. Αφού βρέχει, αφού έχει απεργία, αφού ο χυτά είναι κλειστός, αφού αυτοί. Μαστουρωμένος από τη μπόχα των απορριμμάτων, αναλογίζομαι και διατρανώνω μέσα μου πως το παιχνίδι πλέον είναι καθαρά συνειδησιακό. Καμία τρόικα, κανένα οικονομικό μέτρο, καμία μέρκελ, καμία απεργία δεν απαγορεύει στον οδοκαθαριστή να σκεφτεί πέρα από το μισθό -ναι, και πέρα από τα δικαιώματα, και τα κεκτημένα, και την αξιοπρέπεια. Γιατί κι αυτή η αξιοπρέπεια, σκέφτομαι με μια μικρή ενοχική συστολή, μπορεί να κατακτήσει βουνά, αν εκτός από από το μισθό και τον αγώνα σου, σε νοιάζει πρώτα απ'όλα πως θα ζήσεις με τους άλλους, ανάμεσα στους άλλους, μαζί με τους άλλους, πως είσαι ένας από όλους -και οι όλοι είμαστε εμείς, δεν είναι το κακό κράτος- πως δεν κάνεις χάρη στους άλλους μαζεύοντας τα σκουπίδια τους, πως δεν είναι τα σκουπίδια τους, αλλά τα σκουπίδια μας, πως η ζωή με τους άλλους δεν εξαρτάται από τα εργασιακά δεδομένα σου, πως δεν μπορείς να διασφαλίσεις κανένα εργασιακό δεδομένο, αν πρώτα δεν έχεις πιστέψει καθαρά πως όλοι πρέπει να μπορούμε να ζούμε, να αναπνέουμε και να δουλεύουμε. Ούτε ατενίστας σου ζητάω να γίνεις, ούτε να τους χαρίσεις δεκάρα. Να μη μπορείς να βλέπεις τα σκουπίδια χυμένα στους δρόμους και στις ζωές μας σου ζητάω, να μην αντέχεις να τα σκορπίζει η βροχή σε όλο το τετράγωνο σου ζητάω, και να κλαις που έχουν φτάσει εκεί οι ζωές μας, όπως κλαίω κι εγώ. Κι όταν λέω εκεί, εννοώ και το post-it στο ψυγείο: ο μισθός σου. Συχώρα με, αλλά εγώ ποτέ δεν φαντάστηκα να εξασφαλίζεται ο μισθός μου κι ας πεθάνουν οι άλλοι -ή ακόμα και να μη με νοιάζει αν πεθαίνουν οι άλλοι, εφ'όσον πεθαίνω κι εγώ. Αν τώρα δεν μπορείς να δώσεις σχήμα στο όλοι μαζί, φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει πιο κατάλληλη στιγμή για να το κάνεις. Αν τώρα δεν σε καίει κάτι πέρα από το μισθό σου, φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα σε κάψει -ειδικά αν ο μισθός και τα κεκτημένα επανέλθουν με κάποιο τρόπο στα στάνταρ τους. Είναι, πλέον, τι ζωή θέλεις να ζήσεις και πως να τη ζητήσεις· όχι ποια ζωή σου επιτρέπουν. Είναι ποια ζωή μπορείς να φανταστείς πέρα από τα μνημόνια· πέρα από τους σκουπιδοτόπους. Κι όλα αυτά ισχύουν βρέξει-δε βρέξει.

Και δεν μιλάω για πολυτέλεια, αλλά για συνθήκη ζωής. Αν δεν μπορείς να το δεις έτσι, τότε ξέρω πως -και συχώρα με επίσης αν δεν το γράφω καλά- η βρώμα που αναπνέω στους δρόμους βγαίνει από το μισθό σου.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


ιταλία, όπως ελλάδα

E-mail Εκτύπωση PDF

[...] Στο βαθμό που, έξω απ'το θέατρο και την τέχνη, λείπει μια έρευνα, λείπει η εξιστόρηση μιας τραγωδίας, λείπει η χαρτογράφηση μιας πιθανής ευτυχίας, λείπει εκείνος που δίνει ηχώ σε μια κραυγή, λείπει εκείνος που ξαναγράφει τις ιστορίες, εκείνος που βρίσκει τους ενόχους, εκείνος που γράφει τις ειδήσεις, εκείνος που φτιάχνει βιβλιογραφίες από μαρτυρίες, αυτά τα κενά, πληρωμένα απ'το θέατρο, απ'τη λογοτεχνία, παραπέμπουν σε όλη την έκταση που μπορεί να λάβει το πληρωμένο κενό. [...] Στα θέατρα πηγαίνουν για να ακούσουν αυτόν που δεν μπορεί πια να μιλήσει από άλλα μέρη. Στα θέατρα επιλέγει κανείς να συζητήσει για τις νέες διαδρομές, γιατί έχει ανάγκη να κοιτάζει κάποιον κατάματα, να ακούει τις λέξεις να αναπηδούν και να οσμίζεται τους μεν και τους δε. Το παράδοξο που βρίσκει λύση είναι ότι ακριβώς το θέατρο, ένας καθ'ολοκληρίαν τόπος ψέματος, μυθοπλαστικής παράστασης, γίνεται ο τόπος της πιθανής αλήθειας. Της κάθε αλήθειας, κατά συνέπεια.

Η αλήθεια δεν είναι μετρήσιμη: οι παράμετροι, οι αποδείξεις, τα αποτελέσματα των ερευνών δεν λένε ποτέ την αλήθεια, εντούτοις την προσεγγίζουν, την περιχαρακώνουν. Εκείνο που ίσως μπορεί κανείς να εκτιμήσει είναι η δυνατότητα να κατακτηθεί και να διαρθρωθεί η αλήθεια, ο χώρος της, η περίμετρός της, οι συνθήκες στις οποίες γεννάται. Να γίνει αντιληπτός ο χώρος που παραχωρείται  στην έρευνα, στο στοχασμό, στη διαδρομή που ακολουθείται μέχρι να φτάσει κανείς στην αλήθεια, να την τεκμηριώσει, να βρει τον τρόπο να την πει. Και, κυρίως, να βρει τα εργαλεία για να την εστιάσει, να βρει την οπτική γωνία που δεν καθιστά απλό ό,τι είναι σύνθετο, αλλά το καθιστά ορατό και ευεξήγητο. Γιατί η αλήθεια, οποιαδήποτε αλήθεια, πρέπει κατά κύριο λόγο να ερμηνεύεται. Πόσο χώρο καταλαμβάνει σήμερα η αλήθεια, η εξιστόρησή της; Οι πιο κατάφωρες αλήθειες, αλλά και οι πιο κρυφές, καταφέρνουν να αποκαλυφθούν;

[...] Πως να εκτιμήσει κανείς την κατάσταση της αλήθειας στην Ιταλία; Την κατάσταση της δυνατότητας να την πεις, να την εντοπίσεις; Το επίπεδο της σεισμικής αντίληψης της αλήθειας σ'αυτή τη ΄χωρα, ο αδύναμος παλμός της ανιχνεύεται στον καρπό πολλών άγνωστων καταστάσεων, που μόλις τώρα αναφέρονται ακροθιγώς στα τοπικά χρονικά, παραμελημένες σαν απομονωμένες κορυφές: επεισόδια που αγνοεί όποιος ερμηνεύει το διάγραμμα. [...]

Συχνά, όταν οι άλλοι μου μιλούν για την Ιταλία με τα προβλήματα αποδιοργάνωσης, τα γραφειοκρατικά δράματα, την άναρχη δόμηση, την κίνηση που σου ρουφάει το χρόνο και τη ζωή, σαν μια παρακατιανή περιοχή της Ευρώπης που όμως παραμένει πάντα Ευρώπη, νιώθω σαν να ζω σε μια χώρα που δε γνωρίζω. Εγώ γνωρίζω μια χώρα όπου η ζωή του καθενός πληρώνει την απουσία βασικών αρχών. Να αποφασίσεις να μη μεταναστεύσεις. Να αποφασίσεις να ζητήσεις μια υπερωρία χωρίς να απολυθείς, να αποφασίσεις να ανοίξεις ένα κατάστημα χωρίς να πρέπει να προσανατολιστείς αυτόματα σε συγκεκριμένες προμήθειες, να αποφασίσεις να δώσεις τη μαρτυρία σου χωρίς να φοβάσαι τις συνέπειες. Να μπορείς να δουλέψεις σε μια έρευνα χωρίς να έχεις εναντίον σου ολόκληρη την περιοχή. Εκείνο που φαντάζει αυτονόητο οπουδήποτε αλλού, που είναι κατοχυρωμένο ως δικαίωμα, μηχανισμός τον οποίο αποδέχεται κανείς ως default, όπως θα έλεγαν οι πληροφορικάριοι, εδώ δεν έχει αξία. Υπάρχουν μέρη και καταστάσεις όπου δεν είναι δυνατόν να προφέρεις ονόματα, όπου και μόνο το να κοιτάς τη δουλειά σου αρχίζει να γίνεται ένα στοιχείο που σε εκθέτει σε κίνδυνο. Όπου εκείνο που θα έπρεπε να είναι απλό, όπως το να υποδεικνύεις ένα λάθος, να επισημαίνεις μια καταστροφή, να αποφασίζεις να καταγγείλεις ή απλώς να πεις κάτι, να το ζητήσεις, να το απαιτήσεις συνεπάγεται θυσία. Κίνδυνο. Φυγή. Απειλή θανάτου. Αυτό συμβαίνει στην Ιταλία.

Είναι να αναρωτιέται κανείς, κι εγώ το κάνω συχνά, αν πρόκειται για την οργή που μόνο το Κακό μπορεί να δείξει, σαν να προκαλεί στραβισμό στο μάτι, προσανατολίζοντάς το προς κάτι που ζει στα κρυφά και η οργή το ξετρυπώνει. Λες κι αυτό που κάνει το στομάχι σου να γυρίζει, ίδιο μ'ένα τέρας κλεισμένο στο σκοτάδι που δεν καταφέρνει να βρει οδούς διαφυγής, σου επιβάλλει να μη σκέφτεσαι κάτι άλλο, σε καταδικάζει στην εμμονή να σκέφτεσαι όσα δεν μπορείς να εκφράσεις, να σκέφτεσαι πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν δεσμοί ανάμεσα σε εξουσίες όλο και πιο επεκτατικές που δε σου επιτρέπουν να ζεις όπως θα ήθελες. Αλλά το να το αγνοήσεις, να αγνοήσεις όλα αυτά είναι αδύνατον.

Μια καταλανική έκφραση μου έδινε ανέκαθεν το μέτρο για το πόσο δύσκολο είναι να ανιχνεύσει κανείς την αλήθεια: "Όταν υπάρχει πλημμύρα, το πρώτο πράγμα που λείπει είναι το πόσιμο νερό". Και μέσα στο χάος των πληροφοριών θέλεις να καταλάβεις πραγματικά τι συμβαίνει. Θέλεις πόσιμο νερό. Πόσο αξίζει η αλήθεια σ'ετούτη τη χώρα; Από που μπορούν να σταχυολογηθούν οι ιστορίες που χαράσσουν το περίγραμμά της; Η προσοχή αποκτά καθοριστική σημασία, γιατί μόνο αυτή επιτρέπει να μη βυθιστούν στη λήθη τα συγκεκριμένα γεγονότα. Αλλά η μόνη προσοχή είναι αυτή της διήγησης.

Το θέατρο μετατρέπει σε φωνή ό,τι είναι λέξη, του δίνει φυσιογνωμία, καλύπτει μ'ένα σάρκινο μανδύα τις λέξεις, χωρίς να τις καταπιέζει, αντιθέτως ξεσκεπάζοντάς τες, δίνοντάς τους επιδερμίδα και συνεπώς καθιστώντας τες ιστορίες ενός τόπου και κάθε τόπου, ένα πρόσωπο για όλα τα πρόσωπα, κι αυτό είναι που η εξουσία, οποιαδήποτε εξουσία, φοβάται περισσότερο. Γιατί πρόσωπα δεν έχουν πια οι εχθροί τους, εχθρός μπορεί να γίνει το κάθε πρόσωπο. Η δύναμη του θεατρικού χώρου ως τόπου που σπάει τη μοναξιά, που επιτρέπει τη διάδοση μιας αλήθειας καμωμένης από τύμπανα και ιδρώτα, από βλέμματα και αδύναμα φώτα, μου φαίνεται σήμερα περισσότερο απ'ό,τι σε άλλες εποχές απαραίτητη. Μια αλήθεια ειπωμένη σε συνθήκες μοναξιάς δεν είναι άλλο από μια εν πολλοίς καταδίκη αυτής της χώρας. Αν όμως αναπηδά πάνω στις γλώσσες των πολλών, αν προστατεύεται από άλλα χείλη, αν γίνεται κοινό γεύμα, παύει να είναι μια αλήθεια και πολλαπλασιάζεται, προσλαμβάνει νέα περιγράμματα, γίνεται πολλαπλή και πλέον δεν αποδίδεται μόνο σε ένα πρόσωπο, σε ένα κείμενο, σε μια φωνή. Και το συμπόσιο, η τράπεζα, το φαγοπότι στο οποίο αυτό μπορεί να συμβεί μου αρέσει να σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είναι και η σκηνή. Θα χρειαζόταν να απαιτήσουμε να στεγνώσει η διαρκής και υπερβολική προσοχή που δίνεται στις διακηρύξεις των πολιτικών και να δημιουργηθεί χώρος για μια συνεχή και πολυφωνική διήγηση της χώρας. Να απαιτήσουμε να πολλαπλασιαστούν οι διηγήσεις για να τη γνωρίσουμε και να την κατανοήσουμε ως τη μόνη προϋπόθεση για να πάρει κανείς πλήρη υπηκοότητα σε τούτη τη χώρα, για να καταλάβουμε πραγματικά ποιες δυναμικές την κυβερνούν, για να μάθουμε τι συμβαίνει πέρα απ'τις οχλαγωγίες της πολιτικής. [...]

[Ρομπέρτο Σαβιάνο, Και όμως, η αλήθεια υπάρχει, από το τελευταίο βιβλίο του Η ομορφιά και η κόλαση, εκδόσεις Πατάκη, 2011]

0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: του λόγου


"με τα μάτια κλειστά"

E-mail Εκτύπωση PDF


Ποτέ δε θα σ'αφήσω, μου'χες πει, να ζήσεις στα όνειρά μου όπως πριν. Όχι ρε στίχε, δεν ζω όπως πριν. Ούτε ζω πλέον στα όνειρα, ούτε και ζω τα όνειρα. Στην κάθε μέρα ζω, την κάθε μέρα μετράω, με τα υπόλοιπα τρέφομαι, στην άκρη του μπαλκονιού περπατάω, ζυγίζοντας το βάρος της πτώσης και της φθοράς. Την άπλα που έβλεπα μπροστά μου, τα ξέφωτα από τις παιδικές αναμνήσεις με τις εκδρομές, τα τραπεζώματα, τα πικνίκ, τα κονβόι των συγγενών -όλα τα'χω σε φωτογραφίες, και έτσι ξέρω ότι υπήρξαν- το ξέφωτο που ανοιγόταν μαγικά στο δρόμο να ξαποστάσω κάθε που κουραζόμουν, το ξέφωτο που ανοιγόταν στο μυαλό μου κάθε φορά που η σκοτεινιά έπεφτε ολούθε, όλα αυτά τα ξέφωτα θαρρείς πως έχασαν το φως τους και την άπλα τους, πως η χωροταξία της αίσθησης και του βιώματος τα εξαφάνισε από το χάρτη, πως γέμισε βιαία με μπετόν και η τελευταία χαραμάδα που μπαίνει ο ήλιος. Αλλά δεν γίνεται να είναι έτσι -γιατί αν είναι έτσι, πέθανα· δεν υπάρχω.

Όχι ρε Βυτίε. Ή, μάλλον, ναι ρε Βυτίε. Την ίδια μπύρα πίνουμε και έχει την ίδια γεύση, το ξέρω. Και είναι όλα ίσως μαύρα και πιο μαύρα. Και στον πάτο του κουτιού της μπύρας, το ξέρω πως είδες να καθρεφτίζονται ξεθυμασμένα και οι νύχτες, και οι βόλτες, και τα ποτά, και οι δίσκοι, και τα βιβλία, και οι φίλοι, και τα χάδια, και τα αγγίγματα, και οι νίκες, και οι ματαιώσεις, και όλες οι ομορφιές του κόσμου. Και ξέρω πόσο πικρή ήταν η τελευταία γουλιά. Αλλά γαμώτο ρε συ. Γιατί να μην φτιάχνουμε καλέσματα για την άλλη μεριά; Γιατί να μη σαλπάρουμε κάθε ώρα και κάθε στιγμή; Γιατί να μην αλητεύεις στις πλατείες και στους δρόμους και χέσε και τα κομπιουτεράκια και τους υπολογισμούς και τα υπουργάκια και τα χημικά τους. Σε κάθε φόρο, σε κάθε μέτρο, σε κάθε εισπράκτορα που σου χτυπάει την πόρτα, να γίνεσαι λίγο Βέγγος· να γίνεσαι μια μικρή ελληνική ταινία. Να τους μπερδεύεις, να τους ρίχνεις χαμόγελα και παναγίες. Και αν σου στενέψουν κι άλλο το βλέμμα, κι αν σου σφίξουν κι άλλο την άπλα, μάζεψέ τα και ξεκίνα να πας να βρεις άλλη· όπου γης. Καμία γη δεν είναι δική μας και για καμία δεν θα είμαστε δικοί της. Μόνο Ιθάκες ρε μαλάκα και ταξίδια, μόνο αναχωρήσεις, μόνο προορισμοί. Να σαλπάρεις κάθε ώρα και στιγμή λοιπόν. Λένε πως δεν είναι δύσκολο. Να, κάνεις το κορμί σου βάρκα και τα χέρια σου κουπιά. Κι έτσι βγαίνεις στη στεριά.

Σ'ένα φίλο, του είπα ότι δεν καταλαβαίνω τι πάει να πει "λαθρομετανάστης" και ποιος καθορίζει όρους και σύνορα και μου απάντησε πως τους όρους τους έχουμε για να συνεννοούμαστε και πως την έχω δει πολύ ποιητικά και πως έτσι δεν ζει κανείς. Όχι ρε μαλάκα. Έτσι, ζει κανείς. Έτσι ζω· έτσι βγαίνω στη στεριά. Αδιαφορώντας βαθιά για κάθε σύνορο που τέμνει τις ζωές μας, για κάθε φράχτη, για κάθε κλοιό. Πάντα τον ζούσα τον κλοιό και πάντα θα τον ζω, πάντα θα'ναι μπροστά μου και γύρω μου παντού, γιατί πάντα ήθελα να'μαι αλλού και όχι εδώ· γιατί πάντα ο φόβος που ζέχνει με σπρώχνει πιο μακριά από παντού. Δεν μετράω πόσοι χωράμε, δεν με νοιάζει πόσοι χωράμε, ποιοι είμαστε νόμιμοι, ποιοι είμαστε λαθραίοι... Όλοι να χωράμε, γίνεται; Κι ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη, κι ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά, και η παρθένα με το σατανά. Δεν υπολόγισα τη ζωή μου με το νόμο. Τη μέτρησα με τους ανθρώπους· δίπλα σε ανθρώπους.

Και δεν είναι πως είμαι εγώ ο χαρούμενος κι εσύ ο σκοτεινός, πως εγώ το'χω βρει το νόημα. Την ίδια μπύρα ήπιαμε, στην ίδια ματαίωση ματώσαμε. Ματώσαμε σου λέω. Κι ακόμα ματώνουμε· να στίψουμε λίγο ακόμα φως, λίγη άπλα, λίγες κουβέντες παρηγόριας, λίγα ψίχουλα αγάπης. Να κάνουμε μέρα τον απόπλου για την άλλη μεριά. Μόνο που, πια, δεν θα ματαιώνουμε. Και τη βόλτα στο Σεν Ζερμέν, και τις τρομπέτες στη Νέα Ορλεάνη, και τα δώρα, και τα κεράσματα και όλα· και τον προορισμό που πάει μα δεν στέκει, όπως δεν στέκουν τα χαράματα, όπως δεν στέκουν και τα ρίγη, όπως δεν στέκουν και τα τραγούδια για τις γυναίκες που αγαπάμε. Με άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων, εσύ που αγάπησες τις μακρινές Σποράδες, εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια, που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες, που αφέθηκες να γοητευθείς από τις σειρήνες, που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες. Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους, λοιπόν· σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μες στην καρδιά μου.

Και σε παίρνω αγκαλιά, με τα μάτια κλειστά. Αλλά, πες μου πια, πως γεννάει στο σκοτάδι η λύπη χαρά;

4 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


πλέηλιστ

E-mail Εκτύπωση PDF

altΈφυγε ήδη ο Αύγουστος. Αλλά εσύ ζεις ακόμα τη ματαίωση του Σεπτέμβρη· ζεις στο ανάμεσα των υποχρέωσεων και του καλέσματος της παραλιακής εφηβείας, στο επέκεινα του δικαιώματος στη λήθη· στη γλυκιά λήθη που με χοντρούς κόκκους άμμου κρύβει κάθε χαρτί από το γραφείο σου, το λογαριασμό της ΔΕΗ και τα σαπισμένα φρούτα στο ψυγείο. Ναι, δεν είχες να νοιαστείς ούτε για το σούπερ μάρκετ, ούτε για τα τρέχοντα, ούτε για το πότισμα, ούτε για τον διαρρήκτη που ποτέ δεν ήρθε. Όλα αυτά θα στα ξαναφέρει ο ματαιωμένος Σεπτέμβρης, που θα'ρθει -και φέτος- κάπου στα μέσα του Οκτώβρη.

Ναι, άρχισαν οι διακοπές και κάθε παραλήρημα παράλιας αισοδοξίας είναι πλέον νόμιμο. Και ηθικό. Δεν έχεις να απαντήσεις σε κανέναν και κανείς δεν περιμένει το παραμικρό. Γι'αυτό και δεν χτυπάει το τηλέφωνο. Τώρα σε περιμένουν μόνο οι όροι της απόδρασής σου, που ζητούν με ηλιοκαυτερή ανυπομονησία τη δικαίωση -άραγε, έτσι τη φαντάστηκες; θα δείξει· θα δείξει γλυκά και όμορφα. Σε περιμένουν θάλασσες και κύματα σαράντα, τα νησιά να χαιρετάνε μεθυσμένα, να ξεχαστείς και να βγεις πάλι απ'το χάρτη, η νύχτα πάλι νύχτα να ζητάει, να τρέχει από τα μάτια σου η σκουριά και η αλμύρα, να λες ψέματα πως δε θα ξαναφύγεις κι ότι θα μείνετε εκεί μαζί για πάντα. Και το κορίτσι πάνω στην άμμο να ξαπλώνει και να τραγουδάει τάχα.

altΚαι τέτοιες μέρες, τις μέρες των αναχωρήσεων, σου αρέσει να μοιράζεσαι τη χαρά και τους όρους της -επειδή έτσι κι αλλιώς οι προσδοκίες της ετοιμασίας ξεχειλίζουν όρεξη και κάψα- και θες να το πεις σε όλους μη με ψάχνετε μαλάκες, πάω διακοπές, πάω κάπου που δεν μπορείτε να με βρείτε, μόνο εγώ μπορώ να με βρω εκεί· επιτέλους. Και λες να το πεις πιο ευγενικά, πιο τρυφερά, πιο πονετικά για όσους δεν μπορούν να κάνουν το τριπ και που θα νιώσουν κανονικά τι θα πει Αύγουστος και παραίτηση στη πόλη, και δεν θα ξεχάσουν το ημερολόγιο όπως εσύ. Το λες λοιπόν με μια πρόταση δίσκων -με αγάπη, άμμο και λίγη από τη δροσιά που υπόσχεσαι να τους φέρεις πίσω. Χωρίς φωτογραφίες λάφυρα από τις παραλιάρες που πήγες. Μόνο χαμόγελο, φως και ένας άλλος εαυτός, όλος δικός σου και δικός τους.

Eddie Vedder - Ukulele Songs

Dimitris Kalantzis Quintet & Athens Camerata - Mano's

Junior Mance Trio - Happy Time

Mayra Andrade - Studio 105

Karen Elson - The Ghost Who Walks

The Devil & Abbe May - Hoodoo You Do

Dead Man's Bones - Dead Man's Bones

Mo' Kolours - Drum Talking

Chicha Libre - Sonido Amazonico

Terry Callier - What Colour Is Love

Various Artists - Panama! Vol.2 - Latin Sounds, Cumbia Tropical & Calypso Funk On The Isthmus 1967-77

OST - Pina

Και αυτό. Αφιερωμένο.



*Μπόνους οι δύο αυγουστιάτικες φωτό. Στην πρώτη πάνω πάνω, είναι ο Παύλος και η Μελίνα μαζί με τα ξαδέρφια. Δες την καλύτερα εδώ, μαζί με όλες τις λέξεις που φτιάξαμε με αγάπη.


0 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά


ψυχικά άνεργος εν μέσω θέρους

E-mail Εκτύπωση PDF

altΣτο τρόλλεϋ της γραμμής 3, που εκτελεί τη διαδρομή Φιλαδέλφεια-Υψικάμινος, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει· σώματα-πτώματα της αθηναϊκής συνάφειας εκβιάζουν ακραία τη γλώσσα του σώματος, χωρίς να της αφήνουν ανάσα, χωρίς να μπορούν κι αυτά να αναπνεύσουν, κάνοντας τις σαρδέλες να νιώθουν ευτυχισμένες έτσι όπως άνετα παστώνονται στο ρετιρέ της κονσέρβας. Αυτές παστώθηκαν νωρίς. Παραληρώ, το ξέρω. Οι μύγες παχαίνουν, η ζέστη με χτυπάει μεσοκούτελα και μπαίνει ακόμα πιο μέσα, νιώθω να καίγομαι κάτω από το δέρμα -κάπου στην Πατησίων ή στον κάτω κόσμο, δεν μπορώ να δω καθαρά τη στάση από δω που είμαι στριμωγμένος- το τρόλλεϋ πλέει την Αχερουσία, στην οποία είμαι σίγουρος πως θα'χει λιγότερη υγρασία και πως ακόμα και τα καζάνια του διαόλου θα μοιάζουν με resort μπροστά στην ασφυκτική μπόχα που μου προσφέρουν γενναιόδωρα, εν είδει πόλης, 29 κατασκευαστές δημαρχίας. Μια πόλη που ζέχνει. Παραληρώ. Και παραλύω.

Το μάτι μου πέφτει πάνω σ'έναν πρεζήλικα. [πρεζήλικας: νυν ή post πρεζάκι, μεσήλικας στη ζωή και στην πρέζα]. Ανέστιος και πλάνητας που θα'λεγε και κανάς της οικογένειας των Παπαδιαμάντηδων. Σε κάποια φάση, ο πρεζήλιξ προσφέρει τη θέση του σε έναν εμφανώς πιο ηλικιωμένο. Εκείνος αρνείται, απαντώντας ότι σε λίγο κατεβαίνει και πως δεβαριέσε βραδερφέ. "Με συχωρείς" του απαντάει ο πρεζήλικας σε λούπα, με τακτικά προσεγμένα κενά ανάμεσα στις επαναλήψεις. "Νόμιζα πως είσαι μεγαλύτερος" εξηγείται, προκειμένου να μην προσβάλλει τον ηλικιωμένο. "Ίδια ηλικία είμαστε πάνω-κάτω" διορθώνει ο ασφαλώς πιο ηλικιωμένος. Ίδια ηλικία ήτανε. Ηλικία του βρωμερού καλοκαιριού του κέντρου της πόλης. Ηλικία της καθημερινής συνάφειας που αφήνει πάνω στα πρόσωπα ρυτίδες και ρωγμές, με ρυθμούς αδυσώπητα πιο γοργούς απ'όσο φαντάζεσαι. Ηλικία που ορίζει ένα τρόλλεϋ στην Πατησίων. Στο στίβαγμα όλοι ίδιοι είμαστε. Στην ταλαιπωρία το ίδιο. Είμαστε όλοι επιβάτες.

Περνάνε μερικές στάσεις και έρχεται η σειρά μου να κατέβω. Ο σιωπηλός -μετά τη σύντομη κουβέντα με τον ηλικιωμένο- πρεζήλιξ, προσπαθεί να ξανανοίξει μια κουβέντα, εξ ορισμού σύντομη, αφού αυτή τη φορά γίνεται με κάποιον που πρόκειται σε λίγα δευτερόλεπτα να κατέβει: εμένα. Η ερώτηση έρχεται για να διαλύσει τη διαδρομή μου σε δύο κομμάτια και να κάνει το βήμα της εξόδου μετέωρο μέχρι αηδίας: "Με τι γράφεται η συγγνώμη;" Δεν μπορώ να το μεταφέρω ακριβώς, αλλά εννοεί τα υ, η. Με "η" του απαντάω, νομίζοντας για κάποιο λόγο με ρωτάει μόνο για το τελευταίο γράμμα. "Και το άλλο;". "Α, όχι, λάθος. Είναι υ και η" ξαναπαντάει έξω μου ο νερντ φιλόλογος μέσα μου. "Α, έτσι πες. Υ και η". Επιβεβαιώνεται. Και με ευχαριστεί. Και μου ζητάει συγγνώμη για την ενόχληση. Κατεβαίνω. Ξέρω τι θα απασχολήσει τη σκέψη μου το επόμενο μισάωρο τουλάχιστον. Εκατό φορές να διαβάσω το Τζάνκι, ποτέ μου δεν θα πιάσω πως στροφάρει ο εγκέφαλος της πρέζας τις πρωινές ώρες. Ποτέ.

altΤην άλλη μέρα, το τρόλλεϋ με γυρίζει από την Υψικάμινο προς το σπίτι. Άστεγος και διαλυμένος γωνία, μπαίνει μέσα και προσπαθεί να επαιτήσει. Καταλαβαίνω ότι δεν το'χει, δεν είναι επαγγελματίας του δρόμου. "Εδώ και τρεις μέρες έχω βγει στο δρόμο και πουλάω χαρτομάντηλα" ομολογεί. Δύσκολο να συγκινήσει έτσι. Δύσκολο όμως και να κοροϊδεύει. Η όψη και τα ρούχα του δεν αφήνουν περιθώρια άλλωστε. Αφήνουν μόνο μια μυρωδιά που σίγουρα είναι προϊόν ανέχειας μακράν παραπάνω των τριών ημερών. "Αν μπορείτε να βοηθήσετε κι εσείς, είμαι ψυχικά άνεργος". Κολλάω. Τι στο διάολο είναι πάλι αυτό; Είμαι ακόμα πιο σίγουρος, δεν είναι επαγγελματίας. Είναι άλλος ένας της ηλικίας του βρωμερού καλοκαιριού τον οποίο η ζέστη έχει χτυπήσει σε πολύ αδύνατα σημεία, αλλά έχει μετουσιώσει την παραζάλη σε γνήσιο σουρεαλισμό, που όμως αφήνει πάνω στους επιβάτες μια σκληρή πίκρα: ψυχικά άνεργος. Πόσοι τέτοιοι είμαστε εδώ μέσα άραγε;

altΣτο καπηλειό που δίνω κι απόψε τις μουσικές συντεταγμένες, μια παρέα από τρεις τύπους κάθονται όρθιοι μπροστά στη μπάρα. Κι οι τρεις στην ηλικία του καλοκαιριού, όχι του βρωμερού, αλλά ενός πιο δροσερού -και κάνε μου τη χάρη, μην πάει ο νους σου τώρα σε ελαφρά αμφισεξουαλικά καλιαρντά της λαηφστάηλ λογοτεχνίας. Στην ηλικία μου κι οι τρεις, αν θες να συνεννοηθούμε πιο πεζά. Δεν τους ζηλεύω όμως γι'αυτό, αλλά για την κουβέντα τους που έχει ανάψει και δεν δαμάζεται ούτε μετά από πέντε ρακόμελα. Τους ζηλεύω γιατί ταυτίζομαι. Και γιατί χωρίς να έχω ιδέα για τι λένε (καλά, στάνταρ η θεματολογία θα περιλαμβάνει ουτοπία, φιλοσοφία και -στάααανταρ- γυναίκες), ξέρω καλά πολύ καλά πόσο το εννοούν. Είμαι σου λέω πιο βέβαιος κι από βέβαιος ότι ακόμα κι αν λένε τις μεγαλύτερες μαλακίες του κόσμου, τις εννοούν όσο δεν πάει και νιώθουν ακόμα περισσότερο απ'όσο πάει. Τους καίει και τους πονάει, κάνει μπαμ -όσο και τα πιατίνια του Ginger Baker στο Black Man's Cry του Fela Kuti με το οποίο τροφοδοτώ ύπουλα την παθιασμένη κουβέντα που ενίοτε μετατρέπεται σε μια τρυφερή αντρική καλοκαιρινή φωνακλάδικη αντιδικία -ραθυμίας και ραστώνης το ανάγνωσμα, μπύρας και ρακής το μείγμα. Εσύ τώρα επιμένεις να κρυφογελάς, εννοώντας ως ανόητες γκέι τις αναφορές μου. Αλλά αυτό σημαίνει πως δεν νιώθεις. Ή ότι δεν έχεις δει προσκυνήσει ταινίες του Τσιώλη.

altΤο παραλήρημα δεν έχει τέλος. Βλέπω βιβλία να ματώνουν, λες και έχουν περίοδο. Λες και γύρισαν τραυματίες από κάποιο πόλεμο. Κάποιος με πληροφορεί πως δεν γύρισαν από τον πόλεμο, αλλά αντίθετα, τώρα τα πάνε για εκτέλεση -πρόβατα επί σφαγή. Και έχουν ματώσει πριν ακόμα πάνε για σφαγή. Γιατί τα βιβλία ξέρουν. Εμείς δεν ξέρουμε.

Είπαμε πόσο ωραία είναι η πόλη χωρίς τα ταξί; Πόσο απλοποιείται η ζωή μας και απαλλάσσεται ομαλά κι ανώδυνα από τις πολυτέλειες της βαρετής συνάφειας. Είπαμε και πόσο όλο αυτό γαμάει τους μεροκαματιάρηδες ταρίφες που θέλουν να δουλέψουν και δεν μπορούν και τους έχει γονατίσει αυτό το γινάτι των ιδιοκτητών;

Μπήκε Αύγουστος όμως. Δεν είναι καιρός για απορίες, ούτε για διαμαρτυρίες. Είναι ο καιρός για να εξαντλήσεις, όσο σου μένει, την ηλικία του καλοκαιριού. Να ενηλικιωθείς για να υποδεχτείς ώριμος το φθινόπωρο και όλα τα βροχερά που έρχονται. Πήγαινε στη θάλασσα, νιώσε τη, χάσου, διαλύσου. Κατάλαβε επιτέλους τι ρόλο παίζει η θάλασσα στη ζωή σου. Και μην τις πεις, ένοχα, διακοπές. Πες μόνο πως ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Αυτόν που ξανά θα χάσεις το χειμώνα.

alt

2 σχόλια μέχρι τώρα

από την κατηγορία: ζαχαρωτά

Σελίδα 8 από 12

περασμένα

Powered by mod LCA