05 Σεπ 2014

μάτζικ εξπρές

ζαχαρωτά
Εκτύπωση
Αἰὼν παῖς ἐστι παίζωνπεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη
Ηράκλειτος


Φωκίωνος Νέγρη. Απόγευμα, καλοκαίρι ακόμα. Παιδιά παντού παίζουν, τρέχουν, κρύβονται, κυρίως φωνάζουν. Παίζουν. Γι'αυτό τα λένε παιδιά, ίδια είναι η ρίζα της λέξης. Στην ίδια ρίζα βρίσκει κανείς και σημασία του χορεύω -τα παλιά παλιά χρόνια αυτό, τότε που χόρευαν οι άνθρωποι. Παιδιά παντού γύρω μου καθώς κατηφορίζω τον πεζόδρομο, φωνάζουν τόσα και τόσο που η άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου σχεδόν ενοχλείται. Που είσαι, στο δρόμο; Ναι, στο δρόμο. Και τι'ναι αυτοί που φωνάζουν τόσο; Αυτοί που είναι στο δρόμο. Γι'αυτό είναι στο δρόμο. Για ποιο, τι; Δεν σ'ακούω. Γι'αυτό είμαι στο δρόμο.

Στη γωνία της Τενέδου πριν την πλατεία, ένα υπόγειο· όχι μόνο ανήλιαγο, αλλά μαύρο μέσα έξω. Ακόμα μυρίζει καμένο. Σιδερόφραχτα σφραγισμένο έξω από τα ανύπαρκτα πια πατζούρια. Μέχρι χτες ένα βιός -με το ζόρι βιός, αλλά βιός- όλο στάχτη, τώρα ούτε με το ζόρι δεν είναι βιός. Η γυναίκα που το ζούσε -μόνη της; ποιος ξέρει- πήγε μαζί με τις στάχτες. Πρεζάκι, είπε η γειτονιά. Της κάηκε μάλλον το φαγητό κι ούτε που πήρε πρέφα τίποτα. Πρέζα πήρε, όχι πρέφα. Και συνέχισε να καίει, έξω της, μέσα της. Κακή ζαριά. Γωνία Τενέδου ένα υπόγειο στα μαύρα· του πένθους, της φωτιάς, της πρέζας, της μοναξιάς, της γειτονιάς που βυθίζεται στο σκοτάδι. Σκοτάδι οι ζωές των διπλανών με τους διπλανούς. Σκοτάδι πολύ κάτω από τον τόσο ήλιο.

Τον Γούντι Άλεν όλο λέω ότι δεν τον πάω και ότι δεν είναι σινεμά αυτό που κάνει. Είναι κάτι άλλο, ευφυές πολλές φορές, καλοβαλμένο, δομημένο όπως του πρέπει, αλλά σινεμά δεν είναι. Όχι δηλαδή για τα δικά μου μάτια, που σινεμά λέει τις κινούμενες εικόνες, την ποίηση χωρίς λέξεις. Πολλές λέξεις πάντα ο μπαγάσας, πολύ λίγος χώρος για να σταθούν κάπου τα μάτια. Πως το καταφέρνει όμως, όσες ταινίες του έχω δει, σχεδόν πάντα κάτι θέλουν να μου πουν. Με το ζόρι μεν, θέλουν δε. Δεν ξέρω αν το λένε, ξέρω όμως ότι για λίγο με ξεβολεύουν. Γιατί αντί στο τέλος να λύσουν τη νοηματική συνθήκη που χτίζεται μεθοδικά με το σενάριο, μαζί και με όλες τις παρεκβάσεις των χαρακτήρων που το φωτίζουν, οι εκδοχές μπερδεύονται ακόμα περισσότερο· όλα μένουν χωρίς τέλος. Αλλά και χωρίς αρχή. Κι ας βλέπεις πριν τους τίτλους ένα κάποιο βιαστικό χάπι εντ. Σαν να μένουν μόνο οι ερωτήσεις, οι ερωτήσεις των εαυτών στους εαυτούς. Η πάλη της μαγείας με την απάτη, ο κόσμος που εξηγείται και ο κόσμος που δεν φαίνεται, οι προκαταλήψεις και οι ανάγκες, η πίστη και η συνέπεια ως αντιθετικά καύσιμα για τη ζωή, όλα υπό το σεληνόφως και όλα για εμάς στο πανί. Στη μέση πάντα οι άνθρωποι με τις ιστορίες τους, σε πεζόδρομους ή υπόγεια ή στο Βερολίνο του 1928, να αρνούνται κάθε σχέδιο, κάθε πρόβλεψη της τύχης τους, κάθε εξήγηση των πράξεων. Να εντυπωσιάζονται από την κάθε μεταμφίεση, να παραδίνονται σε κάθε ελπίδα του μη ορατού κόσμου και να αντιστοιχούν χαμόγελα σε εξισώσεις. Μεγάλα μάτια με πλατιά χαμόγελα. Να ορίζουν την τύχη τους, μόνο με τρόπο που αφήνουν απλόχερα σε κείνη να τους ξαναορίσει. Αυτή ήταν η τελευταία ταινία του αντιπαθητικού τύπου, που έκλεισε το βράδι μετά από τις εικόνες στη Φωκίωνος και κάτι άλλα ψιλά, κουβέντες με φίλους, τηλέφωνα, άλλες άκρες σε γραμμές, γραμμές με άλλες άκρες, ζωή με λίγα λόγια.

Μεγαλύτερο μυστήριο από τη ζωή που μπερδεύεται και τις ερωτήσεις που μένουν πίσω, δεν υπάρχει. Μεγαλύτερη μαγεία από την ανθρώπινη επαφή δεν φαίνεται να επινόησαν τα όντα αφ'ότου βγήκαν από τις σπηλιές. Επινόηση είναι και η μαγεία. Επινόηση κι ο χρόνος, λένε οι επιστήμονες. Ένα παιδί που παίζει ζάρια, ένα παιδί που βασιλεύει. Που χορεύει, που παίζει, που μεταμφιέζεται, που φωνάζει δυνατά. Που είναι στο δρόμο.