01 Μάρ 2015

damnatio memoriae

ζαχαρωτά
Εκτύπωση
βωμοὶ δ᾽ἄιστοι, δαιμόνων θ᾽ἱδρύματα
πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων.
τοιγὰρ κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα
πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι, κοὐδέπω κακῶν
κρηπὶς ὕπεστιν, ἀλλ᾽ἔτ᾽ἐκπιδύεται.

[Αφανισμένοι οι βωμοί και των θεών τ'αγάλματα
από τα βάθρα σύρριζα τα τσακίσαν
και τ'άφηναν γκρεμίσματα στο χώμα.
Σπείρανε το κακό, γι'αυτό κι όσα έχουν πάθει
μικρότερο κακό δεν είναι· να πάθουν κι άλλα μέλλεται]

Άισχύλου Πέρσαι, στ. 811-815

Ίσως να ήταν η πρώτη μου φορά στο αρχαιολογικό μουσείο. Σίγουρα ήταν εκείνη που δεν άφησα άβατο κανένα χώρο του· στάθηκα με χρόνο μπροστά από κάθε μορφή, από κάθε επιτύμβια στήλη. Θυμάμαι να βαριέμαι λίγο τις προθήκες με τα κέρματα και τα υπολείμματα εργαλείων, αλλά όχι τις μορφές και την κάθε μικρή ιστορία τους -ειδικά τις πιο επιθανάτιες- που με προσοχή διάβαζα στο υπόμνημα. Θυμάμαι επίσης ότι για χρόνια, η μορφή που μου έμεινε χαραγμένη τόσο με μυστήριο δέος όσο και ένα κάποιο γοητευτικό φόβο, ήταν αυτή της αυτοκράτειρας -για κάποιο λόγο θυμάμαι ότι ήταν ξένη, μακρινή- με την τσακισμένη όψη· σαν με μια μεγάλη βαριοπούλα, με μια ξαφνική, αποφασιστική και βίαιη κίνηση, να την παραμόρφωσε κάποιος. Τόσα και τόσα αγάλματα εκεί παραμορφωμένα από το χρόνο και τις άλλες πράξεις των ανθρώπων, όλα αποκατεστημένα κατά το δυνατό σε μια ολοκληρωμένη εικόνα τους· έστω με πλαστικές ενέσεις. Όμως η ασεβής φθορά στο πρόσωπο της αυτοκράτειρας, για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινα, ενέπνευσε σεβασμό στους συντηρητές. Το υπόμνημα ανέφερε μια στοιχειωτική πληροφορία: damnatio memoriae. Καταδίκη μνήμης.

Το χάλκινο άγαλμα αναπαριστούσε την Ιουλία Ακυλία της οικογένειας των Σεβήρων, αυτοκράτειρα της Ρώμης, δεύτερη και τέταρτη σύζυγος του Ελαγαβάλου, αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. Γλυπτό της Ρωμαϊκής περιόδου, βρέθηκε στην Σπάρτη, στην Περσική στοά της αρχαίας Αγοράς. Η καταδίκη μνήμης αποτέλεσε μια μεταθανάτια ποινή του ρωμαϊκού δίκαιου, η οποία επίτασσε την καταστροφή των απεικονίσεων και την με κάθε τρόπο εξαφάνιση του ονόματος του καταδικασμένου. Πως αλλιώς να τιμωρηθεί ένας νεκρός, παρά να μην επιζήσει ούτε στη μνήμη του χρόνου και των ανθρώπων; Να πεθάνεις μια βραδιά συννεφιασμένη, από θεούς κι από ανθρώπους ξεχασμένη, τραγουδούσε στις αρχές του ο Καζαντζίδης στην Καταραμένη. Παρ'όλα αυτά, δεν μαρτυρείται ιστορικά κάποια καταδίκη της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η φθορά στο πρόσωπο προκλήθηκε από κατάρρευση του κτιρίου στο οποίο βρισκόταν το άγαλμα, λόγω πυρκαγιάς. Όμως τη συγκεκριμένη ποινή υπέστησαν άλλες γυναίκες της δυναστείας των Σεβήρων· η Ιουλία Μαμαία, μητέρα του Αλέξανδρου Σεβήρου και συναυτοκράτειρα, η Πλαυτίλλα, σύζυγος του Καρακάλλα, και η Άννια Φαυστίνα, τρίτη σύζυγος του Ελαγαβάλου. Η απεικονισμένη μορφή της Ιουλίας Ακυλίας ταυτίστηκε αρκετές φορές μέσα στους επόμενους αιώνες με τις καταδικασμένες γυναίκες.

Η Ιουλία Ακυλία Σεβήρα ανήκε στις Εστιάδες Παρθένες, αλλιώς τις Βεσταλίνες, γι'αυτό και ο γάμος της με τον Ελαγάβαλο θεωρήθηκε σκάνδαλο της εποχής, αφού παραβίαζε τον τριακονταετή όρκο αγαμίας. Πιστεύεται ότι υπήρχαν θρησκευτικοί λόγοι για τον γάμο αυτό: ο Ελαγάβαλος πίστευε στον ανατολικό Θεό Ήλιο El-Gabal, και συμβολικά οροθετούσε το γάμο του θεού με τη Βέστα. Ο γάμος -και οι δύο γάμοι για την ακρίβεια- ανακλήθηκε γρήγορα και ο Ελαγάβαλος εξαναγκάστηκε σχεδόν να παντρευτεί την Άννια Φαυστίνα. Σύντομα όμως χώρισε και έφερε πίσω την Ιουλία Ακυλία, υποστηρίζοντας πως το αρχικό διαζύγιο ήταν άκυρο. Έμειναν μαζί μέχρι τη δολοφονία του το 222 μ.Χ., χωρίς να μαρτυρείται απαραίτητα πίστη ή έρωτας.

Οι Εστιάδες Παρθένες ήταν ιέρειες της Βέστα, απόδοση της θεάς Εστίας στη ρωμαϊκή λατρεία. Πρωταρχικό καθήκον τους ήταν η συντήρηση της Ιερής Φωτιάς στο ναό της θεάς στην Αγορά. Το καθήκον τους θεωρούταν τιμητικό, γι'αυτό όσες το υπηρετούσαν είχαν μεγάλα προνόμια όπως: τιμητική θέση σε δημόσιες εκδηλώσεις, τελετές, αγώνες, παραστάσεις, ήταν ελεύθερες να έχουν προσωπική ιδιοκτησία, να συντάξουν διαθήκη, να ψηφίζουν, αναλάμβαναν τη φύλαξη σημαντικών διαθηκών και κρατικών εγγράφων, ενώ είχαν και εξουσία να απελευθερώνουν καταδικασμένους και σκλάβους -και μάλιστα γι'αυτό αρκούσε μόνο ένα άγγιγμα σ'εκείνους. Αναφέρεται ότι αν ένας καταδικασμένος σε θάνατο συναντούσε μια Εστιάδα στο δρόμο προς την εκτέλεση, τότε αυτόματα λάμβανε χάρη. Οι Εστιάδες αποτελούσαν τα μοναδικά θηλυκά μέλη του αρχαίου ρωμαϊκού ιερατείου, γι'αυτό και η ποινή για όποιον τις τραυμάτιζε ήταν ο θάνατος. Με τον όρκο τους στη Βέστα, οι Εστιάδες άφηναν πίσω την εξουσία του πατέρα και γίνονταν κόρες του κράτους. Κάθε σαρκική σχέση με έναν πολίτη θεωρούταν αιμομιξία και προδοτική πράξη. Η τιμωρία για την παραβίαση του όρκου αγαμίας για τις (όχι πια) παρθένες ήταν να θαφτούν ζωντανές. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, η ανυπάκουη Εστιάδα έπρεπε να θαφτεί μέσα στην πόλη, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να μη χυθεί το αίμα της, μιας και αυτό απαγορευόταν αυστηρά. Ο ρωμαϊκός νόμος όμως όριζε να μη θάβεται κανείς μέσα στην πόλη. Γι'αυτό, η ιέρεια θαβόταν σε μια υπόγεια κάμαρα με μια ποσότητα τροφίμων και νερού λίγων ημερών. Αυτό δεν αποτελούσε επέκταση της τιμωρίας της, αλλά εξασφάλιζε πρακτικά να μην πεθάνει μέσα στην πόλη, παρά να κατέβει σε ένα κατοικήσιμο δωμάτιο. Να πεθάνει, έτσι, με δική της θέληση.

Αυτά φυσικά τα βρήκα τώρα, ψάχνοντας. Την παραμορφωμένη όψη της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας και την καταδίκη μνήμης, ακόμα τα θυμάμαι από τότε· με όλο το δέος ξανά. Μου ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό, βλέποντας τους ανίερους βανδαλισμούς των τζιχαντιστών στο Μουσείο της Μοσούλης. Σκεφτόμουν ότι το αποτρόπαιο της πράξης τους δεν είναι ότι καταστρέφουν έργα, ότι βανδαλίζουν σημαντικά αισθητικά τεκμήρια του πολιτισμού -κάποιος μάλιστα ανέφερε ότι τα περισσότερα κατεστραμμένα εκθέματα ήταν αντίγραφα. Με κάποιο τρόπο άλλωστε, είτε ο χρόνος είτε ο άνθρωπος με διάφορες πράξεις του, είτε ακόμα και η ίδια η γη, αποφασίζουν για την μακροημέρευση των έργων. Η φύση υπενθυμίζει με κάθε τρόπο ότι άλλο αιώνιο από την ίδια, στην εντέλειά της, δεν υπάρχει. Σκέφτομαι λοιπόν ότι αυτοί οι ιδεοληπτικοί βάρβαροι με κάθε σφυριά τους, σφυροκοπούν τη μνήμη, εξαφανίζουν απεικονίσεις του κόσμου, καταδικάζοντας κάθε πολιτισμό που αντανακλάται σε αυτές. Ότι δεν είναι εχθροί των μνημείων, αλλά εχθροί του ανθρώπου. Ότι η καταγραφή της μνήμης είναι καθήκον του ανθρώπου και εγγεγραμμένη οδηγία εντός του. Και ότι πρώτο μέλημα κάθε εξουσίας για να επιβληθεί, είναι η καταστροφή της μνήμης.