22 Οκτ 2013

τα τσιγκέλια

Εκτύπωση

[του kkmoiris]

Είπα να το καταχωνιάσω στο βάθος του μυαλού για να μην κάνω λεκέδες στο σένιο τραπεζομάντηλο του σαββατοκύριακου. Μα ο λεκές βγήκε βόλτα με την καινούρια βδομάδα, όσο και να τα κρύψεις αυτά δεν φεύγουν μόνα τους.

Μεσημέρι Σαββάτου στον χασάπη. Κιμάδες, κότες, τα σχετικά, προμήθειες βδομάδας για να μη ξανατρέχουμε. Οι προνομιούχοι.

Πάνω στο γυαλί του ψυγείου με τα κοψίδια, τις σπάλες και τα συκώτια, αραδιασμένες καμιά τριανταριά -ίσως να'ταν και περισσότερες- κάρτες.

Φιλόλογος. Μαθηματικός. Αγγλικής Φιλολογίας. Κι άλλη φιλόλογος. Ιστορικό-αρχαιολογικό, μαθήματα Ιστορίας λέει. Φυσικός. Κι ένας μαθηματικός ακόμη, χωμένος κάτω από μια της Γαλλικής, πλάι σ’ άλλον φιλόλογο παραδίπλα. Κι άλλος ένας. Μέτρησα και τρεις δικηγόρους. Ανάμεσα σε άλλον ένα φυσικό, μια της αγγλικής και μια ψυχολόγο. Με ένα όνομα και ένα κινητό τηλέφωνο, μερικές και με δυο φοβισμένες κουβέντες παραπάνω, «αριστούχος», «προετοιμασία υποψήφιων θεωρητικής κατεύθυνσης», «εμπειρία διδασκαλίας σε παιδιά δημοτικού-γυμνασίου», «τιμές προσιτές», δεν άντεξα να διαβάσω κι άλλα. Η μυρωδιά από το αίμα, μέσα κι έξω απ΄το ψυγείο, ανακάτεψε τα σωθικά μου, λίγο έλειψε να βγω έξω για να με χτυπήσει καθαρός αέρας.

Το τι αγώνα, ξενύχτι, χρήμα, κλάμα, χαρά κι απογοήτευση κρύβει πίσω της κάθε γαμημένη κάρτα το ξέρω, το ξέρουν κι όσοι το ζουν, βλέποντας τα παιδιά τους να κάνουν κιμά όσα ωραία σκεφτόντουσαν για το αύριο. Άμα είσαι ορθολογιστής άνθρωπος θα πεις «καθένας κάνει τις επιλογές του, αυτή είναι η ζωή, μη γίνεσαι drama queen δευτεριάτικα». Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Δεν χωράνε όλοι μέσα στο success story. Γι αυτό υπάρχει κι ο πάγκος με το μπαλτά και τα κρεατομάχαιρα. Για να βολευτείς μέσα σε μια σακκούλα.

Πλήρωσα, έκανα να φύγω. Ο Βασίλης μου'δωσε την απόδειξη και τη χαριστική βολή: «οκτώ ευρώ την ώρα, η άλλη είπε και με έξη αναλαμβάνει. Σκέτο σφαγείο ρε φίλε. Αυτή που έρχεται και σιδερώνει στο σπίτι παίρνει δέκα την ώρα. Έρχονται και με ρωτάνε αν μπορούν ν’ αφήσουν την κάρτα τους, γνέφω ‘ναι’ και τις πιο πολλές φορές κοιτάω το ματωμένο πάτωμα από ντροπή κι αμηχανία, δεν μπορώ να δω μάτια. Είναι τόσοι πολλοί πια».

Ήθελα να του πω «βγάλτα από κει πάνω, είναι ντροπή για τα παιδιά» μα δεν τόλμησα. Όχι, εκεί να τα αφήσει. Πάνω στα τσιγκέλια. Για να μη ξεχνάμε -όσοι ακόμη δεν στερούμαστε τα «βασικά»- ότι το σφαγείο είναι ολόγυρά μας. Και μας κοιτάζει λάγνα..


[δημοσιευμένο στο amancalledkkmoiris.wordpress.com]