08 Δεκ 2011

λουλούδι της ερήμου

Εκτύπωση

Αλβανικής καταγωγής ξεκάθαρα, καλοντυμένος, ευγενική φυσιογνωμία, ήρεμος και υπομονετικός. Καθώς περιμένει για τον επόμενο πελάτη που θα του ζτηήσει να διασχίσει το κολαστήριο των αθηναϊκών αποστάσεων, διαβάζει ένα μεγάλο βιβλίο, ήρεμος, υπομονετικός. Μιλάει κανονικά ελληνικά, ευγενικά ελληνικά, αλλά η προφορά του προδίδει ότι θα αντιμετωπιστεί ως ξένος, ως άνθρωπος ενός άλλου τόπου που ζήτησε παρηγοριά σ’αυτόν εδώ. Επιλέγω όπως πάντα να τον αντιμετωπίσω μόνο ως άνθρωπο, δεν μπορώ κι αλλιώς, δεν ξέρω τι θα πει αλβανός, δεν ξέρω τι θα πει ξένος, δεν ξέρω τι θα πει γηγενής, ούτε καν ξέρω τι θα πει έλληνας. Ξέρω μόνο τι θα πει έρημος, ξέρω τι θα πει απελπισία. Απελπισία είναι όλες οι άλλες στιγμές· το όνειρο είναι μόνο μια στιγμή. Ναι, Μάνο Χατζιδάκι, κανείς δεν ζει αληθινά αυτό που θα’θελε να ζει.

Μπροστά μας κίνηση, η κίνηση των αθηναϊκών αποστάσεων, μπροστά μας διαγράφονται τα συνωστισμένα διανύσματα του αθηναϊκού μόχθου, η γεωγραφία της βιοπάλης, τα πηγαινέλα με και χωρίς σκοπό, τα εκνευρισμένα πηγαινέλα που χάνουν το ρυθμό τους από τα κόκκινα σήματα και τις πολύβουες διαβάσεις. Μπροστά κίνηση, πίσω κίνηση, έξω και μέσα μας κίνηση, παντού κίνηση, ο κόσμος κινείται, ο κόσμος έξω ονομάζει κίνηση το χειρόφρενο που τραβάς όταν κολλάς σ’ένα κόκκινο σήμα ή σ’ένα μποτιλιάρισμα στροφή Αρσάκη και Σταδίου ή Κολοκοτρώνη και Σταδίου ή Μαρασλή και ματαιοδοξίας γωνία. Ο κόσμος ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης. Ο οδηγός μου δεν δυσανασχετεί με την κίνηση, δηλαδή το σταμάτημα της κίνησης, είναι ήρεμος και υπομονετικός. Με ενημερώνει με κανονικά ελληνικά, ήρεμα ελληνικά, ότι ανακαλύφθηκε ένας πλανήτης στον οποίο μπορούμε ίσως να πάμε να ζήσουμε, που ξέρεις; ίσως να μπορέσουμε να πάμε, μαζί με μας και τα όνειρά μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας. Ο πλανήτης αυτός έχει νερό, πιθανώς να έχει και ζωή, πιθανώς και να μπορεί να υποδεχτεί ζωή, να υποδεχτεί ζωές, κόσμο που ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης, κόσμο που υποφέρει από την παύση της κίνησης και εξευμενιστικά ονομάζει κίνηση το σταμάτημα. Μιλάει για τον άλλο πλανήτη με έναν ευγενικό τόνο που υπονοεί την αποσυμφόρηση από την παύση της κίνησης, υπονοεί μια λύση, αλλά και ένα ξεπέρασμα· πως δεν έχουμε να τσακωθούμε για το αν κίνηση σημαίνει κίνηση ή σταμάτημα της κίνησης, αλλά πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να εκμεταλλευτούμε τη δυνατότητα υποδοχής ζωής που μας δίνει ένας άλλος πλανήτης, που ανακαλύφθηκε κάτι εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από εδώ. Η λύση του, το όραμά του, καλύπτει τέτοια απόσταση: εκατομμύρια έτη φωτός. Εκατομμύρια μακριά και φως στο ίδιο όραμα. Να πάμε σε άλλον πλανήτη.

Ακόμα κι αν αλλάξουμε πλανήτη οι μισοί από μας, του απαντάω, η Αθήνα θα είναι η ίδια, η κίνηση στην Αθήνα θα είναι η ίδια, εδώ θα μείνουν όλοι, δεν θα πάνε σε άλλο πλανήτη, αυτός εδώ είναι ο πλανήτης τους. Ο άνθρωπος από άλλο τόπο, που ξέρει πως είναι να ζεις σε άλλο τόπο, και φαίνεται να ξέρει πως είναι και στους άλλους πλανήτες, δεν συμφωνεί μαζί μου, είναι ήρεμος και υπομονετικός, ακόμα και με την κίνηση είναι ήρεμος και υπομονετικός. Αν πάρουν χαμπάρι ότι είναι καλύτερα αλλού, θα πάνε, μου λέει ο άνθρωπος που κάποια στιγμή αποφάσισε ότι ίσως να είναι καλύτερα εδώ· στον τόπο που ονομάζει κίνηση την παύση της κίνησης και που έχει κίνηση όλη την ώρα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα πάρουν χαμπάρι ποτέ, συνεχίζω εγώ, παριστάνοντας τον ήρεμο, αλλά βράζοντας από την καθυστέρηση που προκαλεί το σταμάτημα της κίνησης. Καληνύχτα Κεμάλ, αυτοί οι άνθρωποι δεν πάρουν χαμπάρι ποτέ, πάντα θα λένε κίνηση την παύση της, ποτέ δεν θα μάθουν γι’άλλους πλανήτες, ποτέ δεν θα αναρωτηθούν αν υπάρχουν άλλοι πλανήτες, θα ονομάζουν ό,τι θέλουν, όπως θέλουν, σ’αυτόν εδώ το μοναδικό πλανήτη τους, το κέντρο της Αθήνας.

Προσπαθώ με ματιές να καταλάβω ποιο είναι το βιβλίο του οδηγού, το βιβλίο που έχει σφηνώσει δίπλα από το χειρόφρενο, το χειρόφρενο που σταματάει την κίνηση, όταν έχει κίνηση, το βιβλίο που σταματάει το χρόνο όταν τραβάει το χειρόφρενο. Με καταλαβαίνει, χαμογελάει, ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω τι διαβάζει, κι αυτός έχει ήδη απλώσει το χέρι του να βγάλει το βιβλίο για να μου το δείξει. «Λουλούδι της ερήμου, μυθιστόρημα, αληθινή ιστορία, το έχει γράψει μια Σομαλή, εκδόσεις Ωκεανίδα». Έχει γυριστεί και ταινία, απ’ό,τι του είπε μια φίλη, αλλά αυτός πιστεύει πως το βιβλίο είναι πιο δυνατό από την ταινία και είναι ωραία γραμμένο και έχει πολύ ενδιαφέρον και με ρωτάει αν το ξέρω κι αν το έχω διαβάσει. Θέλει να μιλήσουμε για το βιβλίο, και έχει πολλή όρεξη, πολλή περισσότερη απ’όση είχε για τον άλλο πλανήτη, ξαφνικά φωτίζεται το πρόσωπό του. Οδηγός ταξί θέλει να μιλήσουμε για βιβλία, περισσότερο απ’ό,τι για άλλους πλανήτες και από τη λύση στο πρόβλημα της κίνησης. «Είναι το δεύτερο βιβλίο που διαβάζω, μ’έχει πιάσει ξαφνικά μια μανία με τα βιβλία, μ’αρέσει πολύ να διαβάζω, μικρός δεν διάβαζα καθόλου, δεν είχα υπομονή, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, μάλλον είχα κακή ενέργεια. Τώρα θέλω να διαβάζω, φαίνεται πως έχω καλύτερη ενέργεια, έχω ηρεμήσει, έχω μεγαλώσει, πιστεύω πως είναι θέμα ενέργειας αυτό. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν ο γάμος από κεραυνοβόλο έρωτα, ήταν δώρο σε μια εφημερίδα, ήταν μικρό, εκατό σελίδες μόνο, πλάκα είχε, αυτό ήταν ελληνικό, τώρα αυτό που διαβάζω είναι σομαλικό, είναι πιο δυνατό και ωραία γραμμένο. Μ’αρέσει να διαβάζω, αλλά δεν έχω χρόνο, οικογένεια, παιδιά, σπίτι δεν μπορώ να διαβάζω, μόνο όταν περιμένω στην πιάτσα διαβάζω». Φτάνουμε. Με αφήνει, πληρώνω, κάνω να βγω. Καλή συνέχεια στο διάβασμα, του λέω. Κι εσύ, μου απαντάει, ήρεμος, ευγενικός, χαμογελαστός, φωτεινός.

Στην έρημο του Κολωνακίου, στις ανηφοριές πάνω από τη Μαράσλειο, ένα ακορντεόν ακούγεται σαν από άλλο πλανήτη. Πάμε σαν άλλοτε, πάμε σαν άλλοτε, σκέψου γαλήνη που θα’χει· αυτό το τραγούδι παίζει. Και μετά το ματζόρε μέρος, θα’μαστε μόνοι εσύ κι εγώ στη γνωστή μας ακρογιαλιά και θα βρεθούμε με βήμα αργό στα λημέρια μας τα παλιά. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ ακορντεόν στο δρόμο να παίζει αυτό το τραγούδι. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ ακορντεόν να παίζει σε έρημο, δεν έχω ακούσει ποτέ όργανο από άλλο πλανήτη. Το τραγούδι αυτό με καλεί, μας καλεί, όσους τελοσπάντων βρισκόμαστε στην έρημο, να πάμε με βήμα αργό στον άλλο πλανήτη. Μικρός πάντα άκουγα «με την Αργώ», σ’αυτό το στίχο. Τώρα καταλαβαίνω ότι ήθελα και τ’άκουγα έτσι, γιατί μικρός είχα περισσότερο πιστέψει πως υπάρχει κι άλλος πλανήτης, μικρός καταλάβαινα πιο εύκολα την Αργώ, παρά ένα βήμα αργό. Τώρα πια, μαθαίνω πως ο άλλος πλανήτης μπορεί και να είναι τα λημέρια μας τα παλιά. Τ’ακρογιάλι π’αγαπάμε και που πάντοτε θυμάμαι.



ΥΓ. Μου έχει ξανατύχει αυτή η έκπληξη, αυτό το ξάφνιασμα, όταν συναντάω ανθρώπους από άλλους τόπους που έψαξαν παρηγοριά σ'αυτόν εδώ τον τόπο. Σκέφτομαι σχεδόν ανακλαστικά, με μια συμπερασματική αίσθηση πλέον, με ένα υπόγειο δίκιο να χαϊδεύει τις διαπιστώσεις μου, ότι οι άνθρωποι που αγωνιούν να προσφέρουν έργο, να παράγουν μόχθο, να ζήσουν παράγοντας και προσφέροντας, είναι εκείνοι που υποφέρουν και από την αγωνία να συνδεθούν με ένα τόπο, να βρουν δεσμούς, να μπουν σε κάποιο κάδρο. Αν το κάδρο δείχνει τον τόπο, τότε ένας δεσμός, ίσως ο πιο δυνατός απ'όλους, είναι η γλώσσα· η ίδια γλώσσα που για τους γηγενείς είναι τώρα μια αόριστη έννοια, τόσο χαοτικά αόριστη που μπορεί με τη λέξη κίνηση να εννοεί την ακινησία, γι'αυτό ίσως και οι γηγενείς να έχουν απωλέσει την επιθυμία για πραγματικούς δεσμούς, να έχουν αποφορτιστεί από την αγωνία να συνδεθούν με τα μεγέθη που όρισαν τον τόπο, που σχημάτισαν τις μορφές του, που μάτωσαν τις αλήθειες του· η ίδια γλώσσα που για τον άνθρωπο του άλλου τόπου είναι τόσο συγκεκριμένη, τόσο πολύτιμη στο να ορίζει τον κοινό τόπο, να εκμηδενίζει την απόσταση από τον άλλο τόπο, από τους ξένους τόπους, αφού πλέον διαβάζοντας ένα βιβλίο στα ελληνικά -το βιβλίο μιας Σομαλής στα ελληνικά- ούτε αλβανία υπάρχει ούτε σομαλία, ούτε απόσταση, ούτε ξένος, το βιβλίο διαβάζεται στα ελληνικά, και έτσι ούτε ελλάδα υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα καθαρά ελληνικά, τα ευγενικά ελληνικά, υπάρχει μία γλώσσα να συνεννοείται ο άνθρωπος, να επικοινωνεί, να γίνεται κοινός τόπος, να φτιάχνονται κοινοί τόποι, να γίνεται τρόπος μαγικός να ανταλλάξουμε ιστορίες, να μιλήσουμε για την κοινή ζωή μας, μία γλώσσα της ερήμου από τις πολλές.