11 Αύγ 2012

χαμένοι στη μετάπραξη

Εκτύπωση

[γραμμένο στο αεροπλάνο
που όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με συννεφιά]

Στο check-in. Προορισμός Κολωνία. Προβολή της ταινίας μου για τον Χρήστου εκεί. Έχετε βαλίτσες; Όχι, κυρία μου· εξάγω πολιτισμό. Καλά τώρα. Μπροστά μου οικογένεια με αλβανικά διαβατήρια, ψιλοχάι και άνετοι. Αυτό που κάποτε λέγαμε γι'ανέκδοτο και χασκογελούσαμε· αλβανοί τουρίστες. Στην πτήση, ελάχιστοι έλληνες τουρίστες. Πλέον αυτό είναι το νέο ανέκδοτο. Πως γυρνάει ζοφερά πάνω σου η πλάκα, ε; Φα'τα ανώτερε έλληνα. Δυο χάλκινα κι αυτά με κόπο, με ζόρι μεγάλο, και δεν ξέρεις καν τι είναι το τζούντο. Ούτε που πέφτει η Γεωργία. Και ποιοι μένουν εκεί. Βλέπεις, αυτή τη φορά δεν είχες λεφτά για μεταγραφές υπερανθρώπων που σηκώνουν σπίτια ολόκληρα. Στις αναγγελίες των καθυστερημένων επιβατών, όπου συνήθως έχω περίοπτη θέση στα επίσημα, ακούω γεωργιανά ονόματα που τελειώνουν σε -σβίλι κι ακούγεται σαν να ταξιδεύουν οι Ramones. Τζόι, Ντι Ντι, Tζόνι, Μάρκυ, όλοι Ramones. Τους απίθανα γελοίους και εκβιαστικούς συνειρμούς μου γύρω από τη λεκτική οικογένεια Ραμονσβίλι, διακόπτει μια ακόμα πιο αστεία αναγγελία ονομάτων που τελειώνει με το "Τραμπάκουλας". Στο σταυρό που σου κάνω. Σπέρνεις σουρεαλισμό ρε έλληνα. Εσύ πρέπει να γέννησες τον Μπρετόν και τον Νταλί. Οι σούρεαλ αναγγελίες κάνουν πάρτι. Τώρα αναζητείται επειγόντως ο επιβάτης Αχμέτ. Σα να λέμε ο Γιάννης. Γιάννη, τρέχα στην έξοδο Β23, θα χάσεις την πτήση.

Στο αεροπλάνο, παραγγέλνω ένα μπουκαλάκι νερό. Γιες, γουιθάουτ γκας. Υπό την επήρρεια των αναγγελιών ακόμα, συνεχίζω να παράγω συνειρμούς που σε χρόνο ντετέ γίνονται αβίαστα καταστροφολογικά σενάρια για εκρηκτικές χημικές ενώσεις νερού και γκας. Νερό με φωταέριο, μπουμ. Το αεροπλάνο κόβεται στα δύο. Επιβάτες σε ελεύθερη πτώση. It's three euros, μου λέει. Επανέρχομαι. ΤΡΙΑ ΕΥΡΩ. Ξαναφεύγω. Τι τρία ευρώ ρε; ΤΟ ΝΕΡΟ; Όταν εμείς ρε πίναμε τρεχούμενο νερό, εσείς τρώγατε βελανίδια. Δυο φέτες ψωμί με υποψία τυριού και λίγο μαρούλι να εξέχει, χαρακτηρίζεται στον κατάλογο "σάντουιτς". 3,50 γιούρος. Όταν εμείς ρε φτιάχναμε σάντουιτς, (ρε), εσείς τρώγατε βελανίδια. Είναι η πολιτική της εταιρείας μας κύριε. Ρε όταν εμείς ρε είχαμε εταιρείες, εσείς τρώγατε βελανίδια. Όταν εμείς πολιτική ρε βελανίδια, εσείς ρε εταιρεία πολιτική ρε είχαμε τρία ευρώ. ΡΕ. Ραμονσβίλι ρε, Τραμπάκουλας. ΤΖΟΥΝΤΟ ΡΕ. Ηρεμήστε κύριε, ηρεμήστε. Πόσα για να ηρεμήσω ρε; Τρία ευρώ. Ρε όταν εμείς ήμασταν ήρεμοι, εσείς τρώγατε βελανίδια. Όταν εμείς πουλούσαμε το κάθε τι, εσείς τρώγατε βελανίδια. Βελανίδια τρώμε ακόμα κύριε, αλλά μάθαμε και να τα πουλάμε. Αντίθετα με σας, κύριε, που δεν μάθατε ποτέ να τα πουλάτε καλά, γι'αυτό τώρα δεν μπορείτε να φάτε ούτε τα βελανίδια. Δεν τα έχετε καν, κύριε. Τώρα, κύριε, έχετε μόνο αυτή την απάντηση για το κάθε τι, την έχω σχεδόν μάθει απέξω εδώ και τόσα ταξίδια, κύριε, στα ελληνικά μάλιστα, κύριε. Τάπα. Ρούφεν.

Κάποιος κοντινός επιβάτης κλάνει ασύστολα, δυναμικά, βρωμερά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ο καθένας φαντάζεται πως είναι ο διπλανός του. Μια απίθανη συνομωσία υποψιών και βλεμμάτων, σα να παίζεις νύχτα στο Παλέρμο, αλλά χωρίς κανένα κλου. Κάποιοι κλείνουν επειδικτικά τη μύτη τους, πιθανώς για να μην γίνουν στόχος υποψίας, ξεκάρφωμα, χα, να τι θα έκανε ο πραγματικά ένοχος, εκτός αν ήταν αφόρητα κουλ και λαρτζ. Ως έλληνας. Όλοι ενοχλούνται, εγώ για κάποιο λόγο όχι και τόσο. Υλικό για συνειρμούς. Κλανιά με φωταέριο, μεθάνιο, μπουμ.

Κολωνία. Μυθικό μέρος του ονειρικού μου βίου. Εδώ έχουν ηχογραφηθεί οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα να βλέπω τον κόσμο μέσα από άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Τζάρετ. Εδώ, στην Κολωνία, λίγο πιο πέρα από τον Τζάρετ, θα τους μιλήσω για τον Χρήστου, θα δουν την ταινία μου, και φαντάζομαι πως αν μετά με ρωτήσουν κάτι ζόρικο ή δυσανασχετήσουν, θα τους απαντήσω πως όταν εμείς κάναμε αβανγκάρντ, αυτοί έτρωγαν βελανίδ έπαιζαν αβαγκάρντνερ. Γκρηκ κάλτσουρ ρε. Εξάγω κάλτσουρ.

Πράξη, λέει ο Χρήστου, είναι το λογικό, το αναμενόμενο, το συμβατικό. Μετάπραξη, λέει, είναι το πέρα, το μη αναμενόμενο, το μετά το αναμενόμενο. Μετάπραξη, μεταπράτες. Οι συνειρμοί είναι στα μαζέματα του πάρτι, λιώμα, διαλυμένοι, φεύγα. Σκέφτομαι φευγαλέα ότι είμαστε λαός μετάπραξης, πέρα από τη λογική, φάση του μη αναμενόμενου, είτε για καλό είτε για κακό· μεταπράτες. Για την πράξη πάντως ούτε λόγος. Όταν εμείς γεννούσαμε τον ορθό λόγο, οι άλλοι τρώγανε βελανίδια. Όταν τον δώσαμε για υιοθεσία, μας έδωσαν βελανίδια. Και τώρα τέλειωσαν και τα βελανίδια. Ε, και γι'αυτο γκρινιάζουμε και μουτζώνουμε. Χεστήκαμε για τον ορθό λόγο.