27 Απρ 2013

ΠΑΝΚ

Εκτύπωση

Το φέρνω συχνά στο νου μου, όχι χωρίς περίσκεψη και μια κάποια ενοχική απορία. Ακόμα και δω λοιπόν, στο καθαρό μέρος του λόγου, στο μόνος μου και όλοι σας -μόνος μου και όλοι μου, για την ακρίβεια- μπορώ και γίνομαι γραφικός, μπορώ και τα κάνω όλα γραφή. Μπορώ και τους δίνω σχήμα· συναντήσεις στα τρένα, περιγραφές ανθρώπων, περάσματα σκιών, απερινόητοι ταρίφες, επαναλήψεις, ματαιώσεις, καλοκαίρια, χαλάσματα, λίστες αισθημάτων, πάλι καλοκαίρια, πάλι ματαιώσεις, πάντα ματαιώσεις, αναχωρήσεις, αφίξεις, καλέσματα, πάλι καλέσματα, πάντα καλέσματα. Μόλις γράφεται η πρώτη λέξη όμως, ο κόσμος αλλάζει πρόσωπο, αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο. Δεν τα λέω γω αυτά, η γραμμή στον ορίζοντα τα λέει. Γραφικός ξεγραφικός, εγώ τσουγκρίζω το ποτήρι μου με τον γερο-Μπόρχες: γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για ν'απαλύνω το χρόνο που περνάει.

Στο τρένο, ασπούμε. Μπαίνει ένας -θα μπορούσα να είμαι εγώ αν με είχε τσακίσει εντελώς κάτι ή έλιωνα από την ανάγκη, κάποια ανάγκη- κρατάει ευγενικά την κιθάρα του, κουρδισμένη νεανικά, καλοβαλμένος αυτός, καθαρή φάτσα, ελαφρώς τσακισμένη, αλλά με αξιοπρέπεια ή ψώνιο -δύσκολο να το δω από κει που κάθομαι· ένας μικρός ρομαντικός παντελίδης. Παίζει την κιθάρα με ευαισθησία αττικού μεσημεριού και όχι εφέ αιγαίας παραλίας. Επειδή θέλει να τον ακούσουμε, όχι να μας κερδίσει. Παίζει χαμηλόφωνα, γιατί θέλει να μας ακούει ταυτόχρονα. Σίγουρα μας ακούει. Ασπούμε ότι ζητάει χρήματα. Δίπλα μου ακριβώς ένας άστεγος -ναι, ξέρω, επαναλαμβάνομαι στα φιλολογικά κοντράστ μου- κρατάει με ευλάβεια ένα ολόκληρο σπίτι σε μια σακούλα χόντος σέντερ, περήφανος σαλίγκαρος, δεν μοιάζει να'χει την ανάγκη κανενός. Δεν ακούει, δεν θέλει ν'ακουστεί, δεν ζητάει χρήματα. Δεν μας κοιτάζει καν. Όταν το βλέμμα χάνεται εντελώς, όταν δεν μένει τίποτα πια να κοιτάξεις, όταν δεν έχεις την ανάγκη κανενός, εμείς πρέπει να ντρεπόμαστε σε φυγή. Δεν έχεις τις λέξεις για να μιλήσεις, όσα αντίθετα κι αν σχηματιστούν μέσα σου. Κι έτσι, μαθαίνουν ν'αποφεύγουν οι άνθρωποι να αντικρύζουν το σχίσμα ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Για να μη ντρέπονται.

Και να θες ν'αφήσεις το ρομαντισμό, σε συναντά σε κάθε γωνία. Πίσω στην ήσυχη γειτονιά μου, αποκαλύπτεται από το πουθενά μια παρέα τριών ινδιάνων -δεν έχω ξαναδεί ινδιάνους στη γειτονιά μου- διασχίζουν φευγαλέα το δρόμο με τα κιθαρόνια και τους αυλούς τους παραμάσχαλα, μπαίνουν στο καφενείο και παίζουν το τραγούδι της αξιοπρέπειας. Στους κάδους έξω απ΄το σπίτι μου, ένα μπάσταρδο έχει γράψει με μαρκαδόρο slash axl rose, αναταράζοντας τα ιερά της εφηβείας μου -τι να σου λέω τώρα- γδέρνοντας από μέσα τα πιο φωτεινά μεσημέρια, τα βρεγμένα κορίτσια, τα φωναχτά διαλείμματα, τις αποβολές, τις αδικαιολόγητες απουσίες -πάντα αδικαιολόγητες ήταν οι απουσίες, πάντα αδικαιολόγητες θα είναι- τις υποσχέσεις μετά το σχόλασμα, την αλητεία, το κάθε γκολ που σ'έκανε μικρό θεό, το κάθε τρυφερό βρισίδι μετά από αμφισβητούμενη φάση -πάντα αμφισβητούμενες ήταν οι φάσεις, πάντα θα είναι. Τσακίζουμε λοιπόν το ρομαντισμό απ'όπου κι αν προέρχεται; Το'χεις να σηκωθούμε μια μέρα, ή μάλλον, να σηκωνόμαστε κάθε μέρα και να τα κάνουμε όλα ίσωμα;

Για λίγο, ή μάλλον για πολύ, νομίσαμε ότι ο ρομαντισμός είναι η φυγόκεντρη εμμονή στο δοκιμασμένο, η αφοσιωμένη επιμονή στο άξιο. Κι όμως. Να ντραπούμε σε φυγή, ξανά και ξανά. Να μας σώσουν οι ντροπές μας, να μας ξαναεπιστρέψουν ακέραιους. Να πιστέψουμε σ'αυτή τη φυγή προς τα εμπρός· σ'αυτό που δεν δοκιμάστηκε ακόμα και δεν πρόλαβε να γίνει αναπόληση. Οι αναμνήσεις από το μέλλον είναι ό,τι μας έμεινε. Πανκ ρε μουνιά. Πάντα πανκ.