blog



του αγίου πνεύματος #2

E-mail Εκτύπωση PDF
ποιας ισπανίας ουρανός και ποιας ελλάδας
σε πολυθρόνα σαν κι αυτή τώρα ίσως κάθεται κι εκείνος


Είχα ξαναγράψει γι'αυτούς. Τους πνευματικούς ανθρώπους. Πριν δυο χρόνια, και πάλι με την ίδια αφορμή περίπου. Αυτή την ποιήτρια ασπούμε, που θαρρείς πως γεννήθηκε γριά και καταξιωμένη και που μόλις της αναγνωρίστηκαν τα ένσημα της ασκητικής ζωής και της αναχωρητικής στάσης απέναντι στις συνήθειες της πλέμπας, εκείνη δεν άφησε κεραία για κεραία και μικρόφωνο για μικρόφωνο, αγκάλιασε την πλέμπα και χαμογέλασε στις επίκαιρες απαιτήσεις της. Αυτά έγραφα για κείνη τότε. Από τότε, το ξεφτίλισε κι άλλο η εν λόγω. Κάτι ψέλλισε τώρα μέσα στην ποστ-ανυπαρξία της για τους μετανάστες και το χώρο που (της) πιάνουν, εννοώντας τα συφοριασμένα παγκάκια της ματαιωμένης πόλης που έχτισε -εκείνη και κάτι άλλοι υπέργηροι τυμβωρύχοι, και μετά έδωσαν τα κλειδιά στα βρώμικα χέρια που τους έτρεφαν. Φάτε ποίηση με διαφημίσεις.

Έλεγα λοιπόν για τον πνευματικό άνθρωπο ότι δεν τον μπορώ ορθολογιστή, νηφάλιο και σωτήρα, ότι τον φαντάζομαι και τον δέχομαι μόνο με όψη αλλόκοτη και απόκοσμη, αλλοπαρμένο και αιρετικό, ασυνάρτητο κι απολωλό, χτυπημένο και φαντασμένο -σαν από άλλο κόσμο, από τον άλλο κόσμο. Να μου δείχνει με το δάχτυλο τον άλλο κόσμο, να γέρνει το σμιλεμένο από το χρόνο δάχτυλό του προς την άλλη θάλασσα, όχι να μου κουνάει το δάχτυλο στη μούρη. Τον είχα πάντα για οχυρό, φρουρό των πιο ακέραιων λέξεων, των πιο πονεμένων κινήσεων και των πονετικών βλεμμάτων, των πιο ραγισμένων χειρονομιών. Να λέει μετανάστης και να κόβει τον αέρα με το σπαθί του και να σκοτώνει άθλιους δράκους, φόβητρο σ'όποιον τολμάει να λερώσει αυτή τη λέξη. Να ακούει ξένος και να πέφτει στη φωτιά να σώσει κάθε ξενίτη, κάθε ξενάκι -παναγιά μου παρηγόρα τα ξενάκια που'ρθαν τώρα. Γιατί ξέρω πως οι πατρίδες που έχει γνωρίσει αυτός ο άγιος φύλακας των λέξεων είναι τόσες πολλές, τόσο άπειρες, τόσο ανύπαρκτες και τόσο πραγματικές, που καμιά σημαία δεν του λέει τίποτα, κανένα κράτος, καμιά διαχείριση, κανένα υπουργείο. Κι ο νόστος, η επιστροφή σε κάθε μια από αυτές, να'ναι το ιερό καθήκον. Καθε βιβλίο και πατρίδα, κάθε λέξη και λιμάνι, μετανάστης στην αγκάλη σου, πατρίδα όπου γης, τέτοια λέγαμε μωρέ και ενώναμε τα βλέμματα, μ'αυτά αγκαλιαζόμασταν γαμώ το σταυρό σας ανέραστες διαχειρίστριες του λόγου και των σημείων της στίξης, όλο λέξεις αοριστία ο ενικός αριθμός και ο πληθυντικός και το κύριο όνομα των θλίψεων και αγγούρια. Το εμείς ρε ανέραστες, το γαμημένο ανυπόφορο κι ακριβοθώρητο εμείς. Το εμείς εδώ όλοι αγκαλιά, το εμείς τραγουδάμε για να ενώσουμε τον κόσμο. Ο Ρίτσος ρε σακατεμένες, Ο ΡΙΤΣΟΣ. Ναι ρε, στον κόσμο που ταξιδεύει το δικό μας πνεύμα, τα δικά μας πνεύματα, και βρίζουμε και βριζόμαστε και σας τα χώνουμε και δεν σας χωρίζουμε. Στην αγκαλιά επιστρέφουμε και στην πλατεία με το νόημα που'χε κάτι.

Ο Ρίτσος ρε, ο Λειβαδίτης, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Χρονάς, ο Καρούζος, ο Κόρφης, ο Φωκάς, ο Αναγνωστάκης, ο Ζάχος κι ο Κορνέλιο Κουπ, ο Στίγκας, ο Χιόνης, ο Μπλέηκ, ο Φερλιγκέτι, ο Γκίνσμπεργκ, ο Καβάφης, ο πορτατίφ, η Καρέλλη, η Μπούμη-Παπά, ο Εμπειρίκος, ο Κάλβος, ο Βρεττάκος, ο Γκάτσος, ο Παζολίνι, ο Βάρναλης, ο Ρίλκε, ο Μαγιακόφσκι, ο Γκαίτε, όλοι οι άγιοι που'ναι τόσοι πανάθεμά τους που και να ξεχάσεις τους μισούς πάλι έχεις αρκετούς, ο Μπουκόφσκι ο σκατόγερος, αλλά άλλος σκατόγερος αυτός, όχι σκατόγρια σαν ελόγου της, το αγόρι που δεν έγραψε ακόμα την τελευταία λέξη γιατί είχε να διαβάσει τα μαθήματά του, το κορίτσι που πέρασε με το ποδήλατο και άφησε πίσω του λέξεις, λέξεις που έσπειραν παιδιά, ομορφιές, αγγίγματα, ολέθρους, κρίματα, ψέματα, αλήθειες, ανταμώσεις, αποχωρισμούς, αγόρια, ξανά αγόρια, κορίτσια, ξανά κορίτσια, τρελούς, τρελούς, τρελούς για ζωή και κουβέντα που έγραφε κι ο Κέρουακ, τρελούς να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, που ποτέ δεν χασμουριούνται, που ποτέ δεν λένε κοινότοπα πράγματα, που καίγονται, καίγονται σαν τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ'άστρα. Ποιοι μετανάστες και παγκάκια.

Ν'ακούμε μετανάστης και να μας πέφτουν τ'αυτιά κάτω. Να σκύβουμε το κεφάλι στη γη -αυτή είναι μάνα και πατρίδα ρε, terra madre θεότητα- να χαμηλώνουμε το βλέμμα, στη σκέψη όλων όσων δεν κατάφεραν το ταξίδι και πνίγηκαν κάπου στα μισά, όσων ξεβράστηκαν στα βράχια και έγιναν αριθμοί και δεν τους βρήκαμε μισό μνήμα να τους κλάψουμε, όσων έφτασαν και βρήκαν κόλαση, όσων έφυγαν από τον εξωτικό ζόφο για να γνωρίσουν τον ενωμένο ευρωπαϊκό, τον συνταγματικό. Να μην ξέρεις ξένος τι πάει να πει, να μη δέχεσαι να τ'ακούς, να μη μετράς, να μην ενδίδεις στις βρώμικες λέξεις τους, αυτές που φτιάχτηκαν για να μας χωρίζουν μεταξύ μας και να μας διαμελίζουν εντός μας. Τότε έχει κατοικήσει το πνεύμα μέσα σου -κάποιο πνεύμα- τότε είσαι πνευματικός. Να μη διαχωρίζεις τις ψυχές σε πολίτες και μετανάστες, σε ντόπιους και ξένους, να μην ισχύουν για σένα οι κρατικές ιδιότητές τους και όλες οι πληγές που απέκτησαν ερήμην τους, από οικονομική ανέχεια, από εγκληματικές διαχειρίσεις, από ανωτέρα βία ή -πιο απλά, ας το πούμε- από βία. Να έχεις πάντα φυλαγμένο ένα παγκάκι για τους πιο ταλαιπωρημένους του πλανήτη, για τους πλάνητες, για τους ανέστιους -άλλος ποιητής κι αυτός- για τους κατατρεγμένους, για τους αλήτες. Κι αν όχι παγκάκι, έστω μια λάμπα -ένα φως. Ένα φως που να δείχνει το δρόμο και να φωτίζει το στενό που σκοτείνιασε και στένεψε κι άλλο.

Όχι να κοκορεύεσαι για το μισό παγκάκι που σου χαρίστηκε, που δεν σου ανήκει, που δεν σου αξίζει. Που ανήκει στην πόλη που έχτισες με αίμα -και στάζει ακόμα αίμα από παντού. Και έδωσες μετά τα κλειδιά στους χειρότερους, εκείνους που ξήλωσαν τα παγκάκια και τα έκαναν τσιμεντένια δέντρα με λεφτά για τα κολλέγια των θρεφταριών τους. Που ξήλωσαν τα δέντρα σου και τα έκαναν σκόνη που σου μαυρίζει με καρκίνο τα πνευμόνια. Που σου έκαναν τη ζωή σμπαράλια, το βλέμμα σου άχρηστο -που να γυρίσεις να κοιτάξεις πια- έκρυψαν τη μέρα και τη νύχτα και ψάχνεσαι τώρα για λίγα ψίχουλα. Όχι ψίχουλα αγάπης. Ψίχουλα ψωμιού για να ζήσεις.



ΥΓ. Κι ας γίνω πιο πεζός για λίγο. Το πιο αποτρόπαιο με τους κουλταρουραίους που έχουν αποψάρα πάντοτε και για όλα, είναι ότι την ξεστομίζουν μόνο και μόνο για να επιπλεύσουν λίγο ακόμα στον αφρό της επικαιρικής συνάφειας, για να διαφημίσουν το κενό ανάπηρο έργο τους που χάσκει ανάμεσα αζήτητων και στερεμένων γωνία. Δεν τους νοιάζει καν η άποψη τελικά, δεν τους νοιάζουν καν οι μετανάστες και η κοινωνία, δεν τους νοιάζει να πάνε τα πράματα και τη σκέψη ούτε μισό χιλιοστό παραπέρα, δεν μασάνε από κατακλυσμούς. Επιβιώνουν στους κατακλυσμούς και επιβιώνουν με χάρη, αρκεί να επιπλέει η υπερεγάρα στον αφρό. Μαζί με τα μερικά ευρώ μιας κάποιας σύνταξης. Κι αν νομίζεις πως είναι προσωπικό το θέμα, πως αφορά απλώς πρόσωπα και σκατόγριες, θέλω να σου πω μόνο ότι μέχρι να πείσεις τους αληθινά αθώους φίλους σου -όλοι και κάποιους θα'χεις κι εσύ- που πιστεύουν αγνά στην ανιδιοτέλεια των οτινανίστας, η Κυψέλη -ενικός αριθμός, γένος της συμφόρησης, κλίση της αναξιοπρέπειας- θα'χει γίνει έρημος της Νεβάδα για πειράματα σε πλάνητες μπαγκλαντεσιανούς. Κι αύριο που θα παζαρεύουν κοψοχρονιά τις τιμές της ματωμένης γης, θα λέμε ποίηση εμείς οι ελάχιστοι και θα γελάνε μαζί μας. Θα μας λένε κική.

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

Add Comment


     

    περασμένα

    Powered by mod LCA