12 Οκτ 2013

νάνοι

Εκτύπωση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
Άρης Αλεξάνδρου


Φίλος απ'το σχολείο, που πλέον βλέπω σπάνια -κι αυτό τυχαία, στους δρόμους της γειτονιάς μας. Στο λεωφορείο, πιάνουμε τη γνωστή ταχεία κουβέντα, τι κάνεις τι κάνω, κοινοί φίλοι, μπύρες πότε, να τα πούμε, να'σαι καλά. Προσπαθώ να την παλέψω, λέει, και ρωτάει το ίδιο κι εμένα. Την παλεύω, του λέω, μια χαρά την παλεύω. Μέχρι να πεθάνω και να πούνε τότε όλοι ψέματα μας έλεγε η κουφάλα. Τελικά δεν την πάλευε. Γελάμε κι οι δύο. Να το γράψεις στον τάφο σου απάνω, μου λέει: Δεν την πάλεψε. Να γράψω καλύτερα ότι υπήρξα ψεύτης, σας έλεγα ότι την παλεύω, ενώ δεν. Με γέλια πάνω απ'τους τάφους μας περνάει η ζωή. Και οι τρεις στάσεις του λεωφορείου.

Στην πλατεία του χωριού, πάνω στο δέντρο βρίσκεται μια κορνίζα και μέσα της μια επιγραφή, μάλλον επιτύμβιου χαρακτήρα. Πέτρος Νάνος. Φύτεψε αυτόν τον πλάτανο στα 31 του. Ο πλάτανος είναι σήμερα 63. Περνάει η ζωή, μεγαλώνει· μεγαλώνουν τα κλαδιά, μεγαλώνουν και τα χρόνια. Κι όσο μεγαλώνουν, κλαδιά και χρόνια, σκεπάζουν όλο και περισσότερους, τους κάνουν σκιά, τους ποτίζουν δροσιά. Διαβάζω τις ημερομηνίες. Ο Πέτρος Νάνος πέθανε πριν κλείσει τα 34. Τόσο είμαι εγώ τώρα -τα'χω κλείσει δηλαδή, από μήνες. Δεν έχω φυτέψει ακόμα κανέναν πλάτανο, δεν έχω σπείρει ζωή. Αυτός εδώ ο άνθρωπος μνημονεύεται γιατί το 1950, μέσα στο χαλασμό και στην αποκρημνιά της οικοδομημένης ερήμωσης, φύτεψε ένα δέντρο. Δεν έχω ιδέα τι άλλο έκανε στη ζωή του, δεν νομίζω ότι μπορούμε να ξέρουμε κιόλας. Οι άνθρωποί του αποφάσισαν να τον θυμούνται για μια ευαίσθητη πράξη του· επειδή έκανε την πλατεία και τη ζωή τους λιγότερο απόκρημνη. Δεν ξέρω ποιος είναι ο Πέτρος Νάνος, ξέρω όμως ότι θα ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν. Όχι στη ζωή του, που δεν την ξέρω, αλλά στη θύμηση μιας προσφοράς, μιας τρυφερής χειρονομίας στο σύμπαν των ανθρώπων. Στο όνομα της ρίζας ενός πλατανιού, που θα ζήσει περισσότερο απ'όλους μας και θα προσφέρει στους ανθρώπους σκιά για πάντα, θα μεγαλώνει τον κόσμο -γενιές παιδιών θα παίζουν κάτω από τα κλαδιά του- θα μεγαλώνει τη σκιά του κόσμου και θα τον ποτίζει δροσιά, μέχρι το τέλος του κόσμου.

Πάνω στο δέντρο, αναγγελίες της ζωής του χωριού: το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου, μια κρητική βραδιά εδώ στα βόρεια σύνορα του τόπου, μια άλλη συναυλία. Συνάξεις· γιορτές ανθρώπων. Υπομνήσεις ότι υπήρξαν, ότι υπήρξε ζωή, ότι μεγάλωναν τα χρόνια. Ότι μέχρι να πεθάνεις, δεν έχεις παρά να την παλέψεις. Ότι ακόμα κι όταν πεθάνεις, ψεύτης δεν υπήρξες. Το φύτεμα μιας ρίζας ενός πλατάνου ήταν το μικρό όνειρο που έκανε το πάλεμα ομορφιά. Κι εκεί κάτω από τη δροσιά -του πλατάνου ή του ονείρου- ξέρεις πως θα'ρθει μια μέρα που η ζωή θ'αλλάξει. Εμείς δεν θα υπάρχουμε τότε, αλλά δεν πειράζει· αρκεί που θα μας σκεφτούν. Θα θυμηθούν πως ζήσαμε κάποτε.