01 Μάι 2014

εργατική πρωτομαγιά

Εκτύπωση

Όλα είναι τοποθετημένα με τρόπο άναρχο σε πρώτη ματιά, φευγαλέα ματιά συνηθισμένη από την πόλη και τις βιαστικές διαβάσεις της, αν όμως κοιτάξεις λίγο πιο προσεχτικά -με χρόνο στο βλέμμα που ούτε στις διακοπές πλέον δεν επιτρέπεις- θα δεις ότι όλη η σοφία του κόσμου βρίσκεται εδώ. Σαν τα ράφια να μην τα έχει κανονίσει ανθρώπινο χέρι, ούτε ανθρώπινος νους, σαν να είναι φτιαγμένα μόνα τους, από τις ανάγκες των ανθρώπων· μόνο αναγκαία αντικείμενα παντού. Στριμωγμένα, στιβαγμένα, άλλα δύσκολα πρσοβάσιμα, άλλα να θέλουν σκάλα για να τα φτάσεις, καλύπτοντας κάθε εκατοστό του ραφιού, όχι με τον εργονομικό τρόπο που υπόσχονται τα σουηδικά φυλλάδια, αλλά με ένα ταλέντο που μόνο τα χέρια όσων περπάτησαν δίπλα στις αρκούδες έχουν μάθει. Σκέψεις εκβιασμένες, της πόλης, που συμπληρώνουν το φτιαχτό βλέμμα σου -αυτό που αν δεν είχε το χρόνο, δεν θα τον έβρισκε. Η κυρία του μαγαζιού θα διακόψει τις σκέψεις σου για να σε ρωτήσει αν είδες καμιά αρκούδα όπως ερχόσουν· την αρκούδα, συγκεκριμένα. Χαμογελάει. Μιλάει για την αρκούδα του χωριού και χαμογελάει. Μας φίλησε καθώς μπήκαμε, άγνωστοί της σχεδόν όλοι, δηλαδή δικοί της. Έχει ετοιμάσει το φαγητό άλλωστε. Κι ας είναι αργά για τους χρόνους του χωριού, των ανθρώπων που ζουν με το ρυθμό των δέντρων. Στο μικρό παντοπωλείο που το πρωί είναι καφενείο και το βράδι μικρή ταβέρνα, οι ρυθμοί είναι των ανθρώπων.

Τα χέρια της εναποθέτουν με προσοχή τις πατάτες στο πιάτο. Εναποθέτουν. Ρήμα της πόλης, ασήμαντο μπροστά στις μικρές κινήσεις της φροντίδας, στις λεπτές αποστάσεις μεταξύ των σκευών. Τα χέρια μαγειρεύουν, βάζουν το λάδι στο τηγάνι, πλένουν, καθαρίζουν -είναι καθαρά χέρια, χαίρεσαι σχεδόν παιδικά που ακουμπάνε τις πατάτες που θα φας, σα να τις ευλογούν, σα να τις εύχονται μία μία, σα να τις προσέχουν- τα χέρια σκουπίζουν, κόβουν σαλάτα, μαζεύουν τις ντομάτες, τις ελιές, ανοίγουν και κλείνουν το μαγαζί, αυτά κάνουν τα χέρια. Σε ακουμπάνε. Αυτό κάνουν με το που σε βλέπουν· άγνωστος, δικός τους άνθρωπος. Στην πόλη αυτές τις μέρες, οι έξυπνοι λένε ότι τα χέρια, τα ίδια χέρια, ψηφίζουν κιόλας. Ο φίλος μου ο Σπύρος έγραφε κάποτε γι'αυτά τα χέρια, πριν αρχίσουν οι έξυπνοι να φωνάζουν με τα δόντια και να τα βλέπουν όλα έξω τους καμωμένα, ότι πήγαιναν με δάχτυλα κατάμαυρα στην κάλπη του χωριού για να ψηφίσουν. Κατάμαυρα επειδή μάζευαν καρύδια τις μέρες εκείνες, όχι επειδή ψήφιζαν. Αλλά ακόμα κι αν ψήφιζαν καταστροφή, σε γνώση ή άγνοιά τους, για όποιους λόγους κι αν κάνουν το λάθος έλεγε, ξέρουν να μιλάνε ζεστά, ευγενικά και με τεράστιες δόσεις χιούμορ και ελαφρότητας, χέρια που πρώτα αντιλαμβάνονται τον πολιτισμό ως δόσιμο και μοίρασμα και καρύδια για όλους στο προαύλιο της εκκλησίας. Κανένας γκουρμέ κατάλογος δεν έφτασε ποτέ τόση γενναιοδωρία, κανένας σεφ δεν μας χόρτασε όσο το μικρό παντοπωλείο που μένει ανοιχτό τις ώρες που οι πέντε άνθρωποι το έχουν ανάγκη. Κανείς τους δεν μαγείρεψε με τα χέρια· με τα μάτια μαγειρεύουν. Για μάτια που πεινάνε.

Πάνω στο ψυγείο, η τηλεόραση παίζει τους ευρωπαϊκούς αγώνες της ημέρας. Η τηλεόραση εδώ είναι ο κόσμος, είναι ο κόσμος μακριά. Γι'αυτή την ώρα, τα γκολ των αστέρων μπαλαδόρων είναι η πληροφορία που φτάνει εδώ που οι άνθρωποι ζουν με τις ανάγκες και τις αρκούδες. Τα χέρια πηγαινοέρχονται, τα χαμόγελα είναι πιο μεγάλα κι από τα ράφια που χωράνε τις στιβαγμένες κονσέρβες, τα χρήσιμα αντικείμενα, απορρυπαντικά, μπαχαρικά, αναψυκτικά, ρύζι, φασόλια, φακές, αναπτήρες, φακούς, μανταλάκια, τα χέρια ζεσταίνουν, οι ανάσες ζεσταίνονται, μετά από τόσα χιλιόμετρα νιώθεις πως μπήκες σπίτι. Σπίτι είναι εκεί που σε φροντίζουν, εκεί που βλέπεις τα χαμόγελα των ανθρώπων, εκεί που μπορείς να καταλάβεις την προσφορά τους, εκεί που αγγίζεις τα χέρια τους. Εκεί που η πόλη δεν θα έβρισκε λόγια, οι έξυπνοι θα πάλευαν να συνδυάσουν θεωρίες και ολοκληρώματα, τα γκολ θα ήταν αφορμή για τσακωμό και όχι η μαγική εικόνα του κόσμου μακριά. Τώρα μπροστά μας τα πιο φυσικά αυγά, τα πιο αυτονόητα, χτυπημένα ομελέτα. Θες να είναι εκεί στον ουρανίσκο όλο το βράδι, να τα μασάς μέχρι να θυμηθείς όλες τις γεύσεις που έχασες ζώντας με τους έξυπνους, ζώντας μακριά από χέρια που προσφέρουν, μακριά από ανάγκες που ταξινομούν τα ράφια. Κι η φέτα ακόμα πιο αυτονόητη, δεν υπονοείται καν κουτί να την περιέχει. Χέρια τη φτιάχνουν, χέρια την προσφέρουν.

Λαϊκός πολιτισμός λέγεται αυτό στις πόλεις, και λέγεται έτσι ακριβώς επειδή λείπει -τόσο σου λείπει. Τις μεγάλες λέξεις τις βγάζουμε για όσα λείπουν ή ξεχάστηκαν. Για όσα χρειαζόμαστε. Εδώ, στο μικρό παντοπωλείο, στο χωριό που κοιμάται τις ώρες που κοιμάται κι η αρκούδα, δεν θα το πεις καν πολιτισμό. Είναι η ανάγκη των ανθρώπων. Είναι ο ρυθμός των κινήσεων για να περνάνε οι μέρες τους πριν η αρκούδα γυρίσει μυαλά και φάει κανέναν ζωντανό. Ως τότε χαμογελούν και προσφέρουν. Ό,τι ώρα κι αν μπεις, όσα γκολ κι αν μπαίνουν στον κόσμο μακριά.

Η εργασία πρώτα από δικαίωμα υπήρξε ανάγκη. Και πέρα από το δικαίωμα, ανάγκη παραμένει.