10 Ιούλ 2014

φέτα αλειφτή με ντομάτα

Εκτύπωση

Τα καλοκαίρια δεν είχαμε το νου μας στο φαϊ, δεν είχαμε το νου μας για τίποτα. Μικροί λέω, πολύ μικροί, μόνο το έξω ήταν η έγνοια μας, μόνο να είμαστε έξω. Ματαίως φωνάζανε με τις ώρες οι γιαγιάδες να μπούμε μέσα για φαγητό, τι φαγητό δηλαδή, κάτεργο ήταν το φαγητό τα καλοκαίρια, κάτεργο το κάθε μέσα. Αν όμως εμείς ξέραμε από έξω, αυτές ήξεραν από ζωή· πως συνεχίζει η ζωή, πως κερδίζονται τα γεύματα -τόσους πολέμους πέρασαν, τόσα παιδιά έβγαλαν. Είχαν βρει λοιπόν το κόλπο, το γεύμα που δεν χρειαζόταν πιάτο στο τραπέζι και πιρούνι, που το έξω δεν σε έχανε για πολύ και, το κυριότερο, ήταν η μεγαλύτερη γεύση του θέρους, κάτι που έμοιαζε ως το απόλυτο ισοδύναμο του παγωτού, αλλά σε αλμύρα. Μια παχιά φέτα ψωμί χωριάτικο -καμιά φορά ήταν και παξιμάδι μαλακό- βρεγμένη ελαφρώς με νερό και αρκετά με λάδι, τόνοι από αλάτι, μια δυο πρέζες ρίγανης και μια ολόκληρη ντομάτα αλειμμένη πάνω στο ψωμί -την έτριβαν τα χέρια πάνω στο λαδωμένο ψωμί και αυτή έλιωνε και έδινε το χρώμα της στο ψωμί που γινόταν κάτι σε ροζ, με όλους τους σπόρους πάνω του. Αλειφτή, μας την έλεγαν. Σε άλλες ιστορίες είχα ακούσει ότι η αλειφτή φέτα ήταν ακόμα και υποκατάστατο φαγητού, όχι μόνο τα καλοκαίρια. Για κάθε γαστριμαργική παραξενιά του παιδιού, υπήρχε ο ανίκητος πειρασμός, το λαδωτικό στανταράκι, λάδωμα κανονικό, δωροδοκία, ξεγέλασμα. Καμιά φορά με λίγο ασβέστιο παραπάνω, λίγο τυρί φέτα -για να ψηλώνεις, έλεγαν, μη μείνεις ζούμπος. Έτσι έχανε για λίγο το έξω, αλλά ακόμα κι αυτό μετά από χρόνια στα έξω το μέτρησες. Κάθε τι που νίκησε στη μνήμη, στα έξω μέτρησε. 

Πέρασαν καλοκαίρια και καλοκαίρια, πέρασαν φαγητά και ώρες, αμέτρητες φέτες ψωμί, ξέχασα γεύσεις, έχασα ανθρώπους, κέρδισα άλλους, παρατηρώντας τα δέντρα πως μεγαλώνουν στο πλάι του δρόμου, πόσο λίγο μεγαλώνουν, πόσο εκεί ήταν και είναι πάντα, πόσο πιο γρήγορα μεγάλωνα εγώ, οι γιαγιάδες, οι φίλοι, το έξω. Πέρασαν φθινόπωρα και χειμώνες να παρατηρώ, σαν θεατής ή κάποιες φορές σαν ερευνητής, πως το έξω γινόταν μέσα, για πότε το έξω έγινε μέσα, πόσα μέσα νίκησαν, πόσα έξω κρύφτηκαν πίσω από ανάγκες, ωρίμασαν και πήραν τη σοβαρότερη όψη, άλλα πήραν εκείνη την αγνώριστη, πόσα πατήθηκαν και έλιωσαν, χωρίς να αφήσουν γεύση πίσω τους, χωρίς να αφήσουν χρώμα, πόσα μέσα μπήκαν ακόμα πιο μέσα, πόσο μέσα έγινε το μέσα, πόσο πιο έξω έγινε το έξω, πόσο πιο έξω έμεινε το έξω. Έξω λες τώρα και εννοείς εξωτερικό. Κάπου να πας αφού βγάλεις εισιτήρια, αφού προγραμματίσεις ένα διάλειμμα, αφού πάρεις άδεια από τη ζωή, τη μέσα ζωή. Πηγαινοέρχονται αεροπλάνα από το μέσα στο έξω, απλή μετάβαση ή με επιστροφή σε ρωτάει η φόρμα της αεροπορικής εταιρείας και ψάχνεσαι να καταλάβεις -μαθημένος πια στα μέσα και όχι στα έξω- τι πάει να πει απλή μετάβαση, τι πάει να πει με επιστροφή. Θα μιλήσεις με μια τηλεφωνήτρια της εταιρείας μήπως και στο εξηγήσει. Θα επιστρέψετε; θα ρωτήσει με όλη την ευγένεια του κόσμου και την αφέλεια της απόστασης, που δεν σε κοιτάει στα μάτια, ούτε και ξέρει γιατί θα ταξιδέψεις, που θα ταξιδέψεις. Θα ταξιδέψω, της λες. Θα ταξιδέψω. Δεν έχει επιστροφή αυτό, δεν οφείλει να έχει επιστροφή. Ή μάλλον, έχει ήδη πολλές επιστροφές, όλες τις επιστροφές. Που να της μιλήσω για τον Οδυσσέα, για το νόστο και το άλγος του, για φέτες αλειφτές και διαλείμματα και έξω, θα με πάρει για τρελό. Να της πω απλή μετάβαση λέω, κι ας μην καταλαβαίνω. Θα μου το κάνει εκείνη απλό. Ένα εισιτήριο θα κλείσει κι εγώ θα αναλάβω τα υπόλοιπα· τα απλά και αυτά που δεν είναι απλά· τις επιστροφές και αυτά που δεν έχουν επιστροφές.

Καλοκαίρι είναι να μην κάθεσαι μέσα, να ξεγελιέσαι μόνο με μια φέτα αλειφτή, τίγκα στο αλάτι και στη ζωή, να βρίσκεις μόνο φωτογραφίες του έξω σε κάθε μικρή νίκη των μέσα. Καλοκαίρι είναι ό,τι ζητάει όλες τις επιστροφές, χωρίς να απαιτεί καμιά τους· ό,τι μπορεί να σε ταξιδέψει κάπου έξω, χωρίς χάρτη. Οι μόνοι χάρτες που πιστέψαμε είναι εκείνοι που σχεδιάζαμε επιστρέφοντας· συνήθως πάνω σε σώματα, εφήμεροι και τόσο παντοτινοί, γραφές πάνω σε σώματα, οι μόνες γραφές που έμειναν. Με τα σώματα μετρούσαμε πάντα τα καλοκαίρια, με τα σώματα μετράμε ακόμα· και με τα καλοκαίρια αναμετριούνται τα σώματα. Και ξαναμετριούνται· κι ας χάνουμε στο μέτρημα, πάντα χάναμε στο μέτρημα, πάντα κερδίζαμε σε καλοκαίρια (κερδίζαμε επειδή χάναμε σε μέτρημα, το'πιασες). Κι ακόμα, όταν φτιάχνω φέτα αλειφτή για να ξεγελάσω κάθε όρεξη, κάθε ανορεξία, για να θυμηθώ τα διαλείμματα του έξω, τις μεγάλες ώρες του καλοκαιριού, για να γελάσουν τα μέσα, για να έρθουν οι επιστροφές σε φωτογραφίες, για να αφήνουν όλα λίγο καλοκαίρι πίσω τους, για να βρίσκω στα φθινόπωρα τη χάρη που τους στέρησε η σκιά του Αυγούστου, για κάθε έξω που έλιωσε, για κάθε μέσα που μ'έλιωσε, όταν φτιάχνω μια φέτα αλειφτή λέω, βάζω πάντα φέτα πάνω. Για να ψηλώσω, να μη μείνω μέσα.