30 Αύγ 2014

στη χαμένη σου ζωή

Εκτύπωση

Θησείο, Ασωμάτων. 4 και κάτι, ξημερώματα Κυριακής. Το πιάνεις για τέλος Σαββάτου. Μέσα στη νύχτα δεν αλλάζει η μέρα, δεν αντιλαμβάνεσαι τέτοιες αλλαγές. Άλλωστε επιστρέφεις από κάπου -και σπανίως επιστρέφεις από κάπου στην αρχή μιας μέρας. Είναι το πρώτο βράδι στην πόλη, μετά από καιρό που'χα χάσει εντελώς το ρυθμό της και τον ήχο της. Ένα βράδι που μοιράζεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο, κυρίως άγνωστο, που διασκεδάζει· που με κάποιο τρόπο τους διασκεδάζω εγώ -δύο σωστά τραγούδια στη σειρά αρκούν και οι άνθρωποι χορεύουν, υψώνονται. Φοράω την τσάντα στην πλάτη, τιγκαρισμένη με τη ζωή που μοιράστηκα -τους σωστούς ήχους χωρίς σειρά, στριμωγμένους σε θήκες μαζί με χύμα απαραίτητα εξαρτήματα. Ο πονοκέφαλος μου θυμίζει την πόλη, μου υπαγορεύει ξανά το ρυθμό της. Η πόλη είναι εκεί μπροστά στα μάτια σου, την περπατάς, αλλά αν δεν πονέσεις κάπου, αν δεν σε βρει σε κάποια κόντρα, δεν την παίρνεις πρέφα. Γι'αυτό στις διακοπές, στο έξω τελοσπάντων, νιώθεις πλήρης, εντελής. Δεν έχεις να θυμηθείς τίποτα, δεν υπάρχει κανένας συνδυασμός αποφάσεων, τίποτα που να πονάει αν δεν φέρνει την πόλη στις κεραίες σου.

Μπροστά μου στην Ερμού, στο τέλος του πεζοδρόμου, ένας χορός από μικρά φωτάκια που μαρτυράει την ώρα και τον τόπο. Είναι οι μικροί φακοί των συλλεκτών και των παλιατζήδων που με το χάραμα, μέσα στο γλυκό θερινό σκοτάδι, ψάχνουν τα πολύτιμα, μην και τα πάρει κανείς απλός άνθρωπος και πέσουν σε λάθος χέρια. Ή δεν πιάσουν τα λεφτά τους. Χαράματα και οι άνθρωποι υπολογίζουν αξίες. Ψώνια, τους λένε οι ρακοσυλλέκτες και οι μικροπωλητές του παζαριού. Ξημέρωμα Κυριακής γι'αυτούς. Κάτω, άλλοτε σε κουβέρτες άλλοτε χύμα στο πλακόστρωτο, αλλά πάντα προσεκτικά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο να φαίνονται, τα αντικείμενα προς πώληση. Όλα χρησιμοποιημένα, άλλα χαλασμένα άλλα με εξαρτήματα να λείπουν άλλα ξεθωριασμένα άλλα άχρηστα άλλα απροσδιόριστης μορφής και χρήσης. Αντικείμενα της ζωής του κόσμου που κάποτε αποτελούσαν το σπίτι· ένα παλιό κασετόφωνο, από αυτά που δεν βγαίνουν πια εδώ και σαράντα χρόνια, ένα τσίγκινο παιχνίδι, αναμαλλιασμένες κούκλες, φθαρμένα βιβλία σε πολυτονικό, κορνίζες που ανήκουν σε σίγουρα νεκρούς σήμερα, ντιβιντί από προσφορές με ταινίες που δεν βλέπονται, φθαρμένα πολύ αυτά αλλά ίσως ποτέ χρησιμοποιημένα, αρμόνια, κηροπήγια, ρούχα εκτός κάθε μόδας, έπη επιστημονικής φαντασίας για ανθρώπους που θα έφταναν στο φεγγάρι, λογής λογής τεκμήρια ελάχιστης ύπαρξης ζωής, που ακόμα έχουν αξία. Αυτοί που τα τοποθετούν το πιστεύουν, χαράματα βαθιά πάνε εκεί και αρχίζουν τη μέρα τους, για να κρατήσει πιο πολύ. Δίπλα στην κάθε κουβέρτα ή στα αντικείμενα ο άνθρωπος που τα πουλάει, που το πιστεύει. Η όψη του -η όψη της- δείχνει να μην πιστεύει τίποτα· κουβαλάει τη ζωή, τη μέρα, τα χαράματα, τον μόχθο, τα χέρια που επιμένουν, τα μάτια μέσα στα χρησιμοποιημένα και στα πεταμένα, τη συνεχή κίνηση, την απελπισία, την κάθε ελπίδα. Με τη μορφή μιας συσκευής που ίσως σήμερα πουληθεί.

Ζωές ολόκληρες απλωμένες με τη μορφή συσκευών, ζωές με λίγη ακόμα αξία, μέσα από τα υπάρχοντα που μαρτυρούν ότι αυτές υπήρξαν. Ζωές ανθρώπων με φακούς που χαράματα ψάχνουν για μεγάλες αξίες -αυτές που μόνοι τους αποφασίζουν, αυθαίρετα κι εκείνοι- να ρίχνουν μια μικρή δέσμη από φως στις ζωές των ανθρώπων που ακόμα πιστεύουν στη λίγη αξία, στην όποια αξία, σε ό,τι κουβαλάει ένα άχρηστο πεταμένο κασετόφωνο, άνθρωποι που έμαθαν πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Όπως το'λεγε ο Ρασούλης είναι, όλα όπως τα'λεγε ο Ρασούλης είναι. Τις προσευχές του σκέφτομαι πάντα τα χαράματα, σε όποια σκηνή πέφτω πάνω. Για ό,τι αρχίζει με την αρχή της μέρας και για τις αξίες των ανθρώπων έγραφε. Για ό,τι οριακό συναντιέται στα χαράματα, με φακούς, κουβέρτες, μικροσυσκευές, φθαρμένες πόλεις, χαμένους ρυθμούς, φωνές από μακριά, χέρια αγαπημένων, κορνίζες χωρίς ζωγραφιές, ρομποτάκια με ένα χέρι λιγότερο, σπασμένες μινιατούρες, χειρόγραφα, εργόχειρα, σεμεδάκια με προσδοκίες γάμου, συμφωνίες, υποθήκες, εξώσεις, υποσχέσεις μικροκυμάτων, ό,τι βρέθηκε κοντά στις χειρονομίες των ανθρώπων και θύμισε ζωή. Θύμισε τη ζωή. Χρόνο που πέρασε, χρόνο που δεν πέρναγε, χρόνο που θα έρθει με τη μορφή άλλων συσκευών. Χρόνο που ακόμα περιμένεις· που περιμένουμε.

Τέλος Σαββάτου, ξημέρωμα Κυριακής, αξίες και ώρες στο όριο. Ο ύπνος αλλάζει τη μεριά του ορίου, αν πηγαίνεις να κοιμηθείς ή τώρα σηκώθηκες. Κι είναι αυτός η μόνη αλλαγή ή έστω το σημάδι της. Μεριά αλλάζεις ακόμα και στον ύπνο μέσα, όταν είσαι μόνος σου. (μόνος σου καταλαβαίνεις τα πάντα, κυρίως τις αλλαγές). Αλλαγές ανεπαίσθητες στη ζωή που δεν αλλάζει. Διαλέγεις μεριά και ορίζουν οι μεριές το όριο. Και σε όρια να πέφτεις πάντα τα χαράματα, ζωή μαρτυράει. Ζωή που συναντιέται με τις τόσες ζωές που απλώνονται στην πόλη.