29 Σεπ 2014

φωτογραφία

Εκτύπωση

Κυρίες και κύριοι, ζητώ λίγο την προσοχή σας. Δυστυχώς, δεν ξέρω... Σταματάει λίγο, σαστίζει. Μοιάζει να χάνεται. Δεν ξέρω να παίζω κιθάρα ή κάποιο μουσικό όργανο. Με την οικογένειά μου είμαστε με κομμένο φως και νερό από πριν απ'τις γιορτές. Δεν μπορούμε ούτε να πλυθούμε. Κανείς δεν ξεφτιλίζει τον εαυτό του αν δεν χρειάζεται. Δεν είναι απαραίτητο να μου δώσετε χρήματα, ακόμα και οτιδήποτε φαγώσιμο είναι σημαντικό. Να έχω φαγητό. Να μη γυρίσω σπίτι με άδεια χέρια. Αυτά συγκράτησα. Την όψη του σχεδόν την ξέχασα. Τα άδεια χέρια αλλάζουν βαγόνι.

Ποιες γιορτές να εννοούσε. Ο άνθρωπος που πεινάει, με τα άδεια χέρια, τα απλωμένα, μπορεί να έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, ίσως και του χώρου -αν και αυτοί, τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος, τον αναγκάζουν όλο και πιο άγρια σε αισθήσεις. Να πλυθούμε, να έχω φαγητό, να μη γυρίζω με άδεια χέρια. Ποιος χρόνος θα σταθεί στα βασικά άλλωστε, σε ποιο χρόνο σκύψαμε να δούμε τη ζωή ως μη αυτονόητη. Έξω στο σταθμό, μια νέα φωτεινή κοπέλα φωτογραφίζει άστεγους και ανάπηρους ζητιάνους. Δεν μοιάζει για ρεπορτάζ. Τι σημασία έχει. Τραβάει τη φωτογραφία και μετά αποστρέφει το βλέμμα, γυρίζει στο φίλο της. Αθανασία στο κλικ, θάνατος στο δρόμο.

Τα παιδιά με τις μηχανές, με όλη τη γενναιοδωρία του χρόνου και του χώρου, έχασαν την αίσθηση -κάθε αίσθηση. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, ξεφτιλίζουν τον εαυτό τους για να μην πεθάνουν, ξεφτιλίζονται από ανάγκη, κι εμείς τραβάμε φωτογραφίες. Ο θάνατος στην πόλη μας βρήκε φωτογράφους. Παρακολουθούμε μια επιδημία που δεν μας αφορά, έναν τρόμο που δεν μπαίνει στο σπίτι μας. Το πολύ στο βλέμμα μας, άντε και κάνα ψιλό. Λογοτεχνούμε τη φρίκη -αυτό κάνω κι εγώ τώρα. Δεν υπάρχει απάντηση, δεν υπάρχει αίσθηση. Και πληγή πιο μεγάλη από αυτή δεν μπορεί να υπάρξει για μια γενιά. Ότι δεν πατάει σε δρόμο που στο τέλος του να φωτίζεται ο κόσμος. Ότι πάνω στο άνθος της δικής μας φωτογραφίας, βρίσκουμε και ρίχνουμε λίγο φως μόνο για να εγγράψουμε το θανατικό γύρω μας.

Τα ζεις και μετά τα γράφεις στο ίντερνετ, μου είπε με δάχτυλο ο άλλος. Δίκιο είχε. Απάντηση άλλη δεν είχε όμως. Κι ο άνθρωπος στο τρένο, την κιθάρα την εννοούσε για προσφορά.


Η φωτογραφία είναι από την κηδεία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο κύριος μπροστά μου, κάπου μακριά από την εκκλησία και τους επίσημους, έκλαιγε συνέχεια. Πήγαινε όλο πιο πέρα από τον κόσμο, όχι μάλλον για να μην τον δουν, αλλά σαν να μην άντεχε, σαν να πνιγόταν. Πριν από αυτή την ημέρα, τον είχα δει σε ένα από τα τελευταία γυρίσματα της Άλλης Θάλασσας, στην οδό Σόλωμου, έξω από το γραφείο του σκηνοθέτη, να υποδύεται ως κομπάρσος τον άστεγο. Ευλαβικά, με υπομονή, σε κάθε επανάληψη της σκηνής έκανε ακριβώς ό,τι του παράγγελνε ο Θόδωρος. Κάτι πολύ λίγο, πολύ απλό ίσως. Για εκείνον όμως σοβαρό. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Ρώτησα φίλους από το συνεργείο. Ήταν στ'αλήθεια άστεγος.