11 Μάρ 2010

στο Μετρό

Εκτύπωση

Μέσα στο βαγόνι. Δύο φίλες συζητούν, σε ένταση που κατορθώνει να φτάνει άκοπα σε μένα χωρίς να γίνομαι αδιάκριτος ή να προσπαθώ ιδιαίτερα. Η μία είναι Ρωσίδα, συμπαθητικά όμορφη, ντυμένη μάλλον προσεγμένα, με ποπ χρώματα και στυλ. Η φίλη της Ελληνίδα. Με αφορμή μια αφίσα για συναυλία προς τιμήν του Θεοδωράκη με έργα Στραβίνσκυ και Ραχμάνινοφ (!), η Ρωσίδα της μιλά για την προτίμησή της στην κλασική μουσική. Μετά, με πολλή χαρά και με εκφράσεις θαυμασμού, της μιλά για το πόσο της αρέσουν τα μπαλέτα και πόσα έχει δει από μικρή και πόσο θέλει να πηγαίνει σε τέτοιες εκδηλώσεις. Αντιλαμβάνεται ότι η φίλη της δεν μπορεί να παρακολουθήσει, όσο κι αν είναι ευγενική, τον ενθουσιασμό της. Τότε είναι που της εξηγεί ότι "πως έχετε εσείς εδώ τα μπουζούκια, που μπορεί να πηγαίνατε απο μικροί; έτσι εμείς είχαμε τα μπαλέτα, μας πήγαιναν εκδρομές με το σχολείο". Συνειρμικά, παραπονιέται -αλλά όχι με πραγματικό παράπονο- για τον καλό της, προφανώς Έλληνα, ο οποίος "δεν τα καταλαβαίνει αυτά και δεν μπορώ να του λέω να πηγαίνουμε μαζί". Το βρίσκει σχεδόν λογικό. "Είναι αλλιώς εδώ", λέει. "Είναι όπως έχει μάθει κανείς". Πολιτισμός.

* * *

Στο βαγόνι του επόμενου συρμού, το αυτί μου συλλαμβάνει έντονη κουβέντα -οριακή λογομαχία- για το θέμα της ιθαγένειας και τους μετανάστες. Τα πιάσαμε τα λεφτά μας σκέφτομαι. Εδώ ο κόσμος καίγεται και οι μαλάκες ακόμα χτενίζονται -και μιλάνε για τους ξένους. Πλησιάζω όσο μπορώ, αν και ξέρω ότι δεν θα βρεθώ σε θέση ικανή να μπω στην κουβέντα φυσιολογικά και χωρίς επιτήδευση που θα υποδηλώσει εμπάθεια. Ένα νέο παλικάρι, πιθανότατα με σπουδές σε κοινωνικές ή πολιτικές επιστήμες, και ένας πενηντάρης από αυτούς τους αυτάρεσκους σίγουρους που έχουν άποψη για όλα και γνώση για τίποτα. "Δεν έχουν καμιά δουλειά να παίρνουν την ιθαγένεια" γκαρίζει. "Έτσι κι αλλιώς, η ιθαγένεια είναι ιδεολογικό εφεύρημα" απαντά ο νέος, γνωρίζοντας βέβαια ότι θα χρειαστεί πολύ κόπος, ανάμεσα σε δύο στάσεις, για να ξεδιπλώσει μια τόσο ιδιαίτερη συλλογιστική που απαιτεί και στοιχειώδη πολιτική ψυχραιμία και εννοιολογική ενημερότητα. Του κάκου. Ο άλλος μιλάει για να ακούει το πόπολο. "Γιατί ο Νιγηριανός να λέγεται Έλληνας;". Ναι, αυτό μας μάρανε. Το γιατί ο Έλληνας να δουλεύει σαν Νιγηριανός μπας και δει άσπρη μέρα, όμως, ούτε στη γυναίκα του δεν τολμάει να το απευθύνει. "Ακόμα κι αν γεννήθηκε εδώ, είναι δυνατόν να είναι Έλληνας; Αφού ο παππούς του είναι Νιγηριανός...". Επιχείρημα που με κάνει να βάλω τα κλάματα. Με το ανθρώπινο είδος. Ένα "α, καλά..." και μια χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού είναι η ελάχιστη (και ευγενική) απόκριση του νέου, που μόλις έχει αντιληφθεί ότι έχει χάσει το χρόνο του με το μπετόν αρμέ. Η στιγμιαία μου απέχθεια για αυτόν τον τύπο, δίνει τη θέση της στη συνειδητοποίηση του σουρρεαλιστικού θυμικού που χαρακτηρίζει αυτό το λαό, εδώ στην άκρη της Μεσογείου. Νομίζω το έλεγε ο Μπρετόν, πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται την ποίηση, γιατί όλοι οι Έλληνες είναι ποιητές. Σουρρεαλιστές. Δεν εξηγείται αλλιώς. Είμαστε ο λαός που έχει υποστεί, ίσως, τις περισσότερες κατακτήσεις -τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο- άρα και φυλετικές επιμειξίες, άρα και πολιτιστικές επιμειξίες, άρα και γλωσσικές επιμειξίες, άρα και κοινωνικές ζυμώσεις. Πως καταφέρνουμε να αναπτύσσουμε ρατσιστικά ένστικτα και σοβινιστικά αναθέματα -ενώ επιπλέον έχουμε γνωρίσει και τον πόνο του μετανάστη, και του πρόσφυγα, και του εξόριστου, και την πείνα, και το διωγμό, ακόμα και τη γενοκτονία- είναι πραγματικά για να βάζεις τα γέλια. Ή τα κλάματα. Αλήθεια, πως έχουμε διασταυρώσει ότι πέντε γενιές πίσω, ο παππούς μας δεν μιλούσε τη γλώσσα του Ιμπραήμ και δεν έχει προέλθει και εκείνος από κάποιο ξενοπήδημα του Αιγύπτιου; Ποιος εξασφάλισε τη δική μας ιθαγένεια; Ποια συνέχεια ορίζουμε; Ποια είναι η ελληνική παιδεία την οποία μετέχουμε; Γιατί εμείς είμαστε οι Έλληνες και όχι κάποιοι άλλοι; "Γιατί γεννηθήκαμε εδώ και γεννηθήκαμε από Έλληνες". Μάλιστα. Πολιτισμός κι αυτό. Φοβικός πολιτισμός. Άρρωστος πολιτισμός.

* * *

Στις αποβάθρες του Μετρό, οι οθόνες με ενημερώνουν πάντα για τις ονομαστικές εορτές και έτσι, χαζεύοντας, μαθαίνω κάτι απίθανα ονόματα, που καμιά φορά δυσκολεύομαι και να προφέρω. Σήμερα, προς μεγάλη μου έκπληξη, γυρίζω να δω μπας και διαβάσω για καμιά Ευφροσύνη ή Πατάπιο, και βλέπω πως "σήμερα δεν υπάρχει κάποια γιορτή γνωστή". Χαμογελάω. Το ευγενικό περιθώριο που αφήνει ο συντάκτης της πρότασης αυτής, με παρηγορεί και βάζω στη σκέψη μου τις άλλες γιορτές, τις άγνωστες, αυτές που κάπου ίσως τώρα υπάρχουν, κάπου ίσως να είναι γνωστές -αλλά σίγουρα υπάρχουν-, ή κάπου υπήρξαν ή κάπου θα υπάρξουν ή μπορεί να υπάρχουν εδώ μπροστά μας, δίπλα μας, αλλά να μας είναι ακόμα άγνωστες, αθέατες, και που σίγουρα αυτή είναι μακράν πιο χαρούμενη σκέψη απ'ότι να είναι γνωστές και να μην υπάρχουν.
Να μην υπάρχουν και να είναι εδώ.


(πρωτοδημοσιευμένο στο littlenightmusic.blogspot.com)