13 Ιούν 2011

του αγίου πνεύματος

Εκτύπωση

altΑπό μικρός θυμάμαι, όταν άκουγα να λένε για "πνευματικούς ανθρώπους", έφερνα στο νου το τετριμμένο στερεότυπο μιας λόγιας ασκητικής φιγούρας με μούσι, πίπα και Προυστ ανά χείρας -ένα υπεράνθρωπων χαρακτηριστικών άχρονο και άτοπο τοτέμ που σπέρνει χρησμούς και σοφιστείες σαν πλακώσουν τα ζόρια στον πραγματικό κόσμο κι όλα πα να βαφτούνε μαύρα. Τους φανταζόμουν ως μια κάστα σοφών παντός (και ανεξαρτήτως) καιρού που πάντα έβγαζε περίσσευμα σε φως και όραμα και ανέκαθεν μπορούσε να το μοιραστεί για να σώσει ή να ξεγελάσει ποικίλες ελειμματικές καταστάσεις (πάντα του πραγματικού κόσμου εννοώντας) -μια πάντα διαθέσιμη και παραγωγική ενεργειακή μονάδα σκέψης και πνευματικής άπλας, το κύρος της οποίας πήγαινε πολύ πέρα από τη γνώση, πέρα από τη μόρφωση, πέρα από τα προσληπτικά πεδία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Οι πνευματικοί άνθρωποι ήταν πάντα οι δικοί μου σούπερμαν και οι μόνοι που μπορούσαν να κερδίσουν τον απόλυτο σεβασμό μου, χωρίς απαραίτητα να κάνουν κάτι. Η αυθυπαρξία τους, ακόμα και η αυτοπραγμάτωση του κοινωνικού ρόλου τους, για μένα μεταφραζόταν πάντα σε αρετή. Και ένα backup ασφαλείας για τις δύσκολες μέρες.

Τώρα που μεγάλωσα λίγο, έχοντας ξεδιαλέξει στην πορεία διάφορες ποικιλίες ενδημικών οπωροφόρων του πνευματικού κόσμου (και του όχι και τόσο πνευματικού κόσμου), η αυταξία αυτής της κάστας έχει απομακρυνθεί από τα μάτια μου. Θες γιατί πάει κι ο Χατζιδάκις, θες γιατί δεν υπάρχει κάποιος ν'αλλάζει τις πάνες των ξεμωραμένων, που δεν το'χουν πια σε τίποτα να ντροπιάζουν τις εφηβικές προσδοκίες μου, θες γιατί δεν βλέπω σχεδόν κανέναν να μιλάει ερήμην της ασφάλειας που του παρέχει ο εκδοτικός οίκος, η πανεπιστημιακή έδρα και η φιάλη ουίσκυ των 180 ευρώ για 4 άτομα (με φυστίκια), ο πνευματικός κόσμος μετατράπηκε εντός μου σε έννοια άυλη (και έωλη, ενίοτε), αποφορτισμένη από τα πρόσωπα και την ηθική τους, σε μια ύστατη προσπάθεια προστασίας προκειμένου να μην τον αποβάλλει εντελώς η δεξαμενή του σεβασμού μου.

Αλλά και γυρνώντας πάλι στα πρόσωπα -στους πνευματικούς ανθρώπους, της τέχνης κυρίως και όχι της διανόησης, εννοώντας- προτιμώ να τους φαντάζομαι παλαβούς, αλλοπαρμένους, φαντασμένους, ονειροπόλους οραματιστές, υπερβολικούς, αιρετικούς, να πατάνε σε δυο πλανήτες ταυτόχρονα, να μην αιωρούνται στο ηλιακό σύστημα αλλά σε κάποιο άλλο, κάποιο παράλληλο ή επάλληλο, να χάνουν την αίσθηση βαρύτητας, να χάνουμε κι εμείς μαζί τους την αίσθηση βαρύτητας, να αλαφραίνουμε, να φωτιζόμαστε, να μας προσφέρουν άπλα, ομορφιά, χάρη και τρόπους να χωράει τ'όνειρο σε κάμαρη δυο πήχες, σε κόσμους άλλους κι ουρανούς πιο φωτεινούς. Γι'αυτό και πιο εύκολα δικαιολογώ και χωνεύω την έπαρση, σαν είναι αγνή και ατόφια, παρά την ιδιοτέλεια και τα πρόσκαιρα λάφυρα. Δεν θέλω να'ναι ορθολογιστές, νηφάλιοι και μετρημένοι, δεν τους μπορώ όταν προτείνουν "λύσεις" στα κενά του κοινού μας βίου, όταν αγορεύουν για τα πολιτειακά ελλείμματα και τις εθνικές ανεπάρκειες, όταν σηκώνουν λάβαρα, όταν φυτιλιάζουν κι άλλο τη διχόνοια, όταν σφίγγουν το χέρι...

Δεν με πειράζει καθόλου να σιωπούν -είναι κι αυτή μια στάσις· νιώθεται. Άλλωστε, σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή, σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά και, όχι, όχι, δεν βρίσκω άλλες λέξεις να ζωγραφίζουν την πολυσύχναστη ερημιά. Δεν με πειράζει η σιωπή τους, η σιωπή που κρύβει όνειρα και ματαιώσεις. Με πειράζει η φασαρία τους, η φούρια τους, η αγωνία τους να μπουν μπροστά μου όχι ως αφίσα, όχι ως προσδοκία, όχι ως όνειρο, μα ως αρχηγοί, ως σωτήρες, ως δικαιωμένοι προφήτες. Με τρομάζει η σιγουριά τους, την οποία κηρύττουν βροντόφωνα και αυτάρεσκα, με τη βεβαιότητα του τεχνοκράτη και όχι το πείσμα του ονειροπόλου. Με στριμώχνει αυτή η μανιοκαταθλιπτική αγωνία τους να αλλάξουν το σύμπαν όχι με τις ιδέες τους και την άπλα τους, αλλά με τις μετοχές των ιδεών τους στο χρηματιστήριο της ματαιοδοξίας. Οι περισσότεροι απ'αυτούς έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια πολλά να δημιουργούν, να οραματίζονται, να προσφέρουν άπλα. Τώρα, οι χειρότεροι από αυτούς, μανατζάρουν έντεχνα την εξαργύρωση κάθε λέξης τους, κάθε σπίθας έμπνευσης και κάθε φωτιάς που έσπειραν κατά τη νιότη τους, χαζεύοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, αραχτοί στις βίλες που έχτισαν με αρπαχτές τα καλοκαίρια και το πηγαινέλα του δημοσίου χρήματος. Οι τιμιότεροι από δαύτους ψάχνουν απλώς να χωθούν σε κανά φεστιβάλ, να κρατάνε όπως-όπως ζεστό το πόπολο -έστω και με ένα αυτί ή ακόμα και μ'ωτασπίδες- και να επιβιώσουν της επικαιρότητας, εξαναγκασμένοι συνήθως να παριστάνουν τους γελωτοποιούς προκειμένου να συγχρονιστούν με τα ήθη και έθιμα της τηλοψίας. Κυρίως όμως, όλοι τους ξεχνούν τον Ντοστογιέφσκι πως είναι η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο. Και αντί να δουν  καθαρά και καθάρια πως η δική τους ομορφιά είναι που θα μπορούσε (ή μπορεί ακόμα) να σώσει τον κόσμο, επιλέγουν να καμαρώνουν κι αυτοί ως φαντασιακοί νομοθέτες και εθνικοί απελευθερωτές, υποδεικνύοντας μέτρα, διατάξεις και συνταγματικά αναθεωρήματα.

Το χιούμορ μου, βαρέθηκε κι εκείνο να τους κρατάει θέση. Τους έχουν πάρει πλέον πελάτες στο μαγαζί τους, το μειδίαμά μου και η βαθιά καχυποψία μου. Γιατί σκέφτομαι, ας πούμε, εκείνη την ποιήτρια που θαρρείς πως γεννήθηκε γριά και καταξιωμένη και που μόλις της αναγνωρίστηκαν τα ένσημα της ασκητικής ζωής και της αναχωρητικής στάσης απέναντι στις συνήθειες της πλέμπας, εκείνη δεν άφησε κεραία για κεραία και μικρόφωνο για μικρόφωνο, αγκάλιασε την πλέμπα και χαμογέλασε στις επίκαιρες απαιτήσεις της. Σκέφτομαι, ας πούμε, κι έναν άλλο καλλιτέχνη μεγάλου διαμετρήματος και διαμέτρου, που αφού αλώνισε κι εκείνος τα κουτούκια του επιχορηγούμενου λαιφστάιλ, το'ριξε στον τίγκα καιροσκοπισμό εν είδει ύστατου comeback: τη μία υποδυόμενος τη μωρά παρθένα αποτάσσεται τους σατανάδες του Μαμωνά, την άλλη (δηλαδή: την άλλη μέρα) δέχεται αβλεπί την πρώτη προσφορά του Μαμωνά και έτσι μας έρχεται πακέτο στο σπίτι η τέχνη, μαζί με τα μνημονιακά σάλια του Πρετεντέρη. Υποχρεωτικά. Και χωρίς πολύ κόπο.

Και δεν καταγγέλλω, ούτε μέμφομαι, ούτε δείχνω. Βράζω στο ζουμί μου και ψάχνω το αληθινό πνεύμα, μακριά τους, πολύ μακριά τους, αλάργα. Κι ας μην έχει αυτό να πει τίποτα για την κατάντια, ας μην έχει να προτείνει λύσεις. Σωσίβιο ψάχνω, μακριά από τις φωνές τους. Μακριά από τις φωνές τους πια.