08 Ιούλ 2011

στο ταξί

Εκτύπωση

Μπαίνω σε ταξί. Όχι από κείνα τα καινούρια με τους σούπερ κλιματισμούς και τα τζιπι-ές, ούτε κι από κείνα τα εντελώς παρακμιακά· είναι ένα ταξί που τα παράθυρά του μου φέρνουν απ'έξω καλοκαίρι στην Αθήνα. Οδηγός ένας κύριος ηλικιωμένος, εμφανώς κοντούλης και μικροσκοπικός, με αρχοντικό φιζίκ, κακομοίρης μα ευγενής· ο κ.Αριστείδης. Το ραδιόφωνο παίζει Πόρτισχεντ. All Mine. Ο κ.Αριστείδης προσπαθεί να πιάσει κουβέντα, ευγενικά και απλά. Τον ρωτάω για την απελευθέρωση του επαγγέλματός του και την κόντρα των ιδιοκτητών και οδηγών ταξί. Μου λέει κάτι για τις μπίζνες που κάνουν οι μάντρες ταξί και οι μεσάζοντες, οι οποίοι όπως και να'χει βγαίνουν κερδισμένοι. Βγάζει το ημερολόγιό του. "Τι γράφει εδώ;" με ρωτάει. "45 ευρώ" διαβάζω. "Βάλε κι άλλα 18 ευρώ πετρέλαιο, ξεκινάω τα έξοδα από ένα εβδομηντάρι. Μόνος μου, χώρια ο απογευματινός οδηγός". Μου επαναλαμβάνει κανά δυο φορές, πάντα ευγενικά, πως δεν έχει ξεκάθαρη γνώμη, ούτε και καλή γνώση του θέματος. Ούτε ξέρει τι θα μπορούσε να γίνει. Είναι προβληματισμένος και ήρεμος. Προσπαθεί να μου δείξει πως όπως και να'χει, αυτός βγαίνει χαμένος. Σίγουρα όμως, δεν ξέρει "τι μπορεί να γίνει"· δεν έχει λύση.

Ξαναδιαβάστε. Συζητάω με ταρίφα, για θέμα που τον καίει -όχι για κάποιο εθνικό κίνδυνο ή σχέδιο σωτηρίας- και εκείνος δεν έχει λύση· δεν έχει καν γνώμη· δεν τα χώνει κάπου· δεν είναι ο τσεγκεβάρα της Πατησίων. Απ'τα ηχεία έχει φύγει η Beth και το ραδιόφωνο συνεχίζει να αλαφραίνει υπόγεια την κουβέντα μας με κάτι ξένα, μελωδικά, καλοκαιρινά. Ο κ.Αριστείδης με ρωτάει για τα δικά μου ζόρια. Ρωτάει, δεν μιλάει· με παρακολουθεί. Μου μιλάει στον πληθυντικό. Φτάνουμε. Το ταξίμετρο γράφει 5,50. "5 ευρώ και είμαι εντάξει" μου λέει χαμογελώντας.

Καθώς κλείνω την πόρτα του ταξί πίσω μου, σκέφτομαι σχεδόν ηδονικά πόσο γουστάρω αυτή την πόλη. Τι Βερολίνα και μαλακίες... Μετά -αμέσως μετά- έχω όλο το χρόνο να την σιχαθώ ξανά.