04 Δεκ 2013

έκτακτο τέλος εποχής

subbuteorema best
Εκτύπωση

στη μνήμη του Κώστα Τζιαντζή

Η πραγματικότητα ξεγλιστράει ανάμεσα στις χαραμάδες που ο ζόφος της καθημερινότητας ακόμα επιτρέπει. Η πραγματικότητα, βίαια και χυδαία εξαναγκασμένη, βίαια και ήσυχα εξαπατημένη, παραιτείται άτσαλα από το ρεμβασμό, από τον ρομαντισμό των μικρών κινήσεων, από τον ηρωισμό των μεγάλων βημάτων. Με χέρια και πόδια -με δεμένα τα χέρια και τα πόδια- αφοσιώνεται στην ανάγκη. Η ανάγκη γίνεται Ιστορία και η Ιστορία γίνεται σιωπή. Και μέσα στη σιωπή, βρίσκεται όλος ο χώρος για τις εκρήξεις εντός σου, για την άρρητη απελπισία σου να γίνει ρητή· μέσα στη σιωπή, υπάρχει όλος ο χρόνος. Κι όμως, ψάχνεις ν'ακουμπήσεις και δεν βρίσκεις. Ψάνεις απάγκιο να σταθείς και μοιάζουν τα πάντα χέρσα, μπετόν έχει γεμίσει τον κόσμο σου και το βλέμμα σου, οι άνθρωποι γύρω σου κυκλοφορούν σε βάρκες, σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με τα χέρια τους κουπιά, σαν σε ναυάγιο, καταμεσής ενός πελάγους που έχει καταπιεί κάθε στεριά, κάθε δεσμό, κάθε ρίζα και φύλλο. Κι είναι ένα πέλαγος μπετόν.

Μετράς τις παρουσίες, τις απουσίες, στο τέλος δεν σου βγαίνει. Μετράς τους φίλους, τους συντρόφους, πάλι δεν σου βγαίνει. Δεν ξέρεις πια ούτε που να πας να χτίσεις έναν ουρανό -ένα στασίδι ή μια ρίζα- δεν ξέρεις καν που είσαι πλέον στο χάρτη. Δεν ξέρεις ποιος σε κυνηγάει, δεν ξέρεις ποια μοίρα θέλει τη μέρα εχθρό σου κι όχι φίλο. Ψάχνεις πρόχειρα στις αναμνήσεις -από παρελθόν ή μέλλον- να αρπαχτείς βίαια από κάπου, κάτι, ένα κάποτε ή ένα τότε, να μυρίζει ασφάλεια, τζάκι αναμμένο, βόλτα με φίλους και βλέμματα συνωμοτικά πάνω από χαμόγελα συντροφικά. Ψάχνεις βαθιά πιο βαθιά στα ντουλάπια, αφού η πρώτη μνήμη σου έχει γίνει μια συλλογή καρτ-ποστάλ ξεθωριασμένων, έχει κρυφτεί στο search του youtube, παλιές εκπομπές, παλιές σειρές, συναυλιάρες ιστορικές, επικές νίκες, θρυλικές ανατροπές, αναμονές, υπομονές, μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις, αυτές των φιλιών, κουραστικές πορείες, δακρυγόνα που χάρηκες, δάκρυα πάντα δάκρυα, ρεπορτάζ που χώρεσαν τους φίλους σου και τις νίκες τους, ρεπορτάζ που χώρεσαν τους φίλους σου και τις ήττες τους, ρεπορτάζ που δεν χώρεσαν ανθρώπους, άθλιες στιγμές του πολιτικού σκότους, μεγάλα βήματα, μικρές κινήσεις, σκοτάδια, ματαιώσεις, παιδικοί ήρωες τεράστιοι, εικονογραφημένα όνειρα, ιστορικές προκρίσεις, διαιτησίες κόντρα, στιγμιαίες ανατάσεις, εθνικές διατάσεις -υπήρξες και το '87, το ξέρεις- αφίσες του Ντράζεν Πέτροβιτς, συνθήματα για τον Ντράζεν Πέτροβιτς, συνθήματα, συνθήματα, ενθυμήματα, αναθέματα, αναθυμιάσεις, όλα συνθήματα. Στον τοίχο, αφίσες εθνικών ομάδων από χώρες που ούτε καν ήξερες που πέφτουν, στη γεωγραφία να πιάνεις τη βάση, αλλά στη μπάλα να ξέρεις ακόμα και το πατρικό όνομα κάθε λατίνου μπαλαδόρου, μια άλλη ποδοσφαιρική γεωγραφία που έκανε το μακρινό, κοντινό, που έκανε τις αποστάσεις ίσωμα, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση το '86 που σε έμαθε πως ο κόσμος μαζεύεται στο Μεξικό και παίζει μπάλα, με πολύχρωμες φανέλες, με πολύχρωμα πόδια, όχι με ανθρώπους εργαλεία, όχι με παίχτες πολυθεσίτες, αλλά με ανθρώπους από ατσάλι, ανθρώπους βράχους, ανθρώπους τρελούς, αλλοπαρμένους, με πρωτοβουλία, με ντρίμπλα, με πάσα στο φίλο, με κόλπα, με τσαγανό, με τσαμπουκά, με αυταπάρνηση, με διαιτησία κόντρα, εσύ πάντα με τα κόλπα. Έτσι έφτιαξαν αυτοί τις αναμνήσεις σου, μ'αυτά τα υλικά. Στο Μεξικό που ποτέ δεν πήγες, έμαθες ότι οι άνθρωποι απ'όλο τον κόσμο μπορούν να μαζεύονται, να βάζουν λίγη ομορφιά στα πόδια, να φοράνε πολύχρωμες φανέλες, να ντριμπλάρουν, να προσπερνάνε κάθε πραγματικότητα, να κάνουν πάσες στους φίλους, να μιλάνε με κόλπα, να πανηγυρίζουν νίκες, να παραδέχονται ήττες, να κλέβουν γκολ από την Ιστορία, κόντρα στην κόντρα, κόντρα σε κάθε κόντρα, να υψώνονται λίγο ψηλότερα, είτε ήταν 1 και 95, είτε 1 και 65, πάντα λίγο ψηλότερα, να σηκώνεσαι κι εσύ λίγο ψηλότερα, να σηκωνόμαστε όλοι, να μένουμε ψηλά, να αιωρούμαστε, να παραληρούμε, να ζούμε την πραγματικότητα ως γιορτή.

Τώρα που καμιά πραγματικότητα δεν επιτρέπει γιορτή, που η γιορτή στριμώχτηκε στις πιο ανίερες, σκιερές διαδικασίες της βιοπάλης και της πάλης για κάτι ελάχιστο -αξιοπρέπεια, ασπούμε- τώρα που κανένα βλέμμα δεν βλέπει τη γιορτή, αλλά βλέπει το σκοτάδι, βλέπει την ήττα, βλέπει τις ματαιώσεις να γίνονται βεβαιότητες, τις μικρές κινήσεις να γίνονται πολυτέλεια και τα μεγάλα βήματα να εκτρέπονται χυδαία, τώρα λοιπόν δεν είσαι πια το παιδί στις αλάνες, είσαι ο ενήλικος στο δρόμο -στο δρόμο χωρίς δουλειά, στο δρόμο διεκδικώντας, στο δρόμο αναζητώντας, καμιά φορά και παραπατώντας- τώρα δεν μαζεύεις χαρτάκια της πανίνι, δεν μαθαίνεις ονόματα λατίνων μπαλαδόρων, τώρα δεν έχει πια ωραία μπάλα. Τώρα τελείωσε το Μουντιάλ του Μεξικού, τώρα τελείωσε η γιορτή. Τώρα έφυγε και ο Σόκρατες.