28 Μάρ 2012

Η ακίνητη παρέλαση

Εκτύπωση

Οι άνθρωποι κρατούσαν Κυριακές στα χέρια τους,
κρατούσανε αγαπημένα ονόματα
και μνήμες από εκδρομές που κάναν κάποτε
στη θάλασσα.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι,
η θάλασσα ήταν μακρινή
και τα καράβια
είχαν αναληφθεί στον ουρανό
κι είχανε γίνει σύννεφα.
Οι άνθρωποι κρατούσανε λουλούδια μαραμένα
και κοίταζαν τον ουρανό.
Ένα κακό προαίσθημα βροχής
τους έκανε να μην μπορούν να προχωρήσουν.
Μέναν εκεί ακίνητοι σαν δέντρα
-ή μήπως ήταν ήδη δέντρα;-
Μέναν εκεί ακίνητοι σαν τοίχοι
-ή μήπως ήταν ήδη τοίχοι;-
Ο άνεμος σαν μεθυσμένος ή ανάπηρος
παραπατούσε ανάμεσά τους,
ξήλωνε τις αφίσες που'χανε ντυθεί,
τους γύμνωνε.
Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονταν, περίμεναν·
με πέτρινα αγαλμάτινα χαμόγελα
-ίσως και να'ταν ήδη αγάλματα-
καλούσαν τα πουλιά.
Όμως εκείνα είχαν μια κατεύθυνση, ένα σκοπό,
τον ήλιο·
δεν χαμηλώνανε παρά για να πεθάνουν.
Οι άνθρωποι κρατούσανε νεκρά πουλιά στα χέρια,
πουλιά που ήταν κάποτε
χαρμόσυνες αργίες, Κυριακές
και εκδρομές στη θάλασσα.

[Αργύρης Χιόνης, Η ακίνητη παρέλαση, από τη συλλογή Σχήματα απουσίας, 1973]
*η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη, αναδημοσιευμένη από εδώ