blog



Η συντροφικότητα του θανάτου

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος ήταν ένα παιδί που κατά πάσα πιθανότητα -είτε λόγω ταξικής καταγωγής, είτε ιδεολογικής ανετοιμότητας- θα περιφρονούσαν αβίαστα οι σεχταριστικές συλλογικότητες, οι ινστρούκτορες της πλατείας και οι ιδεολογικά καθαροί μαχητές στους οποίους ανήκουν οι δρόμοι. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί να μνημονεύεται για κάτι ηρωικό όσο βρισκόταν στη ζωή. Τι είναι αυτό που έκανε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, σύντροφο Αλέξη; Αυτό που έκανε του Δεκέμβρη τις νύχτες να είναι του Αλέξη; Ο θάνατός του· η αποτρόπαια δολοφονία του από χέρι κρατικό, από χέρι που έχει οριστεί φύσει και θέσει να μοιράζει θάνατο, να κερνάει βία. Ο θάνατος -η βαθιά συναίσθηση της θνητότητας και της βίαιης επιβολής της από χέρι εχθρικό- υπήρξε και το απόλυτο τεκμήριο της συντροφικότητας, από τη φαντασιακή έκφρασή της μέχρι τα γεμάτα χημικά βήματά μας στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας· μα και τους πιτσιρικάδες που βανδάλιζαν τα αστυνομικά τμήματα σε όλη τη χώρα, με όλη την οργή και τη συνείδηση της δίκαιης νέμεσης που την καθοδηγεί. Νιώσαμε σύντροφοι του Αλέξη, γιατί νιώσαμε θνητοί στο ίδιο μέρος, στο τόσο καθημερινό μέρος, τυχαία να μας βρίσκει σφαίρα ενός παρανοϊκού λειτουργού του κράτους -καλύτερα: του λειτουργού ενός παρανοϊκού κράτους.

Ο αγώνας κυοφορεί και απώλειες αφού στα μονοπάτια προς μια αξιοπρεπή ζωή πρέπει να πάρουμε από το χέρι τον θάνατο, ρισκάροντας να τα χάσουμε όλα για να κερδίσουμε τα πάντα. Είναι μια πρόταση από την τελευταία ανοιχτή επιστολή του κρατούμενου Νίκου Ρωμανού, στις 3/12/14 μέσα από το νοσοκομείο Γ.ΓεννηματάςΟ Νίκος Ρωμανός είναι ο πιο κοντινός σύντροφος του Αλέξη, όχι μόνο για την πραγματική ζωή που μοιράστηκε μαζί του ως φίλος, αλλά κυρίως για το στενό, σχεδόν κοινό, βίωμα του θανάτου του. Μιας αποτρόπαιας απώλειας για την οποία δεν μπορεί -ούτε ως παιδί ούτε ως ενήλικος- να βρει άλλες εξηγήσεις, πέρα από το παρανοϊκό κράτος και τους πιστούς λειτουργούς του. Γι'αυτό αποφάσισε να το πολεμήσει -με τον τρόπο που έκρινε εκείνος. Τιμωρήθηκε γι'αυτό. Τιμωρείται ακόμα -και όχι μόνο γι'αυτό. 

Εδώ είμαστε οι παντοτινοί νεκροί που πεθαίνουμε ξανά, αλλά αυτή τη φορά για να ζήσουμε. Ξέρουμε ότι θα συνεχίσει να υπάρχει θάνατος, για να υπάρξει ζωή. Είναι φράσεις του Subcomandante Marcos, που επαναλαμβάνει συχνά στις ιστορίες του και στις ανακοινώσεις των εξεγερμένων της Τσιάπας. Ο θάνατος είναι η κοινή συνθήκη, είναι ο ενωτικός πόνος της γης, που καλεί τους ανθρώπους της σε ζωή. Στο Χαγκακούρε, το μεγάλο βιβλίο των Σαμουράι του 16ου αιώνα, η υπόσταση και η αξιοπρέπεια του μαχητή θεμελιώνεται πάνω στη νίκη απέναντι στο φόβο του θανάτου, πάνω στην καθημερινή πάλη ενάντια στη φθορά, σε ό,τι αρνείται τη ζωή. Αν ο πολεμιστής καταβληθεί από τον φόβο αυτό, οφείλει να πεθάνει -είναι σαν να έχει πεθάνει ήδη. Δεν είναι όμως η κοινή μοίρα του θανάτου που ενώνει τους ανθρώπους, όχι δηλαδή ότι όλοι δύο μέτρα παίρνουν γη. Είναι η απόφαση του ανθρώπου, με ολόκληρη τη συνείδησή του, να αρνηθεί το θάνατο. Είναι μια συλλογική, λόγω της απόφασης, μοίρα και όχι κοινή, λόγω τυχαιότητας και φυσικής νομοτέλειας.

Αυτό ζητούσε πάντα το σύνθημα του κάθε οριακού αγώνα: το αντίβαρο του θανάτου, που μόνο αυτό μπορεί να τον αρνηθεί, είναι η ελευθερία. Δεν είναι η συνεννόηση, δεν είναι η συμμόρφωση, και όποια άλλη απίθανη λέξη έχουν βρει οι μισάνθρωποι αναλυτές αυτές τις μέρες, που αισθάνθηκαν να ταράζονται οι χυδαία συμβατικές συντεταγμένες τους. Σε πείσμα τους όμως, η ζωή και ο θάνατος δεν εξηγούνται ούτε με ψυχαναλυτικές ασκήσεις, ούτε με λαθρόχειρα ιδεοληπτικά φληναφήματα. Αυτοί διαβάζουν άρνηση της ζωής μέσω ενός αποφασισμένου θανάτου, ενώ ο αποφασισμένος για θάνατο καλεί για ζωή. Μιλούν για γράμματα του νόμου, ενώ εκείνος για αληθινά γράμματα· και μέσα από αληθινά γράμματα. Με ενδιάμεσο αδίκημα μια ληστεία, που δεν θα του τη συγχωρήσουν ποτέ. Όχι επειδή τη διέπραξε, αλλά γιατί με σθένος υπερασπίζεται κάθε συνέπεια της πράξης του. Είναι αυτοί που εννοούν τη μόρφωση ως συμμόρφωση, ως πλήρη αποδοχή μιας αστικής νόρμας ασάλευτης κανονικότητας. Είναι αυτοί που βρήκαν απάγκιο στη Μαρφίν, κι αυτό μόνο επειδή βολικά τους ταίριαξε ως ιδεολογικό πρόσημο των αντικοινωνικών επιχειρημάτων τους· του λόγου που εχθρεύεται τη ζωή, που φοβάται το θάνατο και κάθε παρουσία του, που νεκρολαγνικά βιοπορίζεται, που υποτάσσεται σε κάθε ιδιοτελές κίνητρο που υπόσχεται πρώτα μισθό και μετά ζωή.

Είμαστε λοιπόν με τη ζωή· αυτή είναι η κοινή μας μοίρα. Θέλουμε να ζήσει ο Νίκος Ρωμανός, όχι να πεθάνει. Και θέλουμε να ζήσει ελεύθερος -κι ας κάνει όσες ληστείες νομίζει. Σπουδές ζήτησε να κάνει, όχι ληστείες. Ήδη έμαθε, είδε και ξέρει τι να κάνει και τι θέλει· κι εμείς τον εμπιστευόμαστε. Όχι ως ιδεολογικοί σύντροφοι, αλλά ως αλληλέγγυοι σε κάθε υπερασπιστή της ζωής, της ζωής του. Ο ενδεχόμενος θάνατος του Νίκου Ρωμανού μας ενώνει, γιατί θέλουμε να ζήσει ανάμεσά μας, γιατί δεν θέλουμε να πεθάνουμε μαζί του· να πεθαίνουμε κάθε τόσο. Είμαστε αλληλέγγυοι ακριβώς γιατί δεν αποδεχόμαστε αυτήν την κοινή μοίρα. Είμαστε με τη ζωή, με όλες τις αδεξιότητες, τις παραλείψεις, τις αστοχίες, τα λάθη, τις παρεκλίσεις. Αυτή είναι η ζωή.

Δεν τους χαρίζουμε λοιπόν τη ζωή. Τους χαρίζουμε τον θάνατο, όλον δικό τους. Αυτόν που μας ενώνει ως εχθρούς του.

 

 

Η αγάπη είναι πόλεμος, γαλήνης δεν θυμάται

Κλέβει του Χάρου μια στιγμή και τσ'άλλες τυραννάται

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

Η αλήθεια ως όπλο

E-mail Εκτύπωση PDF

Η αλήθεια ως όπλο #1

Ένας χρόνος από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έκλεισε, με την πρώτη μεγάλη αντιφασιστική συναυλία μνήμης την περασμένη Παρασκευή στο Σύνταγμα. Μικρά ευτράπελα διαταράσσουν την ορθοδοξία της κινηματικής αγωγής, με αιτία -ή απλώς αφορμή- την απόσταση των συνθηματικών διατυπώσεων, των οποίων η λειτουργία έγκειται είτε στο να συμπυκνώνουν ένα πολιτικό αίτημα είτε να καταγράφουν τη δήλωση μιας θέσης. Τσακίστε τους ναζί, υπαγορεύει το πατροπαράδοτο σύνθημα, που ζητήθηκε από τους κάτω. Μορφώστε τους ναζί –ενίοτε και ξυπνήστε τους ναζί- ανταπαντούσαν από το βήμα οι διοργανωτές, περισσότερο στρεβλώνοντας μια θέση και αμβλύνοντας την αιχμή της, παρά αντιπροτείνοντας μια ξεκάθαρα εναλλακτική. Συνειρμικά έρχεται στο μυαλό η υποκριτική μιντιακή αντικατάσταση του "τιμημένου" αντί του "γαμημένου" (που πρέπει να σηκωθεί) κατά το εθνικό ποδοσφαιρικό έπος (sic) του Euro 2004. Το σχήμα είναι περίπου το ίδιο: η κραταιά γλώσσα λειαίνει τις γωνίες του λαϊκού λόγου -τις άκρες του πολιτισμού των από κάτω- αυτού που ακόμα και βουτηγμένος στο θυμικό του συντάσσει -ίσως πρόχειρα, ίσως αδέξια- ένα συγκεκριμένο αίτημα, με τον κώδικα της καθημερινής συνεννόησης. Στην περίπτωση του Συντάγματος, είναι κάτι παραπάνω: ο λόγος που αρθρώνεται, είτε ως πολιτική συνθήκη και τεκμήριο ιστορικής συγκυρίας είτε ως δράση σε πραγματικό τόπο και χρόνο, συγκροτεί πολιτικό υποκείμενο. Ή, ακριβέστερα, καλείται να το συγκροτήσει. Μια ακόμα διαφορά: οι φορείς του λόγου δια των μικροφώνων στο πάλκο δεν καμώνονται τους κραταιούς. Προσπαθούν να συμμετάσχουν. Αν όχι σε κάποιο κίνημα, τουλάχιστον στη βάση του κοινού σκοπού.

Ο φάλτσος τόνος αυτού του ημιπολιτικού λόγου που θεμελιώνεται σε μια αόριστη καταδίκη της βίας, είχε ήδη δοθεί από την εκπομπή του Θεοδωράκη. Εκεί οι φίλοι του Φύσσα –ως ιδιότητα- αφηγούνταν την ιστορία. Κι ο Φύσσας –ως ταυτότητα- δεν ήταν παρά ο φίλος τους. Όμως η ίδια η ύπαρξη (και ο θάνατος) του Φύσσα οριοθετεί το μέρος της αλήθειας που προσπερνάται από όλες τις πλευρές: ήταν ένας αντιφασίστας, και μάλιστα μαχητικός αντιφασίστας. Ήταν εργάτης, μουσικός, δημιουργός, με παρουσία, με αιχμηρούς στίχους και παρεμβάσεις, και -το κυριότερο- είχε τη δυνατότητα, καταπώς φαίνεται από τη δικογραφία, να σώσει τη ζωή του στη δύσκολη στιγμή. Φτάνει να απαρνιόταν την ταυτότητα της πειραιώτικης εργατικής περηφάνιας, αυτή τη λεβέντικη σύσταση παλιάς κοπής, και να το έβαζε στα πόδια. Και όχι να τα βάλει μόνος του με δεκαπέντε, για να προστατεύσει τους φίλους του. Ένας μαχητικός άνθρωπος που ούτε πάλεψε να τσακίσει τους ναζί, ούτε να τους μορφώσει, αλλά να υπερασπιστεί τη μόνη αλήθεια του απέναντί τους: την αξιοπρέπεια της ύπαρξης του ίδιου και των συντρόφων του. Και στο πρόσωπό του, οι ναζί δολοφόνοι χτύπησαν ακριβώς αυτό: την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που μάχεται για τη ζωή του, του ανθρώπου που εργάζεται, δημιουργεί και προσφέρει. Γιατί εχθρός τους ήταν πάντα ο ελεύθερος άνθρωπος, σε όλες τις εκφράσεις του -πρώτιστα μέσω της εργασίας. Το στρεβλωμένο μήνυμα στις πύλες του Άουσβιτς το μαρτυρεί.

Σε ό,τι αφορά τη συναυλία στο Σύνταγμα, πρόκειται μόνο περί συνθημάτων. Σε διαδικτυακό χρόνο, ο αυτοαναφορικός χορός υποκειμενισμών και γυμνασιακών αντεγκλήσεων που ακόμα κρατεί, καταδεικνύει πως η πολιτική ετοιμότητα του αντιφασιστικού στρατοπέδου (αν επιτρέπεται αυτός ο όρος) σαστίζει μπροστά στις πολυτελείς αντιφάσεις της. Οι τσακίστετους δεν έχουν ζωστεί τα φυσεκλίκια ως σύγχρονοι Βελουχιώτηδες προκειμένου να υποστηρίξουν την κυριολεξία του πολιτικού σχεδίου τους, το οποίο με αβίαστη έπαρση απορρίπτει και ειρωνεύεται τον (αφελή ίσως) πασιφισμό της άλλης αιτίασης. Ίσως, βέβαια, και να βρισκόμαστε στα πρόθυρα εγκαθίδρυσης μιας νέας κυβέρνησης του βουνού και της εκ νέου ηρωικής απελευθέρωσης του Στάλινγκραντ και κάποιοι να μην το έχουμε ακόμα εννοήσει –ποιος ξέρει. Από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί ειρηνιστές αποφεύγουν να αναγνώσουν την βαθιά πολιτική φύση του γεγονότος, καθώς και των συντεταγμένων που το ορίζουν και που αυτό ορίζει. Κατά συνέπεια, αδυνατούν να στρέψουν το λόγο τους -ακόμα και σε συνθηματικό επίπεδο- προς την κατεύθυνση της λύσης.

Ποια είναι αυτή η λύση; Αυτή τη στιγμή κανείς δεν φαίνεται ότι μπορεί να την υποδείξει με επάρκεια, τόσο όσο ως προς την πρακτική και τη στρατηγική της όσο και ως προς τα απαιτούμενα εφόδια. Σίγουρα όμως, αυτό δεν είναι επίδικο ζήτημα επαναστατικής πρωτοκαθεδρίας και ιδεολογικής καθαρότητας μέσα στις τάξεις της αντιφασιστικής μάχης. Είναι αποτέλεσμα -και μόνον έτσι θα έχει νόημα- μιας ακόμα ευρύτερης κοινωνικής συμφωνίας με σαφές πολιτικό πρόσημο και στόχους, η οποία οφείλει να περιλαμβάνει στην απεύθυνσή της ακόμα και όσους προτίμησαν την Lady Gaga από το Σύνταγμα το ίδιο βράδι. Μια συμφωνία χωρίς εκπτώσεις και αμβλύνσεις, προκειμένου τα μάτια να μην χάνουν ποτέ το στόχο· χωρίς όμως και αποκλεισμούς, χωρίς περιχαράκωση, αφού μέχρι τώρα μόνος του, κανείς δεν κατάφερε κάποιο ολοκληρωτικό πλήγμα στο θηρίο. Μια συμφωνία με τη μορφή ενός συνεχή, επίμονου, πολυμέτωπου, μαχητικού αγώνα που αναζητά να βαδίσει στους δρόμους που καταργούν τις αποστάσεις μεταξύ μας, αγκαλιάζοντας ως απαραίτητο το διαφορετικό· εκείνον που έμαθε αλλιώς, ακόμα και εκείνον που δεν έμαθε καθόλου. Κανείς δεν περισσεύει στη μάχη εναντίον του τέρατος, αυτό είναι το σύνθημα.

Όσο για μας, όσο αμήχανοι κι αν στεκόμαστε μπροστά στην ακριβή διατύπωση της λύσης, τόσο βέβαιοι οφείλουμε να εμπιστευτούμε την έμπρακτη αλληλεγγύη που ο δρόμος της απαιτεί -ως θεμελιακή συνθήκη. Κι άλλο τόσο αποφασισμένοι να σταθούμε στην αλήθεια που διαχωρίζει -με το μέγεθος ενός ρήγματος- τη θέση μας από τον βαρβαρικό κόσμο του ναζιστικού ζόφου και της καπιταλιστικής κτηνωδίας: την απελευθέρωση της εργασίας. Το δικαίωμα στην εργασία, στην επιβίωση, στην προσφορά στο σύνολο –στην χρήσιμη και ποιοτική εργασία- συνιστά την πιο σημαντική, την πιο ζωτική, την πιο θεμελιώδη κοινωνική και πολιτική προτεραιότητα. Ένα δικαίωμα που σήμερα είναι πλέον επίδικο και όχι αυτονόητο, ούτε κεκτημένο· που στέκεται (και οφείλουμε με κάθε τρόπο να στέκεται) πάνω από τα μικρά και μεγάλα σχήματα, τις αιτιάσεις, τις τακτικές, τις διαφωνίες, τους υποκειμενισμούς, τα συνθήματα –τα οποία μένουν όλα κενά νοήματος, αν πρώτα αυτό το δικαίωμα δεν κερδηθεί. Κι η διεκδίκηση αυτής της αλήθειας στο ζώντα χώρο και χρόνο -πρώτα στους χώρους εργασίας και στα εναλλακτικά μοντέλα αυτής, όσο και στον δρόμο, στον ελεύθερο χρόνο, στον πολιτισμό- ίσως γίνει το πιο αποτελεσματικό όπλο του αγώνα.

Ας θυμηθούμε εδώ ότι τις ίδιες μέρες αποκαλύφθηκε –για όσους ακόμα δεν το είχαν εννοήσει πολιτικά- ότι τα κινητά τηλέφωνα των ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης δεν καλούν μόνο για να διευθετήσουν ρουσφέτια και μίζες, αλλά για να μεταφέρουν απευθείας εντολές στους πιστούς φρουρούς της νέας βαρβαρότητας. Αν μη τι άλλο, οι εξουσιαστικές δυνάμεις και οι φορείς της συντήρησης (και της βίας) απαντούν με συντεταγμένη ενότητα στους τριγμούς του πολιτικού συστήματος. Κι ας δικάζουν τώρα κάποια από τα σκυλιά τους, στις μεθόδους στρατηγικής ανασύνταξης και ανανέωσης της ισχύος τους αποδεικνύονται αστείρευτοι. Άσε που κοντή γιορτή για όλα έρχεται.

Να όμως μια χρήσιμη αιχμή της αντιφασιστικής πάλης: να καταδειχθούν οι ναζιστές ως οργανικός φορέας της εξουσίας, ως ίδιοι και απαράλλαχτοι με τα αφεντικά τους και όχι ως εκπρόσωποι φαντασμάτων του παρελθόντος. Ως βαθιά συστημικοί, δηλαδή βαρβαρικά καπιταλιστικοί, που δεν πρόσφεραν ποτέ εργασία σε κανέναν άνεργο, παρά μόνο συσίτια εντυπωσιασμού στους πεινασμένους (κερασμένα από το Lidl) και ρουσφέτια διορισμούς στους στενούς συγγενείς. Ως φύλακες κέρβεροι της μεγαλοαστικής τάξης που θεμελιώνει την ισχύ της στη διογκούμενη ανεργία και την εξαθλίωση, απέναντι στην οποία κι εκείνοι δεν προτείνουν ούτε υποστηρίζουν κανένα εναλλακτικό μοντέλο και ανθρώπινο σχέδιο. Και ενώ μαχαιρώνουν τους μετανάστες, την ίδια στιγμή βρίσκονται πίσω από μηχανισμούς εκμετάλλευσής τους, ακριβώς γιατί αντιλαμβάνονται την εργασία ως σκλαβιά, ως υποαμειβόμενο εξαθλιωμένο κάτεργο, και με αυτή τη μορφή παλεύουν να την επιβάλλουν. Με λίγα λόγια: εχθρεύονται την εργατική τάξη και υπερασπίζονται τα πιο σκαιά συμφέροντα του Κεφαλαίου.

Να πως μπορεί να στοχεύσει ο μαχητικός λόγος, αν ξεπεράσει την επιφάνεια του συνθήματος. Άλλωστε οι βάρβαροι στο τσακίστε απαντάνε με ξύλο· είναι ο κόσμος τους, το γήπεδό τους. Στο μορφώστε απαντάνε με θεωρίες συνωμοσίας και αρχαιολαγνικές φαντασιώσεις. Στο αίτημα της απελευθερωμένης εργασίας όμως, κρύβονται· απαντάνε με ψέματα, με συγκαλύψεις, με θολές πολιτικές προτάσεις (ποτέ προς την απελευθέρωση του εργαζόμενου κόσμου), με ψευτοσυσίτια, με κρυφές πλάτες στο μεγάλο Κεφάλαιο, με επιθέσεις στον εργαζόμενο κόσμο. Είναι καιρός που πλέον δεν κρύβονται ούτε στις μεθόδους τους. Στο πολιτικό σχέδιό τους όμως, κάνουν ό,τι μπορούν να μην αποκαλυφθεί ούτε πόντος από την κουρτίνα που το κρύβει. Αυτή την παραπλάνηση, αν μπορούμε να μιλάμε για παραπλάνηση, οφείλουμε να ξεσκεπάσουμε. Και η αλήθεια του ανθρώπου που έχει για πιο ακριβό δικαίωμά του την εργασία, ως δικαίωμα ζωής, αυτή η αλήθεια είναι το πιο δυνατό όπλο.

Η αλήθεια ως όπλο #2

Ένα απόσπασμα κειμένου του Μπέρτολτ Μπρεχτ του 1935, από τις «Πέντε δυσκολίες στο γράψιμο της αλήθειας» (Για την τέχνη και την πολιτική, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1985), μπορεί να σταθεί ως καίριος πολιτικός προβληματισμός στην ανάγνωση του φασιστικού φαινομένου και χρήσιμο εργαλείο στον αγώνα εναντίον του:

«Η αλήθεια πρέπει να λέγεται για να βγαίνουν απ’αυτήν τα συμπεράσματα, που θα ρυθμίζουν τη συμπεριφορά μας. Σαν παράδειγμα μιας αλήθειας, που δεν οδηγεί σε συμπεράσματα ή οδηγεί σε συμπεράσματα λαθεμένα, πρέπει να μας χρησιμεύσει η πλατιά διαδεδομένη άποψη ότι σε μερικές χώρες επικρατούν συνθήκες άσχημες που απορρέουν από τη βαρβαρότητα. Σύμφωνα μ’αυτή την άποψη, ο φασισμός είναι ένα κύμα βαρβαρότητας, που ενέσκυψε σε μερικές χώρες με δύναμη φυσικού φαινομένου. Κατά την άποψη αυτή, ο φασισμός αποτελεί μια νέα, τρίτη δύναμη, δίπλα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (κι επάνω απ’αυτούς). Και χωρίς το φασισμό, κατά την αντίληψη αυτή, όχι μόνο το σοσιαλιστικό κίνημα αλλά και ο καπιταλισμός θα μπορούσαν να εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτό όμως είναι ένας φασιστικός ισχυρισμός, μια συνθηκολόγηση με το φασισμό. Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση, στην οποία μπήκε ο καπιταλισμός και από την άποψη αυτή κάτι το καινούριο και ταυτόχρονα το παλιό. Στις φασιστικές χώρες ο καπιταλισμός υπάρχει τώρα μονάχα με τη μορφή του φασισμού και ο φασισμός μπορεί να πολεμηθεί μονάχα σαν καπιταλισμός, σαν ο πιο αδιάνατροπος, ο πιο αναιδής, ο πιο καταπιεστικός και ο πιο δόλιος καπιταλισμός.

Πως, λοιπόν, θα πει κανείς την αλήθεια για το φασισμό που αντιστρατεύεται, αν δεν πει τίποτα ενάνατια στον καπιταλισμό που γεννάει το φασισμό; Τι πρακτικές επιπτώσεις θα έχει η κουτσουρεμένη αλήθεια του;

Όσοι είναι ενάντια στο φασισμό χωρίς να είναι ενάντια και στον καπιταλισμό, όσοι θρηνούν και οδύρονται για τη βαρβαρότητα, που πηγάζει από τη βαρβαρότητα, μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουν να φάνε τη μερίδα τους από το μοσχάρι, χωρίς όμως να σφαχτεί το μοσχάρι. Θέλουν να φάνε το μοσχάρι, αλλά να μη δουν το αίμα του. Και θα είναι ευχαριστημένοι αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του πριν τους σερβίρει το κρέας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας από τις οποίες γεννιέται η βαρβαρότητα, είναι μονάχα ενάντια στη βαρβαρότητα. Υψώνουν τη φωνή τους ενάντια στη βαρβαρότητα κι αυτό το κάνουν σε χώρες όπου επικρατούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά οι χασάπηδες νίπτουν τας χείρας τους προτού σερβίρουν το κρέας.

Οι έντονες διαμαρτυρίες ενάντια στα μέτρα βαρβαρότητας μπορούν να έχουν αντίκτυπο για ένα μικρό διάστημα, δηλαδή όσο οι ακροατές πιστεύουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής τέτοιων μέτρων και στις δικές τους χώρες. Ορισμένες χώρες είναι ακόμα σε θέση να κρατήσουν στα πόδια του το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας με μέτρα λιγότερο βίαια απ’όσο άλλες. Σ’αυτές τις χώρες η δημοκρατία παρέχει ακόμα τις υπηρεσίες της για την εξασφάλιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ενώ σε άλλες χώρες πρέπει να χρησιμοποιηθεί βία για τον ίδιο σκοπό. Το μονοπώλιο στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τα κτήματα δημιουργεί παντού βάρβαρες καταστάσεις, που ωστόσο είναι ελάχιστα αντιληπτές. Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή ευθύς μόλις η προστασία του μονοπωλίου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί πια παρά μονάχα με τη χρήση ανοιχτής βίας.

[...] Ο απερίσκεπτος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια, γενικά εκφράζεται με μεγαλοστομίες και ανακρίβειες. Μωρολογεί για «τους» Γερμανούς, θρηνολογεί για «το» κακό και ο ακροατής, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ξέρει τι να κάνει. Πρέπει να αποφασίσει να μην είναι Γερμανός; Θα εξαφανιστεί η κόλαση, αν αυτός είναι καλός; Και οι συζητήσεις για τη βαρβαρότητα, τέτοιου είδους είναι. Σύμφωνα μ’αυτές, η βαρβαρότητα προέρχεται από τη βαρβαρότητα και σταματάει με την πολιτισμένη ευγένεια, που δίνει η μόρφωση. Όλα αυτά εκφράζονται πολύ αόριστα, όχι για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη δράση και κατά βάθος δε λένε τίποτα σε κανέναν.

[...] Ο φασισμός δεν είναι φυσική καταστροφή που προέρχεται από την ίδια τη «φύση» του ανθρώπου. Αλλά και στις φυσικές καταστροφές υπάρχουν τρόποι παρουσίασής τους αντάξιοι του ανθρώπου, γιατί απευθύνονται στην αγωνιστική δύναμή του.

Σε πολλά αμερικάνικα περιοδικά μπορούσε κανείς να δει ύστερα από ένα μεγάλο σεισμό, που κατέστρεψε τη Γιοκοχάμα, φωτογραφίες που έδειχναν σωρούς ερειπίων. Η λεζάντα έγραφε: “steel stood” (το ατσάλι άντεξε). Και πραγματικά, όποιος με την πρώτη ματιά είδε ερείπια, όταν πρόσεξε καλύτερα μετά το διάβασμα της λεζάντας, παρατήρησε ότι μερικά ψηλά κτίρια έμειναν άθικτα. Από όσα μπορούν να ειπωθούν για ένα σεισμό, έχουν ανυπολόγιστη σπουδαιότητα όσα λένε οι πολιτικοί μηχανικοί για τη μετατόπιση του εδάφους, την ισχύ των κραδασμών, την αναπτυσσόμενη θερμότητα, πράγματα που οδηγούν σε κατασκευές ανθεκτικές στους σεισμούς.

Όποιος θέλει να περιγράψει το φασισμό και τον πόλεμο, τις μεγάλες καταστροφές που δεν είναι φυσικές, πρέπει να αποκαταστήσει μια πρακτική αλήθεια. Πρέπει να δείξει ότι είναι καταστροφές που προκαλούνται από τους κατόχους των μέσων παραγωγής σε βάρος των τεράστιων ανθρώπινων μαζών των εργαζομένων, που δεν έχουν στα χέρια τους αυτά τα μέσα.

Αν θέλει κανείς να γράψει με επιτυχία την αλήθεια για τις άσχημες καταστάσεις, πρέπει να τη γράψει έτσι που να γίνουν ευδιάκριτες οι αιτίες αυτών των συνθηκών που μπορούν να αποφευχθούν. Όταν αναγνωριστούν οι αιτίες που μπορούν να αποφευχθούν, τότε μονάχα μπορούν να καταπολεμηθούν οι άσχημες καταστάσεις».


[κείμενο γραμμένο για το kommon.gr - δημοσιεύτηκε με τον τίτλο "Η αλήθεια ως όπλο στον αγώνα εναντίον του φασισμού"]

0 σχόλια μέχρι τώρα

Από το ίδιο βαρέλι

E-mail Εκτύπωση PDF

Ο μεταμοντέρνος πολιτικός λόγος που έχει διαβρώσει σήμερα ακόμα και την αριστερή συνείδηση, επιτρέπει να αναφερόμαστε στα πράγματα πλέον μόνο με ψυχολογισμούς και αισθητικές παραμέτρους. Μια περιήγηση στον δημόσιο λόγο όπου και όπως αρθρώνεται -ενδεικτικά στις ψηφιακές πλατφόρμες δικτύωσης- το πιστοποιεί. Όμως η ανάγνωση της πολιτικής με αισθητικούς όρους είναι θεμελιώδης συνθήκη της ναζιστικής αφήγησης και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε –ούτε ακόμα στον επιφανειακό χαβαλέ μας. Έτσι, από τη μία, ο κόσμος των αριστερόστροφων ανακλαστικών διαβάζει τις εικόνες και τα γεγονότα –πρώτα τις εικόνες, καμιά φορά μόνο τις εικόνες- με συμπεριφορικά εργαλεία, διερευνώντας θυμικά και ενστικτικά τα πολιτικά σημεία τους. Τελευταία ένδειξη, η ξανθοπουλική απολογία του χρυσαυγίτη Μπούκουρα δια του βουλευτικού άμβωνος και η υποδοχή της είτε με χλευαστικά βιντεάκια είτε με σχόλια χριστιανικής κατανόησης –όλα μέρος του ίδιου αποδομητικού λόγου, αποδομητικού απέναντι στην επιτακτική στερεότητα των πολιτικών κριτηρίων και συμπερασμάτων. Από την άλλη πλευρά, στα πρόσωπα του εξουσιαστικού ζόφου απαντάται συνέχεια η επιτέλεση επαίσχυντων και απάνθρωπων πράξεων -τα πλέον αποκρουστικά τεκμήρια της ολοκληρωτικής βαρβαρότητας- ενταγμένα πάντα σε ένα αισθητικό πλαίσιο, το οποίο στοχεύει στο φαντασιακό και όχι στο πραγματικό: από τις γιαγιάδες στα ΑΤΜ και την ρωμαλέα στρατιωτική περιβολή μέχρι τα μισόλογα και τους φαρισαϊσμούς σαν έρχεται η ώρα μιας κάποιας –έστω αστικής- νέμεσης. Δεν υπόσχεται λύσεις, υπόσχεται τρόπους. Για την ακρίβεια: τα εντυπωσιακά ενσταντανέ τους.

Υπάρχει όμως μια ξεχωριστή σημειολογική σημασία που αναδεικνύεται στην παράσταση του Μπούκουρα –την μάλλον βουρτσική, καθ’ότι ο Ξανθόπουλος υπερασπιζόταν πάντα κάτι το τίμιο. Ο λόγος του απηχεί αποκαλυπτικά όλες τις αξίες που γαλούχησαν τον ψηφοφόρο λαό του τόπου τα τελευταία τριάντα χρόνια: από την οπαδική υπακοή στις τοπικές οργανώσεις της κάθε Ραχούλας μέχρι τη μικροαστική οικογενειολαγνεία -και την κατά το δοκούν επίκλησή της- και από τις ιδεοληψίες περί εθνικής κυριαρχίας του ψωροκαλοπερασάκια μέχρι την υποκριτική άγνοια περί της προσωπικής ευθύνης είτε αυτή αφορά ιδέες είτε πράξεις, παράλληλα πάντα με τον τομαρισμό ως πνευματική ολοκλήρωση του συστήματος των ευκαιριών. Δεν είναι ότι δεν έχει τι να πει στα παιδιά του ο Μπούκουρας, αλλά ότι ανδρώθηκε (και θα ευχόταν να συνεχίσει να υπάρχει και να απολαμβάνει) σε μια κοινωνική συνθήκη που δεν χρειάζεται να πει τίποτα στα παιδιά του. Αρκεί να το σταυρώσουν και να το ρίξουν, να έχουμε τη δουλειά μας και ο Θρύλος να κερδάει. Η συγκίνηση παραμένει όμως στην άλλη πλευρά, όσο τα ονόματα του Φύσσα και του Λουκμάν ματώνουν την κουβέντα. Και μόνο για εκεί μπορούν να υπάρξουν δάκρυα· όχι μόνο ανθρώπινα και πέρα από τα πολιτικά συμπεράσματα, αλλά ακριβώς για τα πολιτικά συμπεράσματά τους: μας αφορούν όλους. Η Βαϊμάρη δεν προσφέρθηκε μόνο σε όσους ονειρεύτηκαν την παρακμή της.

Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν αν αυτός σήμερα δεν έχει να πει κάτι στα παιδιά του, δεν υπάρχει τίποτα το συγκλονιστικό και το πονόψυχο σε αυτή την επιφανειακή τραγικότητα. Σημασία έχει τι ήταν αυτό που έλεγε μέχρι σήμερα στα παιδιά του, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά του, ποιον κόσμο τους υποσχέθηκε, για ποιον πάλεψε και ποιον σήμερα καλείται να πληρώσει. Ευτυχώς όχι μόνο με δάκρυα. Στην ταινία του «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του μακρινού ’98, ο Σταύρος Τσιώλης κατόρθωσε μέσα από ένα υπόδειγμα λαϊκής γραφής, αυθεντικά ποιητικής όσο και ανεπιτήδευτα βιωματικής και –γι’αυτό- απολαυστικής, να κατατμήσει τη νεοελληνική κοινωνία, τόσο οριζόντια πολιτικά όσο και κάθετα κοινωνιολογικά. Εκεί ο Σάκης Μπουλάς υποδύεται τον απόλυτο πρασινοφρουρό, τον ακάματο ηγέτη τοπικής οργάνωσης που δίπλα στους Άκηδες και τους Καστανίδηδες, ζει μια μεγάλη ζωή, έτσι όπως την υπόσχονται οι κάμπριο μερσεντιές και οι σοσιαλιστικοί φραπέδες στην ξαπλώστρα του Πόρτο Καρράς (σουίτα). Γίνεται μάλιστα το τραγικό πρόσωπο όταν μαθαίνει πως η μητέρα του, με σταυρωμένο ψηφοδέλτιο στο χέρι, ψήφισε τελικά Νέα Δημοκρατία. Και κάνει το απονενοημένο διάβημα –γι’αυτό, αλλά και για έναν απρόσμενο έρωτα που αναστάτωσε ταπεινά την κανονικότητα της μεγάλης ζωής. Στην ταινία, δεν νικάει στο τέλος ούτε η μεταμέλεια ούτε η κριτική, ούτε καν η οικογένεια ως συνεκτική δομή. Νικάει η αντρική φιλία, οι μεγάλοι δεσμοί των ανθρώπων που είναι κοντά, πριν και πέρα από οποιοδήποτε πολιτικό σχεδιασμό και επιλογή.

Ο Μπούκουρας ως προτυπικό πρόσωπο δεν υπάρχει στο σενάριο του Τσιώλη, δεν είναι ο πασόκος που βλέπουμε. Είναι όμως ο γιος του· είναι αυτό που ο πασόκος άφησε πίσω του. Στη ζωή και όχι στην ταινία, αυτό που ακολούθησε τις ματαιώσεις των απατεώνων ήταν κάτι ακόμα ζοφερότερο. Πριν από κόμμα, πριν από πολιτικό σχεδιασμό, η Χρυσή Αυγή υπήρξε ρεύμα. Και ως τέτοιο επιβιώνει και γιγαντώνεται ακόμα, μέσα και έξω από τους θεσμούς, μέσα και έξω από τους ψηφοφόρους θιασώτες της, μέσα και έξω από λίστες ψηφοδελτίων. Ακόμα και αν δεν υπήρχε ως έννοια, όχι μόνο θα έπρεπε να την εφεύρουμε, αλλά να ομολογήσουμε σκληρά ότι την είχαμε εφεύρει ήδη. Γι’αυτό κοπιάσαμε τόσα χρόνια άλλωστε. Έχει μεγάλο δίκιο ο Μπούκουρας όταν γυρεύει άλλοθι στις κολώνες που ανέβαινε για να κρεμάει σημαίες του ΠΑΣΟΚ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

με αμερικάνους μουσικούς

E-mail Εκτύπωση PDF

Όχι, δεν λέγεται Ιράν. Εδώ λέγεται ΠΑΣΟΚ. Και δόξα τω θεώ, ακόμα πασόκ έχουμε. Το καταληκτικό Κ δεν είναι ακρωνύμιο της λέξης κόμμα, αλλά αντιστοιχεί σε κίνημα· να το θυμάσαι αυτό. Τα κινήματα δεν κυβερνούν. Τα κινήματα δικαιώνονται -ή δεν δικαιώνονται· τα κινήματα διαμορφώνουν. Από τη μία το σκυλάδικο με τις μαραμένες γαρδένιες που στέγασε την ανάγκη για τη γυροβολιά στο λεύτερο μεταπολιτευτικό τσακίρ, κι αντίβαρο κουλτούρας το σπασμένο μάρμαρο του Ηρωδείου που γυαλίστηκε λίγο για να λειτουργήσει -και φεύ λειτουργεί ακόμα- ως αισθη(μα)τική επιβράβευση στην κλίμακα της τέχνης, στης κοινωνίας τα σκαλιάΤο πάθος για τη ζεμπεκιά ήταν δυνατότερο απ'όλα τα βιολιά. Γιατί όμως βαράνε τους τσεντζερέδες παιδάκι μου; Κάτσε ρε μάνα, τέχνη κάνουν οι αθρώποι, δε βράζουν ροβύθι. Κι όμως, δεν ομιλώ τα κορακίστικα. Έχει ήδη δικαιωθεί ο αγών.

Η μπάλα παίρνει -καιρός δεν ήταν;- και το Φεστιβάλ Αθηνώνε. Χρειάστηκε έναν ολόκληρο Λούκο για να το ξεβαλτώσει από την μανατζεραία αρχοντοχωριάτικη αισθητική του '60 και με τον Λούκο επιστρέφει εκεί. Διαβάζω κάτι βλαχονησιώτικα δελτία τύπου, θα σας φέρουμε τους ξένοι, θα σας φέρουμε ζογκλέρ, θα παίξει τρουμπέτα ο Αμερικάνος και τούμπανο ένας Κινέζος, θα χορέψει η μαϊμού στο ένα πόδι, θα γελάσει το κατσίκι (το παρδαλό), η ασώματος κεφαλή θα τρέξει στο γύρο του θανάτου, και στο μυαλό μου χτυπάνε πορτοκαλί τηλέφωνα με ροδέλες. Έλα γιαγιά που'σαι, κάνει παράσιτα, πάρε το μηδέν. 

Ο αγών μου τώρα δικαιώνεται. ΠΑΣΟΚ ΡΕ ΜΟΥΤΡΑ.

0 σχόλια μέχρι τώρα

κατίδιο της βαϊμάρης

E-mail Εκτύπωση PDF

Γι'αυτό επέλεξα τη συγκεκριμένη κίνηση που έχουμε δει όλοι από τη χρυσή αυγή, χωρίς να σημαίνει κάτι αυτό για μένα. Απλά ήταν κάτι που ήθελα να χρησιμοποιήσω.

Να λοιπόν, όλη η μεταμοντέρνα στρέβλωση του επίκαιρου βίου μας σε δύο προτάσεις ενός πιτσιρικά ποδοσφαιριστή. Ένας ντετερμινιστής σημειολόγος θα έκανε πάρτι: επέλεξα, συγκεκριμένη κίνηση, έχουμε δει όλοι, χωρίς να σημαίνει κάτι, για μένα, απλά, κάτι, να χρησιμοποιήσω. Κάθε έκφραση σηκώνει τόνους ανάλυσης. Ασπούμε, αυτό το "έχουμε δει όλοι". Για πότε έγινε ποπ παραδοχή το ζοφερότερο σκοτάδι, έτσι; Ούτε που το κατάλαβες φίλε μου πνευματικέ, που κρατάς ακόμα τον Καστοριάδη κάτω από το μαξιλάρι μπας και σε σώσει από το κακό που θα'ρθει. Που ήρθε δηλαδή, αλλά ακόμα έχουμε τον Καστοριάδη. We will always have Paris.

Δεν είναι φασισμός αυτό, έγραφε πριν καιρό ο φίλος μου ο μάο. Ακριβώς αυτό είναι τελικά ο φασισμός. Δέκα μπετόβλαχοι που τ'αρπάζουν από δέκα μεριές, υποτακτικοί στην κοψιά τους και υποτελείς κατά συνείδηση, που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μόνο σε συνθήκες υποτέλειας, κι από κάτω ν'ακολουθεί ένα τσούρμο, που ούτε κότσια για ξύλο και τσαμπουκάδες έχει, που αρκεί να του δώσουν μια ιδέα (τύπου) στεγανή για ν'αντέχει το κρύο. Το κρύο της τώρα τρόικας, το κρύο της καθημερινής μαλακιζμένης αμηχανίας, το κρύο του αφόρητα αβέβαιου μέλλοντος και της συνθηκολογημένης ανελευθερίας, που ακόμα κι αν δεν εκλογικεύεται στο φτωχό μυαλό του κάθε κατίδη, είναι αποτυπωμένο σε κάθε ηλίθιο και κακότεχνο τατουάζ του. Υπάρχω, θέλει να φωνάξει. Υπάρχω, σε μια εποχή που δεν αφήνετε κανέναν διάολο να υπάρξει. Χρυσή αυγή; Χρυσή αυγή. Τόσα ξέρω τόσα λέω. Αν ήξερα, είπε, τι θα προκαλούσε η κίνησή μου, δεν θα το'κανα ποτέ. Ακριβώς αυτό είναι το θέμα μικρέ μου κατίδη. Αν ξέραμε, όλα θα ήταν αλλιώς. Κι ούτε από χρυσές αυγές θα ήξερες, ούτε τίποτα. Αν ξέραμε, θα είχαμε φτιάξει άλλον κόσμο. Είτε δεν ξέραμε όμως είτε δεν θέλαμε είτε δεν μπορέσαμε. Ζήσε σ'αυτόν τον κόσμο. Με μια μαλακία για το φίλο σου τον Παυλή περισσότερη, με μια μετριοκαριέρα λιγότερη. Υπάρχει και ζωή πέρα απ'αυτό, πέρα απ'την κερκίδα, πέρα απ'την ανοησία. Πέρα από το οχυρό του δεν κατάλαβα. Υπάρχει μια ζωή που σου ανοίγεται, για να καταλάβεις, για να δεις τι είναι οι χρυσές αυγές και τι μαύρα σκοτάδια φέρνουν. Έχεις όλο το χρόνο.

Θα πεις όμως, όπως και είπες δηλαδή, ένας ποδοσφαιριστής είμαι μόνο, αυτό είπε κι ο προπονητής σου, αυτό λέει και το συμβόλαιό σου, δεν είσαι άνθρωπος, είσαι ποδοσφαιριστής μόνο, σημασία έχουν οι τρεις βαθμοί, δεν έχει να κάνει αυτό με μένα, όλα σε χαχάνικο τόνο, όλα κουλ, όλα δεν τρέχει τίποτα παιδιά, εγώ ποδοσφαιριστής είμαι μόνο. Ούτε εξηγήσεις δεν ξέρεις να δίνεις· απειροασήμαντη λεπτομέρεια όταν δεν ξέρεις καν να διαβάσεις τι έγινε. Μεγάλωσες -και ήδη βιοπορίζεσαι και παλεύεις- σε ένα σύστημα που σημασία έχουν μόνο οι τρεις βαθμοί. Το γκολ σου, το ξέσπασμά σου, άντε κι ο φίλος σου ο Παυλής. Τα δημαράκια που καταδίκασαν το ναζισμό σου -που μολύνει το ποδόσφαιρο, αλλά όχι το κοινοβούλιο- το ξέρουν καλά αυτό. Κι οι βορίδηδες κι οι κασιδιάρηδες το ξέρουν. Σημασία έχουν οι τρεις βαθμοί της νίκης. Όλα τ'άλλα για πούλημα.

Ξεκίνησα ποστ σε τόνους κηρύγματος και καταλήγω να γράφω σε δεύτερο ένικο, πάλι σαν κήρυγμα ίσως -αλλά απευθυνόμενος σε άνθρωπο, όχι σε αόρατη σφαίρα λέξεων και ιδεών. Μέχρι λοιπόν γιώργο κατίδη να φτάσεις να μάθεις ότι η χρυσή αυγή δεν είναι ούτε χρυσή ούτε αυγή, ξεκίνα από το ότι ακόμα και ο χαιρετισμός μας κρίνεται σ'αυτή τη ζωή, χαρακτηρίζει ποιοι είμαστε. Δεν ήξερες, δεν άκουσες, δεν ρώταγες. Ακριβώς. Εσύ κι ένας φιλήσυχος φτωχούλης στα περίχωρα της Βαϊμάρης.

Και μη ρωτήσεις τι είναι η Βαϊμάρη· μάθε καλύτερα τι τέρας είναι ο φιλήσυχος φτωχούλης της.


2 σχόλια μέχρι τώρα

κάστα ντίβα

E-mail Εκτύπωση PDF

γραμμένο μαζί με τη Niemandsrose

 

[...] σοκάρεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι μέλη αυτής της συμμορίας δεν είναι οι απόκληροι της κοινωνίας, αλλά παιδιά αστικών, ίσως και μεγαλοαστικών, οικογενειών που είχαν εκλεκτή μόρφωση.

Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, βαρυσήμαντο σοκαριστικό άρθρο στο πρόταγκον που θα συζητηθεί -εδώ, από εμάς.

 

Δεν τα λέει στραβά λοιπόν ο Μιλτιάδης. Ούτε και οι προταγκονιστές κοντυλοφόροι που προσπερνώντας όλες τις γραμμές της τεκμηρίωσης του αδικήματος, στάθηκαν –πέρα κι από τον βαθύ αποτροπιασμό τους για την ίδια την πράξη- στην ταξική γενέτειρα των συλληφθέντων. Πράγματι πρέπει να σοκάρεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι η επένδυση που έγινε στην εκλεκτή μόρφωση -η οποία πιθανώς να στοίχισε περιουσίες- όχι μόνο δεν ακολουθείται από πραγματικές πιθανότητες ανταποδοτικότητας, αλλά αντίθετα –και ακόμα πιο αχάριστα- διοχετεύεται σε κανάλια άρνησης του κόσμου που θεμελιώνεται στις νόρμες της ανταποδοτικότητας. Ίσως άγαρμπα, ίσως ρομαντικά, ίσως βάρβαρα, αλλά άρνησης. Και με κόστος, πάντως –όχι με καβάντζα την ασφάλεια της τάξης, εφ’όσον τα παιδιά αυτά έχουν ήδη αποσχιστεί από την τάξη της ασφάλειας. Σοκάρεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι κι οι άλλες συμμορίες μοιάζουν με τη δική σου. Ότι φέρουν σχεδόν τα ίδια σημεία της ταξικής συνθήκης: εκλεκτή μόρφωση, μεγαλοαστικές οικογένειες, κληρωμένοι της κοινωνίας. Φτιαγμένοι. Χρεωμένοι στην τυχερή πλευρά της ζωής. Παλεύοντας για το περισσότερο, όχι για το αυτονόητο και ήδη κεκτημένο, όχι για το αβίαστα παρεχόμενο, το κατά συνθήκη· πλεονέκτες από επιλογή, όχι ρέκτες από ανάγκη –σύμφωνα πάντα με τους προτάγκονους. Γι’αυτό και το πρώτο ανάθεμα που θα πέσει πάνω τους κατά το ταξικό παραστράτημά τους είναι η υπενθύμιση της καταγωγής τους. Όλοι θα αναρωτηθούν δηκτικά: γιατί αυτή η εκλεκτή μόρφωση να βρίσκει έκφραση στα όπλα; Κανείς δεν θα αναρωτηθεί –κανείς δεν αναρωτήθηκε: γιατί αυτή η βολεμένη (ίσως και μεγαλοαστική, αλλά σίγουρα όχι απόκληρη) παρέα να ληστεύει μια τράπεζα;

Τι άραγε να ταράζει περισσότερο τη συνοχή των αστών; A class war or a war within a class? Στο πρώτο ενδεχόμενο, έχουν αριστεύσει κατά καιρούς, έχουν βρει τα εργαλεία, έχουν φτιάξει τα γκέμια, τα’χουν κουλαντρίσει. Το δεύτερο ανοίγει επικίνδυνες ρωγμές, επιβουλεύεται την άρρηκτη συνέχεια της κάστας. Ως θέσει όμοια, τα τέκνα των παροικούντων στις παρυφές της ευδαίμονος τάξης χαλάνε την πιάτσα. Η απόκλιση από την ενιαία αφήγηση –αυτή που βρίσκει ελευθερία μόνο στην κατανάλωση και την αποχαλίνωση των όρων ανταποδοτικότητας- απειλεί να διασαλεύσει το αρραγές: την τάξη της τάξης. Πέρα από την πιάτσα όμως, χαλάει και τη συμφωνία –την ομερτά των ταξικών κεκτημένων και έννομων επιδιώξεων. Η απόλαυση των προνομίων της κάστας στηρίζεται στον κατά γράμμα σεβασμό της νόρμας: τουμπεκί, μάσα, πρέφα και κομπόστα· και χαίρε πολιτεία ασάλευτη. Η δε περιφρόνηση των προνομίων ανεπίτρεπτη. Είναι πράγματι μια σκέψη που τρομοκρατεί.

Όλοι τους ξεχνούν βέβαια, μάλλον όχι τυχαία, ότι ταξικοί αποστάτες δεν ήταν μόνο οι δυο ήρωες στο Άλμπατρος, ο βαρονέτος Έντμουντ Μάθιουσελντ και ο μαρκήσιος Νέλσον Τζαίημς (που βέβαια μια δεκαετία μετά αναρωτιόμαστε αν η συγγραφέας του μυθιστορήματος είναι το ίδιο πρόσωπο με την αρθρογράφο στην άθενς βόης ή είναι κάτι σαν τους Luther Blissett αλλά μετά τη διάσπαση), αλλά και πολλοί άλλοι επιφανείς διανοητές. Ο Κροπότκιν ήταν γιος πρίγκιπα, ο Μπακούνιν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, ο Λαφάργκ, ο Ένγκελς και ο Μαρξ προέρχονταν από εξαιρετικά εύπορες οικογένειες, για να παραθέσουμε ελάχιστα παραδείγματα. Ο Λένιν μάλιστα –άλλος ένας τιμημένος αποστάτης της τάξης του- πολύ εύστοχα θεωρούσε ότι η αστική διανόηση θα αναπληρώσει την αδυναμία των εργατών να διαμορφώσουν πολιτική ταξική συνείδηση καθώς δεν ήταν τυφλός στο να δει ότι φορείς και δημιουργοί της επαναστατικής θεωρίας δεν είναι οι εργάτες αλλά οι διανοούμενοι και μάλιστα οι πρωτοπόροι αστοί διανοούμενοι. Γράφει κάπου ο Ραφαηλίδης γι’αυτούς τους φωτισμένους αστούς αποστάτες, ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τους υποπτευτεί για ιδιοτέλεια, γιατί είναι οι μόνοι που δεν αντιλαμβάνονται τον «καλύτερο κόσμο που είναι νάρθει» σα δυνατότητα αναρρίχησης στην εξουσία των πεινασμένων που ονειρεύονται να γίνουν αφεντικά, αντιστρέφοντας τους ρόλους του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου. Το ίδιο ισχύει και για τον Δημήτρη Μπάτση, το σύντροφο και συναγωνιστή του Νίκου Μπελογιάννη που εκτελέστηκε μαζί του τον Μάρτιο του’52: γιος ναυάρχου, διαπρεπής οικονομολόγος και δικηγόρος, άνθρωπος με λαμπρή δράση στη διάρκεια της κατοχής, μέλος της «καλής κοινωνίας» του Κολωνακίου, άνθρωπος ευκατάστατος –και παρά ταύτα κομουνιστής. Ως τυπικός «αποστάτης της τάξης του» έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Με τον Μπάτση δίπλα στο Μπελογιάννη δείχνεις με τον πιο σαφή τρόπο πως η κομουνιστική διάβρωση είναι πολύ βαθιά, αφού το κομουνιστικό μικρόβιο μπορεί να προσβάλει ακόμα και άτομα υγιέστατα από ταξικής απόψεως και όχι μόνο αυτούς που «δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους».

Η εκλεκτή μόρφωση όμως θα μπορούσε να αποτρέψει τέτοιες μολύνσεις. Δεν είναι μόνο ο Βαρβιτσιώτης που αντιπροτείνει γαλλικά και πιάνο προκειμένου να μετουσιωθεί το αριστοτελικό «φιλοσι γὰρ γαν καμισοσιν γαν καὶ τἆλλα πάντα ὁμοίως» σε τσάι και συμπάθεια, και μάλιστα σε συνθήκες παγκόσμιου σπαραγμού. Από τα διάφορα speaker’s corner στα αχανή Hyde Park του φέησμπουκ εκφράστηκαν πανομοιότυπες ρήσεις από την «ντόπια διανόηση», όπως σε στίχο του Βασίλη Νικολαϊδη. Η κάστα των βαρβιτουρικών προταγκονιστών ξηγιέται αισθητική ούμπερ άλες, ως τη μακάρια ωτασπίδα που θα προστατεύσει την τάξη από τα άτακτα ερεθίσματα. Να τρελαθούμε στα φαγκότα, που λέει και ο Τζιμάκος, προκειμένου να καλλιεργηθεί η ψυχούλα μας, να μετατραπεί το μίσος που προκαλεί η κοινωνική αδικία -ανεξάρτητα αν είσαι εργάτης ή αστός- σε καλλιέπεια και καλλιέργεια και φιλευσπλαχνία και άλλα ζαχαρωτά.

Και πάλι ξεχνούν να προσμετρήσουν πως οι Γερμανοί ναζί ανάγκαζαν τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να ακούν Στράους και Βάγκνερ σκάβοντας με τα νύχια τάφους με τα χέρια τους για τα αδέρφια και τους γονείς τους που πέθαιναν από κακουχίες. Στο Μαουτχάουζεν το ολοκαύτωμα συντελέσθηκε με τις μουσικές που μας προτείνει η σύγχρονη ανθυποδιανόηση για anger management, έτσι απολίτικα, λάιτ και λάικ. Ο Παούλ Τσελάν, έχοντας ζήσει τη θηριωδία του Άουσβιτς και τους ναζήδες με τη ρομαντική μουσική, θα γράψει τη Φούγκα του θανάτου:

Mαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τ'απόγευμα
σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμ' ένα τάφο στους άνεμους εκεί δεν είναι στριμωχτά.

Η πολιτική ενάργεια της τάξης –και η ίδια η άλλως υψηλή αισθητική της τελικά- τελειώνουν στο nobility· αστική ευγένεια, και από μέσα ας ζέχνουν. Το έχει απαντήσει ήδη όμως ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι:

Τη σκέψη σας που ονείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας,
σάμπως ξυγκόφρεφτος λακές
σ'ένα ντιβάνι λιγδιασμένο
εγώ θα τη τσιγκλάω,
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός και αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ούτε μια άσπρη τρίχα στη ψυχή μου
και ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.

Πιο λιτά και λιγότερο ηρωικά, το έχει περιγράψει και η Γαλάτεια Καζαντζάκη: εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Εικόνα σου είμαι κοινωνία και τρομάζω, πετάγεται ξανά ο Τζιμάκος με την περιπαικτική του σκληράδα. Ένα στίχο πριν όμως, η Γαλάτεια έχει ήδη αποσαφηνίσει την τοπογραφία της απόγνωσης: όλη η ζωή μου του χαμού. Αλλά αυτό είναι που κάνει το τσιτάτο ασήκωτο. Γιατί δείχνει την κόλαση. Δείχνει ποιοι και με τι είναι –ή είμαστε- πραγματικά όμοιοι. Δείχνει ότι η ταξική νιρβάνα δεν έχει υπόκρουση Βάγκνερ και μεγαλείο ανθρώπων -όπως μαρτυρά κάθε μεγάλη μουσική- αλλά τους ήχους που φτάνουν από μακριά, τους τριγμούς από τα έγκατα του ζόφου, την ηχώ των σαπισμένων κορμιών, τις κραυγές στα κρατητήρια στις πέντε τα ξημερώματα, τις παραμορφώσεις στα πρόσωπα -απ'έξω κι από μέσα-, το αποτρόπαιο σύρσιμο που κάνει το καροτσάκι του άστεγου, ενώ κουβαλάει το βιος του και το βιος μας, πάνω στα πλακάκια της ανάπλασης κάποιου διαπλεκόμενου δημάρχου.

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στο πρόσωπο των πιτσιρικάδων μπορεί να είναι κι από αίμα -για να συνεχίσουμε στο πνεύμα των ποιητών. Μπορεί όμως να είναι κι από ντροπή· την ατέλειωτη ντροπή που αντανακλάται πάνω τους, που φορτώνεται σαν αλάτι πάνω στις αμυχές τους· την ανυπόφορη ντροπή των αστών συγγενών τους που όχι καλάσνικοφ δεν τολμούν να φανταστούν ότι αγγίζουν, αλλά που πηγαίνουν στην τράπεζα καθημερινά, μόνο για να σφίξουν κι άλλο τη γραβάτα που μια μέρα θα τους πνίξει. Και που επειδή ντροπή δε νιώθουν για τίποτα, τη φοράνε όλη στα παιδιά τους.

 

2 σχόλια μέχρι τώρα

ο protagon μου

E-mail Εκτύπωση PDF

Όποιος χρησιμοποιεί τη μηχανή αναζήτησης της γκουγκλ, θα έχει παρατηρήσει ότι καθώς ξεκινάς να γράψεις τη λέξη προς αναζήτηση, εμφανίζονται από κάτω κάποιες προτάσεις από τη μηχανή, ανάλογα με τα αρχικά γράμματα που έχεις πληκτρολογήσει. Η σειρά των επιλογών που δίνονται προκύπτει από ένα φίλτρο της μηχανής που διατρέχει το πλήθος εμφανίσεων των πιθανών λέξεων σε δημοσιεύσεις, σε συνδυασμό με τις προβολές τους από τους χρήστες· κοινώς, εμφανίζει τις πιο δημοφιλείς λέξεις. Από την αρχή το είχα βρει διασκεδαστικό, τόσο που στα χαζολοήματά μου, πληκτρολογούσα τυχαία γράμματα και συνδυασμούς, για να διαπιστώσω ποιες λέξεις είναι trendy την κάθε εποχή στα ίντερνετς. Εδώ και καμιά βδομάδα, σταμάτησα να το βρίσκω και τόσο διασκεδαστικό, όταν πληκτρολογώντας το γράμμα "χ", εμφανίστηκε ως πρώτη επιλογή το αποτέλεσμα "χρυσή αυγή". Εκεί όμως που ίδρωσα πραγματικά και άρχισα να παράγω συνειρμούς, ήταν όταν πληκτρολογώντας "χρ", εμφανίστηκαν κατά σειρά η "χρυσή ευκαιρία" και το "χρηματιστήριο", μετά όμως την πάντα πρώτη "χρυσή αυγή". Διαπίστωσα με ακόμα μεγαλύτερη αποστροφή ότι ακόμα και στο "χρη", η "χρηση αυγή" εμφανίζεται στα εφτά πρώτα αποτελέσματα. Πολυ φιλομάθεια έπεσε τελευταία στο ίντερνετς· περισσότερη φαίνεται κι από την ανάγκη για δουλειά, αν ας πούμε αυτή μπορεί να εκφραστεί στην αναζήτηση της "χρυσής ευκαιρίας".

Στο ίδιο πνεύμα πολιτικής ανορθογραφίας, τα κανάλια της τελεόρασης εδώ και λίγο καιρό αγκάλιασαν τη χρυσαυγή στη γυαλιστερή θεματολογία τους, δίνοντας κάθε βήμα στον μπρουτάλ φασιστικό λόγο· από εκτενείς παρουσιάσεις σε κυριλέδικες δημοσιογραφικές εκπομπές μέχρι λίγα μέτρα πασαρέλας στη μόδα του μεσημεριού ανάμεσα στα λιωμένα λιπ γκλος της ματαιοδοξίας, πάντα όμως στο πλαίσιο του τρυφερού αυτοπροσδιορισμού, μιας και είμεθα πολιτισμένοι άθρωποι πλέον και δεν μιλάμε με αναχρονιστικά στερεότυπα, right; Right. Άκρα right, για την ακρίβεια· άκρα του τάφου right. Κι έτσι, να'τος πετιέται από δεξιά, ο Μιχαλοβλάχος στο μπερντέ του Σταύρου Θοδωράκη, να'τος πετιέται από ακροδεξιά κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει αλλοδαπό με το καμάκι του ήλιου.

Κυνηγάτε μετανάστες; ρωτάει ο σοβαρός δημοσιογράφος πιάνοντας (στη νιοστή) το πηγούνι του. 'Οχι, ποτέ δεν έγινε αυτό, εξηγείται η αρχηγάρα, αφού έχει όλο το πεδίο να το κάνει. Σ'αυτό το σημείο κανονικά, ένας καλός δημοσιογράφος έχει φροντίσει να έχει μονταρισμένες -από άλλο γύρισμα βρε αδερφέ- δυο-τρεις πρόχειρες μαρτυρίες από σακατεμένους ταλαίπωρους του Αηπαντελεήμονα, που έχουν γυρίσει από το νοσοκομείο με ράμματα, εγχειρισμένα κεφάλια και άλλα τεκμήρια αναπηρικής σύνταξης. Μετά τις μαρτυρίες, ο καλός δημοσιογράφος, θα αναφέρει πως οι αναγνωρισμένοι ως θύτες γι'αυτές τις επιθέσεις είναι όλοι τους μέλη της χρυσαυγής και ίσως να το ταυτοποιήσει κιόλας με τα ονόματα των υποδίκων για τις ίδιες επιθέσεις. Αυτά τα κάνει ο καλός δημοσιογράφος. Ο δημοσιογράφος-σκέτο μπορεί να αρκεστεί, αν το θέλει, σε ένα τάπωμα του βλαχοφύρερ στο καπάκι, με κανά δυο φωτογραφίες από επιθέσεις, αλιευμένες από γνωστά μέσα και εφημερίδες. Και πάλι το νόημα βγαίνει.

Όχι όμως ο Σταύρος. Ο Σταύρος ακούει τους ανθρώπους, σκύβει στις ιστορίες τους, αφουγκράζεται τις αγωνίες τους. Άλλωστε, αυτογελοιοποιούνται οι φασίστες, όπως λένε όλοι. Όλοι; Ίσως μόνο εκείνοι που έτσι κι αλλιώς έχουν χαράξει ένα μέτρο στο τι είναι γελοίο και τι όχι, που μια αποστροφή για τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν ως (τελικές) καθαρές λύσεις την έχουν, που μια αισθητική απόσταση από τα σάλια της μπρουταλιτέ των κασιδιάρηδων μπορούν να την καυχηθούν. Οι υπόλοιποι σιγοβράζουν στο ζουμί της αντιμνημονιακής οργής και του χαοτικού εύρους των επιλογών έκφρασής της, όπου ο πιο ελλαδάρας κερδίζει πόντους κι ας πάει να κουρευτεί η δημοκρατία και οι πολιτισμένες οδοί της. Τις είδαμε κι αυτές. Και αν όπως λέει κι ο Σταύρος "σας λένε φασίστες και νεοναζί", εδώ είναι τα παλικάρια για να μας πουν ότι δεν είναι ούτε το'να ούτε τ'άλλο. Και τι πα να πει νεοναζί δηλαδή; Εδώ σε θέλω.

 

Νεοναζί σε χαριτωμένη συντόμευση θα πει εθνικοσοσιαλιστής, νασιοναλσοτσιαλίστεν. Το σωστό θα ήταν να λέμε νεονατσί και, εδώ που τα λέμε, παίζει να είμαστε οι μόνοι στο ντουνιά που το προφέρουμε λάθος και δεν μας εννοούν στα ξένα όταν μιλάμε. Επίσης, το σωστό θα ήταν όταν λέμε νεοναζί να εννοούμε κάποιον που έχει, πέρα από την προσήλωση στα εθνικά, και μια ενημέρωση περί του σοσιαλισμού. Για να δούμε όμως λίγο τις προγραμματικές θέσεις, έτσι όπως δεν μας τις μολόγησε ο άρειος αρχηγός μέσα στον απολογητικό αυτοπροσδιορισμό του, και να νιώσουμε εθνικοσοσιαλισμός τι πα να πει:

Φορολογική αμνηστία για δέκα χρόνια εφ'όσον δημιουργούνται τουλάχιστον δέκα σταθερές θέσεις εργασίας, μηδενισμός της φορολογίας σε εξαγωγικές παραγωγικές μονάδες, υπέρ της επενδυτικής ανάκαμψης κατάργηση όλων των ασφαλιστικών και λοιπών εισφορών, άμεση κατάργηση όλων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών φορέων,διάθεση οικοπέδων με leasing ένα ευρώ το χρόνο. Επίσης: να αποβληθεί τελείως το υπουργείο ανάπτυξης και η επένδυση να πραγματοποιείται κατ’ευθείαν μεταξύ των συνεταίρων που καταβάλλουν το κεφάλαιο, δηλ. του Έλληνα επενδυτή και του Ευρωπαϊκού ταμείου, το οποίο μπορεί να εκπροσωπηθεί από Ελληνική Τράπεζα, μ’ένα κόστος 1-2% για τις υπηρεσίες που θα παρέχει (έλεγχος επένδυσης κλπ.)

Εξόχως σοσιαλιστικά και εθνικά πρέπει να ακούγονται όλα αυτά, ειδικά αν τα συνδυάσουμε και με την εγγυητική διαβεβαίωση ότι τα συμφέροντα της πατρίδας διασφαλίζονται με την παραμονή στο ευρώ, η οποία είναι επιτακτική συνθήκη για τους υπερπατριώτες που ματώνουν για μια ανεξάρτητη εθνική οικονομία. Μη στραβώσει κι η μαμά Ντόιτσλαντ. Ούμπερ άλες. Το καλύτερο όμως στο έχω για το τέλος: ο Λαός είναι ο πραγματικός άρχοντας και ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα από τον Ηγέτη του.

Τσίμπησες και το δημοκρατικό σου λοιπόν και είσαι ήσυχος. Γιατί λοιπόν δεν παίζουν όλα αυτά στα κανάλια και δεν βρίσκεται μισός δημοσιογράφος να τα ψαχουλέψει και να μας τα πετάξει ατάκτως σε κάνα μικρό ρεπορτάζ, έτσι φορ ολντ democracy σέηκ; Γιατί αναλώνουν υπόπτως εμμονικά το χρόνο τους σε ένα λιβάνισμα του θυμικού προφίλ της οργάνωσης και της αστειακής λαϊκότητας των μελών της (ακόμα και μέσα από τις λάηφσταηλ προσεγγίσεις); Ίσως γιατί, όπως γράφει ο Βυτίος στο ΜΟΝΟ που κυκλοφορεί (τεύχος 9), όταν ο κυρίαρχος λόγος των δύο (μέχρι πρόσφατα) μεγάλων κομμάτων και των τηλεοπτικών πάνελ, αποχρωματίζει και απενεχοποιεί έννοιες όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή πρακτικές όπως οι "επιχειρήσεις σκούπα", αυτό που χτες έμοιαζε ακραίο, αύριο θα είναι "αυτονόητο". Ίσως γιατί, όπως γράφει ο Δημήτρης Κουσουρής στο Unfollow που κυκλοφορεί (τεύχος 6), είτε στις επόμενες εκλογές οι ναζί πάρουν 0,5 είτε 8%, το σίγουρο είναι πως η ελληνική αστική τάξη έχει προσθέσει μια ακόμα ζώνη εξαίρεσης, μια ζώνη νόμιμης ανομίας, στην οποία δυνάμεις του συστήματος θα μπορούν, "μέσα κι έξω από τη βουλή", με το καλό και με το στανιό, με νόμιμους και παράνομους τρόπους να υπερασπίζονται το καθεστώς των κυρίαρχων σχέσων ιδιοκτησίας.

Παίζουν λοιπόν συνέχεια τη χρυσαυγή για να κατοχυρωθεί πλέον αυτός ο λόγος όχι ως κάτι ακραίο, αλλά ως κάτι συζητήσιμο βρε αδερφέ, μια τάση ανάμεσα σε άλλες, δεν είναι άκρο, είναι σλόγκαν, είναι hip, είναι φάση, το εγέρθητι είναι πλακίτσα, είναι παρεξήγηση. Ο συνειρμικός συσχετισμός μιας ακραίας εγκληματικής συμμορίας με μια λαηφστάηλ μπρουταλιτέ, διάδοχο του τυχαίο δε νομίζω στις καθημερινές μας έξεις, απώτερα κατορθώνει κάτι απείρως χειρότερο στις συνήθειες του δημόσιου λόγου: τη νομιμοποίηση των φασιστικών ιδεών μέσα στα όρια της κοινωνικής ευαισθησίας. Έτσι, το τελευταίο κακό είναι το ότι εκφασίζεται το ίδιο το δικαίωμα στο λόγο -αυτό άλλωστε έχει εκφασιστεί προ πολλού όταν τα εκβιαστικά διλήμματα της άρχουσας τάξης δεν σέβονται ούτε τη βασική συνθήκη ενός εκβιασμού: ότι ο εκβιασμένος καλείται να επιλέξει. Το αληθινά εφιαλτικό ως κοινωνικό έθιμο που τείνει να διαμορφωθεί και να διαβρώσει τη συνείδηση δύο τουλάχιστων γενεών, είναι ότι εκδημοκρατίζεται (άρα εκλογικοποιείται -pun intended) το δικαίωμα στο φασισμό. Και αυτό το συνολικό κέρδος για τους απολυτάρχες είναι απείρως χρησιμότερο από το διαλεκτικό, αφού πέρα από το λόγο αφορά (κυρίως) και την πράξη. Γι'αυτό άλλωστε και στους τρόπους τους, φροντίζουν να μασκαρεύονται όσο μπορούν (με δυσκολία είναι η αλήθεια) με το δημοκρατικό προσωπείο, παίζοντας με τις νόρμες των αντιπάλων: την ανταλλαγή απόψεων.

Ή, ακόμα καλύτερα, αν αυτό είναι άκρο, τότε είναι όσο άκρο είναι και οι ανταρσύες και αυτοί οι αριστεροί που θέλουν -άκουσον άκουσον- να μας βγάλουν από το ευρώ και να μας βρουν όλα τα κακά των σοβιέτ (και άλλα τόσα). Τους ίδιους τους χρυσαυγίτες -ως fashion icons- θα τους φτύσει και θα τους πετάξει το σύστημα, αφού (μας) τους φορέσει κι άλλο λίγο, καθ'ότι είναι γνωστό πως τα νούμερα φέρνουν νούμερα. Ή θα καούν μόνοι τους από την υπερβολική έκθεση στο φως, όπως κάθε σωστό βαμπίρ που σέβεται το μύθο του. Η τηλεθέαση θα τους λιώσει. Ο αποκλεισμός και οι συνομωσίες μόνο θα τους σώσουν.

Αν λοιπόν μεθαύριο το μαύρο μπλοκ του σαμαρά νομοθετήσει τους πυροβολισμούς μεταναστών στα σύνορα ως λύση, το έδαφος θα έχει οργωθεί. Η ανάγνωση του προβλήματος έχει κατοχυρωθεί προ πολλού, η ατζέντα έχει διαγράψει όλες τις παρεκκλίσεις. Όσο για τις λύσεις του, το μεγάλο crash test στην κοινωνία θα έχει γίνει. Η χρυσαυγίνη διοχετεύτηκε στους μικροαστούς σε σωστές ελεγχόμενες δόσεις, αργά, μεθοδικά, μέσα από καιάδες, παντελεήμονες και θηρία τζήμερα. Κανένα αυγό του φιδιού δεν χρειάστηκε να επωαστεί. Με γελάκια και στοργικά τριψίματα στο πηγούνι από (όλους) τους θοδωράκηδες, τα κατακάθια της ιστορίας από τα έγκατα της μισανθρωπίας, γίνονται πρωταγωνιστές.

 

 

*Ζήτω, δεν υπάρχει άλλο βούτυρο!, του John Heartfield, εξώφυλλο του ΑΙΖ, 1935. Στον υπότιτλο, μια φράση του Hermann Goering: "Το σίδερο πάντα έκανε το έθνος δυνατό, ενώ το βούτυρο και το λαρδί έκαναν τον κόσμο χοντρό".

3 σχόλια μέχρι τώρα

μια βραδιά στο Sachsenhausen

E-mail Εκτύπωση PDF

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για συλλογική ευθύνη, μέσε Γερμανέ φίλε.

Το Oranienburg είναι ένας οικισμός, ας πούμε μικρό χωριό, στα βόρεια προάστια του Βερολίνου -κάπου 30 και κάτι χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Στα περίχωρα του Oranienburg, δίπλα στις όμορφες και απαράμιλλα ταξινομημένες ρουστίκ μονοκατοικίες, βρίσκεται το μουσείο και τόπος ιστορικής μνήμης γνωστός ως Sachsenhausen. Η πιο πρόσφατη μνήμη της Ιστορίας αντιστοιχεί το Sachsenhausen με το στρατόπεδο όπου ο Κόκκινος Στρατός της Σοβιετίας κράτησε φυλακισμένους (από το 1945 μέχρι το 1948) τους Βερολινέζους Ναζί και τις οικογένειές τους, καθώς και ύποπτους για άμεση ή ενδεχόμενη συνεργασία. Πριν από αυτή τη χρήση του, η μνήμη πηγαίνει πίσω στο 1936 οπότε και το γνήσιο τέκνο της παρακμής της Βαϊμάρης, Αδόλφος Χίτλερ -ήδη εκλεγμένος από το 1933, με ποσοστό 44% και το μισό κοινοβούλιο δικό του- δημιουργεί αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης προκειμένου να εγκλείσει τους παρείσακτους της κοινωνίας που πλέον πορεύεται με το όραμα της τελικής λύσης: αντιφρονούντες, πολιτικοί κρατούμενοι, φιλοσοβιετικοί, ομοφυλόφιλοι, νοητικά στερημένοι, Ρομά, μελαμψοί κλπ. Το Oranienburg παρακολουθεί και επαυξάνει. Η εργασιακή προσφορά των -κυρίως ομοεθνών- έγκλειστων είναι ευεργετική για την πληγωμένη γερμανική οικονομία των φιλήσυχων πολιτών έξω από τα συρματοπλέγματα: παραγωγή οικοδομικών υλικών, δοκιμές δερμάτινων παπουτσιών, ιατρικά πειράματα και γενετικές έρευνες. Φαίνεται επίσης πως οι εργασίες μέσα στο στρατόπεδο επεκτάθηκαν και σε άλλες οικονομίες: το Sachenhausen υπήρξε η μεγαλύτερη παραγωγική μονάδα πλαστογραφίας βρετανικού χρήματος στην Ευρώπη.

Όπως σε κάθε υπέροχα ανταγωνιστική οικονομία, το θαύμα της παραγωγικότητας συνοδεύεται από μικρές λεπτομέρειες. Σε αντίθεση με τους κάτοικους του Oranienburg, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα τις μάθουμε μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα: τα παπούτσια δοκιμάζονταν από τους έγκλειστους σε εξαντλητικές πεζοπορίες μεταξύ 20 και 40 χιλιομέτρων την ημέρα, τα ιατρικά πειράματα περιελάμβαναν δοκιμές χημικών πολέμου και φονικών ουσιών, στειρώσεις, ευνουχισμούς, ακρωτηριασμούς, εξευτελισμούς, ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα τιμωρούταν με εκτέλεση και φρικώδη βασανιστήρια ή ενισχυόταν με καταναγκαστική πορνεία. Arbeit macht frei. Η εργασία απελευθερώνει. Όχι όπως το έγραψε ο Μαρξ, αλλά όπως το εννόησαν τα τέρατα στα κολαστήριά τους.

Arbeit macht frei. Κρατούμενοι του στρατοπέδου
απελευθερώνονται εργασιακά μέσω της καταναγκαστικής εργασίας
στην καύση των βασανισμένων νεκρών συγκρατούμενών τους.

Υπολογίζεται ότι πάνω από διακόσιες χιλιάδες ψυχές πέρασαν την πύλη του Sachsenhausen μεταξύ 1936 και 1945. Με την έναρξη του πολέμου, η εθνολογική σύσταση του στρατοπέδου άρχισε να ποικίλλει: στρατιωτικοί όμηροι της σοβιετικής αρμάδας, Πολωνοί, Ολλανδοί, Εβραίοι, Έλληνες κ.α. Οι εγκαταστάσεις του υπήρξαν πρότυπο για τη δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης εντός και εκτός Γερμανίας, ενώ λειτούργησαν και ως εκπαιδευτήρια δεσμοφυλάκων και διοικητών που θα τοποθετούνταν μετέπειτα σε αυτά. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του -κυρίως πριν την έναρξη του πολέμου- το Sachenhausen στα μάτια των εντόπιων υπήρξε απλώς μια μονάδα βιομηχανικής παραγωγής, όπου εργάζονταν κρατούμενοι της Βαϊμάρης. Συχνά πυκνά αυτοί απασχολούνταν καταναγκαστικά και σε εργασίες εκτός του στρατοπέδου, πάντα προς όφελος της τοπικής κοινωνίας και κεφαλαίου, ενώ και ένα μέρος των στρατιωτικών εγκαταστάσεων ήταν προσβάσιμο στους ντόπιους για επίσκεψη.

Κρατούμενοι του Sachsenhausen, με τη χαρακτηριστική
κυανόλευκη ριγωτή στολή, σε δημόσια έργα στο Βερολίνο.

Γερμανοί κρατούμενοι, σημαδεμένοι για να ξεχωρίζουν
κατά την περιφορά τους στους δρόμους του Oranienburg.

Πριν λίγες ημέρες, η ανάμνηση του Sachsenhausen συμπλήρωνε μια τραγική επέτειο: στις 21 Απριλίου του 1945 και ενώ τα σοβιετικά στρατεύματα έφταναν στο Βερολίνο για να καταλάβουν όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ο Χίτλερ έδωσε εντολή να εκκενωθεί το Sachsenhausen και να οδηγηθούν οι κρατούμενοι σε μια παρέλαση θανάτου -όπως έμεινε γνωστή- προς τα βορειοδυτικά, προλαβαίνοντας στο νήμα τον Κόκκινο Στρατό: τριάντα χιλιάδες έγκλειστοι ξεκίνησαν πεζοί αυτή την πορεία, ενώ πίσω στο στρατόπεδο παρέμειναν οι πλέον καταπονημένοι και εξαντλημένοι από τα θηριώδη βασανιστήρια και τις στερήσεις -μόλις τρεις χιλιάδες ψυχές. Με την επικράτηση στα οχυρά του Oranienburg, έξι μέρες μετά την εκκένωση του στρατοπέδου, οι σοβιετικές αρμάδες καταλαμβάνουν το Sachsenhausen. Βρίσκουν καμένη γη και ζωντανούς νέκρους. Στους επόμενους μήνες, προσπαθούν να περιθάλψουν τους έγκλειστους -περίπου τριακόσιοι πεθαίνουν στα χέρια τους, ήδη νικημένοι από την ολική εξαθλίωση- και να τους επαναπατρίσουν υγιείς στις διάφορες γωνιές της Ευρώπης. Όσοι Γερμανοί κρατούμενοι έχουν κατορθώσει να δραπετεύσουν από τη θανατική παρέλαση, επιστρέφουν στο στρατόπεδο και καλούν τους κατοίκους του Oranienburg να επισκεπτούν τις εγκαστάσεις και να εξακριβώσουν τα εγκλήματα που συνέβαιναν με την ανοχή τους ή την άγνοία τους. Δεν βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση: η γερμανική κοινωνία αποδέχεται σιωπηρά την ενοχή της.

Στην παρέλαση θανάτου, ζωντανοί και νεκροί γίνονται ένα.
Όσοι δεν μπορούν να συνεχίσουν λόγω της εξάντλησης
εκτελούνται επιτόπου, ενώ αναφέρονται αφηγήσεις κρατουμένων
που εξαναγκάστηκαν να περάσουν πάνω από πτώματα ή
να κάνουν οι ίδιοι τις εκτελέσεις των συγκρατουμένων τους.

Μόλις οι όμηροι των Ναζί ελευθερωθούν πλήρως, το Sachsenhausen χρησιμοποιείται από τους Σοβιετικούς για να φιλοξενήσει τις οικογένειες των Ναζί και τη συνένοχη σιωπή του Oranienburg. Το Σοβιετικό Μουσείο στο βόρειο όριο του στρατοπέδου -φτιαγμένο από ενωτικά γερμανικά χέρια- επιδιώκει σήμερα σχεδόν να εξισώσει τις ανείπωτες ναζιστικές θηριωδίες με τις πολεμικές τακτικές του απελευθερωτικού στρατού. Σύγχρονη κατασκευή, μαύρη μέσα και έξω και υποβλητικά σκοτεινή, το μουσείο αυτό προσπαθεί να ντυθεί μια ατμόσφαιρα τρόμου. Όμως, το λαμπρό φόρεμα της γυναίκας του Ρώσου διοικητή -τεκμήριο της καλής ζωής που έκαναν οι Σοβιετικοί άρχοντες εις βάρος των αθώων Γερμανών, όπως αναφέρει ο υπομνηματισμός- δεν σου μένει για πολύ στο μυαλό. Η ανάσα βαραίνει με μιας, όταν περνάς μπροστά από το Station Z, όπου Ζ το τελευταίο γράμμα της αλφαβήτου με το οποίο συμβολίζεται χαρακτηριστικά από τους Ναζί ο χώρος των εκτελέσεων, των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων. Κάτω από τα ηχεία που βαγκνέριζαν στη διαπασών για να μην ακούγονται οι πυροβολισμοί, πάνω από δέκα χιλιάδες Σοβιετικοί όμηροι έπεσαν νεκροί από εκτέλεση εξ επαφής -πίσω στο λαιμό- μέσα σε διάστημα δέκα εβδομάδων. Κάνω γρήγορα τον υπολογισμό: περίπου 150 εκτελέσεις τη μέρα -μόνο οι Σοβιετικοί. Χώρια οι θάλαμοι αερίων, τα βασανιστήρια και τα ιατρικά πειράματα.

Ο νους έχει παγώσει, η μηχανή συνεχίζει να τραβάει εικόνες της κτηνωδίας. Να καταγράφει τεκμήρια του χαμηλότερου ορίου που ανέχτηκε ο άνθρωπος για την ύπαρξή του. Η ανάσα έχει βαρύνει κι άλλο, δυσκολεύει πλέον, και θέλεις όσο τίποτα να ρίξει τώρα μια μπόρα, να καθαρίσουν οι πέτρες και τα χώματα από την ενοχή όλου του κόσμου. Μια ενοχή που, ως μάρτυράς της πλέον, είναι και δική σου· ενοχή για το ανθρώπινο είδος, για την δίχως όρια αποκτήνωσή του, για την δίχως όρια απαξίωσή του, για το ότι υπήρξες άνθρωπος ανάμεσα στους άνθρωπους. Και οι άνθρωποι υπήρξαν και αυτό. Και αν δεν το δεις από κοντά ότι συνέβη, αν δεν αγγίξεις το ματωμένο χώμα και δεν ψηλαφίσεις τις αιώνιες πέτρες, αν δεν περπατήσεις δίπλα στις σκιές, αν δεν σιωπήσεις για να ακούσεις τις ανάσες των αριθμημένων μέσα στους κοιτώνες, είναι σχεδόν αδύνατο να το παραδεχτείς ότι άγγιξες ως άνθρωπος αυτό το όριο. Και να δεχτείς ότι το ξεπέρασες, και είχες την όψη του κτήνους· είτε απέναντί σου είτε χαραγμένη πάνω σου.

Ας μην ξαναμιλήσουμε, λοιπόν, για συλλογική ευθύνη
μέσε γερμανέ φίλε μου, γιατί σίγουρα θα σε αδικήσω.
Αλλά ας μη μιλήσουμε γενικά για συλλογικές ευθύνες,
όσο υπάρχει η πανανθρώπινη ευθύνη σ'αυτήν εδώ την κόλαση.

 

Ιστορικά και πληροφορίες για το Sachsenhausen, μπορείτε να βρείτε σε αυτό το λινκ, καθώς και στα λινκς της wikipedia (πατώντας εδώ και εδώ).

Ένα φωτογραφικό οδοιπορικό μου, μαζί με ιστορικές φωτογραφίες, μπορείτε να δείτε στη σελίδα μου στο flickr, πατώντας εδώ.

1 σχόλιο μέχρι τώρα

ντόρος μπακογιάννη

E-mail Εκτύπωση PDF

Αν θέλετε άλλο σύστημα, η μόνη εργατική λύση είναι να πάτε στη Βόρειο Κορέα. Είναι το μόνο εργατικό σύστημα στη δημοκρατία σήμερα, εάν δεν σας αρέσει η δημοκρατία που έχουμε.

(χειροκρότημα δημοκρατών)

Γιατί εμείς έχουμε δημοκρατία. Και στη δημοκρατία, όλοι χωράνε. Και τα μηδενικά. Ας πούμε, εγώ μπορώ να μιλάω σαν πολιτικός αρχηγός, παρ'ότι για τη βουλή και τους θεσμούς δεν έχω υπάρξει ποτέ, είμαι απλώς μια απολωλούσα που εκλέχτηκε με τη βοήθεια άλλου κόμματος, παζαρεύοντας από κοινού με συναδέλφους και ψηφοφόρους για να έχω κι εγώ τους σταυρούς μου, εξαντλώντας όλη την κεκτημένη ιστορία της παράταξής μου και της οικογένειάς μου και να'μαι τώρα εδώ, ελεύθερη, ανεξάρτητη, ισότιμη στις συνομιλίες με τα άλλα μηδενικά και τις σχετικές πλειοψηφίες.

Δες και τους άλλους όμως. Δεν πάνε πίσω από δημοκρατική συνείδηση. Διαγράφουν τους βουλευτές τους, αλλά δεν τους διαγράφουν από το κόμμα -μην αδειάσει και το μαγαζί. Τους αφαιρούν τη μόνη ιδιότητα που απέκτησαν δημοκρατικά, τους σουτάρουν από την κοινοβουλευτική ομάδα στην οποία εκλέχτηκαν από το λαό -τον κυρίαρχο λαό, αν μιλάμε για την κυριακή των εκλογών- τον ίδιο λαό που ψηφίζοντάς τους, έδωσε και συνολικές ψήφους στο κόμμα, ανεβάζοντας τα ποσοστά του. Έτσι, η σχετική πλειοψηφία γίνεται ακόμα λιγότερο σχετική, γίνεται σχεδόν άσχετη, αλλά τώρα δεν πειράζει γιατί προλάβανε και φτιάξανε κυβέρνηση με τους άλλους, άρα πάει η παλιά εντολή, ας γιορτάσουμε παιδιά, και των εκλογών ο πόθος ας κοιμάται στην καρδιά. Αν πριν αγγίζανε το 30% σε αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος -για να μην πούμε για πραγματικούς αριθμούς και αντιπροσώπευση επί του συνόλου των ελλήνων- φανταστείτε τώρα για τι εκπροσώπηση μιλάμε. Ο εκλογικός νόμος να'ναι καλά, να έχω κι εγώ ψωμί. Να'ναι καλά, να τους κόβει βουλευτές, να μου δίνει μέρες.

Δες όμως και τ'αρχίδια μας τα δυό που κάνουν δηλώσεις σχεδόν ως πολιτικοί αρχηγοί, ως σημαίνοντα πρόσωπα, παρ'ότι τώρα, διεγραμμένοι και προδοτικά ατιμασμένοι από τον φύρερ τους, δεν εκπροσωπούν ούτε τ'αρχίδια μας τα δυό. Είπαμε όμως, στη δημοκρατία κάθε μηδενικό πρέπει να έχει θέση. Είπα μηδενικό τώρα και θυμήθηκα τον παπαδήμο. Είδες προκοπή ο άνθρωπος στη δημοκρατία; Χωρίς κόμμα, χωρίς λοβιτούρες, χωρίς φατρία, χωρίς μεγάλο τζάκι, κι όμως μια χαρά δοτός τα κατάφερε, μια χαρά κυβέρνηση έφτιαξε, μάζεψε όλα τα μηδενικά, πέρασε για νόμους και μέτρα ό,τι του σφυρίξανε, κέρασε αρχαία και θάλασσες την τρόικα, κέρασε ανταγωνιστικότητα τον άστεγο και το μετανάστη, κέρασε και τους μεταξεταστέους από μια επανάληψη όλου του περιοδικού πίνακα, φέρνοντας τη νέα εκπαιδευτική μέθοδο, την ψεκαστική. Τι φωνάζετε λοιπόν και χαλιέστε;

Είπαμε, αν θέλετε εργατικές λύσεις, να πάτε στη Βόρειο Κορέα. Να πάτε και στο Βόρειο Σέλας, δεν μας νοιάζει. Εδώ έχουμε δημοκρατία· και σ'όποιον αρέσει. Σ'όποιον δεν αρέσει, δόξα τω θεώ δημοκρατία έχουμε, θα τον κάνουμε να του αρέσει. Εδώ δεν είναι Βόρειος Κορέα, εδώ είναι παίξε γέλασε.

δική σας,

Ντόρα η οπορτουνίστρια

(χειροκρότημα τεχνοκρατών)

Άλλη μια συνηθισμένη μέρα δημοκρατίας στο κοινοβούλιο,

με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της δημοκρατίας σε πρώτο πλάνο.


2 σχόλια μέχρι τώρα

γκοτζαμάνηδες και γκοτζαμπάσηδες

E-mail Εκτύπωση PDF

Με δημοκρατική αηδία παρακολουθώ τις τελευταίες μέρες τη διατεταγμένη συντονισμένη προσπάθεια των συστημικών και (φιλο)καθεστωτικών υπαλλήλων της μιντιακής εργολαβίας -κάποιοι από αυτούς αμοιβόμενοι από τον υποχρεωτικό δημόσιο ρεφενέ όλων μας- να στοχοποιήσουν δημοκρατικές δυνάμεις ως εστίες πολιτειακής εκτροπής και παραβατικής δράσης. Ως αγανακτισμένοι εξουσιαστές -ως άλλη πλατεία και (αντι)λαϊκή συνέλευση- ζητούν κι εκείνοι μερικά κεφάλια βουλευτών επί πίνακι, όχι αναγκαστικά γιαουρτωμένα ή μπογιατισμένα, αλλά ίσως κάτι χειρότερο για την κοινή μας πολιτεία: να αποφορτιστούν  αυθαίρετα αυτά τα κεφάλια από τη θεσμική ιδιότητά τους ως εκλεγμένοι εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης και να καταγραφούν επίσημα ως φορείς παραβατικών οχλήσεων, ως σκοτεινοί υποκινητές άνομων και παράνομων συμπεριφορών, ως δυνάμει εκτροπείς των πολιτειακών και πολιτικών συντεταγμένων. Αν σερφάρει κανείς για λίγα λεπτά στα κανάλια και τα διαδικτυακά ειδησεογραφικά τρωκτικά, θα διαπιστώσει πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναχθεί σε ένα μεσογειακό ανάλογο του ιρλανδικού Σιν Φέιν -του κοινοβουλευτικού παραρτήματος του εθνικοαπελευθερωτικου στρατού IRA. Ο Τσίπρας ως άλλος Τζέρι Άνταμς, βρίσκεται πίσω από το συντονισμό κάθε προσπάθειας κατάλυσης της δημοκρατίας, κάθε σχεδίου στρατιωτικής επιχείρησης ισοπέδωσης των μαρμάρων της Αθήνας και κάθε επίθεσης γαστρονομικού χαρακτήρα σε βουλευτές ανά τη γραφική επαρχία.

Στις τάξεις των δημοσιογράφων, οι πιο κουλ από αυτούς -όσοι επιβίωσαν του λαηφστάηλ βιοπορισμού και πλέον αναγνωρίζονται ως "πολιτικοί αναλυτές"- πάνε μερικά βήματα πιο πέρα και -πιστοί στο ραντεβού τους με τη λαθροχειρία της Ιστορίας- στρεψοδικούν, κλέβοντας μάλιστα ορολογίες της άλλης πλευράς. Έφτασαν να αναγνωρίσουν νέους Γκοτζαμάνηδες πάνω σε αριστερόστροφα τρίκυκλα, τινάζοντας το δείκτη της γελοιότητας στο κόκκινο (κυριολεκτικά). Η εξίσωση της δολοφονίας ενός πραγματικού μάρτυρα της δημοκρατίας, όπως ο Γρηγόρης Λαμπράκης, με τους καφέδες και τα γιαούρτια στα ακριβοπληρωμένα κοστούμια των μοσχαναθρεμμένων συνυπεύθυνων της ληστρικής διαχείρισης και  της μικροπολιτικής ρεμούλας, είναι για αυτούς αυτονόητη και εύκολη. Στον (αν)ιερό σκοπό της κατασυκοφάντησης και στρέβλωσης κάθε αγωνιστικής πραγματικότητας, η επιστράτευση κάθε μέσου δεν κοιτάζει ψιλά γράμματα: δεοντολογία, ηθική, διασταύρωση, επιχειρήματα, διαλεκτική, σαφήνεια, πάνε ευχαρίστως και αβασάνιστα στο διάολο, αρκεί να  εξασφαλιστεί πως δεν θα ανοίξει η παραμικρή αμυχή στη μνημονιακή μπίζνα των κρατούντων και των παρατρεχάμενων σκυλιών τους. Παραδοσιακά πάντως, τα γκοτζαμάνικα χτυπήματα μαφιόζικης ομορφιάς και χάρης, είχαν άλλο χρώμα, κατεύθυνση και απεύθυνση. Το τιμόνι στα τρίκυκλα έστριβε μόνο δεξιά...

alt"Αναγνωρίσατε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην επίθεση;" ρωτάει με πάθος αληθείας η εθνική (δηλαδή εθνικά αμοιβόμενη) τηλεπαρουσιάστρια την τυχάρπαστη βουλευτοsomething της Δώθε Παναγιάς, που γύρευε εσύ τι πετροχειλάτους λαγούς έταξε στην πλατεία του χωριού της και πήρε τα ψηφαλάκια που της εξαασφάλισαν το Lexus και μερικά ακόμα ασήμαντα προνόμια της τσαμπακρατίας. Πως να μην αναγνωρίσει "στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ" η καψερή, αφού αυτό της ζητείται να απαντηθεί -είτε από τους πολιτικούς προϊσταμένους της είτε από τους τηλεοπτικούς υφισταμένους της;... Κάπου εκεί ξεκινάει εν είδει ηρωικής γαρνιτούρας και ένας κοτζαμπάσικος δεκάρρικος, δια βουλευτικού στόματος, που κατακεραυνώνει κάθε εχθρό της δημοκρατίας, κάθε μπάχαλο, υπαρκτό και ανύπαρκτο, κρατικό και παρακρατικό -σιγά τη διαφορά, η βία "είναι μία" και "την καταδικάζουμε απ'όπου κι αν προέρχεται", ειδικότερα δε όταν γνωρίζουμε πολύ καλά από που προέρχεται. Κάπου εκεί, πίσω από μια άβολη εικόνα τίγκα στα γιαούρτια και τους καφέδες, το κάθε γραφικό βουλευτάκι της επαρχίας θυμάται πως η δημοκρατία έχει κι άλλα καλά, πέρα από τα Lexus και τα προνόμια -πως έχει αξίες, πως έχει διακυβεύματα, πως έχει κινδύνους και αδιέξοδα. Και ψέλνει -όλο δημοκρατία, πασόκ και χάρη- το εμβατήριο που του'μαθαν να λέει.

Ιδιαίτερα εκλεκτική και όψιμη όμως φαίνεται πως είναι αυτή η αυξημένη δημοκρατική ευαισθησία τους. Όταν πρόκειται να μιλήσουν σε τηλεοπτικά πάνελ ή να παρευρεθούν σε κομματικές φιέστες, ΜΚΟ παράτες και τσιμπούσια τοπικών οργανώσεων, τότε όλοι τους με υπέρμετρο ζήλο και αυταπάρνηση θυμούνται ως άλλοι Καραϊσκάκηδες ότι είναι "ελεύθεροι πολίτες", ότι δεν μπορούν να τιθασεύσουν "τη δημοκρατική συνείδησή τους", ότι "δεν φοβήθηκαν ούτε τα τανκς", ότι "έχουν χρέος να μιλάνε απέναντι στη δημοκρατία και το λαό" και πολλές τέτοιες όμορφες λεζάντες (σε κάδρο της επανάστασης γαρνιρισμένο με λάβαρα, με σημαίες και με ταμπούρλα). Από την άλλη, όταν ψηφίζουν στη Βουλή, δηλαδή όταν καλούνται θεσμικά (και ουχί τηλεοπτικά) να παράξουν δημοκρατικό λόγο και πολιτική θέση και να νομοθετήσουν, τότε -ένα περίεργο πράμα...- κάνουν ένα μεγαλόπρεπο τουμπεκί με τη γλώσσα προς τα μέσα, γλείφουν ως καλά κομματόσκυλα το κοκαλάκι του ωραίου μισθού και των φοροαπαλλαγών, κάνουν δυο σταυρούς και τρεις μετάνοιες στο κοντινότερο ιερό της Τ.Ο., ξορκίζοντας το φόβο του βαρύ πέλεκυ της διαγραφής και της αποστέρησης των βουλευτικών προνομίων. Καθώς απέρχονται της διαδικασίας, ανοίγουν το τσάμπα παρεχόμενο λαπτοπάκι τους (ή άηφον) και αφήνουν και δύο ψηφιακά κλανίδια μηνύματα στο twitter με ύφος που να απηχεί τη δύσκολη θέση τους -τη δυσκολή θέση αυτών, όχι της χώρας. Twitter παίδες ελλήνων.

Η κουβέντα της πραγματικής εκτροπής από τα δημοκρατικά ήθη παρακάμπτεται στην πράξη, εφ'όσον ακόμα κι ο Τσίπρας μοιάζει να απαντάει σχεδόν ενοχικά και να απολογείται βιδωμένος στη θέση που τον βάζουν κάθε φορά οι πάγκαλοι κάθε εκλογικής περιφέρειας. Η κουβέντα αυτή που ποτέ δεν γίνεται, επιτρέπει στην ουσία του πολιτικού πολιτισμού να ψυχομαχάει στο στόμα κάθε παχύδερμου της εξουσίας που αντί να απολογείται ακόμα και για ποινικά εγκλήματα, γίνεται κατήγορος. Η δημοκρατία τους -εκείνη που αναγνωρίζουν και εκείνη που τους διευκολύνει- αναζητά πάντα τον έναν περισσότερο από τους μισούς, προκειμένου να επισημοποιήσει με το στανιό το κάθε εξουσιαστικό θέλω τους και να κατσικωθεί με το έτσι θέλω -αυτού του ενός παραπάνω- σε όλους τους υπόλοιπους -όπου οι υπόλοιποι αντιμετωπίζονται σαν να είναι ένα ενιαίο σώμα: το υπόλοιπο, το άλλο μισό (πλην ένα), εκείνο που μειοψηφεί και γι'αυτό δεν νομοθετεί. Ο σεβασμός στις μειοψηφικές δυνάμεις αποτελεί πλέον ένα χόμπι της αστικής δημοκρατίας και όχι προϋπόθεση· η ηθική της δημοκρατικής πράξης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των -πραγματικά ή οριακά- πλειοψηφούντων. Με άλλα λόγια, βρίσκεται στην καθόλου διακριτική τους δυσμένεια.

Από την άλλη, οι πλειοψηφικοί δημοκράτες φροντίζουν -θεσμικά και μιντιακά βεβαίως βεβαίως- να στερείται ερείσματος κάθε καταγγελία και διαμαρτυρία που αναγνωρίζει ζοφερές σκιές ολοκληρωτισμού στις  εκάστοτε επιβουλές τους. Προς θεού, δεν έχουμε χούντα· η χούντα τέλειωσε με τα τσάμικα και τα απόστρατα γεροντάκια. Πλέον, η διάχυση του ολοκληρωτισμού εκφράζεται από όλα τα κόμματα και τους σχηματισμούς εξουσιαστικού χαρακτήρα (μέσα ακόμα και η Χρυσή Αυγή) και όχι αποκλειστικά από την κεντρική εξουσία ή τα θεσμικά όργανα π.χ. αστυνομία. Κι αυτό, όπως και να το κάνουμε, είναι μια πολιτ(ε)ι(α)κή διευκόλυνση για τις ορέξεις του κεφαλαίου (και της ρεμουλοπαρέας που εξασφαλίζει νομοθετικά τις ορέξεις του). Το μογγολάκι της εξουσίας Άδωνις πιέζει και εγκαλεί -με παραπονάκια προς τα αστικά χουντοκάναλα, όπως ναζιάρικα το κάνει χρόνια η Χρυσή Αυγή- ώστε να μετακινήσει την ατζέντα και τα τηλεοπτικά ανακλαστικά όλο και πιο δεξιά, να νομιμοποιήσει κάθε αυταρχισμό και να κάνει οικεία και αυτονόητη τη φρίκη όχι μόνο του γκλομπ, αλλά και της πλαστικής σφαίρας. Του'παν θα βάλει το χακί και ήρωας θα γίνει.

Ο (ακρο)δεξιός ψάλτης Βορίδης όταν δεν καλεί ανοιχτά σε συνεντεύξεις του για πολιτειακή εκτροπή τύπου Γουδή, εγκαλεί τους αριστερότερα από ΚΚΕ ως φορείς έκνομης βίας, ως απορρυθμιστές της πολιτειακής ισορροπίας, ως εγκάθετους της δημοκρατικής συνείδησης. Ο άνθρωπος που έπρεπε να είναι φυλακή, -ο άνθρωπος με το τσεκούρι- διαρηγνύει σε κάθε πάνελ τα ιμάτιά του για τα ιδανικά της δημοκρατίας. Λίγη ιστορία: ούτε προπηλακισμούς, ούτε τραμπουκισμούς, ούτε αντιδημοκρατικά και κουραφέξαλα, ούτε "λίγες φάπες"· τσεκούρι κρατούσε, τσεκούρι. Και όμως, το σύστημα που του επιτρέπει να είναι  θεσμικός εκπρόσωπος, συνεχίζουμε και το λέμε δημοκρατία. Και μέσα σ'αυτό το σύστημα, μπορεί κι εκείνος να εγκαλεί ως παράνομο όποιον του καπνίσει· ακόμα και κάποιον θεσμικό εκπρόσωπο.

altΠαλιότερα, αυτά τα χρεώναμε σε ένα τροχαίο δυστύχημα: περνούσε το τρίκυκλο, περνούσε κι ο πεζός, ήταν η ώρα η κακιά. Σήμερα, ο οδηγός του τρίκυκλου φωνάζει στον πεζό "πρόσεξε, θα σκοτωθείς!". Ακόμα χειρότερα, ο πολιτικός σουρεαλισμός της κυβερνητικής ατζέντας μπορεί να επιβάλλει σενάρια πέρα από κάθε νοσηρή πολιτική ηθική: ο άτυχος πεζός λίγο πριν ξεψυχήσει, πήδηξε πάνω στο τρίκυκλο, πέταξε κάτω τον οδηγό, ξεψύχησε πάνω στο τιμόνι, κι ο οδηγός από το πεζοδρόμιο καλούσε τους περαστικούς να κάνουν καζούρα πάνω στο πτώμα. Και έδειχνε με το δάχτυλο, όπως παλιά. Αλλά χωρίς κουκούλα· μόνο με μια τηλεόραση στο κεφάλι του.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 1 από 3


Πολιτική γαστριμαργία, ασάλιωτη, χωρίς συντηρητικά, με κακή χοληστερόλη και τόνους καθάριας μαύρης χολής...

...και μαρξιστικού υπαρξισμού

περασμένα

Powered by mod LCA