blog



head in the clouds

E-mail Εκτύπωση PDF

holding hands over loved ones graves


καθίστε εσείς να τσακώνεστε για τις εκλογές, να συμψηφίζετε μικροζημιές και μικροκέρδη, να αναζητείτε ενότητες εκτός σας, να ορίζετε λαό στα χαρτιά. έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που το χέρι τους δεν το κρατήσαμε όσο θελήσαμε. έχουμε ανθρώπους που μας φεύγουν, που το χέρι τους δεν το κρατήσαμε όσο γινότανε.

που μας φεύγουν: που φεύγουν από μας και που μας τρέπουν σε φυγή. διττές όλες οι σημασίες, δύο και τα άκρα μιας φυγής. από κάπου φεύγουμε, κάπου αλλού πάμε. κάτι αφήνουμε πίσω, κάτι θα βρούμε στην αρχή του. από κάποιους λείπουμε, κάπου αλλού μας περιμένουν. κάπου θα στρώνεται πάντα ένα τραπέζι για να κάτσουμε. σαν πρόσφυγες προσφεύγουμε στο μέλλον μας.

έχουμε ανθρώπους να κοιταχτούμε, κι εμείς κοιτάμε στις οθόνες.

να κοιταχτούμε: να δούμε ο ένας τον άλλον και να δούμε τον έναν στον άλλον. να προσφεύγουμε στα εύκολα καμιά φορά, σε όσα ήδη έχουμε, σε όσα ξέρουμε, σε όσα μας ξέρουν· στα επώδυνα, στα ματωμένα, στους πιο ήσυχους θορύβους. στη σιωπή μιας καλημέρας, στα πιο γενναία φιλιά, σε ό,τι έχει το τραπέζι πάνω.

με τρία δάχτυλα κρατιέται ο κόσμος. από το χέρι ο ένας τον άλλον, και κανένας κόσμος δεν χάνεται έτσι. από το χέρι ο ένας τον άλλον λοιπόν, κι από το χέρι ο καθένας τον έναν.

και να ξέρει αυτός ότι ακούμε το ίδιο τραγούδι.


0 σχόλια μέχρι τώρα

το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας

E-mail Εκτύπωση PDF


Ο γερο-Αντόνιο σκότωσε ένα "λιοντάρι του βουνού" (που μοιάζει πολυ με το αμερικάνικο πούμα) με την παλιά του chimba. Εγώ παλιά τον είχα κοροϊδέψει για το όπλο του: "Αυτά τα όπλα τα χρησιμοποιούσαν όταν ο Hernan Cortes κατέλαβε το Μεξικό" του είπα.

Αυτός αμύνθηκε: "Ναι, αλλά κοίτα τώρα σε ποιανού τα χέρια βρίσκεται". Τώρα τραβά τα τελευταία κομμάτια κρέας από το δέρμα για να το βυρσοδέψει. Μου δείχνει περήφανος το δέρμα. Δεν έχει ούτε μια τρύπα. "Ακριβώς στο μάτι" μου κομπάζει. "Είναι ο μόνος τρόπος να μην έχει το δέρμα σημάδια κακομεταχείρισης" προσθέτει. "Και τι θα κάνεις με το δέρμα;" ρωτάω. Ο γερο-Αντόνιο δε μου απαντά, συνεχίζει να σκίζει σιωπηλά το δέρμα του λιονταριού με τη ματσέτα του. Κάθομαι στο πλάι του και, αφού γεμίσω την πίπα, κάνω να του στρίψω ένα τσιγάρο. Του το δίνω χωρίς να πω κουβέντα, αυτός το εξετάζει και το ανοίγει. "Σου λείπει πείρα" μου λέει καθώς το ξαναστρίβει.

Καθόμαστε να συμμετάσχουμε μαζί σ'αυτή την τελετή του καπνίσματος.

Ρουφηξιά τη ρουφηξιά, ο γερο-Αντόνιο ξετυλίγει την ιστορία:

"Το λιοντάρι είναι δυνατό, γιατί τα άλλα ζώα είναι αδύναμα. Το λιοντάρι τρώει το κρέας των άλλων, γιατί τα άλλα το αφήνουν να τα φάει. Το λιοντάρι δε σκοτώνει με τα νύχια ή με τα δόντια. Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας. Στην αρχή πλησιάζει σιγά-σιγά... αθόρυβα, γιατί έχει σύννεφα στα πόδια που σκοτώνουν το θόρυβο. Κατόπιν πηδά και αναποδογυρίζει το θύμα, μια επίθεση που ποντάρει περισσότερο στον αιφνιδιασμό απ'ό,τι στη δύναμη.

Κατόπιν στέκεται και το κοιτάζει. Κοιτάζει τον αιχμάλωτό του. Έτσι... [ο γερο-Αντόνιο ζαρώνει τα φρύδια και με καρφώνει με τα μαύρα του μάτια]. Το καημένο το ζωάκι που θα πεθάνει, απομένει να κοιτάζει μονάχα, κοιτάζει το λιοντάρι που το κοιτάζει. Το ζωάκι δε βλέπει πια τον ίδιο του τον εαυτό, βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει την εικόνα του στη ματιά του λιονταριού, βλέπει ότι, στα μάτια του λιονταριού, είναι μικρό και αδύναμο. Το ζωάκι ούτε που το σκεφτόταν αν είναι μικρό ή αδύναμο, ήταν βλέπεις ένα ζωάκι, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, ούτε δυνατό ούτε αδύναμο. Αλλά τώρα βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει το φόβο. Και βλέποντας ότι το βλέπουν, το ζωάκι πείθεται, από μόνο του, ότι είναι μικρό και αδύναμο.

Και βλέποντας το φόβο του που βλέπει ότι το λιοντάρι το βλέπει, φοβάται. Κι έτσι το ζωάκι δε βλέπει τίποτα πια, παγώνουν τα κόκαλά του, έτσι όπως όταν μας πιάνει η βροχή στο βουνό, τη νύχτα, μέσα στο κρύο. Κι έτσι το ζωάκι παραδίνεται έτσι απλά, αφήνεται και το λιοντάρι το καταβροχθίζει αλύπητα. Έτσι σκοτώνει το λιοντάρι. Σκοτώνει κοιτάζοντας. Αλλά υπάρχει ένα ζωάκι που δεν κάνει έτσι, που όταν το σταματά το λιοντάρι, δε δίνει σημασία και συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι αν το λιοντάρι το αρπάξει, αυτό απαντά μ'ένα γρατζούνισμα με τα χεράκια του που είναι μικρά αλλά πονάει το αίμα που βγάζουν. Κι αυτό το ζωάκι δεν αφήνεται στο λιοντάρι, γιατί δε βλέπει ότι το βλέπουν... είναι τυφλό. Τυφλοπόντικες τα λένε αυτά τα ζωάκια".

Φαίνεται πως ο γερο-Αντόνιο σταμάτησε να μιλά. Εγώ δοκιμάζω ένα "Ναι, αλλά...". Ο γερο-Αντόνιο δε μ'αφήνει να συνεχίσω, συνεχίζει να διηγείται την ιστορία, καθώς στρίβει άλλο ένα τσιγάρο. Το κάνει αργά, γυρνώντας και κοιτάζοντάς με από καιρού εις καιρό για να δει αν τον προσέχω.

"Ο τυφλοπόντικας έμεινε τυφλός γιατί, αντί να βλέπει προς τα έξω, βάλθηκε να κοιτάζει την καρδιά, έμεινε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και κανείς δεν ξέρει γιατί του μπήκε στο μυαλό του τυφλοπόντικα να κοιτάζει προς τα μέσα. Και βρίσκεται ο τυφλοπόντικας να κοιτάζει ανόητα την καρδιά κι έτσι, δε νοιάζεται για δυνατούς κι αδύναμους, για μεγάλους ή μικρούς, γιατί η καρδιά είναι η καρδιά και δε μετριέται όπως μετριούνται τα πράγματα ή τα ζώα. Κι αυτό, το να κοιτάζει προς τα μέσα, μπορούσαν να το κάνουν μονάχα οι θεοί κι έτσι οι θεοί τον τιμώρησαν τον τυφλοπόντικα και δεν τον άφησαν πια να βλέπει προς τα έξω και επιπλέον τον καταδίκασαν να ζει και να περπατά κάτω απ'τη γη. Και γι'αυτό ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από τη γη, γιατί τον τιμώρησαν οι θεοί. Κι ο τυφλοπόντικας δε στεναχωρήθηκε γιατί συνέχισε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και γι'αυτό ο τυφλοπόντικας δε φοβάται το λιοντάρι. Κι ούτε φοβάται το λιοντάρι ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτάζει την καρδιά.

Γιατί ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτά την καρδιά δε βλέπει τη δύναμη του λιονταριού, βλέπει τη δύναμη της καρδιάς του, κι έτσι κοιτάζει το λιοντάρι και το λιοντάρι τον βλέπει που το κοιτάζει ο άνθρωπος, και το λιοντάρι βλέπει πως στα μάτια του ανθρώπου είναι μόνο ένα λιοντάρι και το λιοντάρι βλέπει πως το βλέπουν και φοβάται και το βάζει στα πόδια".

"Κι εσείς κοιτάξατε την καρδιά σας για να σκοτώσετε αυτό το λιοντάρι" διακόπτω. Αυτός απαντά: "Εγώ; Όχι, άνθρωπέ μου, εγώ κοίταξα το σκόπευτρο της καραμπίνας και το μάτι του λιονταριού κι έτσι απλά πυροβόλησα... για την καρδιά, ούτε που το θυμήθηκα...". Εγώ ξύνω το κεφάλι μου όπως κάνουν, καθώς έμαθα, εδώ, όποτε δεν καταλαβαίνουν κάτι.

Ο γερο-Αντόνιο σηκώνεται αργά, παίρνει το δέρμα, το εξετάζει προσεκτικά. Μετά το τυλίγει και μου το παραδίδει: "Παρ'το" μου λέει. "Σ'το χαρίζω για να μην ξεχάσεις ποτέ ότι το λιοντάρι και το φόβο τους σκοτώνεις αν ξέρεις που να κοιτάξεις...". Ο γερο-Αντόνιο γυρνά και μπαίνει στην καλύβα του. Στη γλώσσα του γερο-Αντόνιο αυτό σημαίνει: "Τέλειωσα πια. Αντίο". Εγώ έβαλα σε μια πλαστική σακούλα το δέρμα του λιονταριού κι έφυγα...


[Subcomandante Marcos, IV Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας, από το βιβλίο Ιστορίες του Γερο-Αντόνιο, εκδόσεις Ροές, 2003, μετάφραση Γιώργου Καρατζά]



0 σχόλια μέχρι τώρα

η ιστορία της ομορφιάς

E-mail Εκτύπωση PDF

 θέλεις; θέλω πάντα.

                     η πιο σύντομη ιστορία, η πιο μεγάλη.

    μάτια πάνω στον άλλον

    μάτια πάνω στον άλλον


παραπάτημα στις σκάλες ίσα για να αλλάξει η μουσική
                 σα να πήδηξε η βελόνα ή σα να κόλλησε
                                    τόση ώρα που δεν λένε να αλλάξουν πλευρά
                                            που δεν λένε να αλλάξουν πλευρά
                                            που δεν λένε να αλλάξουν
                                                       
                                            που δεν λένε

 

0 σχόλια μέχρι τώρα

η νύχτα μόλις πριν από τα δάση

E-mail Εκτύπωση PDF

διαβάζω τον Κολτές και νιώθω ότι θα μου φύγει το μυαλό, από αυτό μάλλον θα είναι ο πονοκέφαλος, ανάμεσα σε δύο πρόβες, το ίδιο έργο δύο φορές σε μια μέρα, δύο πρόβες -περάσματα ας πούμε, έτσι τα λένε- γιατί αύριο είναι η πρεμιέρα, είναι μια πρεμιέρα -παραστάσεις κάνουμε και ζούμε, κάνουμε για να ζούμε, παίζουμε και ζούμε, έτσι ζούμε, άλλος ζει επειδή θυμάται απέξω έναν σκοπό, μπορεί και τον σφυρίζει, τον τραγουδάει μετά από 18 χρόνια, τόσα μου είπε, άστεγος, μπορεί και τον τραγουδάει, έτσι ζει· στην Ομόνοια στον ηλεκτρικό, κουρασμένος από δύο πρόβες κι από το ανάμεσά τους, κυρίως αυτό, όλες τις αναμονές, κουρασμένος από κάθε αναμονή και κάθε ανάμεσα, εκείνος θα κάτσει δίπλα μου περιμένοντας, σε μια άλλη αναμονή αυτός, αφού αποδεικνύεται πως όταν έρχεται το τρένο μου αυτός θα συνεχίσει να κάθεται στο παγκάκι, γιατί δεν έχει σκοπό να πάρει κανένα τρένο, που να πάει άλλωστε, σάμπως έχει κάποιο εδώ για να έχει και κάποιο εκεί; παρέα θέλει, κάποιον να μοιραστεί κάτι, εμένα για να μοιραστεί την αναμονή μου, να πάρει χρώμα Ομόνοιας το ανάμεσα, ανάμεσα στα ανακαινισμένα πλακάκια και τις αιώνιες ράγες, τον ηλεκτρικό που μεταφέρει αναμονές από πάντα· στην ερώτηση με τι ασχολούμαι, βλέποντάς με να διαβάζω με πονοκέφαλο, γυρνώντας από τις δύο πρόβες, κάνω το λάθος και του λέω κάτι για το θέατρο, ποιο θέατρο με ρωτάει, ποιο θέατρο να πω στον άστεγο, ποιο εδώ θέατρο και ποιο εκεί, παραστάσεις του λέω, κανένα λάθος δεν έχω κάνει, τι παραστάσεις με ρωτάει, τι να του πεις για πρόβες και τεχνικά λάθη και λεπτομέρειες και όλα τα ανάμεσα, που ένα λεπτό πριν ήταν όλα δικά σου, κουραστικά και εντελώς δικά σου, κουραστικά δικά σου· μελωδία της ευτυχίας μου λέει, αυτή είναι η τελευταία φορά που πήγε θέατρο, πριν πολλά χρόνια, αυτή η παράσταση με την Αλίκη, λέει· θέλω να μην καταλάβω ποια Αλίκη εννοεί, βαριέμαι να καταλάβω, αλλά καταλαβαίνω, γιατί μου μιλάει για εποχή, μια εποχή πριν, μια εποχή, μου τραγουδάει το τραγούδι της εισαγωγής, στα ελληνικά, είναι αυτό που είπε η Τζούλι Άντριους, αλλά με ελληνικά, έτσι ήταν στην παράσταση, μου τραγουδάει κι άλλο τραγούδι, θυμάται έτσι την Τζούλι Άντριους, μου τραγουδάει το I could have danced all night από το ωραία μου κυρία, άλλη μεγάλη παράσταση αυτή, στα αγγλικά αυτό, περίπου αγγλικά, τη θυμάται γιατί έχει πάθει πια κάτι σοβαρό στη φωνή της και δεν μπορεί να τραγουδήσει, μόνο να μιλήσει, κάτι πολύ σοβαρό, μου δείχνει το σημείο στο λαιμό, άστεγος με τρία τέσσερα δόντια· σύνολο· δεν είναι κοντράστ αυτό, είναι ζωή μέσα σε κάτι που αρνείται τη ζωή, που την απαγορεύει, που απαγορεύει, το εδώ και το εκεί, τις αναμονές και τους προορισμούς, άστεγος θα πει να μην έχεις που να πας, θα πει να ψάχνεις παρέα γιατί δεν έχεις ποιον να καλέσεις, δεν έχεις που να τον βάλεις να κάτσει ακόμα κι αν έχεις να τον τρατάρεις, να μην έχεις κανένα εδώ να μοιραστείς, μόνο τις μελωδίες μιας κάποιας ευτυχίας, όπως αυτή συντάσσεται στον ηλεκτρικό στην Ομόνοια μετά από δύο πρόβες, τις τελευταίες πριν από μια πρεμιέρα· μου τραγουδάει το my favorite things, στα ελληνικά πάλι τώρα, όπως το'λεγε η Αλίκη, μπακίρια φλόγες γλυκό σαντιγί, να κάποιοι φίλοι που έχω στη γη -ο άστεγος- λευκές κορδέλες μικρά εκκλησάκια, χιόνι που λιώνει σε μύτες κι αυτάκια, χειμώνες άσπροι του Μάη πρωί, τι ομορφιές μου'δωσε η ζωή -συνεχίζει, ρεφρέν- κι αν ο κόσμος αγριεύει και με κυνηγά, εγώ πολεμάω γι'αυτά που αγαπώ, τους δίνω ζωή ξανά, ο άστεγος όλα αυτά, 18 χρόνια πριν, εποχή πριν, φεγγάρι πάνω σε γλάρου φτερά, δώρα της γης που μου δίνουν χαρά, τι σκατά χαρά παίρνεις, τι ομορφιές να σου'δωσε η ζωή, που μόνο σου πήρε, όπως σου πήρε δόντια και προορισμούς, τι σκατά θέλεις να με κάνεις να νιώθω, πέρα από το ότι έχω παρέα στην αναμονή και στο τελευταίο ανάμεσα, ανάμεσα κούραση και σπίτι, ανάμεσα στις πολυτέλειες των προορισμών μου, των εδώ και των εκεί μου, ποιος είναι ο άστεγος γαμώτο, ποια είναι η μελωδία της ευτυχίας που εγώ δεν θυμάμαι να σφυρίξω, ποια τραγούδια να σου πω εγώ, πως μπορείς και τραγουδάς με τα τρία τέσσερα δόντια γι'αυτά που πολεμάς και αγαπάς, πως δίνεις ζωή ξανά, ποια κούραση να σου ομολογήσω, ποιος μπορεί να κουράζεται, πόσο κουράζεσαι εσύ να μοιράζεις παρέα σε κουρασμένους, ενώ λες ότι ψάχνεις για παρέα, έτσι να περάσει ο χρόνος σου, έτσι μου είπε, μύτες κι αυτάκια λευκές κορδέλες μπακίρια φλόγες, να'βρισκα τώρα ένα γλυκό σαντιγί να στο κέρναγα με όλη μου την καρδιά, επειδή με κέρασες μια αναμονή λιγότερη, επειδή δεν κατάλαβα ποιος ήταν ο άστεγος, και επειδή μόλις μπήκα στο τρένο και έκλεισαν οι πόρτες πίσω, θυμήθηκα ποιος είναι ο άστεγος, ποιος έχει προορισμό και κούραση και ανάμεσα και πρόβες και ποιος τραγουδάει τη μελωδία της ευτυχίας μέσα από τα τρία δόντια που του άφησε η ζωή μαζί με τα 18 χρόνια που δεν ξέρει που πέφτει το θέατρο, αλλά μόνο ο ηλεκτρικός της Ομόνοιας.

τη θυμάμαι την κομψή κυρία με το βιολί, από παλιά στα τρένα να παίζει, πάντα το βιολί με αξιοπρέπεια πάνω από το ταγεράκι, πάντα ταγεράκι, στα πόδια της στριμωχνόταν ένα παιδάκι, μάλλον το παιδί της, που ανέκφραστα περήφανο έπαιζε κι αυτό βιολί, καλύτερο από κείνη, τελοσπάντων εκείνο σόλαρε, Μότσαρτ ή κάτι πιο δύσκολο, περπατώντας μέσα στο βαγόνι σόλαρε, εκείνη σιγόνταρε και χαμογελούσε, καμάρωνε, επαιτούσε και καμάρωνε· απαιτούσε· να καμαρώσουμε όλοι για τούτο το παιδί στα πόδια της που στριμώχνεται στα πόδια των επιβατών, στις αναμονές του πλήθους, στις αποστάσεις σπίτι δουλειά, στις στολές γραβάτα χριστοπαναγία, να καμαρώσουμε τους εαυτούς μας που μπορούμε και ακούμε μουσική καθώς ανταλλάζουμε αποστάσεις με χριστοπαναγίες και παζαρεύουμε αναμονές με κούραση, τη θυμάμαι την κυρία με το παιδί πολλά χρόνια πριν, σχεδόν μια εποχή πριν, την έχασα για χρόνια -για σχεδόν μια εποχή- μια φορά νομίζω ότι την είδα μόνη της και αναρωτήθηκα για το παιδί, τι να έγινε τόσο περήφανο που έπαιζε, τόσο που καμάρωνε γελαστά εκείνη γι'αυτό, άραγε σπούδασε; παίζει καλύτερα; βρήκε γκόμενα; γκόμενο; άλλαξε το βιολί με μπάλα; γύρισε σε κάποια πατρίδα; δουλεύει για να ζήσει; δεν παίζει πια για να ζήσει; αυτό είναι ιδέα: να παίζεις για να ζεις· να παίζεις· λίγο πριν τον άστεγο λοιπόν, πριν και τη δεύτερη πρόβα, μία αναμονή πριν, είδα την κυρία με το βιολί στη Φειδίου, να παίζει στα τραπέζια του Καπετάν Μιχάλη, στην πίσω έξοδο του κινηματογράφου Ιντεάλ -αν ξέρεις από Αθήνα ήδη σου περιέγραψα μια ζωή ολόκληρη- χαμογελαστή πάλι, μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες, αυτό έπαιζε, καθόλου μαραμένα, καθόλου Μότσαρτ, χωρίς το παιδί, τι να'γινε άραγε εκείνο το παιδί, ίσως σπουδάζει για τα καλά τώρα, ίσως γύρισε σε κάποια πατρίδα, έμεινε πίσω η μαμά να παίζει για να ζει, ανάμεσα στις πρόβες που ζούμε για να παίζουμε, έτσι ζούμε, έτσι ανάμεσα· ακριβώς πιο πέρα ένα νεόδμητο νεοφώτιστο ολοφώτιστο γκαράζ ισόγειο -με αρκετά υπόγεια φαντάζομαι- στους τοίχους του οποίου σε καλοσωρίζουν (αν είσαι οδηγός) ή απλά σε χαιρετούν (αν καμώνεσαι τον διαβάτη, που καταδέχεται να σηκώνει το βλέμμα που και που) τεράστιες τυπωμένες μορφές κάποιων εποχών πριν· εποχές για την ακρίβεια, όχι μορφές: ο Ρίτσος, ο Κάφκα, η Κάλλας, ο Βάρναλης, ποιητές, ζωγράφοι, ξανά ποιητές, ο Εγγονόπουλος, όλοι νεκροί σήμερα, στην έναρξη ενός υπογείου, γκαράζ μεν υπόγειο δε, ο κάτω κόσμος των αυτοκινήτων, νεκρές εποχές που φυλάνε τα αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα προορισμούς, ακριβώς πιο πέρα από την Φειδίου, από την κυρία με το βιολί, από τον Καπετάν Μιχάλη, από την έξοδο του σινεμά, από το ανάμεσα, από την πρόβα, από την πρεμιέρα, από την κίνηση, από τον ηλεκτρικό, τι γκαράζ κι αυτό, τίγκα στη λογοτεχνία και την ποίηση, στις νεκρές εποχές της, στις μυρωδιές του κάτω κόσμου, κι ο πάνω κόσμος να'ναι οι τροχοί.

δύο ή τρεις ώρες μετά, στη συμβολή της Φειδίου με την Τρικούπη, αν ξέρεις από Αθήνα, ένα αγόρι βουτάει μια κοπέλα, στην αρχή μοιάζει με καυγά, για ένα δευτερόλεπτο μόνο, αλλά είναι το κορίτσι του, βουτώντας την κάνει κορίτσι του, έτσι γίνονται αυτά, πάντα έτσι γίνονταν, κι αυτή αφήνεται, βουτιά σε κείνον, σαν σε καυγά, που βουτάς μέσα σε μια φωτιά και βγαίνεις όμορφος, γιατί στον καυγά φωνάζουν αλήθειες και οι δύο, αυτό είναι ένας καυγάς, αλήθειες μαλακισμένες κι οι δύο, αλλά αλήθειες, από αυτές που δεν ζητάνε τίποτα παρά τον άλλο, ολόκληρο τον άλλο, ολόκληρο σε μιαν αλήθεια, ολόκληρο αλήθεια, όταν το αγόρι την βουτάει, την βουτάει ολόκληρη, τίποτα δεν αφήνει να μείνει πίσω της, ούτε άστεγος ούτε κυρία με βιολί ούτε καν λίγο από το μαλλί του κοριτσιού, κόσμος άλλος δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι εδώ, μόνο την Φειδίου να συναντήσει την Τρικούπη αφήνει, κάθε δευτερόλεπτο να συναντάει την Τρικούπη -πεζοδρόμια εκεί από αιώνες, από πάντα- όπου μπορεί να χαζέψει κανείς σταματημένα αυτοκίνητα, σε κίνηση δηλαδή, κολλημένα στη λάσπη του χρόνου και των δυνάμει καυγάδων, των πολλά υποσχόμενων καυγάδων, των εδώ και εκεί γωνιών της πόλης, στάσεις σαν από πάντα ορισμένες στο χάρτη -όταν λέμε από πάντα εννοούμε ακόμα και το ένα δευτερόλεπτο πριν γεννηθούμε, όχι αναγκαστικά μια εποχή πριν, τον κόσμο που υπάρχει πριν από σένα, που υπάρχει, ο κόσμος που επιτρέπεται να υπάρχει αφού το αγόρι κρατήσει για λίγο το κορίτσι- διαβάζω τον Κολτές ακόμα, γεμίζουν τα ανάμεσα με πονοκέφαλο, δύο παναντόλ έτσι για τη φάση, για τη χαρά της συμμετρίας στις πρόβες -στις δύο πρόβες- στην πρεμιέρα και στην Αλίκη, στα τρία τέσσερα δόντια, στο κορίτσι που γίνεται κορίτσι του, στον Κάφκα που υποδέχεται αυτοκίνητα με τον Ρίτσο, στον πάνω και τον κάτω κόσμο, ένα παναντόλ για την κυρία με το βιολί, ένα στη σκέψη του αγοριού που ίσως σπούδασε ή γύρισε σε κάποια πατρίδα, όλος ο πονοκέφαλος ανάμεσα, όλη η αναμονή αγόρι κορίτσι αγόρι κορίτσι αναμονή αγόρι κορίτσι, αγόρι της κορίτσι του, πόλη αναμονή πόλη ανάμεσα προορισμοί αναμονές πόλη αγόρι κορίτσι αγόρι κορίτσι κυρία με βιολί αγόρι που ίσως σπούδασε άστεγος με ομορφιές με δώρα αγόρι κορίτσι αγόρι κορίτσι, μόνο αγόρι κορίτσι μόνο αγόρι κορίτσι, μόνο αγόρι της και μόνο κορίτσι του· βουτιές στην Φειδίου άστεγοι στον ηλεκτρικό κυρία με βιολί πόλη μελωδία κάποιας ευτυχίας· δηλαδή αγόρι κορίτσι δηλαδή αγόρι της κορίτσι του· δηλαδή.

0 σχόλια μέχρι τώρα

Ιστορία των λέξεων

E-mail Εκτύπωση PDF

μνήμη Παύλου Φύσσα

[...] Οι τρεις πρώτες απ'όλες τις λέξεις κι απ'όλες τις γλώσσες είναι: δημοκρατία, ελευθερία, δικαιοσύνη.

Δικαιοσύνη δεν είναι να τιμωρείς, είναι να ξαναδίνεις στον καθένα αυτό που του αξίζει, και ο καθένας αξίζει αυτό που ο καθρέφτης του επιστρέφει: τον εαυτό του. Εκείνου που έδωσε θάνατο, εξαθλίωση, εκμετάλλευση, αλαζονεία, υπεροψία, του αξίζει μια καλή δόση πόνου και θλίψης για το δρόμο του. Εκείνου που έδωσε δουλειά, ζωή, αγώνα, εκείνου που ήταν αδερφός, του αξίζει ένα φωτάκι να του φωτίζει πάντα το πρόσωπο, το στήθος και το περπάτημα.

Ελευθερία δεν είναι να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, είναι να μπορείς να διαλέξεις όποιον δρόμο σου αρέσει για να βρεις τον καθρέφτη, να περπατήσεις τη λέξη την αληθινή. Αλλά να διαλέξεις οποιονδήποτε δρόμο που δε σε κάνει να χάσεις τον καθρέφτη. Που δε σε φέρνει να προδώσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τους δικούς σου, τους άλλους.

Δημοκρατία είναι να οδηγούν όλες οι σκέψεις σε μια καλή συμφωνία. Όχι να σκέφτονται όλοι το ίδιο, αλλά όλες οι σκέψεις ή η πλειονότητα των σκέψεων να ψάχνουν και να φτάνουν σε μια κοινή συμφωνία, που να'ναι καλή για την πλειοψηφία, χωρίς να εξαλείφει αυτούς που'ναι οι λιγότεροι. Να υπακούει ο λόγος του διοικητή το λόγο της πλειοψηφίας, να έχει το σκήπτρο του διοικητή λόγο συλλογικό και όχι μόνο μία θέληση. Να αντανακλά ο καθρέφτης τα πάντα, οδοιπόρους και δρόμο, και να'ναι έτσι κίνητρο για σκέψη, και για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και για τον κόσμο όλο.

Από αυτές τις τρεις λέξεις προέρχονται όλες οι λέξεις, σ'αυτές προστίθενται σαν κρίκοι αλυσίδας οι ζωές και οι θάνατοι των αντρών και των γυναικών των αληθινών. [...] Αυτοί που εγκαταλείπουν τούτη την κληρονομιά σπάζουν τον καθρέφτη τους και πορεύονται τυφλοί για πάντα, δίχως πια να γνωρίζουν αυτό που είναι, από που έρχονται και που πάνε. Αλλά υπάρχουν αυτοί που φέρουν πάντα την κληρονομιά των τριών πρώτων λέξεων, που περπατούν πάντα σαν σκυφτοί από το βάρος στην πλάτη, όπως όταν το καλαμπόκι, ο καφές ή τα ξύλα κατεβάζουν το βλέμμα στο έδαφος. Μικροί πάντα από τόσο φορτίο, βλέποντας πάντα προς τα κάτω από το τόσο βάρος, οι άντρες και οι γυναίκες οι αληθινοί είναι μεγάλοι και κοιτούν προς τα πάνω. Με αξιοπρέπεια κοιτούν και περπατούν οι άντρες και οι γυναίκες οι αληθινοί, λένε.

Αλλά για να μη χαθεί η γλώσσα η αληθινή, οι πρώτοι θεοί, αυτοί που έφτιαξαν τον κόσμο, είπαν πως έπρεπε να φυλαχτούν οι τρεις πρώτες λέξεις. Οι καθρέφτες της γλώσσας θα μπορούσαν να σπάσουν κάποια μέρα και τότε οι λέξεις που γέννησαν θα έσπαζαν ακριβώς όπως κι οι καθρέφτες και θα έμενε ο κόσμος χωρίς λέξεις να μιλήσει ή να σωπάσει. Έτσι, πριν να πεθάνουν για να ζήσουν, οι πρώτοι θεοί παρέδωσαν αυτές τις τρεις πρώτες λέξεις στους άντρες και τις γυναίκες από καλαμπόκι για να τις φυλάξουν. Από τότε οι άντρες κι οι γυναίκες οι αληθινοί φυλάσσουν σαν κληρονομιά αυτές τις τρεις λέξεις. Για να μην ξεχαστούν ποτέ, τις περπατούν, τις αγωνίζονται, τις ζουν... [...]


[Subcomandante Marcos, Ιστορία των λέξεων, από το βιβλίο Ιστορίες του Γερο-Αντόνιο, εκδόσεις Ροές, 2003, μετάφραση Γιώργου Καρατζά]


0 σχόλια μέχρι τώρα

αυτοκίνητα στο βυθό

E-mail Εκτύπωση PDF

είναι σίγουρο ότι μερικά πράματα κατοικούν μέσα σου
πολύ πριν τα γνωρίσεις
πολύ πριν πάρουν μορφή
πολύ πριν αποκτήσουν την ικανότητα να κατοικήσουν
η κατοίκηση δεν είναι απλή υπόθεση
-πόσο μάλλον η συγκατοίκηση

τα πράματα τα γνωρίζεις κάπως πολύ μετά
πολύ μετά αφού σ'έχουν γνωρίσει αυτά
no they're a part of me
and they all mean one thing
ένα πράμα
ένα πράμα όλα

μόνο τότε, λέει εκείνος, μπορούμε να
πάμε όλο το δρόμο
κι ας έρχονται τα αυτοκίνητα πάνω σου
επιταχύνοντας, φεύγοντας
πατώντας γκάζι ξανά
αν και γι'αυτούς τίποτα δεν αλλάζει

τίποτα δεν αλλάζει

αυτά που κατοικούν μέσα σου
-πριν τα γνωρίσεις-
μόνο αυτά αλλάζουν
τίποτα άλλο δεν αλλάζει
όσο αλλάζουν αυτά

τίποτα δεν αλλάζει
όπως αλλάζουν αυτά

το τι σε κρατάει ζωντανό
-και κυρίως το πως-
σαν το μάθεις πέθανες

ποιος ο δρόμος μετά
μόνο βουτιά στα φωτάκια που τρεμοπαίζουν, να συναντήσεις τα φωτάκια που τρεμοπαίζουν χριστούγεννα καλοκαίρι, βουτιά να χαθείς για πάντα, γιατί έτσι σου αποκαλύφθηκε κάθε ζωή που κατοίκησε μέσα σου, κάθε μορφή που σχηματίστηκε πριν τη μάθεις, κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε μορφή κάθε βουτιά κάθε βουτιά κάθε βουτιά κάθε βουτιά κάθε βουτιά

0 σχόλια μέχρι τώρα

μικροί Μαρουάν

E-mail Εκτύπωση PDF

ένας πιτσιρικάς μόνος με σακούλα το βιος του / λένε ότι διέσχιζε την έρημο μόνος του -το πίστεψα / τελικά ήταν ψέμα / απλώς χάθηκε λέει από την οικογένειά του -έμεινε λίγο πίσω / το πίστεψα κι αυτό / περισσότερο γιατί δεν ήθελα να είναι μόνος / έρημος μέσα στην έρημο πως να περπατήσεις / αλλά και πάλι / μόνο εκείνος ξέρει την ερημιά του / εκείνος ξέρει μια άλλη γεωγραφία όχι αυτή του εμείς κι ο κόσμος / πέρα από την έρημο είναι οι νάρκες / πέρα από τις νάρκες είναι ένα σπίτι / πέρα από το σπίτι είναι θάνατοι και αποχωρισμοί πάλι / πέρα από όλα είναι ο φόβος / πως έχουν την πυξίδα τυπωμένη πάνω στους ναυτικούς τους χάρτες; αυτό / οδηγός είναι ο φόβος.

όλο χανόμαστε / κι όλο ξεγελάμε τους άλλους / και καταπάνω μας έρχονται / άνθρωποι από το βυθό που κρατάνε ένα γράμμα στα δόντια / έχει παραλήπτη αλλά δεν έχει αποστολέα / αν χαθεί δεν επιστρέφεται πουθενά / γράφει μέσα επιθυμίες και πόθους όλα σε ιερογλυφικά / γι'αυτό δεν διαβάζεται / όχι για τα ιερογλυφικά / αυτά τα μάθαμε με τον καιρό / οι πόθοι είναι που δεν διαβάζονται / ακατανόητη γλώσσα / κι εγώ δεν έχω καταφέρει να σε πάρω από το χέρι / δεν σ'έχω πάει κάπου / δεν έχω καταφέρει να δω το φίλο να χάνεται μέσα στην ευτυχία του / κι ας είμαι μαζί του ακόμα / όλο στο ίδιο σαλόνι τριγυρνάμε / εκεί που μυρίζουν ματαίωση τα κάδρα μας και ναφθαλίνη τα ποτά μας / κλισέ ξέρω / άκου όμως τώρα / στο Φαρμακονήσι ακόμα ξεβγάζει ανθρώπους ο βυθός / με γράμματα στα δόντια και αλυσίδες στα μάτια / σπάμε με τα γράμματα, διαβάζουμε με τις αλυσίδες / ενώ θέλαμε το αντίθετο / όλο μιλάμε για το αλλού κι όλο χανόμαστε.

ένας φίλος μου'πε ότι το Φαρμακονήσι είναι ρήμα / κι η έρημος ρήμα είναι, λέει / από αυτά που δεν έχουμε μάθει να κλίνουμε / μόνο πρώτο ενικό μάθαμε να προφέρουμε στα περισσότερα ρήματα / τα άλλα πρόσωπα παπαγαλία μόνο / μια μέρα θα τους ξεγελάσουμε όλους / πρώτα εμείς / θα ξεγελαστούμε για τα καλά / τόσο καλά που θα χαθούμε / σαν πιτσιρικάδες στην έρημο θα γυρνάμε / αυτό ναι το μάθαμε / απλώς τότε θα το απολαμβάνουμε κιόλας / δεν θα ψάχνουμε κατεύθυνση

0 σχόλια μέχρι τώρα

δεν είναι ήττα είναι φως

E-mail Εκτύπωση PDF
στην είδηση της καταδίκης 25 χρόνων του Τάσου Θεοφίλου
και στο χαμόγελό του


φιρί φιρί το πάτε, να βγούνε νέοι Μπελογιάννηδες
γιατί το σκότος χαλυβδώνει τους ανθρώπους
εκεί
     μαθαίνουν τη ζωή κορώνα γράμματα

στη δυνατή φωτιά και το μεγάλο ψύχος
εκεί δένεται το ατσάλι, είπε ο Οστρόφσκι

κάνετε πως δεν ακούτε, γιατί ακόμα νικάτε
ακόμα νικάτε

αλλά εμείς μπορούμε και γελάμε

ποιοι είμαστε οι εμείς και ποιοι εσείς θα μου πεις
απλό:

εσείς είσαστε όσοι νικάτε
εμείς είμαστε όσοι μπορούμε και γελάμε

όσο κι αν νικάτε

0 σχόλια μέχρι τώρα

επεξήγηση

E-mail Εκτύπωση PDF

[...] μια κοπέλα με νυχτικιά, χυμένα τα μαλλιά στην πλάτη, να διαβαίνει μπροστά μου, με σφιγμένες γροθιές, με την άσπρη της νυχτικιά, κι ακριβώς μπροστά μου, το μούτρο της αναδύεται, βάζει τα κλάματα και εξακολουθεί να διαβαίνει ως το άλλο άκρο της αποβάθρας, με ξέπλεκα μαλλιά, τις γροθιές έτσι, και τη νυχτικιά της, οπότε ξαφνικά εγώ, δεν αντέχω άλλο, αυτή τη φορά πάει τελείωσε, δεν κρατιέμαι πια, δεν αντέχω άλλο, όλον αυτόν τον κόσμο, τον καθέναν στη γωνίτσα του με την ιστοριούλα του, όλες αυτές τις φάτσες, δεν τους αντέχω άλλο, μπούχτισα μ'όλους, και μου'ρχεται ν'αρχίσω τις μπουνιές, τη γυναικούλα εκεί ψηλά, γαντζωμένη στην κουπαστή, μου'ρχεται να την αρχίσω στις μπουνιές, και τον Άραβα που ψέλνει μόνος του τα δικά του, μου'ρχεται να τον αρχίσω στις μπουνιές, τον ματσωμένο πίσω μου, πέρα στο άλλο άκρο του διαδρόμου, την παχνιασμένη γριά απέναντι, δεν την αντέχω πια τη φάτσα τους, δεν τον αντέχω άλλο αυτό τον πολτό, την κοπέλα με τη νυχτικιά στην άλλη άκρη του σταθμού, που συνεχίζει το κλαψούρισμα, κι εμένα, μου'ρχεται να αρχίσω να βαράω μπουνιές, έχω όρεξη να δείρω φίλε, τις γριές, τους Άραβες, τους ματσωμένους, τα πλακάκια στους τοίχους, τις γραμμές των βαγονιών, τους ελεγκτές, τους μπάτσους, να πλακώσω στο ξύλο τους πωλητές εισιτηρίων, τις αφίσες, τα φώτα, αυτή τη σκατομυρωδιά, αυτόν το σκατοθόρυβο, σκέφτομαι τα λίτρα μπύρας που'χα ήδη κατεβάσει και θα κατέβαζα ακόμα, ώσπου να μη χωράει άλλο η κοιλιά μου, και έμενα καθιστός με αυτή την επιθυμία ν'αρχίσω να βαράω μπουνιές φίλε, ώσπου να τελειώσουν τα πάντα, ώσπου να σταματήσουν όλα, και τότε σταματάνε διαμιάς τα πάντα, μια και καλή: δεν περνάνε πια οι αμαξοστοιχίες, σωπαίνει ο Άραβας, παύει ν'αναπνέει η γυναικούλα εκεί πάνω, και την κοπέλα με τη νυχτικιά δεν την ακούμε πια να ρουφάει τη μύξα της, τα πάντα σταματάν διαμιάς εκτός από εκείνη τη μουσική στο βάθος, και την παχνιασμένη γριά που ανοίγει το στόμα κι αρχίζει να τραγουδά με μιάν απίστευτη φωνή, παίζει κάτι ο ματσωμένος εκεί κάτω, χωρίς να τον βλέπουμε, και εκείνη το τραγουδά, αποκρίνεται ο ένας στον άλλο και πάνε μαζί σαν να'ταν μελετημένο (μια μουσική απίθανη, κάτι από όπερα ή καμιά τέτοια μαλακία), τόσο δυνατό όμως, τόσο μαζί, που σταματάν στ'αλήθεια όλα, και η φωνή της γριάς, κατακίτρινη, κατακλύζει τα πάντα και εγώ σκέφτομαι: οκέυ, σηκώνομαι τώρα, διασχίζω τρέχοντας τους διαδρόμους, πηδάω τις σκάλες, βγαίνω έξω από τον υπόγειο, και τρέχω, ονειρεύομαι πάλι μπύρα, τρέχω, μπύρα, μπύρα, σκέφτομαι: τι μπορντέλο, άριες της όπερας, γυναίκες, η παγωμένη γη, η κοπέλα με τη νυχτικιά, πουτάνες και νεκροταφεία, τρέχω και δεν μ'αισθάνομαι πια, αναζητάω κάτι που να μοιάζει με χορτάρι μέσα σ'αυτόν τον πολτό, περιστέρια πετάνε πάνω απ'το δάσος και οι στρατιώτες τα σημαδεύουνε, ματσωμένοι ζητιανεύουνε, αλητάμπουρες ντυμένοι στην τρίχα στρώνουν στο κυνήγι ποντικούς, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ'το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ'αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ'αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ'αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πως να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, βροχή, βροχή, βροχή.


[Bernard-Marie Koltes, Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση, εκδόσεις Άγρα, (1977)]

0 σχόλια μέχρι τώρα

Άρης Βελουχιώτης: από την ιστορική ομιλία στη Λαμία το '44

E-mail Εκτύπωση PDF

Το Κομμουνιστικό Κόμμα δε βαδίζει τώρα για τον κομμουνισμό. Το ΚΚΕ έχει βέβαια στο πρόγραμμα του σαν τελική του επιδίωξη τον κομμουνισμό. Μα όχι για τώρα. Τον κομμουνισμό θα τον επιβάλλετε σεις, ο λαός κι όχι το ΚΚΕ. Κι είμαι βέβαιος ότι πολλοί από τους μορφωμένους μας, που δεν τον θέλουν σήμερα, θα ψηφίσουν τότε για να επικρατήσει ο κομμουνισμός. Σήμερα, όμως, το ΚΚΕ δεν επιδιώκει παρά μόνο μια δημοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος. Μα ας πούμε, ότι το ΚΚΕ θα εφαρμόσει τον κομμουνισμό. Λένε ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησιές και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές να χαλάσουν τις εκκλησιές, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα; Οι εκκλησιές μας φταίνε ή τα καράβια του Εμπειρίκου; Γιατί λοιπόν να κάψουμε τις εκκλησιές; Θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη. Μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί αυτοί που εμφανίζονται σαν προστάτες της εκκλησίας, γκρεμίσανε μαζί με τους Γερμανούς και γδέρνουνε παπάδες.

Ο κομμουνισμός, λένε, θα καταργήσει την θρησκεία. Μα η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης. Πώς θα καταργηθεί λοιπόν; Η κατάργηση της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράμα αδύνατο, έστω κι αν ακόμα οι κομμουνιστές θέλανε να την καταργήσουν. Η θρησκευτική συνείδηση δεν καταργείται με απλές διαταγές. Αν συνέβαινε ένα τέτοιο πράμα, αυτό θα έμοιαζε με την διαταγή πού έβγαλε κάποτε ένας αστυνόμος στην Ανάφη, με την οποία απαγόρευε την πάλη των τάξεων. Το τι θα γίνει στο πολύ μακρινό μέλλον, το πώς θα σκέπτονται οι άνθρωποι τότε, είναι άλλο πρόβλημα. Και κανένας πολιτικός δε μπορεί να βγάλει νόμο για το τι θα πρέπει να γίνει ύστερα από διακόσια η πεντακόσια χρόνια. Ούτε λοιπόν κι εμείς θα βγάλουμε τέτοιο νόμο. Μας ενδιαφέρει το πώς θα προκόψει ο λαός μας σήμερα κι όχι το τι φιλοσοφικές πεποιθήσεις θα έχει ύστερα από πεντακόσια χρόνια. Συνεπώς καταλαβαίνετε τώρα, ότι αυτοί που διαδίδουν αυτές τις συκοφαντίες επιδιώκουν άλλους σκοπούς, προσπαθώντας με το μέσο αυτό της συκοφαντίας να εξαπατήσουν το λαό και να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους πάνω του. Αν μάλιστα εξετάσουμε βαθύτερα το πράμα αυτό, θα δούμε ότι αυτοί είναι άθρησκοι, γιατί σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ίχνος θρησκευτικής συνείδησης κι ο μόνος που λατρεύουν είναι ο Θεός Μαμμωνάς, ο Θεός του χρήματος.

Κατηγορούν τους κομμουνιστές, ότι αυτοί θα διαλύσουν επίσης την οικογένεια. Λες κι εμείς κατεβήκαμε από τον ουρανό και δε γεννηθήκαμε από σπίτια ή φυτρώσαμε μόνοι μας σαν τα μανιτάρια. Η οικογένεια δημιουργήθηκε από ορισμένες οικονομικές συνθήκες. Σε μια ορισμένη ανάπτυξη της κοινωνίας δημιουργήθηκε η ανάγκη της οικογένειας, γιατί έτσι θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα οι ανάγκες της ζωής. Χρειάζονταν να δουλεύουν όλοι. Ο πατέρας και τα παιδιά στα χτήματα, οι γυναίκες στον αργαλειό και το σπίτι, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό θ'αντιμετωπίζονταν οι βιοτικές ανάγκες τους. Αυτού του είδους οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, πλησίαζαν όπως βλέπετε, πιο στενά τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους. Σήμερα όμως τι γίνεται; Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες αναγκάζουν όχι πια το στενό πλησίασμα της οικογένειας, αλλά αντίθετα την απομάκρυνση της. Να ένα παράδειγμα: ένας άντρας παντρεύεται, μα την επομένη του γάμου του φεύγει στην Αμερική για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ζωής του και της γυναίκας του. Ποιος διαλύει στην περίπτωση αυτήν την οικογένεια; Οι κομμουνιστές ή οι οικονομικές συνθήκες πού δημιούργησε η κεφαλαιοκρατία; Κι εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέλουμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι που τη διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμά της. Θα δώσουμε στο λαό τα οικονομικά μέσα για να μπορεί να μη σκορπάει την οικογένεια του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, όπου βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ. Όταν έξαφνα στα 1929-31 το κράτος ζήτησε, λόγω της οικονομικής κρίσης πού μάστιζε τότε τη χώρα μας να κατεβάσουν οι ξένοι ομολογιούχοι το ποσοστό που πληρώναμε σε τοκοχρεολύσια, οι Άγγλοι δέχτηκαν να το μειώσουν σε 35%, αλλά οι Έλληνες ομολογιούχοι αρνήθηκαν. Να λοιπόν ποιος είναι ο πατριωτισμός τους. Αυτός φτάνει μέχρι το σημείο που δεν θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα. Αυτοί λοιπόν οι ίδιοι που μας κατηγορούν ότι επιδιώκουμε την κατάργηση των συνόρων και την διάλυση του κράτους, αυτοί τα ξεπουλάνε αυτά στην πρώτη ευκαιρία.

Μας κατηγορούν επίσης, ότι εμείς επιβουλευόμαστε την τιμή. Βλέπετε, όλοι αυτοί οι «ηθικοί», που όταν περπατάνε μπερδεύουνται τα κεφάλια τους στα σύρματα, μιλάνε για τιμή. Αυτοί που πούλησαν τις γυναίκες και τις αδελφές στον κατακτητή, για να κάνουν τα νταραβέρια μαζί του και μας σκλάβωσαν διπλά, αυτοί πάνε τώρα να μας πείσουν ότι είναι οι κέρβεροι της τιμής και της ηθικής. Με αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευση του. Και πολλές φορές το καταφέρνουν αυτό και μας πείθουν μάλιστα ότι έτσι είναι όπως τα λένε. Πάρτε ένα παράδειγμα, απ' αυτό που γίνεται στα χωριά. Ο χωριάτης καπνίζει τον καπνό που παράγει ο ίδιος. Μα τον πείσανε ότι αυτός είναι λαθραίος. Κι ο ίδιος ο χωρικός σου λέει ότι καπνίζει λαθραίο καπνό. Λες και δεν τον έσπειρε αυτός στον τόπο μας, αλλά τον έφερε από την Αμερική. Όπως βλέπετε λοιπόν κι ο ίδιος ο χωριάτης το πίστεψε, πως ο καπνός του είναι «λαθραίος».

Η αντίδραση δεν σταματά σε τίποτα μπροστά προκειμένου να εξαπατήσει το λαό, χρησιμοποιώντας γι αυτό όλα τα μέσα, όλη τη συκοφαντία και το ψέμα. Μα αυτές οι συκοφαντίες στην ύπαιθρο, όπου μας είδανε και μας νιώσανε, έγιναν συντρίμμια. Στις πόλεις θα γίνει κι αυτού το ίδιο. Σε λίγες μέρες θα δείτε κι εσείς μόνοι σας την πραγματικότητα. Γιατί ο δικός μας σκοπός είναι ένας: πώς θα ζήσει καλύτερα ο λαός μας. Όταν ήταν εδώ ο κατακτητής, αυτοί θέλανε τότε την τάξη. Εμείς θέλαμε την αταξία για να κάνουμε ανυπόφορη τη ζωή του κατακτητή. Τώρα αυτοί θέλουνε την αταξία. Μα εμείς θέλουμε την τάξη. Αυτοί είναι οι οργανωτές του εμφυλίου πολέμου για να εκμεταλλεύονται το λαό μας. Αυτοί είναι οι λύκοι, που προσπαθούν να κατασπαράξουν το κοπάδι, εμάς, εσάς, όλους μας, το λαό δηλαδή. Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ υποσχέθηκαν στο λαό την πάλη ενάντια στον κατακτητή και την απελευθέρωση της χώρας μας. Αυτές τις υποσχέσεις τις τηρήσαμε. Εμείς δεν δημιουργήσαμε κυβερνητικό τύπο. Αυτός δημιουργήθηκε μόνος του από το λαό. Από τον Οκτώβρη του 1942 μόνος του ο λαός τράβηξε στις εκλογές της αυτοδιοίκησης του. Ο θεσμός αυτός της αυτοδιοίκησης, που για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην Ευρυτανία, αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας του από το χωριό μέχρι την ΠΕΕΑ αργότερα. Εμείς είμαστε υπέρ της ενότητας και χάρη στις προσπάθειες τις δικές μας οφείλεται κατά 9,5% η δημιουργία της εθνικής κυβερνήσεως, κάτω από την οποία αγωνιζόμαστε σήμερα. Μέχρι τη Λάρισα η πατρίδα μας είναι τώρα ελεύθερη. Και γρήγορα θ'απελευθερώσουμε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Έτσι και η δεύτερη μας υπόσχεση τείνει να πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά.

Μα εμείς υποσχεθήκαμε στο λαό και κάτι άλλο: ότι δεν θ'αφήσουμε το όπλο από το χέρι μας αν δεν πετύχουμε και τη διπλή λευτεριά: τη λαοκρατία. Για αυτό θα παλέψουμε για να εκτελέσουμε κι αυτή την υπόσχεση μας, αφιερώνοντας και θυσιάζοντας την ζωή μας ακόμα για τη λαοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος. Ο ΕΛΑΣ στα χέρια πρώτα της ΚΕ του ΕΑΜ, και της ΠΕΕΑ αργότερα, αποτέλεσε το δυνατό όπλο της διατήρησης του λαού μας στη ζωή. Τον μοχλό της γρηγορότερης απελευθέρωσης μας. Τώρα, στα χέρια της εθνικής μας κυβέρνησης, που αποτελείται απ' όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις και που υπόσχεται στο πρόγραμμα της λαοκρατικές λύσεις, θ'αποτελέσει την εγγύηση, ότι θα συνεχίσουμε τον πόλεμο μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού κι ότι θα εξασφαλισθούν οι ως τώρα κατακτήσεις του λαού μας και θα κερδιθούν και νέες.

Φωνάζατε πολύ για την θανατική καταδίκη των προδοτών, των συνεργατών του καταχτητή και των εκμεταλλευτών της δυστυχίας τού λαού στα χρόνια της κατοχής. Όταν εμείς δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους δικάσουμε, τους εκτελούσαμε. Αργότερα τους δικάζαμε σε στρατοδικεία. Τώρα, όσους έχουμε συλλάβει θα τους παραδώσουμε στην δικαιοσύνη. Υπάρχει η νόμιμη πια κυβέρνηση και αυτή θα αποφασίζει για όλα. Μη φωνάζετε λοιπόν. Αυτοί θα δικασθούν και θα καταδικασθούν. Μα δεν θάχει και μεγάλη σημασία. Τεράστια σημασία θάχει αν καταδικάσετε και θανατώσετε εσείς, ο κυρίαρχος λαός, το καθεστώς που γεννάει τέτοια καθάρματα. Μεθαύριο θα τραβήξουμε στις εκλογές. Το πρώτο ράπισμα πρέπει να δοθεί στο δημοψήφισμα, με την οριστική καταδίκη του φιλοβασιλισμού και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.

Αλλά γιατί στρεφόμαστε με τόση μανία ενάντια στο βασιλιά; Πρώτον, γιατί αυτός πρώτα πρώτα δεν είναι ούτε Έλληνας. Δεύτερον, γιατί μας τον φέρανε με το ψεύτικο δημοψήφισμα του 1935. Τρίτον, γιατί είναι επίορκος. Καταπάτησε το Σύνταγμα του 1911 κι έβαλε δικτάτορα τον πεμπτοφαλαγγίτη Γιάννη Μεταξά. Τέταρτον, γιατί άφησε όλους τους ανίκανους και πεμπτοφαλαγγίτες στρατηγούς και υπουργούς να προδώσουν τον πόλεμο της Αλβανίας και να υποδουλώσουν την πατρίδα μας. Τέλος, γιατί στην εθνική μας συμφορά του 1941, αντί να καθίσει εδώ και να θυσιαστεί σαν άλλος Κόδρος των Αθηνών, μας εγκατέλειψε. Αν ήτανε καλός έπρεπε να καθίσει εδώ κι αντί να βγει στο κλαρί ο Άρης και δεν ξέρω ποιος άλλος, να βγει αυτός να οργανώσει τον αγώνα και να είναι τώρα δικαιωματικά βασιλιάς μας και αρχηγός μας. Με τη στάση του ο ίδιος παραιτήθηκε ουσιαστικά και τυπικά του δικαιώματος επί του θρόνου της Ελλάδος. Αυτά βέβαια γι' αυτόν προσωπικά κι ανεξάρτητα από την πεποίθηση μας πώς δεν χρειάζεται κανένας θρόνος, μα δημοκρατία για να προκόψει η Ελλάδα μας. Σεβόμαστε τη λαϊκή θέληση.

Το δεύτερο ράπισμα πρέπει να δοθεί στις εκλογές, που θα καθορίσουν το πολίτευμα της χώρας μας. Εμάς, η μόνη μας φιλοδοξία είναι να είμαστε υπηρέτες του λαού. Γι' αυτό θα σεβαστούμε την ετυμηγορία σας, όποια κι αν είναι αυτή. Μα έχουμε αυτές τις απαιτήσεις: να ψηφίσει ο λαός ανεπηρέαστα και να σεβασθούν το λαό. Αν αυτά δεν εκτελεστούν, τότε σας υποσχόμαστε ότι πάλι θα ξαναβγούμε στο βουνό. Μα είμαι βέβαιος ότι αυτά δεν θα συμβούν. Γιατί ο λαός μας χειραφετήθηκε πια. Δοκιμάσθηκε και ξύπνησε. Θ' ακολουθήσει τους δρόμους που του δείχνουμε και που μοναδικά τον συμφέρουν. Με την πεποίθηση αυτή, τελειώνοντας, σας καλώ να φωνάξουμε: Ζήτω ο κυρίαρχος λαός μας!

 

 

[τελευταίο μέρος της ομιλίας του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, 29 Οκτωβρίου 1944]

0 σχόλια μέχρι τώρα

Σελίδα 1 από 4

"...Σαν πρόκες πρέπει

να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος..."


περασμένα

Powered by mod LCA