
Δύο υπήρξαν τα καλέσματα της Ιστορίας που ως πιτσιρικάδες ή έφηβοι προλάβαμε, εμείς των ’80 οι ατυχείς. Καλέσματα, οριακές προκλήσεις, για να αναμετρηθούν στα σοβαρά το ταξικό φρόνημα και η επαναστατική συνειδητότητα με μια κάποια συγκρότηση εθνικής ιδεοληψίας· στην ουσία: μια αναμέτρηση των επιλογών μας επί των συλλογικών σχημάτων που μπορού(σα)με να αντιληφθούμε, η αναζήτηση μιας αίσθησης ένταξης σε ένα κάποιο «εμείς».
Και στα δύο, ήμουν μέσα στο γήπεδο. Και αν στο μπασκετικό έπος του ’87, τα αγνά και καθαρά μάτια ενός οχτάχρονου δεν μπορούσαν παρά να εντυπωσιαστούν και να ταυτιστούν με τον Δαβίδ -τον αδύναμο, τον τόσο αουτσάηντερ, που ύψωνε ηρωικό ανάστημα απέναντι στα θηρία της στέππας και τους καυκάσιους τιτάνες, γεμίζοντας 103 πόντους το καλάθι τους και ξεψυχώντας λίγο μετά από αυτούς, με όλη την πνοή στην τελευταία ανάσα- μα και να αλληθωρίσουν για λίγο με αφέλεια στα άναρθρα σουξέ ενός εθνικού συλλογικού ασυνείδητου, το επόμενο κάλεσμα δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. Θες γιατί η ποδοσφαιρική Σοβιετική Ένωση του 1988 καταλάμβανε ήδη μια θέση στο πάνθεον των ποδοσφαιρικών αγιοτήτων –σε σαφές κοντράστ με την εικόνα της τρομακτικής υπερδύναμης των μπασκετικών γιγάντων- θες γιατί το αντιπροσωπευτικό σύνολο της ελλάδας στο ποδόσφαιρο τότε, δεν μας είχε ακόμα συνηθίσει σε μεγάλες ανατροπές με σφεντόνες –πόσο μάλλον σε κατακτήσεις τίτλων με γιόμες, αντεπιθέσεις και τα απαραίτητα γκολ- θες γιατί το κόκκινο χρώμα στη φανέλα ενέπνεε ασφαλώς περισσότερη εμπιστοσύνη και θέρμη, θες γιατί τα αρχικά CCCP στο στέρνο φάνταζαν σαν ένας εξωτικός κωδικός ενός μυθικού κόσμου, για τον οποίο κυρίως ακούγαμε και ποτέ δεν βλέπαμε –και όσο πιστεύαμε στους δράκους και στον αη βασίλη και ζούσαμε το μύθο παίζοντας Κάστρα και Πολιορκητές, άλλο τόσο πιστεύαμε στο Μπρέζνιεφ, παίζαμε τον Κάστρο και τον Τσε και ζούσαμε έναν άλλο μύθο: ότι η μούμια του Λένιν μια μέρα θα συνέλθει από την ταρρίχευση, θα δραπετεύσει πό το μαυσωλείο της και θα ξεταρριχεύσει εκατομμύρια μπολσεβίκων μαχητών για να έρθουν να ελευθερώσουν κι εμάς. Αυτά όμως ίσως και να αποτελούν εκλογικεύσεις της σημερινής εμπειρίας και σκέψης, αφού στα μάτια του εννιάχρονου όλη η εξήγηση ήταν σαφώς πιο ξεκάθαρη και απλή και είχε όνομα: Ρενάτ Ντασάεφ.

Ήταν 23 Μαρτίου του 1988. ΟΑΚΑ. Ο πατέρας μου, κάνοντας χρήση της φωτοειδησεογραφικής ταυτότητάς του, με πάει κατευθείαν στον αγωνιστικό χώρο και μου βρίσκει μια θέση πίσω από το γκολπόστ του Σοβιετικού γίγαντα. Ήταν ζήτημα να είχα δει δύο ή τρεις αγώνες από τέτοια πλεονεκτική θέση –απ’ό,τι θυμάμαι ήταν του Γαύρου- και η εμπειρία μου ήδη άγγιζε διαστάσεις, που και τότε ένιωθα –και τώρα ξέρω- πως ξεπερνούσαν (ακόμα και) το μύθο. Από τη μία, μια σχεδόν θρυλική εντεκάδα της εθνικής ελλάδας: Γκιτσιούδης κάτω απ’τα δοκάρια, μετά αλλαγή με Μανίκα, στην οπισθοφυλακή Αποστολάκης, Κολομητρούσης, Μανωλάς, Μίχος και Τσαλουχίδης, αλλαγή ο Σκαρτάδος, και μπροστά, αριστερά και δεξιά, πάνω κάτω –μία θέση ήταν τότε όλα αυτά- Σαραβάκος, Καραπιάλης, αλλαγή ο Αντωνίου, Ζιώγας, Μητρόπουλος, Κωφίδης. Στον πάγκο ένας βούδας εκτελώντας χρέη προπονητή, πολύ πριν αποκατασταθεί επαγγελματικά ως τηλεοπτικός σχολιαστής ομοσπονδιακών προπονητών –Μίλτος Παπαποστόλου. Η παράταξη της Σοβιετίας ακόμα πιο μυθική: ο ήρεμος γίγαντας άρχοντας της μεγάλης περιοχής και μπροστά του ονόματα όπως Κουζνέτσοφ, Χιντιατούλιν, Γιακοβένκο, Ζαβάροφ, Λιτόφτσενκο, Κουσμάνοφ, Μπελάνοφ και, φυσικά, ο τρισυπόστατος Όλεγκ που διαδέχθηκε τον άλλο παμμέγιστο Όλεγκ, ο οποίος και καθόταν στον πάγκο μαζί με Μιχαϊλιτσένκο, Αλεϊνίκοφ, Ντομπροβόλσκι, δίπλα όλοι στον μεγαλοπρεπή Βαλερί Λομπανόφσκι.
Θυμάμαι τον αγώνα να κυλάει σαν ένα οπτικό παραλήρημα, κανονικός βιασμός για τα άγουρα μάτια ενός παιδιού, μια ιερή τελετουργία στην κάθε λεπτομέρειά της, στην κάθε φάση, σε κάθε πάσα, η οποία με έκανε για πρώτη –και τελευταία- ίσως φορά να καταλάβω ξεκάθαρα τι δύναμη μπορεί να αντλούν οι θρησκευόμενοι άθρωποι από τους θεούς που πιστεύουν. Για να μην πολυλογώ -μιας και θυμάμαι μόνο ό,τι είχε να κάνει με κόκκινο- στο δεύτερο μόλις λεπτό ξεκινάει το πανηγύρι και ο Προτάσοφ φιλοδωρεί με φιλικό τεμάχιο το ελληνικό δίχτυ. Το ίδιο κάνει δεκαπέντε λεπτά μετά κι ο Γκενάντι Λιτόφτσενκο –συμπαίχτης του στο Θρύλο του Μπλαχίν λίγα χρόνια αργότερα, μιλώντας πάντα για θρησκευτικές εμπειρίες. Αλλαγές εκατέρωθεν στο β’μέρος, το σκηνικό του αγώνα όμως στο ίδιο τέμπο: άλλα δύο μπαλάκια ο Προτάσοφ, στο 49’ με το καλημέρα και στο 57’. Σύνολο επίθεσης: εφτά, αν υπολογίσουμε και το φιλικό στη Μόσχα έξι μήνες πριν –με το παθητικό της αμαγάριστο από ελληνικό πόδι από το 1979, οπότε και το τέρμα του Τάκη Νικολούδη σε αγώνα προκριματικών ευρωπαϊκού πρωταθλήματος· ένα από τα τρία συνολικά τέρματα που σημειώθηκαν απέναντι σε ομάδα ενωμένης Σοβιετίας από το 1965 μέχρι το 1988 (και ενώ στο ίδιο διάστημα οι σοβιετικές αρκούδες μας κέρασαν 21 λαμπρά υπομνήματα της δύναμης του υπαρκτού ποδοσφαιρικού σοσιαλισμού). Εφτά λοιπόν σε δύο απανωτά ματς, 21 δια 3 επίσης κάνει 7, δηλαδής ένα γκολ ελληνικό ανά εφτά σοβιετικά, εφτά μας πήρε η αριστερά, μην το ζορίζεις.
Και έρχεται το 87ο λεπτό που ο Βίκτορ Τσάνοφ μπαίνει αλλαγή, τιμητικά, στη θέση του Ντασάεφ που θα ζήσει την αποθέωση από τους θιασώτες της κουλτούρας της μεταπολίτευσης που δυνάστευαν την κερκίδα. Είναι η στιγμή που το ρίγος διατρέχει βίαια και μονομιάς το παιδικό σώμα, το μη μαθημένο σε ρίγη και συγκινήσεις, η στιγμή που η Ιστορία σε χτυπάει φιλικά στην πλάτη για να σου υπενθυμίσει το ραντεβού. Για την ακρίβεια, είναι το χτύπημα στην πλάτη από το πατρικό χέρι, «έλα, πάμε να τον βρούμε στον πάγκο να σου υπογράψει τη φωτογραφία». Τη φωτογραφία που είχε βγάλει μόλις μία μέρα πριν μαζί του στο ξενοδοχείο που φιλοξενούσε τη σοβιετική αποστολή· ένα ακόμα μικρό σοκ που όφειλες να διαχειριστείς όπως μπορούσες: ο πατέρας σου αγκαλιά με τον Ντασάεφ, χαμογελαστοί και ωραίοι ως σοβιετικοί.

Σχεδόν θυμάμαι κάθε βήμα· να τρέμω και να σφίγγομαι, τόσο που να νιώθω ότι μικραίνω, αίσθημα απωθητικό και συναρπαστικό ταυτόχρονα, το οποίο απάντησα πολλά χρόνια αργότερα όταν είδα εικόνες με προσκυνητές στο μαυσωλείο του Βλαδίμηρου και πιστούς στα διαγγέλματα του πατερούλη Σήφη. Θυμάμαι να έχω καταπιεί όλες τις λέξεις, να έχουν εξαφανιστεί οι ήχοι, η γλώσσα μου να μην υπάρχει, το σάλιο να έχει στερέψει μαζί με κάθε ανάσα, η καρδιά μου να έχει πεταχτεί έξω, ήμουν σίγουρος ότι κάπου μου είχε πέσει, τα πόδια με δυσκολία με κρατούσαν, ίσως και να μην είχα πόδια πλέον, ενώ ένας αυθαίρετος μυστήριος φόβος -καθώς πλησιάζαμε στον πάγκο- οδηγούσε το βάδισμά μου με σοβιετικό τέμπο: ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω. Ο πατέρας μου του δίνει τη φωτό, εγώ από πίσω παρακολουθώ, έτοιμος να διαλυθώ, αν δεν είχα ήδη διαλυθεί. Υπογράφει, λύτρωση.
Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να έχεις τα παιδικά σου είδωλα στο ένα μέτρο -όντας παιδί, όντας παραμυθιασμένος, άμαθος ακόμα στις διαδικασίες της απομυθοποίησης και της απομάγευσης- εκείνο που συνειδητοποιείς μαγικά, με αυτό το παραλυτικό ρίγος που σχεδόν σε ακυρώνει και σε τρομάζει, είναι ότι οι θεοί σου δεν υπήρξαν θεοί απλησίαστοι, ότι οι δικοί σου θεοί δεν υπήρξαν στον ουρανό αλλά στη γη, ότι τα χαρτάκια της panini που μάζευες τα καλοκαίρια αντιστοιχούσαν σε μικρές και μεγάλες ιστορίες ανθρώπων με κατορθώματα πραγματικά και όχι φανταστικές ιστορίες σούπερ ηρώων του χαρτιού ή της οθόνης, ότι τα είδωλα δεν ήταν είδωλα –καθρεφτίσματα ή ομοιώματα, κατά την ετυμολογία- αλλά πρότυπα. Ότι πριν από αφίσα στο δωμάτιό σου, όλοι αυτοί υπήρξαν άνθρωποι πραγματικοί, δίπλα σου, ανάμεσά σου. Και ότι η πράξη τους γίνεται οδηγός πως ό,τι έχουν καταφέρει, άνθρωποι το'χουν καταφέρει.
Έτσι, χωρίς πολλά πολλά, έγινε σαφές μέσα μου πως, ακόμα και σε τρυφερή ηλικία, ο διαλεκτικός υλισμός μπορεί να αφομοιωθεί βιωματικά ως τρόπος σκέψης, χωρίς βιβλία και κατήχηση σε ανήλιαγες γιάφκες. Κι όταν μετά από πολλά χρόνια, ένας άλλος θεός εξ Αργεντινού εδάφους ερχόταν να υπογράψει αυτόγραφα και φανέλες σε κάποιο κόκκινο μαγαζί του πειραιώτικου ναού, αρνήθηκα την εμπειρία και την ευκαιρία να βρεθώ ξανά στο ένα μέτρο. Γιατί πέρα από τον Αϊζενστάιν, τον Μαγιακόφσκι και τον Σοστακόβιτς, μας μαγεύουν εξίσου ο Ταρκόφσκι, ο Σνίτκε κι ο Σκριάμπιν. Πέρα κι από το διαλεκτικό υλισμό, πως να το κάνουμε, έναν θεό κάπου ψηλά στον ουρανό τον θέλουμε. Για να σώζεται πάντα κάτι από τη γοητεία του απλησίαστου. Σαν την εστία του Ντασάεφ.
[το κείμενο έχει γραφτεί αποκλειστικά για το ανάδελφο περιοδικό Humba! και το πλούσιο αφιέρωμά του στους τερματοφύλακες - δημοσιεύτηκε με τον τίτλο 'Ρενάτ Ντασάεφ, ο Ρώσος γίγαντας', τεύχος 7, χειμώνας 2012]








Ο Αντώνης Πανούτσος (μαζί με την καλή του φιλιππινέζα, που παίζει το ρόλο του μαθητή δίπλα στο σοφό γκουρού) δίνει καθημερινά (τσάμπα) διαλέξεις περί της υπερβατικής θεώρησης των ποδοσφαιρικών πεπραγμένων -όταν υπερβατική για τον αμοιβαδικό νου πολλών ακροατών του δεν είναι παρά μια παραφιλολογία γύρω από σκόρπιες κουβέντες αποδυτηρίων και παραγόντων, τις οποίες ο γκουρού συνδυάζει με ένα πιασάρικο τσιτάτο και μια αναφορά στον Χάιντεγκερ, γαρνιρισμένα με μια ανεκδοτική διάλεκτο και μια υπεράνω και λαρτζ προφορά. Η έννοια του υπεράνω στην περίπτωση, ερμηνεύεται ως μαγκιά από τους ίδιους ακροατές, που αναγνωρίζουν στον γκουρού την εμπνευσμένη κυνικότητά του και το στυλάτο κουλ. Στους καιρούς μας όμως, η περίπτωση να μη σε αγγίζει τίποτα -σε βαθμό που να μην εξεγείρεσαι και οδύρεσαι ποτέ και για κανένα λόγο- συνήθως συνάδει με τη διαπίστωση να ανήκει το τομάρι σου στους χορτάτους, οι οποίοι έχουν ξεμπερδέψει με τις άμεσες βιωτικές ανησυχίες και η κοινωνική συνείδηση δεν είναι παρά ένα ενδιαφέρον topic για καφενολόι στον ελεύθερο χρόνο τους.

Yπάρχουν πολλοί λόγοι για να αντιπαθεί κανείς την Ουέφα, τη Φίφα και τα οφίτσια τους. Ακόμη όμως κι αν ξεκινούσε χτες η ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο και δεν είχα προλάβει να ενημερωθώ για τις ίντριγκες, τα μαγειρέματα και τα λογής λογής σκαρφίσματα εν είδει αλλαγών των κανονισμών, που επιβάλλουν κάθε τόσο οι μπλατεροπαράγοντες, θα μου αρκούσε ένας και μόνο λόγος για να φλαγκάρω και να αποτάσσομαι φορέβα την παρέα του Πλατινί (και του Μπλάτερ): το γεγονός πως μια ολόκληρη γενιά -η γενιά που χρησιμοποιεί ως μέσο ενημέρωσης και ιστορικής τεκμηρίωσης το διαδίκτυο- αλλά και οι γενιές που ακολουθούν, δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην ιστορική (οπτικοακουστική) καταγραφή του ποδοσφαίρου -όπως αυτή εντυπώνεται σε κάθε αγωνιστική κάθε μεγάλης διοργάνωσης στα γήπεδα του κόσμου και αποτυπώνεται στα γκολ, στα χαηλάητς, στις ντρίμπλες, ακόμα και στις μανούρες και τα ξυλίκια- κι αυτό επειδή η Ουέφα έχει απαγορεύσει την ανάρτηση σχετικών βίντεο στο δίκτυο, τουλάχιστον για τους αγώνες που εμπίπτουν της δικαιοδοσίας της από πλευράς πνευματικών δικαιωμάτων (Τσαμπιοσλή, Γιούρο, Μουντιάλ κλπ.), και κυνηγάει ωσάν να ήταν μάγισσες τις διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες.
Με τον καιρό, η μπάρα των παμπ, ως τόπος συνάντησης και επιμόρφωσης των ποδοσφαιρόφιλων, έδωσε τη θέση της στη μπάρα του youtube, ενώ οι έννοιες αλάνα και Tehkan World Cup (γνωστό στα χρόνια μας πιο απλά ως Κικόφ) έγιναν μακρινές αναμνήσεις που δεν κλάνουν μία μπροστά στο μεγαλείο της EA Sports και την αυτοκρατορία της SI Games. Το φυσικό προϊόν έδωσε σιγά σιγά χώρο και στα τριγύρω, τα συνοδευτικά που λένε στα μαγαζά, μέχρι που τα συνοδευτικά σε περιπτώσεις είτε εκτόπισαν το φυσικό προϊόν είτε το έκαναν να φαίνεται τόσο λίγο. Η παρακολούθηση πλέον του παιχνιδιού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εμπορικώς εννοούμενη έκφραση του οπαδισμού: από τα εισιτήρια διαρκείας και τους συνδέσμους μέχρι τις φανέλες με τα ονόματα παιχτών στις προθήκες των καταστημάτων και τα διάφορα πατατάκια, δρακουλίνια, μπάλες, παπούτσα, φόρμες, τσίχλες, κοκακόλες, γλειφιτζούρια, τζίρια, μίρια, τζιτζιμίρια. Κανένας Μέσι δεν συνιστά αυθυπάρκτως ένα αμιγώς ποδοσφαιρικό τεκμήριο, αν ο πιτσιρικάς δεν μπορεί να συνδεθεί μαζί του μέσω άλλων οδών -όπως π.χ. την αγορά του στο Φούτμπολ Μάνατζερ.
Θυμάμαι παλιότερα σε περιοδικά -ιταλική μόδα ήταν θαρρώ- τα σκιτσάκια που αναπαριστούσαν τις φάσεις των γκολ και βοηθούσαν τον αναγνώστη -και όχι αναγκαστικά ιδιοκτήτη τηλεόρασης- να εννοήσει πως έγινε ο συνδυασμός και επιτεύχθη το τέρμα. Με τα άκρως παραστατικά διανύσματα, μπορούσες να φανταστείς τι εστί λόμπα ή πόση τέχνη μπορεί να κρύβει η εκτέλεση ενός φάουλ έξω από την περιοχή. Νομίζω πως κάπως τα έχει επαναφέρει από φέτο στα εξώφυλλά της η εφημερίδα Γαύρος, αλλά οι λεζάντες "ο Έλληνας Μέσι κάνει μαγική κίνηση και κερδίζει το πέναλτι" που τα συνοδεύουν, μόνο γελοιότητα εκπέμπουν. Εννοείται πως οι αντίστοιχες 3D αναπαραστάσεις στην τηλεόραση κινούνται ακόμα πιο χαμηλά από τα όρια του γελοίου και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εντελώς πιο χαοτικές από τις φάσεις που (υποτίθεται πως) ξεκαθαρίζουν.
Όσο για τα vintage παιχνίδια, θυμάμαι πως ακόμα και οι διατάξεις των ομάδων στο Σουμπούτεο, μας έδιναν μια (πανοραμική) εικόνα του παιχνιδιού και μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε τις αποστάσεις, τους χώρους, τους κενούς χώρους και τα συστήματα. Από την άλλη, το Φούτμπολ Μάνατζερ μας έκανε να κατανοήσουμε πως το ποδόσφαιρο είναι τα συστήματα και τίποτ'άλλο, πως το ποδόσφαιρο είναι η διαχείρισή του, πως το ποδόσφαιρο είναι ένα χρηματιστήριο και οποιαδήποτε εικασία του έξω από αυτή την έννοια είναι το λιγότερο γραφική -ειδικά αν δεν μπορεί να αποδοθεί με στατιστικά στοιχεία ή να μεταφραστεί στο κασέ ενός ποδοσφαιριστή.


















